Άρθρα
45 χρόνια Καφέ Σχολειό
Τηρώντας την παράδοση των αρχαίων φιλοσοφικών σχολών να τιμάται η γενέθλια μέρα των ιδρυτών τους με αναφορές στην πνευματική τους παρακαταθήκη, στο κείμενο που ακολουθεί μνημονεύω και φέτος τον δικό μου δάσκαλο, τον αείμνηστο καθηγητή Κώστα Φωτεινό (Constantin Fotinas), επόπτη των δεύτερων διδακτορικών σπουδών μου, ο οποίος ήλθε στον κόσμο σαν σήμερα• ή, καλύτερα, όπως κι ο ίδιος θα έλεγε, τον οποίο η Φύση τέτοια μέρα τον απέθεσε στον κόσμο.

Η φετινή μου ανάρτηση περιλαμβάνει αναμνήσεις από τις συζητήσεις που οι δυο μας κάναμε στο σπίτι του στο Μόντρεαλ, στην οδό Édouard-Charles, χαμηλά, στις παρυφές της Park Avenue, «λίκνου» (berceau) και εφαλτηρίου του εκεί Ελληνισμού• οι Μοντρεαλίτες φίλοι τη γνωρίζουν καλά και την τιμούν δεόντως. Πίνοντας τον καφέ μας και τρώγοντας κρουασάν, που τα έπαιρνα από την Pâtisserie Belge, στον διπλανό όμορφο δρόμο της οδού Laurier, και τα οποία τόσο του άρεσαν, συνεχίζαμε τη δική του μέθοδο του Καφέ-Σχολειού (Café-École), της χαλαρής δηλαδή κουβέντας «entre un café et une boutade» (ανάμεσα σε ένα καφέ και ένα αστείο) για θέματα σημαντικά, προσέγγιση που πίστευε πως είναι πολύ πιο αποτελεσματική από τις τυπικές και σοβαροφανείς διδασκαλίες. Από τα θέματα, άλλα ήταν σχετικά με τη διατριβή μου και άλλα γενικότερου ενδιαφέροντος, επιστημολογικού, φιλοσοφικού και παιδαγωγικού. Κρατώ μαγνητοφωνημένες τις περισσότερες από αυτές τις συζητήσεις, σκόπευα να τις μεταγράψω και να τις εντάξω σε μια εργασία με τον τίτλο «Les récits de Constantin» (Οι αφηγήσεις του Κωνσταντίνου), όμως δεν μπόρεσα (ακόμη!) να υλοποιήσω και αυτό το «πρότζεκτ». Έχω ωστόσο συμπεριλάβει πολλά στοιχεία τους τόσο στη διατριβή μου και στην ανάπλασή της όσο και σε μια σειρά από άρθρα μου• πάντα, βέβαια, με αναφορά στην προέλευσή τους. Δεν συμφωνούσαμε σε όλα, και αρκετές φορές οι διαφωνίες ήταν έντονες, λόγω και του διαφορετικού μας χαρακτήρα: από τη μια μεριά εκείνος, πληθωρικός και εξωστρεφής, παρορμητικός και, ενίοτε, προσβλητικός, αλλά και επιδέξιος compilateur (ερανιστής), που δεν μπλόκαρε σε τυχόν αντιφάσεις, με πνεύμα πρακτικό, απότοκο του βορειοαμερικάνικου «οπερασιοναλισμού», δηλαδή της χρήσης σε επιστημονικές εργασίες μόνο εννοιών που επαληθεύονται από την εμπειρία, κι από την άλλη εγώ, συγκρατημένος, ευγενής, αρκετά εσωστρεφής, «λογοκεντρικός», αθεράπευτα θεωρητικός και λεπτολόγος, πολέμιος κάθε μορφής συγκρητισμού, ανακατώματος ιδεών δηλαδή, και υπεραπλούστευσης. Αν και δεν χαιρόμουν με τις εκρήξεις του, τις δικαιολογούσα με μια τούρκικη παροιμία, που εκείνο τον καιρό είχα αλιεύσει από επιφυλλίδα του Μαρωνίτη: «Αν δεν σε κλάσει ο μάστορας, δεν γίνεσαι τεχνίτης». Ήξερα άλλωστε ότι η αγάπη του ήταν δεδομένη και πως ούτε κατά διάνοια θα ήθελε να μειώσει όχι μονάχα εμένα αλλά και οποιοδήποτε συνομιλητή του. Απλώς, εφάρμοζε τη μέθοδο του Σωκράτη που, ως γνωστό, συνήθιζε να φέρνει σε κατάσταση σοκ τους μαθητές του, με στόχο να τους απαλλάξει από «προφάνειες» και εμμονικές βεβαιότητες. Tου άρεσε να συνοδεύει τα όσα μού έλεγε με σημειώσεις και σχεδιαγράμματα, που τα έπαιρνα μαζί μου, όταν έφευγα• τα κρατάω ακόμη κοιτάζοντάς τα συχνά και αναπολώντας τις συνθήκες της δημιουργίας τους. Πάντα με ξεπροβόδιζε με ένα, αθώα ειρωνικό αλλά και σαφώς διδακτικό, πείραγμα: «Τώρα εσύ βάλε τις φιλοσοφίες και τις γαλλικούρες σου»!

Αρκετές ήταν και οι φορές που μου τηλεφωνούσε να πάω, για να μου διαβάσει κάποιο κείμενο που είχε τελειώσει. Ζητούσε τη γνώμη μου και δεχόταν με ευχαρίστηση τις παρατηρήσεις μου, ιδίως για θέματα που υπέθετε ότι κατείχα κάπως καλύτερα από εκείνον• όπως ήταν, για παράδειγμα, η σκέψη του Ηράκλειτου, για τον οποίο είχε ετοιμάσει μια εισαγωγή στο υπό έκδοση βιβλίο του Γαλλοκαναδού Jean Bouchart d’ Orval, με τίτλο «Το φως του “σκοτεινού”» (Héraclite: La lumière de l' obscur). Με δική του παράκληση, επίσης, έκανα την πρώτη μετάφραση από τα ελληνικά στα γαλλικά ενός μεγαλύτερου κειμένου, σε μορφή που έμοιαζε με στίχους (ποιητική πρόζα) και με τίτλο «Παραλήρημα στα όρια του ανθρώπινου», μετάφραση την οποία ξαναδούλεψε κατόπιν η βοηθός του Nicole Henri. Χάριζε στην αείμνηστη γυναίκα μου και σε μένα όλα του τα βιβλία, ελληνικά και γαλλικά, πάντα με την αφιέρωση: «Στ' αδέλφια μου την Ευανθία και τον Μανόλη». Δεν είναι λίγα αλλά ούτε και πολλά τα αυτοτελή έργα του, με κορυφαίο το «Tao de l' éducation», που στη γλώσσα μας είχε ήδη εκδοθεί ως «Η Παιδεία του βάθους». Σαν τον Σωκράτη και σαν τον Πλωτίνο, ο οποίος στα γεράματά του και μόνο υπό την πίεση του μαθητή του Πορφύριου έγραψε τις υπέροχες «Εννεάδες» του, έτσι κι ο Φωτεινός για πολλά χρόνια απέφευγε τη συγγραφή και έριχνε όλο το βάρος της δουλειάς του στην επικοινωνία, σε αυτό που ο Derrida αποκαλεί «oto-bi(bli)ographie» (oto - από το αρχαίο «οὖς-ὠτός»)• είναι ο άξονας «στόμα-αυτί» (bouche-oreille), η προφορική δηλαδή παραγωγή έργου, που εκείνος το επένδυε στη διδασκαλία, στην ενεργό συμμετοχή του στις διδακτορικές διατριβές που επόπτευε, σε διαλέξεις και σεμινάρια όχι μόνο στο Μόντρεαλ και στην Αθήνα αλλά και σε πολλές πόλεις ανά τον κόσμο. Σε αντίθεση με τους περισσότερους πανεπιστημιακούς, οι οποίοι θεωρούν κύριο συστατικό της επιστημοσύνης τους την παραγωγή όσο το δυνατό περισσότερων «papers», εκείνος πίστευε στην άμεση και δια-δραστική επικοινωνία με τους φοιτητές και τους ακροατές του, σε μια διαδικασία μέθεξης, σε ένα κλίμα κατεξοχήν παιδαγωγικό.

Είχα αναφέρει το παραπάνω χαρακτηριστικό στοιχείο του τρόπου εργασίας αλλά και γενικότερα του προσώπου του σε κείμενο που, με την ιδιότητα όχι του απλού φοιτητή αλλά του αναπληρωτή γενικού διευθυντή του σχολικού συστήματος της Ελληνικής Κοινότητας, πρώην μορφωτικού συμβούλου του Γενικού Προξενείου και ήδη διδάκτορα, είχα υποβάλει στον Διευθυντή (Πρόεδρο) της Σχολής των «Επιστημών Αγωγής» του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ, προκειμένου, μαζί με άλλους, να στηρίξω την εξέλιξή του στη βαθμίδα του τακτικού καθηγητή. Στο ίδιο κείμενο διατύπωνα, συμπερασματικά, την άποψή μου ότι το παιδαγωγικό μοντέλο «Fotinas» είναι ένα από τα τέσσερα-πέντε που χρειαζόμαστε σήμερα. Κι αυτό γιατί υποστηρίζει ότι η πρώτη και κύρια αποστολή της εκπαίδευσης είναι να μεταδίδει στους νέους τις μεγάλες πνευματικές αλήθειες καθώς και τις θεμελιώδεις αξίες, που μπορούν να μας βγάλουν από τα σημερινά αδιέξοδα. Δεν ξέρω αν οι συγκεκριμένες επισημάνσεις τον βοήθησαν πολύ, μάλλον όχι, γιατί έθιγαν το καθηγητικό κατεστημένο, που λίγο-πολύ είναι παντού το ίδιο. Ωστόσο, με μεγάλη χαρά είδα, αργότερα, να εκφράζουν παρόμοια μ' εμένα γνώμη οι Γάλλοι συγγραφείς Philippe Filliot και Jean Lecanu στο βιβλίο τους «Εκπαίδευση και Πνευματικότητα» (Éducation et Spiritualité), στο οποίο κατατάσσουν τον Constantin Fotinas ανάμεσα στους πέντε πιο σημαντικούς σύγχρονους στοχαστές στον τομέα αυτόν• και των άλλων τεσσάρων τα ονόματα δεν είναι δευτεροκλασάτα: Gaston Berger, Emmanuel Mounier, Carl Gustav Jung και Krishnamurti. Όπως αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, και οι πέντε παραπάνω διανοητές θεωρούν την πνευματικότητα ως την πιο ουσιαστική διάσταση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Όλοι τους την εν λόγω ιδιότητα δεν τη συνδέουν αποκλειστικά με κάποια συγκεκριμένη θρησκευτική παράδοση, αλλά τη θεωρούν εγγενές συστατικό της ύπαρξής μας. Όλοι υποστηρίζουν ότι η ποιότητα της προσφερόμενης αγωγής εξαρτάται από την ποιότητα της πνευματικότητας της κοινωνίας μέσα στην οποία ασκείται η εκπαίδευση, καθώς και από την ποιότητα της παρουσίας σε αυτήν του εκπαιδευτικού. Λογικό συμπέρασμα ενός τέτοιου συλλογισμού είναι ότι δεν μπορούμε να βελτιώσουμε την εκπαίδευση, αν δεν αλλάξουμε τον δάσκαλο• και δεν μπορούμε να φτιάξουμε τον «άλλο» δάσκαλο, τον ποιοτικό, αν δεν αναβαθμίσουμε την πνευματικότητα της κοινωνίας. Ο Constantin, ο Κώστας, όπως φιλικά τον αποκαλούσαμε, συνήθιζε να χρησιμοποιεί την έκφραση «révolution tranquille» (ειρηνική επανάσταση), που εκείνο τον καιρό κυριαρχούσε στον δημόσιο λόγο του Κεμπέκ, για να τονίσει ότι μόνο έτσι θα μπορούσε να έλθει αυτή η πολυπόθητη αλλαγή• διαφορετικά, έλεγε, το σχολείο θα συνεχίσει να είναι, όπως το χαρακτήρισε ο Illich: «ένα διαφημιστικό πρακτορείο που έχει αναλάβει να μας πείθει ότι χρειαζόμαστε την κοινωνία έτσι ακριβώς όπως είναι.»

