Σήμερα, 29 Αυγούστου, είχε τα γενέθλιά του ο αείμνηστος καθηγητής εκπαιδευτικής τεχνολογίας και επόπτης των διδακτορικών μου σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ Κώστας Φωτεινός. Όταν τη μέρα αυτή του 2003 του τηλεφώνησα, για να του ευχηθώ τα «Χρόνια Πολλά», παραπονέθηκε γιατί δεν πήγα με τη γυναίκα μου στα Καμένα Βούρλα, όπου περνούσε το καλοκαίρι, για να τον δούμε. «Γιατί δεν ήλθατε;», μου είπε, «ήθελα τόσο πολύ να σας αγκαλιάσω!» Του υποσχέθηκα ότι θα πηγαίναμε σύντομα στην Αθήνα, για να τον συναντήσουμε. Δεν προλάβαμε όμως, γιατί σε ενάμισι περίπου μήνα έφυγε από τη ζωή. Κι εμείς μείναμε με την τύψη που δεν καταλάβαμε ότι δεν είχε ολοκληρώσει τη φράση του με το «για τελευταία φορά»! Στις αρχαίες φιλοσοφικές σχολές υπήρχε συνήθεια η μέρα των γενεθλίων του ιδρυτή τους να γιορτάζεται με απόδοση τιμών στο πρόσωπό του, ομιλίες και συζητήσεις για την αξία της διδασκαλίας του. Αν και δεν ανήκω σε συγκεκριμένη ομάδα μαθητών του Φωτεινού παρά μόνο στη σχολή της παιδαγωγικής του σκέψης, αποφάσισα να τον τιμήσω φέτος αναρτώντας, περικομμένο κάπως, το αδημοσίευτο κείμενο σχετικής ομιλίας, που έκανα, πριν από δεκαέξι χρόνια, στον χώρο (κάπου στην Καλαμαριά) του σωματείου πνευματικού προβληματισμού «ΕΠΙΓΝΩΣΗ», θεμελιωτής του οποίου είναι ο ομότιμος πλέον καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ Πανίκος Παπαδόπουλος.
(Ένα πρόσωπο έπρεπε, πράγματι, όλα
του κόσμου τα ονόματα να συνταιριάσει.)
Paul Éluard
Γνώρισα τον Κώστα Φωτεινό το 1984, στο Μόντρεαλ του Καναδά, όπου βρέθηκα να υπηρετώ στο εκεί Γενικό Προξενείο μας ως Μορφωτικός και Εκπαιδευτικός Σύμβουλος. Είχε έλθει για μια απλή υπόθεση, την ανανέωση του διαβατηρίου του ή κάτι τέτοιο, και ο βοηθός μου, ο φιλόλογος Νίκος Συρράφος, που τον γνώριζε, τον έφερε στο Γραφείο μου. Δεν θυμούμαι λεπτομέρειες από την πρώτη μας εκείνη συνάντηση, πέρα από την εντύπωση που μου έκαναν το επιβλητικό παρουσιαστικό του και το γελαστό, το λαμπερό πρόσωπό του. Από τα λίγα λόγια που ανταλλάξαμε κατάλαβα ότι είχα μπροστά μου ένα πανεπιστημιακό δάσκαλο κάπως διαφορετικό και ασυνήθιστο, αντισυμβατικό, όπως λέμε συνήθως, αλλά και με ιδέες που μπορούσαν να είναι χρήσιμες στην αποστολή μου. Τον παρακάλεσα λοιπόν να με βοηθήσει, παράκληση που εκείνος δέχθηκε με μεγάλη ευχαρίστηση. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας, και η δική μου μαθητεία κοντά του, που κράτησε για είκοσι περίπου χρόνια, ως τον καιρό της Μεγάλης Εξόδου του. Η συνεργασία αυτή εξελίχθηκε σιγά-σιγά σε σχέση φιλίας και αγάπης, που αγκάλιασε και την οικογένειά μου, την αείμνηστη γυναίκα μου Ευανθία, επίσης εκπαιδευτικό, διευθύντρια τότε του 2ου και πιο μεγάλου παραρτήματος του ημερήσιου σχολείου «Σωκράτης» της Ελληνικής Κοινότητας, καθώς και τα παιδιά μου Κατερίνα και Βασίλη.