Η παραπάνω «αλήθεια» είχε ήδη εντυπωθεί μέσα μου από την πρώτη ανάγνωση του βιβλίου του Φωτεινού «Η Παιδεία του βάθους». Αργότερα, μελέτησα πιο συστηματικά αυτό το θεμελιώδες ποιητικό-φιλοσοφικό έργο, με κριτήρια, όπως λέγονται, επιστημονικά (lecture raisonnée), ως εργασία στο μάθημά του. Και εκεί, η πρώτη μου επισήμανση ήταν ότι στο εν λόγω πόνημα η Παιδεία παρουσιάζεται ως υπόθεση όχι μόνο του σχολείου και των δασκάλων αλλά και όλων των προσώπων που κατέχουν μια θέση ευθύνης απέναντι στους νέους και γενικά στους συνανθρώπους τους: γονείς στις οικογένειες, αφεντικά στις εργασίες, προϊσταμένους στις υπηρεσίες, γιατρούς στα νοσοκομεία, κλπ. Αν, έγραφα, όλοι αυτοί δεν ενστερνιστούν τις αρχές και αξίες της «Μεγάλης Παιδείας», όπως ο συγγραφέας τις περιγράφει, η εκπαίδευση θα συνεχίσει να χάνει τη χρησιμότητά της και από «παιδεία του οφέλους», θα ξεπέφτει στην «παιδεία του κέρδους» και της απαξίωσης. Η δεύτερη παρατήρησή μου ήταν ότι μπορεί το βιβλίο να δανείζεται μορφή και εκφράσεις από το «Tao tö king», το ιερό «Βιβλίο του Δρόμου και της Αρετής» του Κινέζου σοφού Λάο-Τσε (Lao-Tseu) του 6ου π. Χ. αιώνα, στην πραγματικότητα όμως εμπνέεται από την αιώνια και πανανθρώπινη σοφία, την «prisca sapientia», την αρχαία γνώση και την αιώνια φιλοσοφία, την «philosophia perennis», όπως την είχαν ξεκινήσει, τον ίδιο περίπου προχριστιανικό αιώνα, οι δικοί μας προσωκρατικοί φιλόσοφοι και τη συνέχισαν οι Πλάτωνας και Πλωτίνος, οι μεγάλοι δάσκαλοι όλων των εποχών καθώς και οι σημαντικότερες πνευματικές και θρησκευτικές παραδόσεις, πριν αυτές μεταμορφωθούν σε παγιοποιημένους κοινωνικούς θεσμούς. Το βάθος για το οποίο μιλά ο Φωτεινός στο βιβλίο του είναι η εσωτερική γνώση, η συνείδηση η πρωτεϊκή, η αρχέγονη, αυτή που πηγάζει από τη σοφία του «Είναι», τη συμπαντική, και την οποία με μια ολιστική θεώρηση μπορούμε να την ενεργοποιήσουμε. Εμείς όμως προτιμούμε ή μάθαμε να ακολουθούμε μόνο τις επιταγές της εγωϊκής συνείδησης, της άτεγκτης λογικής, η οποία μας προέκυψε καθ' οδόν και μας πήγε, οπωσδήποτε, μπροστά, με τις γνώσεις που μας βοήθησε να αποκτήσουμε, αλλά μας στέρησε τη σοφία την αυθεντική. Ευχαριστήθηκε πολύ ο Κώστας, όταν κάποια φορά τού είπα ότι οι απόψεις του μου θυμίζουν το απόφθεγμα του Ηράκλειτου: «τοῦ λόγου δ' ἐόντος ξυνοῦ (κοινού) ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν» (ενώ ο λόγος, δηλ. η σοφία, είναι κοινός για όλους τους ανθρώπους, οι περισσότεροι ζουν σαν να έχουν δική τους ξεχωριστή φρόνηση). «Αυτό είναι το Βάθος!», ανέκραξε. «Και δυστυχώς οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, το αγνοούμε, και κάνουμε τα δικά μας!»

Αυτήν τη σοφία που όλοι την έχουμε μέσα μας αλλά την ξεχνούμε και αφήνουμε τους εαυτούς μας να γίνονται δέσμιοι εθισμών και επίκτητων γνώσεων, του «connu» (του γνωστού), όπως έλεγε ο Κρισναμούρτι, αυτό «το μέσα πλούτος» (Σολωμός) μας καλεί να ανακαλύψουμε ο αείμνηστος δάσκαλος με όλο του το έργο. Πρόκειται για μια γνώση που δεν ταυτίζεται με ένα συγκεκριμένο φιλοσοφικό ή θρησκευτικό σύστημα, αλλά αγκαλιάζει όλες τις ανθρωποκεντρικές θεωρίες, παλιές και σύγχρονες. Και καθώς είμαι άνθρωπος χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες, δεν δυσκολεύθηκα καθόλου να δουλέψω μαζί με τον εκφραστή αυτών των απόψεων. Την ίδια γνώμη είδα, αργότερα, να εκφράζει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, όταν παρουσίαζε το βιβλίο του Φωτεινού «Ο Οδυσσέας δεν ταξίδεψε ποτέ»• ο συγγραφέας, έλεγε, επιλέγει μια «στάση ζωής η οποία αντλεί από όλα τα κοσμοθεωρητικά ολοκληρώματα τις εγγυήσεις που έχουν καθολική αξία». Στα όσα «ολοκληρώματα» ανέφερε ο εγκυρότατος παρουσιαστής (προσωκρατικοί, πλατωνισμός, νεοπλατωνισμός και πρωτο-χριστιανισμός) θα ονομάτιζα και αυτά που υπονοεί: τον ταοϊσμό, τον βουδισμό ζεν και τον σουφισμό, τον αποκαλούμενο και ισλαμικό νεοπλατωνισμό. Και νομίζω ότι αδικούν τον δάσκαλό τους όσοι από τους μαθητές του τον εγκλωβίζουν στη μια ή στην άλλη παράδοση. Η παρατήρηση αυτή έφερε στο νου μου την εικόνα του γραφείου του με ακουμπισμένο πάνω του ένα ογκωδέστατο βιβλίο με τα έργα του Πέρση μυστικιστή ποιητή του 13ου αιώνα, του Τζελαλαντίν Ρουμί, μεταφρασμένα στα γαλλικά. Είναι πολύ γνωστός και σε μας και παγκόσμια ο σπουδαίος αυτός «σούφι» δάσκαλος της «ολιστικής αρμονίας», βαθύς γνώστης όχι μόνο του Κορανίου αλλά και της εβραϊκής Ταλμούδ και, φυσικά, των Ευαγγελίων τα οποία διάβαζε στα ελληνικά. ΄Αλλωστε και το προσωνύμιό του, το «Ρουμί», ελληνικής προέλευσης ήταν, γιατί ζούσε και δίδασκε στο Ικόνιο, την πρωτεύουσα των Σελτζούκων που διατηρούσε όμως ακόμη ζωντανή την ελληνική παράδοση των Ρωμαίων-Βυζαντινών.

Ξεφύλλιζα συχνά το παραπάνω βιβλίο, όταν πήγαινα στο σπίτι του Κώστα, όπως κι άλλα βιβλία του κι έβλεπα τον τρόπο με τον οποίο τα μελετούσε. Οι υπογραμμίσεις, τα πολύχρωμα σχόλια στα περιθώρια, τα θαυμαστικά, τα αποσιωπητικά και τα ερωτηματικά μαρτυρούσαν το πόσο επίμονος, κριτικός και διαδραστικός αναγνώστης ήταν. Η ίδια οξύνοια τον διέκρινε και στην καθαρά επιστημονική δουλειά του, στις μεθοδολογικές επιλογές του, στην ικανότητά του να συνδέει τα διδακτικά και ερευνητικά του προτάγματα με τις προσεγγίσεις της λεγόμενης «νέας επιστήμης»• αυτής που μπόρεσε να ξεφύγει από τα στενά όρια του δογματισμού και του φορμαλισμού, στα οποία της είχαν εγκλωβίσει οι προηγούμενοι αιώνες, και να ξανοιχτεί σε όλο τον πλούτο των γνώσεων και εμπειριών που η ανθρωπότητα συσσώρευσε κατά την προσπάθειά της να εξηγήσει τον κόσμο και τη δική της παρουσία πάνω στη γη. Όλες αυτές οι καινότροπες θεωρίες συνοψίζονται στην ακόλουθη φράση του ποιητή Παπαδίτσα: «Σήμερα, τα όρια της γνώσης έφτασαν εκεί που άλλοτε η μυστικοπάθεια είχε στημένο τον θρόνο της».

Όμως, τι φιλόλογος θα ήμουν, αν δεν έλεγα κάτι και για τη γλώσσα του Φωτεινού, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό του λόγο, κυρίως στα ελληνικά του κείμενα. Θα κάνω και πάλι χρήση μιας προσωπικής εμπειρίας. Είχαμε εμφανισθεί μαζί σε εκπομπή της Ελληνικής Κοινότητας, που μεταδιδόταν από τοπικό τηλεοπτικό κανάλι, για να παρουσιάσουμε το πρότζεκτ της ίδρυσης «Σχολής Γονέων» για τους γονείς των σχολείων μας. Η συζήτηση απλώθηκε και σε γενικότερα παιδαγωγικά θέματα. Την επομένη, ένας ψευτοδιανοούμενος της παροικίας ήλθε στο γραφείο μου και μου είπε: «Τι καθηγητής είναι αυτός; Σαν μπακάλης μιλάει»! Απάντησα κι εγώ με ερώτηση: «Και τι κακό κάνουν οι μπακάληδες, όταν απευθύνονται με απλά λόγια στους πελάτες τους;» Ήθελα να του δώσω να καταλάβει ότι πρώτιστο καθήκον κάθε ομιλητή είναι να γίνεται κατανοητός από τους ακροατές τους. Αυτή ήταν η κύρια έγνοια και του δασκάλου-Φωτεινού. Δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ότι ακόμη και όταν μιλούμε ή γράφουμε για επιστημονικά θέματα, ο μεσαίας μόρφωσης ακροατής ή αναγνώστης θα πρέπει να μας καταλαβαίνει• διαφορετικά, το πρόβλημα είναι δικό μας• κι αν χρησιμοποιούμε κάποιον ειδικό όρο, πρόσθετε, είναι απαραίτητο να δίνουμε τον ορισμό του. Πέρα όμως από αυτήν τη χρηστική παράμετρο, η απλότητα με την οποία εκφραζόταν αποτελούσε συστατικό στοιχείο του ύφους και του ήθους του, στοιχείο που έδινε στα γραπτά του κυρίως μια ιδιαίτερη «λογοτεχνικότητα», όπως και πάλι ο Γεωργουσόπουλος το επισήμανε, σχολιάζοντας το έργο που προανέφερα: (το βιβλίο), είπε, «είναι γραμμένο χωρίς εκζήτηση, χωρίς προσπάθεια ύφους, γι' αυτό ακριβώς και έχει ένα καταπληκτικά απλό και δυναμικά γόνιμο ύφος, το οποίο μας πάει πολύ βαθιά – μας πάει στους παραμυθάδες της ανατολής, μας πάει στον απλό λόγο του λαού μας, τον λόγο τον εξομολογητικό, τον άμεσο, που θα έλεγε κανείς ότι θυμίζει την απλή σχέση του οικογενειακού τραπεζιού». Αυτό το σχόλιο ισχύει για όλα τα κείμενα του Φωτεινού, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται και μερικά διδακτικά παραμύθια για μικρούς και μεγάλους. Σε όλα οι λέξεις και οι έννοιες είναι ζωντανές, διατηρούν το ηχόχρωμα του λαϊκού λόγου και μοσχοβολούν• σαν τα ζεστά ψωμιά που άχνιζαν ακόμη, όταν οι μανάδες μας τον παλιό καιρό τα έβγαζαν από τους ξυλόφουρνους στα χωριά μας.

Αυτές τις σκέψεις και τις αναμνήσεις από τον ξεχωριστό δάσκαλο και φίλο μου είπα να τις μοιραστώ σήμερα μαζί σας. Ας είναι αναπαυμένος, μαζί με τους δικούς μας που πέρασαν ήδη στην άλλη όχθη!

Την αγάπη μου σε όλους σας!

Θεσσαλονίκη, 29 Αυγούστου 2024

Κώστας Φωτεινός, ένας φωτισμένος δάσκαλος
Σήμερα, 29 Αυγούστου, είχε τα γενέθλιά του ο αείμνηστος καθηγητής εκπαιδευτικής τεχνολογίας και επόπτης των διδακτορικών μου σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ Κώστας Φωτεινός. Όταν τη μέρα αυτή του 2003 του τηλεφώνησα, για να του ευχηθώ τα «Χρόνια Πολλά», παραπονέθηκε γιατί δεν πήγα με τη γυναίκα μου στα Καμένα Βούρλα, όπου περνούσε το καλοκαίρι, για να τον δούμε. «Γιατί δεν ήλθατε;», μου είπε, «ήθελα τόσο πολύ να σας αγκαλιάσω!» Του υποσχέθηκα ότι θα πηγαίναμε σύντομα στην Αθήνα, για να τον συναντήσουμε. Δεν προλάβαμε όμως, γιατί σε ενάμισι περίπου μήνα έφυγε από τη ζωή. Κι εμείς μείναμε με την τύψη που δεν καταλάβαμε ότι δεν είχε ολοκληρώσει τη φράση του με το «για τελευταία φορά»! Στις αρχαίες φιλοσοφικές σχολές υπήρχε συνήθεια η μέρα των γενεθλίων του ιδρυτή τους να γιορτάζεται με απόδοση τιμών στο πρόσωπό του, ομιλίες και συζητήσεις για την αξία της διδασκαλίας του. Αν και δεν ανήκω σε συγκεκριμένη ομάδα μαθητών του Φωτεινού παρά μόνο στη σχολή της παιδαγωγικής του σκέψης, αποφάσισα να τον τιμήσω φέτος αναρτώντας, περικομμένο κάπως, το αδημοσίευτο κείμενο σχετικής ομιλίας, που έκανα, πριν από δεκαέξι χρόνια, στον χώρο (κάπου στην Καλαμαριά) του σωματείου πνευματικού προβληματισμού «ΕΠΙΓΝΩΣΗ», θεμελιωτής του οποίου είναι ο ομότιμος πλέον καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ Πανίκος Παπαδόπουλος.