Η κοινή μας πορεία απλώθηκε σε δυο άξονες, ένα επαγγελματικό και ένα προσωπικό. Σημείο επαφής και των δύο ήταν η εκπαίδευση, τομέας που αποτελούσε το πεδίο της πρακτικής και θεωρητικής μας ενασχόλησης. Όπως και οι περισσότεροι Έλληνες αλλά και ξένοι παιδαγωγοί, έβλεπα την Παιδεία πιο πολύ ως εκπαίδευση των άλλων. Με τον Κώστα έμαθα ότι η εκπαίδευση αφορά πρώτα-πρώτα εμάς τους ίδιους, τον εαυτό μας δηλαδή, και ύστερα τους άλλους. Αυτό σημαίνει ότι από εξωτερική και αντικειμενική η συνεργασία μας άρχισε να μετατρέπεται σε εσωτερική και υποκειμενική. Στο πρώτο, το αντικειμενικό επίπεδο η κοινή μας προσπάθεια αφορούσε την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Όταν ανέλαβα τα καθήκοντα του συμβούλου, εκείνο που διαπίστωσα ήταν η ανεπάρκεια των διδασκόντων, οι οποίοι, όπως ίσως γνωρίζετε, στα σχολεία του εξωτερικού δεν είναι στην πλειοψηφία τους εκπαιδευτικοί αλλά πτυχιούχοι άλλων σχολών, που κάνουν μεταπτυχιακό, ή προπτυχιακοί φοιτητές αλλά ακόμη και νοικοκυρές που έχουν τελειώσει, βέβαια, ελληνικό δευτεροβάθμιο σχολείο. Όλοι τους είναι καλοπροαίρετοι και προθυμότατοι, δεν διαθέτουν όμως καμιά διδακτική ούτε παιδαγωγική μόρφωση, στοιχεία που είναι περισσότερο απαραίτητα σε αυτού του είδους τα σχολεία, όπου οι μαθητές πηγαίνουν κατά κανόνα «ὡς ἐκ περισσοῦ», παράλληλα δηλαδή με το κανονικό ντόπιο ημερήσιο σχολείο, και συνήθως υπό την πίεση των γονέων. Ο Φωτεινάς, όπως τον λέγαμε στο Μόντρεαλ από την απόδοση του επωνύμου του στα γαλλικά (Fotinas), είχε ήδη δουλέψει πάνω στη λεγόμενη εναλλακτική ή παράλληλη εκπαίδευση, κι αυτό το στοιχείο μού φάνηκε πολύ χρήσιμο. Έτσι ήταν από τους μόνιμους εισηγητές στα επιμορφωτικά σεμινάρια που οργάνωνα στο πλαίσιο των καθηκόντων μου. Οι εισηγήσεις του δεν ήταν θεωρητικές διαλέξεις αλλά μαθήματα, βιωματικές ασκήσεις, εργαστήρια αυτογνωσίας, που είχαν σκοπό να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε το εκπαιδευτικό μας «εγώ», την «ιδιωτική λογική» μας, σύμφωνα με τον αμερικανό ψυχολόγο Adler, δηλαδή το πώς λειτουργούμε ως δάσκαλοι, λανθασμένα κατά κανόνα, με βάση τα συνειδητά και ασύνειδα στοιχεία του χαρακτήρα μας, και πώς πρέπει να ενεργούμε σωστά. Η διάγνωση και η «συνταγολόγηση» γινόταν με τέτοιο αποδραματοποιημένο τρόπο, που δεν άφηναν περιθώρια για κανένα αίσθημα ενοχής. Με βάση την αξιολόγηση που έκαναν οι ίδιοι οι δάσκαλοι, τα αποτελέσματα ήταν θετικότατα, όλοι ήταν κατευχαριστημένοι. Κάναμε, για αυτό, ένα πρόγραμμα κάπως πιο εκτεταμένης επιμόρφωσης, πρόγραμμα που εγκρίθηκε καταρχήν από το Υπουργείο Παιδείας, κάποιοι όμως επιτήδειοι και καλοθελητές φρόντισαν να το ματαιώσουν. Το σχέδιο υλοποιήθηκε αργότερα, μετά την αποχώρησή μου από το Προξενείο, την παραίτησή μου από την Υπηρεσία και την πρόσληψή μου από την Ελληνική Κοινότητα Μόντρεαλ ως παιδαγωγικού συμβούλου. Σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ οργανώσαμε δύο κύκλους επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών της Κοινότητας, 45 ωρών (15 τρίωρα) όσες και οι ώρες ενός πανεπιστημιακού μαθήματος. Όσοι επιθυμούσαν έπαιρναν και βαθμολογικές μονάδες, τα λεγόμενα «κρέντιτς», που το Πανεπιστήμιο τα αναγνώριζε και υπολογίζονταν στην όλη τους βαθμολογία για το πτυχίο. Το θέμα του μαθήματος ήταν «Προσωπική ανάπτυξη σε σχολικό περιβάλλον».
Εκτός από την επιμόρφωση των δασκάλων, η στρατηγική μας προέβλεπε και προετοιμασία διδακτικού υλικού κατάλληλου για τους μαθητές μας, που ως τότε χρησιμοποιούσαν τα εντελώς ακατάλληλα ελληνικά σχολικά βιβλία, αλλά και επιμόρφωση των γονέων. Για τον δεύτερο αυτό σκοπό ιδρύσαμε τη «Σχολή Γονέων», στην οποία κύριος εισηγητής ήταν πάντοτε ο Κώστας, συνεπικουρούμενος από τη βοηθό του Nicole Henri. Η γυναίκα μου Ευανθία και η, μακαρίτισσα και αυτή, αξέχαστη συνάδελφός της Ελένη Παπαδοπούλου, ως εκπρόσωποι της διοίκησης, είχαν και την οργανωτική ευθύνη. Το πρόγραμμα είχε μεγάλη επιτυχία, οι γονείς μάθαιναν με απλό αλλά απόλυτα επιστημονικό τρόπο πώς να αντιμετωπίζουν τα κυριότερα προβλήματα, όπως δυσκολίες μάθησης των παιδιών, δυσκολίες σχέσεων κλπ. Μεγάλη εντύπωση μάς είχε κάνει το γεγονός ότι, ενώ εμείς περιμέναμε οι γονείς να είναι πολύ κλειστοί και λόγω παράδοσης (ως Έλληνες) και λόγω ειδικών συνθηκών (ως μετανάστες), εκείνοι αποδείχτηκαν πολύ ανοικτοί και πρόθυμοι να κοινολογήσουν και να συζητήσουν τα προβλήματά τους. Η μόνη εξήγηση που βρήκαμε ήταν ότι αυτό οφειλόταν στο κλίμα εμπιστοσύνης, που μόνο ο Κώστας ήξερε να δημιουργεί, και που επικράτησε από την πρώτη κιόλας συνάντηση. Τα μαθήματα έχουν όλα μαγνητοφωνηθεί, αποτελούν ένα πλουσιότατο υλικό που πρέπει να το αξιοποιήσουμε, δεν ξέρω ακόμα πώς. Η δική μου αποχώρηση από την Κοινότητα και, λίγο αργότερα, η ασθένεια του καθηγητή, έβαλαν τέλος σε αυτή την ωραία πρωτοβουλία, για την οποία υπήρχε συνεχώς αυξανόμενο και επίμονο ενδιαφέρον.
Λίγο πριν εγκαταλείψω τη θέση μου στην Κοινότητα, είχαμε αποφασίσει ο Κώστας κι εγώ, να ξεκινήσω ένα ερευνητικό πρόγραμμα στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, υπό την εποπτεία του, με θέμα τις βασικές εκπαιδευτικές αξίες, την «άλλη», όπως την ονομάσαμε, διάσταση της Παιδείας. Ο Κώστας είχε ήδη περάσει από την ανθρωπιστική αντίληψη στη μεταφυσική, όπως την αποκαλούσε, εκπαίδευση. Εγώ πάλι διέθετα κάποια θεωρητική κατάρτιση από τον καιρό του πρώτου μου διδακτορικού πάνω στο φιλόσοφο Πλωτίνο. Είπαμε λοιπόν να παντρέψουμε τα ενδιαφέροντά μας. Καρπός αυτής της σχέσης ήταν η δεύτερη διατριβή μου με θέμα την άλλη αντίληψη του πραγματικού, τη μεταφυσική διάσταση δηλαδή, στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. Η δουλειά αυτή κράτησε σχεδόν μια δεκαετία, αυτό όμως δεν μας ενόχλησε καθόλου, γιατί, όπως εκείνος έλεγε, μαζί του ένα πρόγραμμα σπουδών είναι πρώτα από όλα πρόγραμμα ζωής. Άλλωστε εγώ είχα φτάσει σε τέτοια ηλικία που δεν μου επέτρεπε να έχω άλλες, επαγγελματικές ας πούμε, βλέψεις, πέρα από το να κάνουμε το κέφι μας.