(Ένα πρόσωπο έπρεπε, πράγματι, όλα
του κόσμου τα ονόματα να συνταιριάσει.)

Paul Éluard
Γνώρισα τον Κώστα Φωτεινό το 1984, στο Μόντρεαλ του Καναδά, όπου βρέθηκα να υπηρετώ στο εκεί Γενικό Προξενείο μας ως Μορφωτικός και Εκπαιδευτικός Σύμβουλος. Είχε έλθει για μια απλή υπόθεση, την ανανέωση του διαβατηρίου του ή κάτι τέτοιο, και ο βοηθός μου, ο φιλόλογος Νίκος Συρράφος, που τον γνώριζε, τον έφερε στο Γραφείο μου. Δεν θυμούμαι λεπτομέρειες από την πρώτη μας εκείνη συνάντηση, πέρα από την εντύπωση που μου έκαναν το επιβλητικό παρουσιαστικό του και το γελαστό, το λαμπερό πρόσωπό του. Από τα λίγα λόγια που ανταλλάξαμε κατάλαβα ότι είχα μπροστά μου ένα πανεπιστημιακό δάσκαλο κάπως διαφορετικό και ασυνήθιστο, αντισυμβατικό, όπως λέμε συνήθως, αλλά και με ιδέες που μπορούσαν να είναι χρήσιμες στην αποστολή μου. Τον παρακάλεσα λοιπόν να με βοηθήσει, παράκληση που εκείνος δέχθηκε με μεγάλη ευχαρίστηση. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας, και η δική μου μαθητεία κοντά του, που κράτησε για είκοσι περίπου χρόνια, ως τον καιρό της Μεγάλης Εξόδου του. Η συνεργασία αυτή εξελίχθηκε σιγά-σιγά σε σχέση φιλίας και αγάπης, που αγκάλιασε και την οικογένειά μου, την αείμνηστη γυναίκα μου Ευανθία, επίσης εκπαιδευτικό, διευθύντρια τότε του 2ου και πιο μεγάλου παραρτήματος του ημερήσιου σχολείου «Σωκράτης» της Ελληνικής Κοινότητας, καθώς και τα παιδιά μου Κατερίνα και Βασίλη.

Η κοινή μας πορεία απλώθηκε σε δυο άξονες, ένα επαγγελματικό και ένα προσωπικό. Σημείο επαφής και των δύο ήταν η εκπαίδευση, τομέας που αποτελούσε το πεδίο της πρακτικής και θεωρητικής μας ενασχόλησης. Όπως και οι περισσότεροι Έλληνες αλλά και ξένοι παιδαγωγοί, έβλεπα την Παιδεία πιο πολύ ως εκπαίδευση των άλλων. Με τον Κώστα έμαθα ότι η εκπαίδευση αφορά πρώτα-πρώτα εμάς τους ίδιους, τον εαυτό μας δηλαδή, και ύστερα τους άλλους. Αυτό σημαίνει ότι από εξωτερική και αντικειμενική η συνεργασία μας άρχισε να μετατρέπεται σε εσωτερική και υποκειμενική. Στο πρώτο, το αντικειμενικό επίπεδο η κοινή μας προσπάθεια αφορούσε την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Όταν ανέλαβα τα καθήκοντα του συμβούλου, εκείνο που διαπίστωσα ήταν η ανεπάρκεια των διδασκόντων, οι οποίοι, όπως ίσως γνωρίζετε, στα σχολεία του εξωτερικού δεν είναι στην πλειοψηφία τους εκπαιδευτικοί αλλά πτυχιούχοι άλλων σχολών, που κάνουν μεταπτυχιακό, ή προπτυχιακοί φοιτητές αλλά ακόμη και νοικοκυρές που έχουν τελειώσει, βέβαια, ελληνικό δευτεροβάθμιο σχολείο. Όλοι τους είναι καλοπροαίρετοι και προθυμότατοι, δεν διαθέτουν όμως καμιά διδακτική ούτε παιδαγωγική μόρφωση, στοιχεία που είναι περισσότερο απαραίτητα σε αυτού του είδους τα σχολεία, όπου οι μαθητές πηγαίνουν κατά κανόνα «ὡς ἐκ περισσοῦ», παράλληλα δηλαδή με το κανονικό ντόπιο ημερήσιο σχολείο, και συνήθως υπό την πίεση των γονέων. Ο Φωτεινάς, όπως τον λέγαμε στο Μόντρεαλ από την απόδοση του επωνύμου του στα γαλλικά (Fotinas), είχε ήδη δουλέψει πάνω στη λεγόμενη εναλλακτική ή παράλληλη εκπαίδευση, κι αυτό το στοιχείο μού φάνηκε πολύ χρήσιμο. Έτσι ήταν από τους μόνιμους εισηγητές στα επιμορφωτικά σεμινάρια που οργάνωνα στο πλαίσιο των καθηκόντων μου. Οι εισηγήσεις του δεν ήταν θεωρητικές διαλέξεις αλλά μαθήματα, βιωματικές ασκήσεις, εργαστήρια αυτογνωσίας, που είχαν σκοπό να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε το εκπαιδευτικό μας «εγώ», την «ιδιωτική λογική» μας, σύμφωνα με τον αμερικανό ψυχολόγο Adler, δηλαδή το πώς λειτουργούμε ως δάσκαλοι, λανθασμένα κατά κανόνα, με βάση τα συνειδητά και ασύνειδα στοιχεία του χαρακτήρα μας, και πώς πρέπει να ενεργούμε σωστά. Η διάγνωση και η «συνταγολόγηση» γινόταν με τέτοιο αποδραματοποιημένο τρόπο, που δεν άφηναν περιθώρια για κανένα αίσθημα ενοχής. Με βάση την αξιολόγηση που έκαναν οι ίδιοι οι δάσκαλοι, τα αποτελέσματα ήταν θετικότατα, όλοι ήταν κατευχαριστημένοι. Κάναμε, για αυτό, ένα πρόγραμμα κάπως πιο εκτεταμένης επιμόρφωσης, πρόγραμμα που εγκρίθηκε καταρχήν από το Υπουργείο Παιδείας, κάποιοι όμως επιτήδειοι και καλοθελητές φρόντισαν να το ματαιώσουν. Το σχέδιο υλοποιήθηκε αργότερα, μετά την αποχώρησή μου από το Προξενείο, την παραίτησή μου από την Υπηρεσία και την πρόσληψή μου από την Ελληνική Κοινότητα Μόντρεαλ ως παιδαγωγικού συμβούλου. Σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ οργανώσαμε δύο κύκλους επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών της Κοινότητας, 45 ωρών (15 τρίωρα) όσες και οι ώρες ενός πανεπιστημιακού μαθήματος. Όσοι επιθυμούσαν έπαιρναν και βαθμολογικές μονάδες, τα λεγόμενα «κρέντιτς», που το Πανεπιστήμιο τα αναγνώριζε και υπολογίζονταν στην όλη τους βαθμολογία για το πτυχίο. Το θέμα του μαθήματος ήταν «Προσωπική ανάπτυξη σε σχολικό περιβάλλον».

Εκτός από την επιμόρφωση των δασκάλων, η στρατηγική μας προέβλεπε και προετοιμασία διδακτικού υλικού κατάλληλου για τους μαθητές μας, που ως τότε χρησιμοποιούσαν τα εντελώς ακατάλληλα ελληνικά σχολικά βιβλία, αλλά και επιμόρφωση των γονέων. Για τον δεύτερο αυτό σκοπό ιδρύσαμε τη «Σχολή Γονέων», στην οποία κύριος εισηγητής ήταν πάντοτε ο Κώστας, συνεπικουρούμενος από τη βοηθό του Nicole Henri. Η γυναίκα μου Ευανθία και η, μακαρίτισσα και αυτή, αξέχαστη συνάδελφός της Ελένη Παπαδοπούλου, ως εκπρόσωποι της διοίκησης, είχαν και την οργανωτική ευθύνη. Το πρόγραμμα είχε μεγάλη επιτυχία, οι γονείς μάθαιναν με απλό αλλά απόλυτα επιστημονικό τρόπο πώς να αντιμετωπίζουν τα κυριότερα προβλήματα, όπως δυσκολίες μάθησης των παιδιών, δυσκολίες σχέσεων κλπ. Μεγάλη εντύπωση μάς είχε κάνει το γεγονός ότι, ενώ εμείς περιμέναμε οι γονείς να είναι πολύ κλειστοί και λόγω παράδοσης (ως Έλληνες) και λόγω ειδικών συνθηκών (ως μετανάστες), εκείνοι αποδείχτηκαν πολύ ανοικτοί και πρόθυμοι να κοινολογήσουν και να συζητήσουν τα προβλήματά τους. Η μόνη εξήγηση που βρήκαμε ήταν ότι αυτό οφειλόταν στο κλίμα εμπιστοσύνης, που μόνο ο Κώστας ήξερε να δημιουργεί, και που επικράτησε από την πρώτη κιόλας συνάντηση. Τα μαθήματα έχουν όλα μαγνητοφωνηθεί, αποτελούν ένα πλουσιότατο υλικό που πρέπει να το αξιοποιήσουμε, δεν ξέρω ακόμα πώς. Η δική μου αποχώρηση από την Κοινότητα και, λίγο αργότερα, η ασθένεια του καθηγητή, έβαλαν τέλος σε αυτή την ωραία πρωτοβουλία, για την οποία υπήρχε συνεχώς αυξανόμενο και επίμονο ενδιαφέρον.

Λίγο πριν εγκαταλείψω τη θέση μου στην Κοινότητα, είχαμε αποφασίσει ο Κώστας κι εγώ, να ξεκινήσω ένα ερευνητικό πρόγραμμα στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, υπό την εποπτεία του, με θέμα τις βασικές εκπαιδευτικές αξίες, την «άλλη», όπως την ονομάσαμε, διάσταση της Παιδείας. Ο Κώστας είχε ήδη περάσει από την ανθρωπιστική αντίληψη στη μεταφυσική, όπως την αποκαλούσε, εκπαίδευση. Εγώ πάλι διέθετα κάποια θεωρητική κατάρτιση από τον καιρό του πρώτου μου διδακτορικού πάνω στο φιλόσοφο Πλωτίνο. Είπαμε λοιπόν να παντρέψουμε τα ενδιαφέροντά μας. Καρπός αυτής της σχέσης ήταν η δεύτερη διατριβή μου με θέμα την άλλη αντίληψη του πραγματικού, τη μεταφυσική διάσταση δηλαδή, στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. Η δουλειά αυτή κράτησε σχεδόν μια δεκαετία, αυτό όμως δεν μας ενόχλησε καθόλου, γιατί, όπως εκείνος έλεγε, μαζί του ένα πρόγραμμα σπουδών είναι πρώτα από όλα πρόγραμμα ζωής. Άλλωστε εγώ είχα φτάσει σε τέτοια ηλικία που δεν μου επέτρεπε να έχω άλλες, επαγγελματικές ας πούμε, βλέψεις, πέρα από το να κάνουμε το κέφι μας.