Δεν θα σας κουράσω με το θεωρητικό πλαίσιο της διατριβής μου, η οποία, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, πέρασε από πολλά στάδια, από πολλά σκαμπανεβάσματα, πριν πάρει την τελική μορφή της. Βασική της υπόθεση είναι ότι, αν οι εκπαιδευτικοί καταφέρουν να ανακαλύψουν τον βαθύτερο εαυτό τους, το βαθύτερο «είναι» τους, και μπορέσουν πάνω σε αυτό να δομήσουν την παιδευτική τους προσπάθεια, τότε και καλύτεροι, πιο αποτελεσματικοί δηλαδή δάσκαλοι θα είναι και πιο ευχαριστημένους μαθητές θα έχουν, και οι ίδιοι θα αισθάνονται μια χαρά. Η υπόθεση ήταν καθαρά «φωτεινική», απλή και λαγαρή, όμως εγώ, από κάποια επαγγελματική στρέβλωση, θα έλεγα, την περιέπλεξα με πολλές γνώσεις, με πολλές πληροφορίες που συγκέντρωσα από εδώ κι από κει, και δεν μου πήγαινε η καρδιά να τις πετάξω, για να μην πάει χαμένος ο κόπος μου. Τέλος πάντων, με τα χίλια βάσανα που λένε, μπόρεσα να απαλλαγώ από πολλά βαρίδια, και να πάρω το πολυπόθητο «τυπωθήτω»! Από μεθοδολογική άποψη, η δουλειά μου πλησιάζει σε αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν «έρευνα‒εκπαίδευση» (recherche formation). Πρόκειται για ένα είδος έρευνας που αποβλέπει, βέβαια, στην παραγωγή κάποιας γνώσης ή την εξαγωγή συμπερασμάτων, της οποίας όμως η διαδικασία αποδεικνύεται ιδιαίτερα μορφoποιητική, διαπλαστική για τον ίδιο τον ερευνητή πρώτα και για τους συμμετέχοντες σε αυτήν. Υπάρχουν πολλά στοιχεία από το παιδαγωγικό σύστημα του Κώστα Φωτεινού, που μπόρεσα να τα καταλάβω, να τα χωνέψω, μέσα από την ερευνητική δουλειά που έκαμα μαζί του. Περιορίζομαι σε ένα παράδειγμα, γιατί θα μας έπαιρνε πολλή ώρα να απαριθμήσω το πλήθος των αλλαγών, που μου έχουν συμβεί με ένα τρόπο παρόμοιο με κείνο του ντόμινο. Το παράδειγμά μου αναφέρεται στο δίδυμο θεωρία‒πράξη. Όταν πρωτογνώρισα τις παιδαγωγικές απόψεις του Κώστα, δεν είχα καμιά δυσκολία να τις αποδεχθώ σε εννοιολογικό επίπεδο, γιατί διέθετα, όπως είπα, σχετική θεωρητική παράσταση από τη μελέτη μου στον Πλωτίνο. Του το είχα πει μάλιστα από την αρχή ότι είναι νεοπλατωνικός, πράγμα που, όπως έμαθα, το επισήμανε αργότερα και ο Γεωργουσόπουλος, όταν έκανε την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα «Ο Οδυσσέας δεν ταξίδεψε ποτέ». Το μοντέλο του π.χ. για τα τρία επίπεδα της Παιδείας, την Παιδεία του Βάθους, την Παιδεία του Όφελους, που στην κατάχρησή του γίνεται παιδεία του κέρδους, και τη Μεγάλη Παιδεία, παρουσιάζει στενή συνάφεια με τη νεοπλατωνική κοσμοαντίληψη των τριών υποστάσεων, του Νου, της Ψυχής (ανώτερης και κατώτερης) και του Ενός. Ο Κώστας βέβαια δανείστηκε αυτό το μοντέλο από την ανατολική σκέψη, από τον ταοϊσμό, για την ακρίβεια, πράγμα που του στοίχισε μάλιστα κάποιες παρεξηγήσεις, εδώ στην Ελλάδα, από πρόσωπα κολλημένα στο γράμμα και όχι στο πνεύμα των παραδόσεων. Όταν κάποτε τον ρώτησα γιατί έπρεπε να πάει τόσο μακριά σε χώρο και χρόνο (Κίνα του 3ου π.