Δεν θα σας κουράσω με το θεωρητικό πλαίσιο της διατριβής μου, η οποία, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, πέρασε από πολλά στάδια, από πολλά σκαμπανεβάσματα, πριν πάρει την τελική μορφή της. Βασική της υπόθεση είναι ότι, αν οι εκπαιδευτικοί καταφέρουν να ανακαλύψουν τον βαθύτερο εαυτό τους, το βαθύτερο «είναι» τους, και μπορέσουν πάνω σε αυτό να δομήσουν την παιδευτική τους προσπάθεια, τότε και καλύτεροι, πιο αποτελεσματικοί δηλαδή δάσκαλοι θα είναι και πιο ευχαριστημένους μαθητές θα έχουν, και οι ίδιοι θα αισθάνονται μια χαρά. Η υπόθεση ήταν καθαρά «φωτεινική», απλή και λαγαρή, όμως εγώ, από κάποια επαγγελματική στρέβλωση, θα έλεγα, την περιέπλεξα με πολλές γνώσεις, με πολλές πληροφορίες που συγκέντρωσα από εδώ κι από κει, και δεν μου πήγαινε η καρδιά να τις πετάξω, για να μην πάει χαμένος ο κόπος μου. Τέλος πάντων, με τα χίλια βάσανα που λένε, μπόρεσα να απαλλαγώ από πολλά βαρίδια, και να πάρω το πολυπόθητο «τυπωθήτω»! Από μεθοδολογική άποψη, η δουλειά μου πλησιάζει σε αυτό που οι ειδικοί αποκαλούν «έρευνα‒εκπαίδευση» (recherche formation). Πρόκειται για ένα είδος έρευνας που αποβλέπει, βέβαια, στην παραγωγή κάποιας γνώσης ή την εξαγωγή συμπερασμάτων, της οποίας όμως η διαδικασία αποδεικνύεται ιδιαίτερα μορφoποιητική, διαπλαστική για τον ίδιο τον ερευνητή πρώτα και για τους συμμετέχοντες σε αυτήν. Υπάρχουν πολλά στοιχεία από το παιδαγωγικό σύστημα του Κώστα Φωτεινού, που μπόρεσα να τα καταλάβω, να τα χωνέψω, μέσα από την ερευνητική δουλειά που έκαμα μαζί του. Περιορίζομαι σε ένα παράδειγμα, γιατί θα μας έπαιρνε πολλή ώρα να απαριθμήσω το πλήθος των αλλαγών, που μου έχουν συμβεί με ένα τρόπο παρόμοιο με κείνο του ντόμινο. Το παράδειγμά μου αναφέρεται στο δίδυμο θεωρία‒πράξη. Όταν πρωτογνώρισα τις παιδαγωγικές απόψεις του Κώστα, δεν είχα καμιά δυσκολία να τις αποδεχθώ σε εννοιολογικό επίπεδο, γιατί διέθετα, όπως είπα, σχετική θεωρητική παράσταση από τη μελέτη μου στον Πλωτίνο. Του το είχα πει μάλιστα από την αρχή ότι είναι νεοπλατωνικός, πράγμα που, όπως έμαθα, το επισήμανε αργότερα και ο Γεωργουσόπουλος, όταν έκανε την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα «Ο Οδυσσέας δεν ταξίδεψε ποτέ». Το μοντέλο του π.χ. για τα τρία επίπεδα της Παιδείας, την Παιδεία του Βάθους, την Παιδεία του Όφελους, που στην κατάχρησή του γίνεται παιδεία του κέρδους, και τη Μεγάλη Παιδεία, παρουσιάζει στενή συνάφεια με τη νεοπλατωνική κοσμοαντίληψη των τριών υποστάσεων, του Νου, της Ψυχής (ανώτερης και κατώτερης) και του Ενός. Ο Κώστας βέβαια δανείστηκε αυτό το μοντέλο από την ανατολική σκέψη, από τον ταοϊσμό, για την ακρίβεια, πράγμα που του στοίχισε μάλιστα κάποιες παρεξηγήσεις, εδώ στην Ελλάδα, από πρόσωπα κολλημένα στο γράμμα και όχι στο πνεύμα των παραδόσεων. Όταν κάποτε τον ρώτησα γιατί έπρεπε να πάει τόσο μακριά σε χώρο και χρόνο (Κίνα του 3ου π.Χ. αιώνα), για να ανακαλύψει το μέσο περιγραφής και το βαθύτερο νόημα της παιδευτικής διαδικασίας, μου έδωσε την αφοπλιστική απάντηση ότι στο «Ταό τε κινγκ» (Το βιβλίο του δρόμου και της Αρετής) βρήκε το πιο απλό αλλά και το πιο λειτουργικό (opérationnel) μοντέλο, για να σκεφθεί και να μιλήσει για τη σύγχρονη Παιδεία. Πράγματι, από το αρχαίο αυτό κείμενο της ανατολικής σοφίας ο Φωτεινός πήρε τη φόρμα και τα μέσα (ελλειπτικές φράσεις, παράδοξα, αποφατικές διατυπώσεις, όπως μη-γνώση, μη-βούληση, μη-πράξη), μέσα που του επέτρεψαν να προτείνει το δικό του αντι-μοντέλο, ένα πρότυπο δηλαδή αντίθετο προς το κυρίαρχο σύστημα της δυτικής εκπαίδευσης, η οποία, όπως όλοι ξέρουμε, στηρίζεται στην υπερβολή, στην υπερπροσφορά, στην αφθονία, αλλά και στην επιβολή, την υπερ-προστασία, τη δύναμη, την υποταγή, τελικά, του ατόμου. Δεν θα μπορούσε όλα αυτά τα ταοϊκά στοιχεία να τα βρει στη δυτική παράδοση; Ασφαλώς και θα μπορούσε, θα έπρεπε όμως να τα μαζέψει ο ίδιος, να τα συστηματοποιήσει. Ενώ, εδώ, με το «Ταό» δηλαδή, το πρότυπο ήταν έτοιμο. Χρηστικοί επομένως και πρακτικοί ήταν οι λόγοι επιλογής αυτής της μορφής του βιβλίου. Εξάλλου, ο ίδιος ο Φωτεινός γνώριζε καλά και την αρχαία φιλοσοφία (έγραψε μια θαυμάσια εισαγωγή σε γαλλική έκδοση με σχόλια του Ηρακλείτου), και τη χριστιανική μυστικιστική σκέψη από τη μακρά παραμονή του στο Άγιο Όρος. Όμως, από όλες αυτές τις θεωρίες και τα συστήματα, κρατούσε το ουσιαστικό και, κυρίως, αυτό που μπορούσε να μεταφραστεί σε συγκεκριμένη συμπεριφορά στην πράξη, σε αξίες πρακτικο-πρακτικές (pratico-pratiques). Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πόση ήταν η απογοήτευσή μου, κάθε φορά που μου επέστρεφε κάποιο κομμάτι της δουλειάς μου με την παρατήρηση: «ωραίο αλλά θεωρητικό» (beau mais théorique)! Του είχε γίνει μάλιστα συνήθεια να με κοροϊδεύει για το κάπως λογοτεχνίζον και αφηρημένο ύφος μου, τον γαλλικό μου λόγο (ton discours français, όπως μου έλεγε). Παρά το «βρίσιμο» (άλλη λέξη θα χρησιμοποιούσα, αλλά η γυναίκα μου με απέτρεψε) που έφαγα, δεν ξέρω αν έχω απαλλαχτεί τελείως από αυτό το κουσούρι. Να αναφέρω παρεμπιπτόντως ότι, σαν τον Σωκράτη, ο Κώστας εφάρμοζε ευρέως το παιδαγωγικό όπλο της ειρωνείας, με το οποίο προσπαθούσε να μας ξεκολλήσει από στερεότυπα, κλισέ, εμμονές κλπ. Ανάμεσα στα διάφορα διδακτικά τρικ, που χρησιμοποιούσε ήταν και το φίλημα. Φιλούσε με αγάπη και χορταστικά όποιον πήγαινε να του μιλήσει, μερικές φορές μάλιστα στεκόταν στην είσοδο της αίθουσας, όπου θα μιλούσε, και αγκάλιαζε και ασπαζόταν όσους έμπαιναν. Η χειρονομία δεν ήταν άσχετη με το παιδαγωγικό του πιστεύω, ήθελε να δείξει πόσο σημαντική είναι η σωματική επικοινωνία για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης στην τάξη. Άλλωστε, κοντά στα πολλά που έκανε, είχε ειδικευθεί και στη διευκόλυνση των ετοιμοθάνατων, και εκεί η σωματική επαφή, το απλό ακούμπισμα, που έχει και επιστημονικό όνομα, «απτολογία», (aptologie, από το ρήμα άπτομαι) είναι πολύ σημαντικό. Εγώ τότε όλα αυτά τα έβλεπα με επιφύλαξη, για να μην πω με αποστροφή. Ήμουν ο σοβαρός και σεβαστός εκπαιδευτικός, που, από αγωγή αλλά και από χαρακτήρα, απέφευγα τις διαχύσεις και τα τέτοια. Όταν λοιπόν έπρεπε να τον φιλήσω, ποιος ξέρει τι έκφραση έπαιρνα και πόσο ξέπνοα το έκανα, που ο Κώστας με κορόιδευε και με μιμούνταν, σαν παράδειγμα προς αποφυγήν (προς Θεού, έλεγε, όχι φιλί Μανόλη!). Βέβαια, το φίλημα του Κώστα δεν ήταν από υποχρέωση, κάτι σαν κοινωνική σύμβαση, αλλά ανέβλυζε από την καρδιά του, που ήταν γεμάτη αγάπη για τους άλλους. Ο δάσκαλος, τόνιζε, είναι καταδικασμένος να αγαπά. Κι άλλοτε πάλι, παραφράζοντας το ευαγγελικό ρητό, επιγραμματικά μας έλεγε: Ο δάσκαλος «ἀγάπη ἐστί».

Θα μπορούσα να μιλώ για ώρες, αναπολώντας όσα μοναδικά έζησα και έμαθα από τη μακρόχρονη μαθητεία μου κοντά του. Δεν θέλω όμως να σας κουράσω, θα με διαδεχθούν άλλωστε και άλλοι ομιλητές. Περιορίζομαι λοιπόν να δώσω όσο γίνεται πιο συνοπτικά το παιδαγωγικό του μήνυμα. Σε προχθεσινό πρωτοσέλιδο αθηναϊκής εφημερίδας παρουσιάστηκε ένα πόρισμα‒σοκ από διεθνή έρευνα του ΟΟΣΑ, όπου τα ελληνικά γυμνάσια φέρονται να καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις ανάμεσα σε αντίστοιχα δευτεροβάθμια σχολεία της Ευρώπης. Την 36η θέση στην κατανόηση κειμένου, την 38η στις φυσικές επιστήμες, την 39η και προτελευταία στα μαθηματικά. Αν ζούσε ο Κώστας και διάβαζε το δραματικό αυτό δημοσίευμα, θα έσκαζε στα γέλια. «Μπράβο τους», θα έλεγε, «μπράβο στα Ελληνόπουλα! Τα κατάφεραν και ήλθαν τελευταία, μπράβο τους λοιπόν! Αν μάλιστα το έκαναν αυτό συνειδητά, για να σαμποτάρουν το σύστημα, κι αν είχαν ικανοποιητικές επιδόσεις κάπου αλλού, στη σωματική υγεία π.χ. και στην ψυχική τους ισορροπία, αν κάτεχαν το βάθος του εαυτού τους, θα τους άξιζαν δυο και τρεις φορές μπράβο!» Η υποθετική αυτή αντίδραση μοιάζει με ανέκδοτο, αλλά δεν είναι ανέκδοτο. Όχι πως εκείνος περιφρονούσε τη γνώση, την επιστήμη, τη νοητική πρόοδο. Τουναντίον, και ο ίδιος είχε φήμη αυστηρού επιστήμονα και τεχνολόγου, και η επίδοσή του σε αυτούς τους τομείς ήταν τέτοια που κανείς δεν τολμούσε να τον αμφισβητήσει. Και ήταν το ίδιο απαιτητικός και άτεγκτος προς τους φοιτητές του, οι οποίοι πραγματικά δεινοπαθούσαν. Κατέκρινε μάλιστα τους νεο-ανθρωπιστές ψυχολόγους που υποτιμούσαν το ακαδημαΐκό περιεχόμενο των μαθημάτων τους. Η τυποποίηση (modélisation), που είχε κάνει, της αντλεριανής ψυχολογίας ως εκπαιδευτικού μοντέλου ήταν μοναδική και αποτελεί πια αντικείμενο μελέτης σε καναδικά και αμερικανικά πανεπιστήμια. Όταν λοιπόν μιλούσε για «μη γνώση», ήθελε να καταδικάσει την μονομερή καλλιέργεια από μέρους του δυτικού μας πολιτισμού της νοητικής μας ικανότητας σε βάρος των δύο άλλων συστατικών μας, της ψυχής και του σώματος. Η ισόρροπη ανάπτυξη και των τριών πλευρών μας και όχι μονάχα του λογικού, θα πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο μιας άξιας του ονόματός της εκπαίδευσης. Τάξη στο σώμα, ειρήνη στην ψυχή, σιωπή στο νου, αυτό είναι το τρίπτυχο μιας μαλακής, μιας ανώδυνης στρατηγικής που δουλεύει με τη μέθοδο όχι του αποκλεισμού αλλά του εγκλεισμού και της υπέρβασης. Ο διαλογισμός, σε όλες του τις μορφές, είναι ένας καλός δρόμος για την επίτευξη αυτού του τριπλού στόχου.

Αυτή την εκπαίδευση, που χρησιμοποιώντας ένα φιλοσοφικό όρο την αποκαλούσε Παιδεία του «είναι», ο Φωτεινός τη θεωρούσε απαραίτητη για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το νηπιαγωγείο ως το Πανεπιστήμιο, και για όλα τα μαθήματα. Οι γνώσεις, έλεγε, είναι το μέσο, ο σκοπός, ο στόχος είναι το «είναι», ο αυθεντικός μας εαυτός, αυτό που ήμασταν πριν από την ανάπτυξη της ατομικής συνείδησης, πριν από τις απανωτές διαιρέσεις που μας προξένησε η «γνώση της γνώσης», «τὸ μῆλον τῆς γνώσεως» αισθητό-νοητό, υλικό-άυλο, σώμα-ψυχή, ψυχή-πνεύμα κλπ. Συνήθως ταυτίζουμε την εκπαίδευση με τα παιδιά και τους νέους, όμως εκπαίδευση ή καλύτερα επανεκπαίδευση χρειάζονται και οι ενήλικες, οι οποίοι προσδιορίζουν και διεκπεραιώνουν την αγωγή των παιδιών. Έχοντας υποστεί οι ίδιοι μια στρεβλή εκπαίδευση, φυσικό είναι να την επαναλαμβάνουν ως γονείς, δάσκαλοι όλων των βαθμίδων, προϊστάμενοι υπηρεσιών, πολιτικοί, στρατιωτικοί κλπ. Όλοι αυτοί είναι εκπαιδευτικοί-εκπαιδευτές, ο καθένας στον τομέα του, μα όλοι τους, έλεγε, αποδεικνύονται απροετοίμαστοι για τη δουλειά τους. Δεν εννοούσε βέβαια τα τυπικά αλλά τα ουσιαστικά προσόντα. Μια ερώτηση, απλοϊκή μα όχι απλουστευτική, που επαναλάμβανε ήταν «πώς γίνεται για όλες τις δουλειές να απαιτείται κάποια προετοιμασία και μόνο την ιδιότητα του γονιού όλοι να είναι ελεύθεροι να την αποκτήσουν;» Μας τόνιζε πάντα ότι η παιδαγωγική εργασία είναι εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη, στενά δεμένη με τις συνειδητές και ασύνειδες δομές του εαυτού μας, δομές που είτε κληρονομούμε είτε χτίζουμε μέσα στο στενό οικογενειακό και στο κοινωνικό περιβάλλον, για πολλές από τις οποίες δεν ευθυνόμαστε εμείς και για άλλες που μόνοι μας τις δημιουργούμε. Η ψυχολογία και μάλιστα η λεγόμενη ψυχολογία του βάθους (ψυχανάλυση, κυρίως του Γιουνγκ) χρειάζονται για να βάλουν κάποια τάξη σε αυτό το συνονθύλευμα, σε αυτό το κουβάρι. Ένα συμμάζεμα λοιπόν είναι απαραίτητο, πριν προσπαθήσουμε να αγγίξουμε το μεταφυσικό βάθος, αυτόν τον απέραντο ορίζοντα της κοινής συνείδησης του ανθρώπου και του κόσμου. Ο Κώστας κατέκρινε όσους κατέφευγαν κατευθείαν σε μεθόδους όπως ο διαλογισμός, για θεραπευτικούς λόγους, πριν τακτοποιήσουν δηλαδή τον ψυχικό τους κόσμο, πριν κάνουν το ménage psychologique. Και είναι χαρακτηριστικό ότι από τους τέσσερις κύκλους μαθημάτων προσωπικής ανάπτυξης που πρόσφερε, οι τρεις ήταν αφιερωμένοι σε αυτό το ψυχολογικό νοικοκύρεμα και μόνο ο τέταρτος έπιανε τη μεταφυσική ανάπτυξη.

Είχα πει ότι θα σταματούσα έγκαιρα και ξαναπήρα φόρα. Πώς μπορείς όμως να γυρίσεις τη στρόφιγγα σε μια τέτοια δεξαμενή, σε μια τέτοια ανεξάντλητη πηγή σοφίας και αγάπης; Κλείνω με μια αναφορά στην «Παιδεία του Βάθους», αυτό το μοναδικό και θεμελιακό βιβλίο του Κώστα Φωτεινού. Το βιβλίο τελειώνει με μια αναφορά στους σοφούς δασκάλους της παράδοσης, που ήταν και μεγάλοι παιδαγωγοί, αλλά και στον τρόπο πρόσληψης του μηνύματός τους από τους μαθητές και τους συνανθρώπους τους. Οι εκπαιδευόμενοι κάθε εποχής τούς περιμένουν, κι αν έχουν την τύχη και πέσουν πάνω σε κάποιον από αυτούς, επαναλαμβάνουν την αρχαία αναφώνηση: «Οὗτος ἐκεῖνος!» Αυτός είναι εκείνος που έψαχνα! Και του παραδίδονται άνευ όρων, ολοκληρωτικά. Με απόλυτη εμπιστοσύνη. Όσο ζούσε ο Κώστας ονομάτιζε τέτοιους σοφούς, τον Ηράκλειτο, τον Σωκράτη, τον Λάο Τσε και από τους σύγχρονους τον Κρισναμούρτι, τον Ορομπιντό, χριστιανούς μυστικούς πατέρες αλλά και πολλούς άγνωστους και ανώνυμους όχι όμως λιγότερο ολοκληρωμένους δασκάλους. Και όσο ήταν κοντά μας αλλά κυρίως τώρα που έφυγε, μπορούμε να τον κατατάξουμε κι εκείνον σε αυτή τη χορεία των μεγάλων σοφών και παιδαγωγών. Δεν ήταν τόσο αυτά που έλεγε όσο ο τρόπος με τον οποίο τα βίωνε. Δεν σε κατέπλησσε μόνο η σοφία των λόγων του αλλά και η απλότητα του χαρακτήρα του, ο ανεπιτήδευτος τρόπος με τον οποίο ζούσε την καθημερινότητα. Θυμούμαι το δέος και τη συγκίνηση που ένιωσε μπροστά του ο Γάλλος καθηγητής René Barbier, ένας από τους επιφανέστερους σήμερα θεωρητικούς της εκπαίδευσης, ποιητής και φιλόσοφος, όταν τον επισκέφθηκε, άρρωστο πια και σχεδόν αδύναμο, στο σπίτι του. Όπως μου έλεγε αργότερα, εκείνο που τον είχε συγκλονίσει ήταν αυτό το «κοντράστ» της βαθιάς σοφίας με την απόλυτη απλότητα. Αρετή ελληνική, χριστιανική, ταοϊκή, ανθρώπινη. Θεωρούμε, πράγματι, η γυναίκα μου κι εγώ τυχερούς τους εαυτούς μας, που τον γνωρίσαμε και ζήσαμε κοντά του, που τον είχαμε δάσκαλό μας και οδηγό μας. Ευχαριστούμε τους δικούς του ανθρώπους, τη Χρυσάνθη, τη Σόφη, τη Βάσω και την Όλγα, που ήλθαν εδώ στη Θεσσαλονίκη και μας έδωσαν την ευκαιρία να του ξαναπούμε πόσο πολύ τον αγαπήσαμε και δεν πάψαμε να τον αγαπούμε. Ένας πραγματικός δάσκαλος δεν πεθαίνει ποτέ, έλεγε. Ζει στην ψυχή και το πνεύμα των μαθητών του. Αυτό ακριβώς νιώθουμε κι εμείς. Και ευχόμαστε η νοερή, η άυλη, όπως εκείνος τόνιζε, παρουσία του να είναι «εδώ και τώρα» και να κατευθύνει τις εργασίες του σεμιναρίου σας.

Καλή επιτυχία! Ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε!-

Θεσσαλονίκη, 7 Δεκεμβρίου 2007

Ετοιμάζω Άνθρωπο
Σοφία Φώτεινα-Χατζηκοκόλη
Νηπιαγωγός
Πριν από ένα χρόνο, βρισκόμουν σε ένα τυπογραφείο, όπου συνεργαζόμουν με κάποιους ανθρώπους για να τυπωθεί ένα βιβλίο του Παιδικού Σταθμού «Το Σχολειό μας» που λειτουργούσε με τη μέθοδο «Καφέ Σχολειό» του Κώστα Φωτεινού. Κι ενώ είμασταν όλοι απορροφημένοι στη δουλειά, ένας από τους συνεργάτες που συνήθως ήταν ο πιο λιγομίλητος, σήκωσε το ασπρόμαλλο κεφάλι του προς τη μεριά της πόρτας και με ένα χαμόγελο που απροσδόκητα φώτισε όλο του το πρόσωπο, μίλησε σε μια γυναίκα έγκυο που μόλις είχε μπει και της είπε: «Ετοιμάζεις άνθρωπο;»

Πρώτη φορά άκουγα αυτήν την έκφραση. Ένιωσα συγκίνηση γι’ αυτό και μπήκα σε σκέψεις για την τόσο σοβαρή δουλειά που ξεκινούν οι γονείς όταν αποφασίζουν να φέρουν έναν άνθρωπο στη ζωή. «Καλούμε τις κοσμικές δυνάμεις να ενωθούν όταν κάνουμε έρωτα για να δημιουργήσουμε έναν άνθρωπο» είχε πει ο Δάσκαλός μας Κώστας Φωτεινός, στο «Καφέ Σχολειό».

Στ’ αλήθεια, πολύ μεγάλη η ευθύνη των γονιών όταν παίρνουν μίαν απόφαση σαν κι αυτή. Ευθύνη συνεργασίας του ζευγαριού, ευθύνη αγάπης, νοιαξίματος, μεταξύ τους αλλά και προς τον καινούριο άνθρωπο.

Και μετά από όλες αυτές τις σκέψεις μου γεννήθηκε η ερώτηση: «Όταν αποφασίζουμε να ετοιμάσουμε άνθρωπο έχουμε σκεφτεί πόσο είμαστε έτοιμοι εμείς γι’ αυτό;» Θα μου πεις και θα έχεις δίκιο: «Γιατί χρειάζεται να ετοιμαστώ; Τόσες γενιές πίσω, άντρες, γυναίκες που γένναγαν παιδιά, τι ετοιμασία έκαναν;» Πραγματικά καμμιά. Όμως ζούσαν πολύ κοντά σε έναν σοφό Δάσκαλο, τη φύση, οι αξίες της κοινωνίας και της οικογένειας ήταν ξεκάθαρες, το ίδιο και οι ρόλοι του καθενός.

Σήμερα το «νέφος» δεν καλύπτει μόνο τις μεγάλες πόλεις όπου η τεχνολογία καλπάζει και δεν προλαβαίνει να λύνει τα προβλήματα ζωής που η ίδια δημιουργεί, αλλά καλύπτει και τα πιστεύω μας που έγιναν κι αυτά «νεφελώδη». Γι’ αυτό χρειάζεται η ετοιμασία. Για ξεκαθάρισμα. Και στο βαθμό που έχουν ξεκαθαρίσει τα μέσα μας, ξεκαθαρίζουν και τα απέξω μας. Και ακούμε τι μας λένε οι γύρω μας, τα παιδιά μας, οι φίλοι, οι συνεργάτες.

Βέβαια, για να γίνει αυτό χρειάζεται να διευκολυνθούμε από ανθρώπους που οι ίδιοι έχουν ξεκαθαρίσει τα πράγματα μέσα τους, ή, όπου και οι ίδιοι ψάχνουν ακόμα, έχουν το κουράγιο και την εντιμότητα να πουν πως δεν ξέρουν. Κι αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να πιστεύω πως χρειάζονται τέτοιοι άνθρωποι στα σχολεία όπου συγκεντρώνονται παιδιά.

Για τη δική μου προετοιμασία, είχα την τύχη να εκπαιδευτώ στο Καφέ Σχολειό, και να έχω τέτοιους ανθρώπους για Δασκάλους μου. Τον Κώστα και την Μαρία Φωτεινού. Εκεί, εκτός ότι με γνώρισα και με αγάπησα, έμαθα προπάντων να ακούω. Και αυτό προσπαθώ να κάνω με τις κόρες μου και με τα παιδιά του παιδικού σταθμού «Το Σχολειό μας», πότε με περισσότερη και πότε με λιγότερη επιτυχία.

Στο Σχολειό μας λοιπόν, μια μέρα μιλούσα με την Αγγελική (4 χρόνων) που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στον Γρηγόρη (2 χρόνων). Συμφωνώντας σε κάτι που μου έλεγε, είπα «Ναι κορίτσι μου» . Ο Γρηγόρης που νόμισε πως μίλησα σε κείνον, μου είπε: «Δεν είμαι κορίτσι.» Εγώ ανησύχησα μήπως στενοχωρηθεί από την παρεξήγηση και μεγαλοποιώντας το θέμα του λέω «Μα και βέβαια δεν είσαι κορίτσι, εσύ κοτζάμ άντρας». Η απάντησή του ήρθε καθαρή, ήρεμη, χωρίς κριτική, έτσι που μόνο τα παιδιά ξέρουν να μιλάνε. «Εγώ είμαι Γρηγόρης».

Κι ευτυχώς που είχα τα αυτιά μου ανοιχτά εκείνη την ώρα και δεν το θεώρησα μόνο μια έξυπνη παιδική κουβέντα. Ο Γρηγόρης με τρία λόγια μου έδωσε την απάντηση: «Δεν είμαι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό που είμαι».