Χ. αιώνα), για να ανακαλύψει το μέσο περιγραφής και το βαθύτερο νόημα της παιδευτικής διαδικασίας, μου έδωσε την αφοπλιστική απάντηση ότι στο «Ταό τε κινγκ» (Το βιβλίο του δρόμου και της Αρετής) βρήκε το πιο απλό αλλά και το πιο λειτουργικό (opérationnel) μοντέλο, για να σκεφθεί και να μιλήσει για τη σύγχρονη Παιδεία. Πράγματι, από το αρχαίο αυτό κείμενο της ανατολικής σοφίας ο Φωτεινός πήρε τη φόρμα και τα μέσα (ελλειπτικές φράσεις, παράδοξα, αποφατικές διατυπώσεις, όπως μη-γνώση, μη-βούληση, μη-πράξη), μέσα που του επέτρεψαν να προτείνει το δικό του αντι-μοντέλο, ένα πρότυπο δηλαδή αντίθετο προς το κυρίαρχο σύστημα της δυτικής εκπαίδευσης, η οποία, όπως όλοι ξέρουμε, στηρίζεται στην υπερβολή, στην υπερπροσφορά, στην αφθονία, αλλά και στην επιβολή, την υπερ-προστασία, τη δύναμη, την υποταγή, τελικά, του ατόμου. Δεν θα μπορούσε όλα αυτά τα ταοϊκά στοιχεία να τα βρει στη δυτική παράδοση; Ασφαλώς και θα μπορούσε, θα έπρεπε όμως να τα μαζέψει ο ίδιος, να τα συστηματοποιήσει. Ενώ, εδώ, με το «Ταό» δηλαδή, το πρότυπο ήταν έτοιμο. Χρηστικοί επομένως και πρακτικοί ήταν οι λόγοι επιλογής αυτής της μορφής του βιβλίου. Εξάλλου, ο ίδιος ο Φωτεινός γνώριζε καλά και την αρχαία φιλοσοφία (έγραψε μια θαυμάσια εισαγωγή σε γαλλική έκδοση με σχόλια του Ηρακλείτου), και τη χριστιανική μυστικιστική σκέψη από τη μακρά παραμονή του στο Άγιο Όρος. Όμως, από όλες αυτές τις θεωρίες και τα συστήματα, κρατούσε το ουσιαστικό και, κυρίως, αυτό που μπορούσε να μεταφραστεί σε συγκεκριμένη συμπεριφορά στην πράξη, σε αξίες πρακτικο-πρακτικές (pratico-pratiques). Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πόση ήταν η απογοήτευσή μου, κάθε φορά που μου επέστρεφε κάποιο κομμάτι της δουλειάς μου με την παρατήρηση: «ωραίο αλλά θεωρητικό» (beau mais théorique)! Του είχε γίνει μάλιστα συνήθεια να με κοροϊδεύει για το κάπως λογοτεχνίζον και αφηρημένο ύφος μου, τον γαλλικό μου λόγο (ton discours français, όπως μου έλεγε). Παρά το «βρίσιμο» (άλλη λέξη θα χρησιμοποιούσα, αλλά η γυναίκα μου με απέτρεψε) που έφαγα, δεν ξέρω αν έχω απαλλαχτεί τελείως από αυτό το κουσούρι. Να αναφέρω παρεμπιπτόντως ότι, σαν τον Σωκράτη, ο Κώστας εφάρμοζε ευρέως το παιδαγωγικό όπλο της ειρωνείας, με το οποίο προσπαθούσε να μας ξεκολλήσει από στερεότυπα, κλισέ, εμμονές κλπ. Ανάμεσα στα διάφορα διδακτικά τρικ, που χρησιμοποιούσε ήταν και το φίλημα. Φιλούσε με αγάπη και χορταστικά όποιον πήγαινε να του μιλήσει, μερικές φορές μάλιστα στεκόταν στην είσοδο της αίθουσας, όπου θα μιλούσε, και αγκάλιαζε και ασπαζόταν όσους έμπαιναν. Η χειρονομία δεν ήταν άσχετη με το παιδαγωγικό του πιστεύω, ήθελε να δείξει πόσο σημαντική είναι η σωματική επικοινωνία για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης στην τάξη. Άλλωστε, κοντά στα πολλά που έκανε, είχε ειδικευθεί και στη διευκόλυνση των ετοιμοθάνατων, και εκεί η σωματική επαφή, το απλό ακούμπισμα, που έχει και επιστημονικό όνομα, «απτολογία», (aptologie, από το ρήμα άπτομαι) είναι πολύ σημαντικό. Εγώ τότε όλα αυτά τα έβλεπα με επιφύλαξη, για να μην πω με αποστροφή. Ήμουν ο σοβαρός και σεβαστός εκπαιδευτικός, που, από αγωγή αλλά και από χαρακτήρα, απέφευγα τις διαχύσεις και τα τέτοια. Όταν λοιπόν έπρεπε να