Πόσοι από μας βλέπουμε έτσι τα παιδιά μας; Αυτό που είναι κι όχι αυτό που θέλουμε να είναι, ή αυτό που θα ήταν δεκτό από την κοινωνία, ή κάτι σαν προέκταση του εαυτού μας;

Το κάθε παιδί μας είναι Γρηγόρης και όχι «ο γιός μας» ή «η κόρη μας». Η κάθε λύπη ή χαρά του είναι δικιά του κι έχει δικαίωμα να την ζει σαν δικιά του. Κι εμείς βέβαια δίπλα του, σίγουρα είμαστε κοντά του και χαιρόμαστε ή λυπόμαστε, αλλά όχι για τα γεγονότα που αφορούν στο παιδί, αλλά γιατί το παιδί χαίρεται ή λυπάται. Άλλο είναι να χαίρομαι γιατί το παιδί μου πάει καλά στο σχολειό του και άλλο να χαίρομαι για τη χαρά του παιδιού μου γι’ αυτό.

Κάθε παιδί, όπως καθένας μας άλλωστε, είναι ο εαυτός του, ανήκει στον εαυτό του. Είναι μια μονάδα μέσα στο σύνολο. Μονάδα ανεπανάληπτη, που μόνο όταν είναι έτσι και αγαπάει και δέχεται αυτό που είναι, μπορεί να νιώθει πως ανήκει σε μια ομάδα όπου τον δέχονται και τον αγαπούν.

Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται εμείς οι γονείς του να το δεχτούμε και να το αγαπήσουμε γι’ αυτό που είναι και τίποτε άλλο. Και για να μπορούμε να το κάνουμε αυτό, χρειάζεται να έχουμε αγαπήσει και να έχουμε δεχτεί τον εαυτό μας ακριβώς γι’ αυτό που είναι και όχι να τον κατηγορούμε για όσα δεν έγινε, ή για όσα ακόμα θα θέλαμε να είμαστε. Και αφού μας δεχτούμε, να πειθαρχήσουμε στη φύση μας και να είμαστε αυστηροί παρατηρητές και όχι κριτές του εαυτού μας και των άλλων.

Όπως ο Γρηγόρης.

Αγάπη, Δικαίωμα και Ανάγκη
Προς τους γονείς του Παιδικού Σταθμού «Το Σχολειό μας» (1987)
από την Σοφία Φώτεινα- Χατζηκοκόλη
Αν δεν ήμουν τόσο συγκινημένη που είμαστε όλοι εδώ, θα σας τραγούδαγα: «Τι ‘ναι αυτό που το λένε αγάπη»! Έψαχνα χρόνια να το βρω.

Αυτόν τον τελευταίο καιρό, αυτά που ζω κι αυτά που μαθαίνω, τα φτιάχνω παραμύθια. Λίγο πριν απ’ τα Χριστούγεννα, έγραψα ένα παραμύθι για ένα κοριτσάκι που ζητούσε σαν δώρο από τον Άγιο Βασίλη, αγάπη. Της είχαν πει πως ο Άγιος Βασίλης φέρνει στα παιδιά αυτό που του ζητάνε. Κι εκείνη είχε ανάγκη από αγάπη. Γιατί εκείνες τις μέρες είχε γεννηθεί η αδελφή της, το καινούριο μωρό στην οικογένεια. Άλλαζε η ισορροπία μέσα στην οικογένεια, άλλαζε η σχέση και είχε τρομάξει: «Άραγε, θα με αγαπούν όπως και πριν;» Ένιωθε όμως, πως είχε δικαίωμα και ανάγκη στην αγάπη, και η ίδια, και η αδελφή της.

Εκείνη τη στιγμή είχα βάλει σε τρία λόγια αυτά που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.

Ας πάρουμε όμως την ιστορία απ’ την αρχή.

Όλοι μας ξεκινάμε μωρά, και παίρνουμε μηνύματα από γύρω μας, ακόμη κι απ’ τη στιγμή της σύλληψης – όχι μόνο από την ώρα που γεννιόμαστε, αλλά από τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη μέσα στην κοιλιά της μάνας μας, έχουμε ήδη αρχίσει να παίρνουμε κάποια μηνύματα από τον έξω κόσμο. Αυτό που έχει ανάγκη το παιδί όταν γεννιέται είναι οπωσδήποτε να έχει εξασφαλισμένη την τροφή, τη στέγη, τη ζεστασιά, αλλά αυτό που είναι πιο σημαντικό απ’ όλα είναι η αγάπη. Και μάλιστα, αγάπη χωρίς όρους.

«Θα σ’ αγαπώ άμα φας όλο σου το φαγητό»,
«Θα σ’ αγαπώ άμα προσέχεις τα ρούχα σου και δεν τα λερώνεις»,
«Θα σ’ αγαπώ άμα...» κτλ. κτλ...
Ή το πιο τρομαχτικό που μπορεί να ακούσει το παιδί, « δεν σ’ αγαπώ».

Αυτό που έχει ανάγκη το παιδί για να προσφέρει η μάνα σαν αγάπη, είναι η χωρίς όρους αγάπη, αγάπη μόνο και μόνο γιατί υπάρχει το παιδί και για κανέναν άλλο λόγο. Και η αγάπη χωρίς όρους του μπαμπά είναι αγάπη γιατί το παιδί γίνεται για το ίδιο κι όχι για να το καμαρώνουμε. Όχι πως δεν πρέπει να το καμαρώνουμε, αλλά το παιδί δεν «γίνεται» για μας, για να πούμε πως το παιδί μας έγινε επιστήμονας για μας, αλλά για το ίδιο.

Με όποιον τρόπο έχουμε πάρει αγάπη, με αυτόν τον τρόπο θα την δώσουμε στους γύρω μας. Κι εδώ θα ήθελα να αναφερθώ στο πείραμα του Harlow με τα μαϊμουδάκια. Είχε πάρει 3 ομάδες από μαϊμουδάκια όπου η πρώτη είχε μια αληθινή μαμά μαϊμού, η δεύτερη ομάδα είχε για «μαμά» ένα σκελετό ντυμένο με προβιά μαϊμούς και η τρίτη ομάδα είχε μια «μαμά» σιδερένια.

Τα πρώτα θηλάσανε, μεγάλωσαν κανονικά. Εκεί δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Οι άλλες δύο ομάδες τράφηκαν με μπιμπερό και μεγαλώνοντας άρχισαν να παρουσιάζουν προβλήματα, ήδη από τις πρώτες στιγμές. Τα μωρά πλησίαζαν τις «μαμάδες» τους μόνο όταν είχαν ανάγκη να πάρουν τροφή. Όταν κάποιος τα τρόμαζε, πλησίαζαν περισσότερο τη «μαμά» με τη γούνινη φορεσιά, αλλά μόνο σε μεγάλη ανάγκη.

Τα μωρά της σιδερένιας μαμάς δεν ήθελαν κανενός είδους σωματική επαφή και ήταν πολύ ντροπαλά στο άγγιγμα, πολύ συνεσταλμένα. Μεγαλώνοντας, τα μαϊμουδάκια δεν ήθελαν να βρουν σύντροφο. Από τα 18, μόνο τα 4 ζευγάρωσαν κι έκαναν παιδιά. Τα παιδιά τους τα αγνοούσαν τελείως. Δεν είχαν καμιά επαφή μαζί τους. Αν κάποιος τα φοβέριζε, η μαμά αδιαφορούσε. Μεγαλώνοντας αυτά τα μαϊμουδάκια της σιδερένιας μαμάς είχαν εχθρικά συναισθήματα κι όταν το μωρό τους ζητούσε κάποιου είδους επαφή, η μάνα τα έσπρωχνε και τους έτριβε τη μουρίτσα τους πάνω σε μια σκληρή επιφάνεια.

Πήραν άλλες 20 από την ίδια ομάδα, οι οποίες δεν δεχόντουσαν να ζευγαρώσουν. Εκεί επενέβη ο άνθρωπος και ζευγάρωσαν με βιασμό, δηλ. το αποφάσισε κάποιος απ’ έξω, όχι οι ίδιες. Οι 8 από τις 20 ήταν τόσο άγριες με τα παιδιά τους που τα δάγκωναν και σχεδόν τα σκότωναν με την επιθετικότητά τους. Οι 7 ήταν τελείως αδιάφορες και οι 5 ήταν σχετικά κοντά στο κανονικό χωρίς υπερβολές, δηλαδή προσέφεραν τα απολύτως αναγκαία. Από αυτές τις 5 είχαν προσέξει πως οι 3 είχαν κάνει μια σχέση με κάποιο άλλο μαϊμουδάκι όταν ήταν μωρά. Πιθανόν να ήταν αυτή η εξήγηση της διαφορετικής τους συμπεριφοράς.

Όταν το παιδί μας ζητήσει με θετικούς τρόπους την αγάπη χωρίς όρους κι εμείς δεν το ακούσουμε για κάποιους λόγους δικούς μας, περιστατικούς ή όχι, το παιδί αρχίζει να μας το ζητά πλέον με αρνητικούς τρόπους.

Αρχίζει να μας ενοχλεί. Η πρώτη του αντίδραση είναι να κάνει πράγματα που θα μας ενοχλήσουν. Και συνήθως ψάχνει και βρίσκει αυτό που ήδη ξέρει, έχει ήδη διαπιστώσει πως θα μας ενοχλεί, Εάν αυτό που μας ενοχλεί είναι το κλάμα, θα αρχίσει να κλαίει, εάν αυτό που θα μας τραβήξει την προσοχή είναι το χαμόγελο, θα χαμογελά συνεχώς, θα είναι το μωρό που θα γελά ή θα τραγουδά συνεχώς. (Δεν είναι απαραίτητο η συμπεριφορά που θα δοκιμάσει για να μας τραβήξει την προσοχή, να είναι αρνητική). Έχει πάρει το μήνυμα από μας, όχι λεκτικά, ότι αυτό θα το προσέξουμε ό,τι κι αν γίνει. Ο άνθρωπος όταν γεννιέται επικοινωνεί με τους άλλους και καταλαβαίνει ακριβώς όπως καταλαβαίνουμε οι μεγάλοι, με τη λογική μας. Μόνο που τα μωρά καταλαβαίνουν με το ένστικτο. Όταν γεννιέται ο άνθρωπος έχει πολύ ανεπτυγμένο το ένστικτο. Και μεγαλώνοντας και αναπτύσσοντας τη λογική, το ένστικτό μας αμβλύνεται ή το βάζουμε στην άκρη κι όταν πολλές φορές μας ειδοποιεί για πράγματα που δεν τα πιάνει η λογική μας λέμε: «Α, μπα, δεν είναι έτσι».

Εάν ενοχλώντας μας το παιδί δεν πάρει από μας αυτό που ζητάει, αν δεν του απαντήσουμε αλλά το μαλώσουμε, θα αρχίσει άλλους τρόπους, ψάχνοντας να δει που θα πάρει απάντηση. Όχι οποιαδήποτε απάντηση.

Το επόμενο βήμα είναι να κάνει σύγκρουση δύναμης μαζί μας, δηλαδή, κάπου ξεκινάμε έναν «πόλεμο» για να δούμε ποιανού θα περάσει. Κι επειδή τα παιδιά δεν έχουν ηθικούς ή κοινωνικούς φραγμούς όπως εμείς, είναι συνήθως οι νικητές σε αυτόν τον πόλεμο. Το παιδί δεν θα το νοιάξει αν θα φωνάξει και διαμαρτυρηθούν από το διπλανό διαμέρισμα. Εμείς θα το σκεφτούμε. Και ιδίως αν μας πειράζει να ενοχλήσουμε τους διπλανούς, το πιο πιθανό είναι ότι θα διαλέξει αυτόν τον τρόπο. Προτιμά να έχει μια αρνητική επαφή μαζί μας εφ’ όσον δεν έχει τη θετική. Δηλαδή το παιδί θα προτιμήσει να φάει ξύλο εφόσον δεν έχει το άγγιγμα, το χάδι από μας.

Αν δεν πάρει πάλι απάντηση συνεχίζει μεγαλώνοντας και μπαίνει σε εκδίκηση (π.χ περιπτώσεις ναρκωτικών ή κλεψιάς κτλ. ανάλογα με το τί είναι αυτό που μας πονάει περισσότερο. Δηλαδή, πονάει τον εαυτό του για να πονέσουμε εμείς). Και τελικά φτάνει σε εγκατάλειψη και εμείς νιώθουμε απελπισία. Είναι οι περιπτώσεις που σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και νιώθουμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Εδώ υπάγονται οι περιπτώσεις των αυτιστικών παιδιών.

Δεν μπαίνω σε πολλές λεπτομέρειες, μπορούμε να τα κουβεντιάσουμε κάποια άλλη μέρα αν θελήσετε, απλώς το παίρνω σαν εξέλιξη. Ανάλογα με τη θέση που έχει κάθε παιδί στην οικογένεια, δηλαδή αν είναι μοναχοπαίδι, αν είναι το πρώτο και υπάρχει και δεύτερο, αν είναι τρία τα παιδιά, κτλ. το καθένα έχει ανάγκη να πάρει από μας αγάπη με έναν διαφορετικό τρόπο. Θέλουμε να εξασφαλίσουμε την αγάπη και το ενδιαφέρον των σημαντικών για μας ανθρώπων. Το πρώτο παιδί, όταν γεννιέται, είναι μοναχοπαίδι. Έχει αποκλειστικότητα και αγάπη από όλους: μαμά, μπαμπά, παππούδες, θείους. Κι αν είναι το πρώτο στη μεγάλη οικογένεια, εκεί πέφτουν όλοι επάνω.