τον φιλήσω, ποιος ξέρει τι έκφραση έπαιρνα και πόσο ξέπνοα το έκανα, που ο Κώστας με κορόιδευε και με μιμούνταν, σαν παράδειγμα προς αποφυγήν (προς Θεού, έλεγε, όχι φιλί Μανόλη!). Βέβαια, το φίλημα του Κώστα δεν ήταν από υποχρέωση, κάτι σαν κοινωνική σύμβαση, αλλά ανέβλυζε από την καρδιά του, που ήταν γεμάτη αγάπη για τους άλλους. Ο δάσκαλος, τόνιζε, είναι καταδικασμένος να αγαπά. Κι άλλοτε πάλι, παραφράζοντας το ευαγγελικό ρητό, επιγραμματικά μας έλεγε: Ο δάσκαλος «ἀγάπη ἐστί».
Θα μπορούσα να μιλώ για ώρες, αναπολώντας όσα μοναδικά έζησα και έμαθα από τη μακρόχρονη μαθητεία μου κοντά του. Δεν θέλω όμως να σας κουράσω, θα με διαδεχθούν άλλωστε και άλλοι ομιλητές. Περιορίζομαι λοιπόν να δώσω όσο γίνεται πιο συνοπτικά το παιδαγωγικό του μήνυμα. Σε προχθεσινό πρωτοσέλιδο αθηναϊκής εφημερίδας παρουσιάστηκε ένα πόρισμα‒σοκ από διεθνή έρευνα του ΟΟΣΑ, όπου τα ελληνικά γυμνάσια φέρονται να καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις ανάμεσα σε αντίστοιχα δευτεροβάθμια σχολεία της Ευρώπης. Την 36η θέση στην κατανόηση κειμένου, την 38η στις φυσικές επιστήμες, την 39η και προτελευταία στα μαθηματικά. Αν ζούσε ο Κώστας και διάβαζε το δραματικό αυτό δημοσίευμα, θα έσκαζε στα γέλια. «Μπράβο τους», θα έλεγε, «μπράβο στα Ελληνόπουλα! Τα κατάφεραν και ήλθαν τελευταία, μπράβο τους λοιπόν! Αν μάλιστα το έκαναν αυτό συνειδητά, για να σαμποτάρουν το σύστημα, κι αν είχαν ικανοποιητικές επιδόσεις κάπου αλλού, στη σωματική υγεία π.χ. και στην ψυχική τους ισορροπία, αν κάτεχαν το βάθος του εαυτού τους, θα τους άξιζαν δυο και τρεις φορές μπράβο!» Η υποθετική αυτή αντίδραση μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά δεν είναι ανέκδοτο. Όχι πως εκείνος περιφρονούσε τη γνώση, την επιστήμη, τη νοητική πρόοδο. Τουναντίον, και ο ίδιος είχε φήμη αυστηρού επιστήμονα και τεχνολόγου, και η επίδοσή του σε αυτούς τους τομείς ήταν τέτοια που κανείς δεν τολμούσε να τον αμφισβητήσει. Και ήταν το ίδιο απαιτητικός και άτεγκτος προς τους φοιτητές του, οι οποίοι πραγματικά δεινοπαθούσαν. Κατέκρινε μάλιστα τους νεο-ανθρωπιστές ψυχολόγους που υποτιμούσαν το ακαδημαΐκό περιεχόμενο των μαθημάτων τους. Η τυποποίηση (modélisation), που είχε κάνει, της αντλεριανής ψυχολογίας ως εκπαιδευτικού μοντέλου ήταν μοναδική και αποτελεί πια αντικείμενο μελέτης σε καναδικά και αμερικανικά πανεπιστήμια. Όταν λοιπόν μιλούσε για «μη γνώση», ήθελε να καταδικάσει την μονομερή καλλιέργεια από μέρους του δυτικού μας πολιτισμού της νοητικής μας ικανότητας σε βάρος των δύο άλλων συστατικών μας, της ψυχής και του σώματος. Η ισόρροπη ανάπτυξη και των τριών πλευρών μας και όχι μονάχα του λογικού, θα πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο μιας άξιας του ονόματός της εκπαίδευσης. Τάξη στο σώμα, ειρήνη στην ψυχή, σιωπή στο νου, αυτό είναι το τρίπτυχο μιας μαλακής, μιας ανώδυνης στρατηγικής που δουλεύει με τη μέθοδο όχι του αποκλεισμού αλλά του εγκλεισμού και της υπέρβασης. Ο διαλογισμός, σε όλες του τις μορφές, είναι ένας καλός δρόμος για την επίτευξη αυτού του τριπλού στόχου.