Όταν γεννιέται το δεύτερο παιδί, αλλάζει η σχέση. Το δεύτερο παιδί έρχεται σε μια οικογένεια που δεν είναι η ίδια με αυτήν που ήταν πριν λίγο καιρό γιατί υπάρχει σαν μέλος κι ένα άλλο παιδί. Υπάρχουν πράγματα που για το καινούριο παιδί είναι πιο εύκολα από ότι ήταν για το πρώτο, υπάρχουν άλλα που είναι πιο δύσκολα. Η οικογένεια έχει κι ένα άλλο παιδί που κάνει κάποια πράγματα και μπορεί το δεύτερο για να πάρει τη δική του θέση να προσπαθεί να κάνει παραπάνω ή με διαφορετικό τρόπο αυτά που οι γονείς του περιμένουν από αυτό. Στα θέματα που και οι δύο γονείς συμφωνούν, στις αξίες του σπιτιού, π.χ. μόρφωση, δουλειά, αγάπη, αυτές τις κοινές αξίες θα τις έχουν πάρει και τα δυό παιδιά με διαφορετικό τρόπο. Στις διαφορετικές αξίες των γονιών-γιατί δεν πιστεύουν και οι δύο στα ίδια πράγματα- εκεί το ένα παιδί θα πάρει από τη μαμά, το άλλο από τον μπαμπά, αν γεννηθεί και τρίτο πάλι από τη μαμά κτλ.

Όσο πιο οξυμένες, ανταγωνιστικές, είναι οι σχέσεις μέσα στις οικογένειες από τις οποίες προέρχεται κάθε μέλος του ζευγαριού – η ανταγωνιστικότητα είναι σχεδόν δεδομένη γιατί η κοινωνία είναι ανταγωνιστική και η οικογένεια είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας -τόσο πιο ανταγωνιστικές είναι οι σχέσεις στην καινούρια οικογένεια. Έχουμε μάθει ότι για να κάνουμε αυτό που θέλουμε θα πρέπει πιθανόν να σπρώξουμε κάποιους πάρα δίπλα για να βγούμε πρώτοι. Πόσο σημαντικό είναι να βγούμε πρώτοι, στο σχολείο, στη δουλειά, στις φιλίες, πρώτοι σε όλα τα σημαντικά. Και για να φτάσουμε να είμαστε πρώτοι, θα πρέπει να ανέβουμε μια πυραμίδα από κάτω προς τα πάνω, ίσως αγνοώντας κάποιες στιγμές την ανθρωπιά μας και πολλά από τα σημαντικά πιστεύω μας. Γι’ αυτό και η οικογένεια είναι κάπως έτσι. Άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο.

ΑΓΑΠΗ είναι να μπορώ να δέχομαι τον άλλο όπως είναι, να μην θέλω να του αλλάξω τίποτα. Κάθε άνθρωπος είναι πολύ ωραίος ακριβώς όπως είναι. Δεν έχει ελαττώματα. Ίσως κάποιες φορές χρησιμοποιεί τα χαρακτηριστικά του αρνητικά και κάποιες φορές τα ίδια χαρακτηριστικά τα χρησιμοποιεί θετικά.

ΑΓΑΠΗ είναι να μην υποκαθιστώ. Δηλαδή, εάν πιστεύω στο παιδί και δεν θέλω να το υποκαταστήσω στο να βάλει τα παπούτσια του, το παλτό του. Το παιδί, μας δίνει τις ευκαιρίες από πολύ μικρό. Το πρώτο τί μπορεί να είναι, ας πούμε όταν θέλει να πιάσει μόνο του το μπιμπερό του, ή το κουτάλι για να φάει, ή αργότερα που θα πάει σχολειό και θα αρχίσει να διαβάζει. Είναι καλό να νιώθει ότι οι αγαπημένοι του είναι κοντά του. Αλλά είναι κοντά του για να περπατήσει μόνο του και να δοκιμάζει και να κάνει λάθος και να μην πετύχει και να ξαναδοκιμάσει και να μάθει από τα λάθη του, και κάποια φορά να πετύχει και να είναι ευχαριστημένο.

ΑΓΑΠΗ είναι όταν σέβομαι το ρυθμό της ανάπτυξης του άλλου. Και δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι το παιδί έχει αργό ρυθμό επειδή είναι μικρό. Αλλά σημαίνει ότι ο καθένας μας έχει το δικό του ρυθμό και αν τον σεβαστούμε τότε πάμε πάρα πολύ γρήγορα.

ΑΓΑΠΗ επίσης, είναι όταν δεν λυπάμαι το παιδί να υποστεί τις συνέπειες αυτού που έχει κάνει. Εγώ προσωπικά πιστεύω πως η τιμωρία δεν βοηθά σε τίποτα, εκτός από το να χαλάμε τις σχέσεις μας. Παράδειγμα: «Αν δεν φας το φαγητό σου δεν θα πάμε στον κήπο». Η δεύτερη πράξη δεν έχει σχέση με την πρώτη. Εάν δεν φάει το παιδί το φαγητό του, ποια είναι η συνέπεια; Θα πεινάσει. Δεν το λυπόμαστε, αλλά δεν σημαίνει ότι θα του στερήσουμε το φαγητό. Μπορούμε να αφήσουμε το φαγητό κάπου που να το φτάνει, αλλά από κει και πέρα, αν στο σπίτι υπάρχει ένα πρόγραμμα και τρώνε όλοι κάποια ώρα και το παιδί δεν θέλει εκείνη την ώρα να φάει, μπορεί κάποια άλλη στιγμή να το πάρει να φάει μόνο του. Εμείς όμως δεν θα το ξαναζεστάνουμε, δεν είμαστε εστιατόριο, πιθανόν να μην είμαστε παρέα του γιατί θέλουμε να διαβάσουμε ή να βγούμε. Σεβόμαστε την ανάγκη του παιδιού να μη φάει, αλλά και τις δικές μας ανάγκες. Εάν όμως αυτό το ίδιο επαναλαμβάνεται, το παιδί μας χτυπάει ένα κουδουνάκι και μας λέει «Επ! σας χρειάζομαι, προσέξτε με». Και ζητά κάτι συγκεκριμένο. Αν του απαντήσουμε μόνο στο φαγητό, δεν έχει πάρει αυτό που θέλει και θα βρει άλλους τρόπους, που δεν είναι τελικά τρόποι ανάπτυξης. Αλλά κάποιες φορές το παιδί ή εμείς, έχουμε το δικαίωμα να μην επιλέγουμε συμπεριφορές που μας αναπτύσσουν. Θέλουμε να σταματήσουμε εκεί μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και μετά να πάμε πάρα κάτω. Κι αυτό είναι ανάπτυξη βλέποντάς το από ένα άλλο πρίσμα.

ΑΓΑΠΗ είναι, όταν εγώ στη σχέση μου με το παιδί ή έναν άλλο άνθρωπο, σέβομαι τον εαυτό μου και ζητώ να με σέβεται. Κι αυτό βέβαια δεν γίνεται λεκτικά, αλλά με τον τρόπο μου. Αν ας πούμε έχω ανάγκη να κοιμηθώ το βράδυ και το παιδί μου δεν θέλει για κάποιο λόγο να κοιμηθεί, κατ’ αρχήν σέβομαι την ανάγκη του να μην κοιμηθεί, όμως επειδή σεβόμαστε και τον εαυτό μας, του ζητάμε να σεβαστεί το χρόνο που έχουμε ανάγκη για να ξεκουραστούμε. Μπορεί να παίξει στο δωμάτιό του ή σε κάποιον άλλο χώρο του σπιτιού, αλλά όταν σεβόμαστε τον εαυτό μας δεν επιτρέπουμε σε κανέναν να μπει στο χώρο μας με τρόπο που δεν θέλουμε, δηλ. στην προκειμένη περίπτωση να μπει το παιδί στο δωμάτιο μας και να κάνει φασαρία.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να δείξουμε στα παιδιά μας ότι τα αγαπάμε. Δίνοντάς τους χρόνο. Όταν λέω χρόνο δεν εννοώ ότι πρέπει να τους αφιερώνουμε ώρες και ώρες. Κάποτε όταν δεν δούλευα και ήμουν 24 ώρες το 24ωρο στο σπίτι, έδινα πολύ λιγότερο από ό,τι δίνω τώρα που δουλεύω και ασχολούμαι με τα παιδιά μου ένα τέταρτο, μισή ώρα, κάποιες μέρες περισσότερο κάποιες μέρες καθόλου, ανάλογα με το πρόγραμμα των παιδιών και το δικό μου.

Το σημαντικό είναι να είμαστε πραγματικά μαζί, την ώρα που είμαστε με το παιδί, είτε για να παίξουμε, είτε για να πάμε βόλτα, είτε για να κάνουμε οτιδήποτε έχουμε αποφασίσει και το θέλουμε και οι δύο μαζί. Δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά πρέπει να κάνουμε ένα συγκεκριμένο πράγμα βάσει κάποιων προδιαγραφών. Και οι δυο μαζί μπορούμε να αποφασίζουμε να κάνουμε κάποια πράγματα που μας ενδιαφέρουν. Με ένα άλλο μέλος της οικογένειας το παιδί μπορεί να κάνει άλλα πράγματα που έχουν κοινά ενδιαφέροντα. Εκείνη την ώρα όμως που είμαστε μαζί με το παιδί, να είμαστε πραγματικά μαζί. Και όπως όταν μιλάω με τον Κώστα στο τηλέφωνο και έρθει το παιδί μου, θα ζητήσω «Μπορείς να περιμένεις 5 λεπτά να τελειώσω;» αλλά αν πω 5 λεπτά, να είναι 5 λεπτά και μετά να είμαι μαζί του, δηλ. να είμαι σταθερή σε αυτό που λέω, να κρατάω τον λόγο μου στο παιδί, να γίνεται ακριβώς όπως του το λέω. Και το ίδιο είναι την ώρα που παίζω μαζί του, εάν έρθει κάποιος και μου ζητήσει κάτι άλλο, δεν είναι δευτερεύον αυτό που κάνω. Ζητάω πάλι «Παρακαλώ, περίμενε μέχρι να τελειώσω, τώρα παίζω». Είναι σοβαρό αυτό που κάνω, δίνω ζωή εκείνη την ώρα, είναι ανταλλαγή. Το να παίξω, ή το να κάνω βόλτα δεν είναι λιγότερο σοβαρό, από οτιδήποτε άλλο από αυτά που κάνω.

Κάθε άνθρωπος έχει τους δικούς του τρόπους να δείχνει την αγάπη του. Ένας από τους τρόπους που πάντα με συγκινούσε είναι να φτιάχνω εγώ η ίδια κάποια πράγματα είτε μόνη μου είτε μαζί με τα παιδιά μου, που να τα προσφέρω. Το δώρο είναι μια ανάγκη για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό τον Άγιο Βασίλη, είναι τυχαίο που τον αγαπάνε τα παιδιά τόσο πολύ; Δεν είναι μόνο το σύμβολο της αγάπης, είναι και το σύμβολο της προσφοράς.

Μια από τις άλλες μου αγάπες είναι τα βιβλία. Ξεκινώντας τα παιδιά να διαβάζουν καθώς μεγαλώνουν, είναι καλό να διαβάζουν οτιδήποτε θέλουν, όπως οτιδήποτε θέλουν να δουν στην τηλεόραση ή οποιουσδήποτε φίλους θέλουν να έχουν. Από κει και πέρα, η δική μου υποχρέωση είναι να πληροφορήσω το παιδί ή να του πω τη δική μου γνώμη. Να παίρνω όμως εγώ την ευθύνη της γνώμης μου. Δεν σημαίνει ότι έτσι ΠΡΕΠΕΙ να κάνει το παιδί. «Εγώ πιστεύω αυτό, εμένα με έχει βοηθήσει, ή δεν με έχει βοηθήσει». Και πληροφορούμε το παιδί για τα βιβλία, τα προγράμματα στην τηλεόραση ή οτιδήποτε είναι αυτό και του λέμε τη γνώμη μας. Κι από κει και πέρα το παιδί διαλέγει μόνο του τι θέλει. Κι όταν έχουμε καλή σχέση, προτιμά να κάνει αυτό που κάνουμε ή αυτό που του προτείνουμε.