Αυτή την εκπαίδευση, που χρησιμοποιώντας ένα φιλοσοφικό όρο την αποκαλούσε Παιδεία του «είναι», ο Φωτεινός τη θεωρούσε απαραίτητη για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το νηπιαγωγείο ως το Πανεπιστήμιο, και για όλα τα μαθήματα. Οι γνώσεις, έλεγε, είναι το μέσο, ο σκοπός, ο στόχος είναι το «είναι», ο αυθεντικός μας εαυτός, αυτό που ήμασταν πριν από την ανάπτυξη της ατομικής συνείδησης, πριν από τις απανωτές διαιρέσεις που μας προξένησε η «γνώση της γνώσης», «τὸ μῆλον τῆς γνώσεως» αισθητό-νοητό, υλικό-άυλο, σώμα-ψυχή, ψυχή-πνεύμα κλπ. Συνήθως ταυτίζουμε την εκπαίδευση με τα παιδιά και τους νέους, όμως εκπαίδευση ή καλύτερα επανεκπαίδευση χρειάζονται και οι ενήλικες, οι οποίοι προσδιορίζουν και διεκπεραιώνουν την αγωγή των παιδιών. Έχοντας υποστεί οι ίδιοι μια στρεβλή εκπαίδευση, φυσικό είναι να την επαναλαμβάνουν ως γονείς, δάσκαλοι όλων των βαθμίδων, προϊστάμενοι υπηρεσιών, πολιτικοί, στρατιωτικοί κλπ. Όλοι αυτοί είναι εκπαιδευτικοί-εκπαιδευτές, ο καθένας στον τομέα του, μα όλοι τους, έλεγε, αποδεικνύονται απροετοίμαστοι για τη δουλειά τους. Δεν εννοούσε βέβαια τα τυπικά αλλά τα ουσιαστικά προσόντα. Μια ερώτηση, απλοϊκή μα όχι απλουστευτική, που επαναλάμβανε ήταν «πώς γίνεται για όλες τις δουλειές να απαιτείται κάποια προετοιμασία και μόνο την ιδιότητα του γονιού όλοι να είναι ελεύθεροι να την αποκτήσουν;» Μας τόνιζε πάντα ότι η παιδαγωγική εργασία είναι εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη, στενά δεμένη με τις συνειδητές και ασύνειδες δομές του εαυτού μας, δομές που είτε κληρονομούμε είτε χτίζουμε μέσα στο στενό οικογενειακό και στο κοινωνικό περιβάλλον, για πολλές από τις οποίες δεν ευθυνόμαστε εμείς και για άλλες που μόνοι μας τις δημιουργούμε. Η ψυχολογία και μάλιστα η λεγόμενη ψυχολογία του βάθους (ψυχανάλυση, κυρίως του Γιουνγκ) χρειάζονται για να βάλουν κάποια τάξη σε αυτό το συνονθύλευμα, σε αυτό το κουβάρι. Ένα συμμάζεμα λοιπόν είναι απαραίτητο, πριν προσπαθήσουμε να αγγίξουμε το μεταφυσικό βάθος, αυτόν τον απέραντο ορίζοντα της κοινής συνείδησης του ανθρώπου και του κόσμου. Ο Κώστας κατέκρινε όσους κατέφευγαν κατευθείαν σε μεθόδους όπως ο διαλογισμός, για θεραπευτικούς λόγους, πριν τακτοποιήσουν δηλαδή τον ψυχικό τους κόσμο, πριν κάνουν το ménage psychologique. Και είναι χαρακτηριστικό ότι από τους τέσσερις κύκλους μαθημάτων προσωπικής ανάπτυξης που πρόσφερε, οι τρεις ήταν αφιερωμένοι σε αυτό το ψυχολογικό νοικοκύρεμα και μόνο ο τέταρτος έπιανε τη μεταφυσική ανάπτυξη.
Είχα πει ότι θα σταματούσα έγκαιρα και ξαναπήρα φόρα. Πώς μπορείς όμως να γυρίσεις τη στρόφιγγα σε μια τέτοια δεξαμενή, σε μια τέτοια ανεξάντλητη πηγή σοφίας και αγάπης; Κλείνω με μια αναφορά στην «Παιδεία του Βάθους», αυτό το μοναδικό και θεμελιακό βιβλίο του Κώστα Φωτεινού. Το βιβλίο τελειώνει με μια αναφορά στους σοφούς δασκάλους της παράδοσης, που ήταν και μεγάλοι παιδαγωγοί, αλλά και στον τρόπο πρόσληψης του μηνύματός τους από τους μαθητές και τους συνανθρώπους τους. Οι εκπαιδευόμενοι κάθε εποχής τούς περιμένουν, κι αν έχουν την τύχη και πέσουν πάνω σε κάποιον από αυτούς, επαναλαμβάνουν την αρχαία αναφώνηση: «Οὗτος ἐκεῖνος!» Αυτός είναι εκείνος που έψαχνα! Και του παραδίδονται άνευ όρων, ολοκληρωτικά. Με απόλυτη εμπιστοσύνη. Όσο ζούσε ο Κώστας ονομάτιζε τέτοιους σοφούς, τον Ηράκλειτο, τον Σωκράτη, τον Λάο Τσε και από τους σύγχρονους τον Κρισναμούρτι, τον Ορομπιντό, χριστιανούς μυστικούς πατέρες αλλά και πολλούς άγνωστους και ανώνυμους όχι όμως λιγότερο ολοκληρωμένους δασκάλους. Και όσο ήταν κοντά μας αλλά κυρίως τώρα που έφυγε, μπορούμε να τον κατατάξουμε κι εκείνον σε αυτή τη χορεία των μεγάλων σοφών και παιδαγωγών. Δεν ήταν τόσο αυτά που έλεγε όσο ο τρόπος με τον οποίο τα βίωνε. Δεν σε κατέπλησσε μόνο η σοφία των λόγων του αλλά και η απλότητα του χαρακτήρα του, ο ανεπιτήδευτος τρόπος με τον οποίο ζούσε την καθημερινότητα. Θυμούμαι το δέος και τη συγκίνηση που ένιωσε μπροστά του ο Γάλλος καθηγητής René Barbier, ένας από τους επιφανέστερους σήμερα θεωρητικούς της εκπαίδευσης, ποιητής και φιλόσοφος, όταν τον επισκέφθηκε, άρρωστο πια και σχεδόν αδύναμο, στο σπίτι του. Όπως μου έλεγε αργότερα, εκείνο που τον είχε συγκλονίσει ήταν αυτό το «κοντράστ» της βαθιάς σοφίας με την απόλυτη απλότητα. Αρετή ελληνική, χριστιανική, ταοϊκή, ανθρώπινη. Θεωρούμε, πράγματι, η γυναίκα μου κι εγώ τυχερούς τους εαυτούς μας, που τον γνωρίσαμε και ζήσαμε κοντά του, που τον είχαμε δάσκαλό μας και οδηγό μας. Ευχαριστούμε τους δικούς του ανθρώπους, τη Χρυσάνθη, τη Σόφη, τη Βάσω και την Όλγα, που ήλθαν εδώ στη Θεσσαλονίκη και μας έδωσαν την ευκαιρία να του ξαναπούμε πόσο πολύ τον αγαπήσαμε και δεν πάψαμε να τον αγαπούμε. Ένας πραγματικός δάσκαλος δεν πεθαίνει ποτέ, έλεγε. Ζει στην ψυχή και το πνεύμα των μαθητών του. Αυτό ακριβώς νιώθουμε κι εμείς. Και ευχόμαστε η νοερή, η άυλη, όπως εκείνος τόνιζε, παρουσία του να είναι «εδώ και τώρα» και να κατευθύνει τις εργασίες του σεμιναρίου σας.
Καλή επιτυχία! Ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε!-
Θεσσαλονίκη, 7 Δεκεμβρίου 2007