Επίσης, όταν ξεκινά το παιδί να κάνει κάτι για πρώτη φορά, νιώθω υποχρεωμένη να το πληροφορήσω για ότι υπάρχει περίπτωση να συμβεί. Θυμάμαι την πρώτη φορά που η κόρη μου θέλησε να πάει μόνη της στη γιαγιά της, ήταν ένα τέταρτο από το σπίτι με τα πόδια και ήταν 6 χρονών. Εγώ τρόμαξα και της λέω «Παιδί μου φοβάμαι. Έχει αυτοκίνητα, δεν έχει φανάρια». Τον είχαμε κάνει πολλές φορές το δρόμο μαζί. Δεν μου είπε τίποτα για κάποιο χρονικό διάστημα. Μετά από λίγο πάλι μου είπε «Ξέρεις θέλω να πάω μόνη μου στη γιαγιά μου». Και επέμενε, και της λέω «Κοίταξε να δεις. Μια και μου το ξαναλές, θα το θες πάρα πολύ. Εγώ φοβάμαι αλλά εσύ να πας» . «Τι να κάνω για να φοβάσαι λιγότερο; Να σε πάρω τηλέφωνο μόλις φτάσω στη γιαγιά;» Και με πήρε τηλέφωνο, κι εκείνη έκανε αυτό που ήθελε κι εγώ ένιωθα καλύτερα. Όταν ξέρω τί είναι αυτό που φοβάμαι, μπορώ να πω στο παιδί μου πως είναι δικός μου ο φόβος αυτός και πως δεν σημαίνει πως κι εκείνο θα πρέπει να έχει τον ίδιο φόβο.

Γι’ αυτό καλό είναι να έχει το παιδί πολλά πρότυπα, πολλές επαφές, για να ξέρει ότι δεν υπάρχουν μόνο οι φόβοι ή οι αγάπες του μπαμπά ή της μαμάς. Είμαστε όλοι άνθρωποι και όλοι κάποια πράγματα τα φοβόμαστε και κάποια τα αγαπάμε. Όταν υπάρχουν πολλά πρότυπα, τότε το παιδί έχει την ευκαιρία να δει και κάποιους άλλους. Εγώ φοβόμουν, κάποια φίλη μου δεν φοβόταν καθόλου με το δικό της το παιδί, τί να κάνω όμως κι εγώ που φοβάμαι. Το λέω στο παιδί μου. Ξέρει όμως πως υπάρχει κάποιος άλλος που δεν φοβάται ή φοβάται λιγότερο ή κάτι άλλο. Έτσι το παιδί μας μπορεί να διαλέγει να παίζει περισσότερους ρόλους. Κι όσο πιο πολλούς ρόλους μπορούμε να παίζουμε στη ζωή μας, τόσο πιο υγιείς είμαστε.

Ρόλους όταν λέω εννοώ, το παιδί που σε μια ομάδα ή και στο σπίτι, είναι μαζεμένο και περιμένει κάποιο άλλο παιδί να του πει «Έλα να παίξουμε» κι αν δεν του πουν οι άλλοι, δεν πάει, ενώ το θέλει, έχει αποφασίσει να παίξει το ρόλο του ντροπαλού. Ή το παιδί που αποφασίζει για το τι θα κάνει η ομάδα, παίζει το ρόλο του αρχηγού, για παράδειγμα. Το κάθε ένα από τα παιδιά έχει προσέξει ότι παίζοντας αυτό το ρόλο θα πάρει κάποιου είδους απάντηση σε αυτό που ζητάει δηλ. οι άλλοι θα το προσέχουν. Πάει ένα παιδί και του ζητάει: «Έλα κι εσύ μαζί» ή η μαμά λέει: «Γιατί μάτια μου δεν παίζεις με τα παιδάκια;» ή η γιαγιά λέει «Έλα πάμε μαζί» κτλ. κι έχει βρει αυτόν τον τρόπο, δηλαδή, να κάνει σχέσεις μέσα από μια αδυναμία, μια ανικανότητα.

Όταν δείχνουμε τους διάφορους ρόλους στα παιδιά και μπορούν να διαλέγουν είναι υγεία, γιατί όταν παίζουμε μόνο ένα ρόλο, τότε δημιουργείται πρόβλημα. Όταν μπορούμε κάποιες φορές να περιμένουμε να μας καλέσει κάποιος άλλος (καμμιά συμπεριφορά δεν είναι άχρηστη, εξαρτάται πώς τη χρησιμοποιούμε) ή όταν κάποιες φορές ξεκινάμε και κάνουμε αυτό που θέλουμε χωρίς να περιμένουμε να μας το ζητήσει κάποιος άλλος, δεν σημαίνει ότι είναι λάθος. Όταν μπορούμε κάθε στιγμή να αποφασίζουμε τί ρόλο θα παίξουμε αυτό είναι υγεία.

Έτσι λοιπόν, ξεκινά το παιδί από το σπίτι και πάει στο σχολείο. Ο ρόλος του σχολείου είναι να μεταβιβάζει γνώση και επίσης ευθύνη του σχολειού, σε ακριβώς ίσο ποσοστό, είναι και ο σχηματισμός της προσωπικότητας του παιδιού. Εγώ ρίχνω λίγο παραπάνω βάρος στο θέμα της προσωπικότητας του παιδιού που σημαίνει -για μένα- η γνώση του εαυτού, δηλαδή αν παίζει το παιδί το ρόλο του ντροπαλού, εάν ο δάσκαλος μπορεί να βοηθήσει το παιδί να το δει ή/και πόσες άλλες επιλογές θα μπορούσε να έχει, τότε ασχολείται με την προσωπικότητα, αντί να ενδιαφέρεται να του μεταδίδει μόνο γνώσεις.

Βέβαια, για να το κάνει αυτό ο δάσκαλος θα πρέπει πρώτα να έχει ασχοληθεί με τη δικιά του προσωπικότητα και να γνωρίζει και να δέχεται τον εαυτό του. Όταν ο δάσκαλος ξέρει και δέχεται τον εαυτό του, τότε μπορεί να δεχτεί και τα παιδιά. Όταν οι άνθρωποι, εμείς, γνωρίζουμε και δεχόμαστε τον εαυτό μας, τότε μπορούμε να καταλαβαίνουμε και να δεχόμαστε και τους άλλους.

Ελπίζω να είσαστε παιχνιδιάρηδες, να παίξουμε ένα παιχνίδι. Είναι ένα παιγνίδι που το παίζω με τα παιδιά που δουλεύω. Θα σας ρωτήσω κάτι. Δεν θέλω να μου απαντήσετε, απλώς δώστε την απάντηση στον εαυτό σας.

Ρωτώ τα παιδιά, «Ποιος είναι ο πιο σημαντικός άνθρωπος για σένα;» Την απάντηση την κρατάμε. Όταν μου δώσουν την απάντηση τότε ανοίγω το μυστικό κουτί. Αυτό είναι το μυστικό κουτί που έχει να πει σε όλους μας ένα πάρα πολύ σημαντικό μυστικό. Έχετε απαντήσει; Θέλετε να περιμένω κι άλλο; Δεν ξέρω αν θα είναι εύκολο να περάσω από όλους. Το μυστικό κουτί μας δίνει την απάντηση στο ποιος είναι ο πιο σημαντικός άνθρωπος για μας (είναι ένα κουτί με καθρέφτη και όποιος το ανοίγει βλέπει μέσα τον εαυτό του).

Όταν νιώσουμε πόσο σημαντικοί είμαστε για μας, όταν αγαπήσουμε τον εαυτό μας τότε μπορούμε να αγαπάμε και τους άλλους. Και στο βαθμό που αγαπάμε τον εαυτό μας, στον ίδιο βαθμό αγαπάμε και τους άλλους.

Συνήθως, οι απαντήσεις που παίρνω απ’ τα παιδιά πριν δούνε το μυστικό κουτί μου λένε: Ο πιο σημαντικός άνθρωπος για μένα είναι η μαμά μου, ο μπαμπάς μου, η γιαγιά μου, κάποιος φίλος από το σχολειό, η δασκάλα ή ο δάσκαλος. Όταν ερχόμαστε κοντά στο μυστικό κουτί, δεν λέμε στους υπόλοιπους τι βλέπουμε γιατί κάνουμε μια μικρή κουβεντούλα με κάθε παιδί και κρατάμε το μυστικό μέχρι το τέλος.

Κάποια φορά ένα παιδί κοίταζε μέσα στο κουτί τον καθρέφτη και δεν έβλεπε τίποτα. Κοίταζε τον εαυτό του και δεν έβλεπε τίποτα. Είχε αρνητική εικόνα για τον εαυτό του ή καμία εικόνα για τον εαυτό του.

Στο βαθμό που έχουμε αρνητική εικόνα για μας, σε αυτό το βαθμό, δημιουργούνται πιθανόν κάποια προβλήματα στη σχέση μας, στο σχολείο, στο σπίτι. Κάποια παιχνίδια που παίζουμε στο σχολειό και μας βοηθάνε να πιστέψουμε σε μας, να μας αγαπήσουμε, να είμαστε όλοι μαζί, να συνεργαζόμαστε, να βοηθιόμαστε, τα λέω συναγωνιστικά παιχνίδια. Ίσως χρειάζεται κάποια επεξήγηση: συναγωνιστικά παιχνίδια είναι τα παιχνίδια που δεν υπάρχουν χαμένοι και δεν υπάρχουν κερδισμένοι με την έννοια που ξέρουμε συνήθως, όπως όταν παίζουμε ένα ομαδικό παιχνίδι, ένας κερδίζει και οι άλλοι χάνουν. Σε αυτά τα παιχνίδια δεν υπάρχει κανένας χαμένος. Είμαστε όλοι κερδισμένοι και χαρούμενοι και παίζουμε για να χαρούμε για να μάθουμε για μας, για να μάθουμε κάτι άλλο. Ένα από αυτά τα παιχνίδια ήταν το παραπάνω.

Ένα άλλο που το αγαπώ πολύ, είναι οι μουσικές καρέκλες, και το αναφέρω γιατί όταν ήμασταν παιδιά τις παίζαμε βάζοντας καρέκλες τόσες όσα ήταν τα παιδιά μείον μία, βάζαμε μουσική και κάθε φορά που σταματούσε η μουσική, βγάζαμε μία καρέκλα και πάντα έμενε κάποιος χωρίς, και ήταν ο χαμένος και έβγαινε από το παιχνίδι. Σιγά σιγά έβγαιναν όλοι εκτός από έναν που ήταν ο κερδισμένος.

Ο τρόπος που το παίζουμε συναγωνιστικά: μπαίνουν καρέκλες τόσες όσοι είμαστε. Αρχίζουμε να βγάζουμε καρέκλες. Κάθε φορά που σταματά η μουσική, όποιος δεν βρει καρέκλα κάθεται σε αγκαλιά. Περιττό να σας πω πως οι περισσότεροι από μας προτιμάμε να κάτσουμε σε αγκαλιά και όχι σε καρέκλα. Μέχρι που στο τέλος μένει μια καρέκλα κι εμείς καθόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο. Ένα από τα μηνύματα που περνά αυτό το παιχνίδι «υπάρχει θέση για όλους μας αρκεί να το θέλουμε».

Η σχέση του δασκάλου με το μαθητή είναι κάτι που με έχει απασχολήσει πολύ τελευταία, όχι πως δεν με απασχολούσε πριν. Για μένα δάσκαλος είναι οποιοσδήποτε μου μαθαίνει κάτι, μπορεί να μην είναι η δουλειά του να διδάσκει, μα οποιοσδήποτε μου μαθαίνει κάτι είναι για μένα δάσκαλος.

Οι μεγαλύτεροι δάσκαλοι για μένα μέχρι σήμερα είναι τα παιδιά μου.

Η σχέση μεταξύ δάσκαλου και μαθητή είναι να μπορεί να μαθαίνει ο ένας από τον άλλο. Επίσης, να μη φοβάται ούτε ο ένας ούτε ο άλλος. Γιατί κι ο δάσκαλος φοβάται κάποιες στιγμές και γι’ αυτό μπορεί να θυμώσει και γι’ αυτό μπορεί να υψώσει τη φωνή και γι’ αυτό μπορεί να κάνει κάτι που μετά στεναχωριέται. Όταν μπορούμε να είμαστε μαζί χωρίς να φοβόμαστε, τότε μαθαίνουμε ο ένας απ’ τον άλλο. Είναι πάρα πολύ σημαντικό, παλιά μου λέγανε, «μα πρέπει να φοβάται κανείς, μόνο άμα φοβάται το παιδί το δάσκαλο, μπορεί να πειθαρχήσει». Μιλούσαν βέβαια τότε για την πειθαρχία που επιβάλλεται απ’ έξω. Εγώ πιστεύω πάρα πολύ στην πειθαρχία που έρχεται από μέσα μας, στην ΑΥΤΟΠΟΕΙΘΑΡΧΙΑ.

Και όταν δεν φοβόμαστε, τότε είμαστε ελεύθεροι, ανοιχτοί και μπορούμε να ανταλλάξουμε πράγματα μεταξύ μας και να μάθουμε.

Και θα ήθελα να τελειώσω με ένα παραμύθι, με το παραμύθι που ανέφερα στην αρχή. Ήθελα να σας διαβάσω το τέλος του μόνο γιατί είναι λίγο μακρύ και δεν θέλω να σας κρατήσω άλλο.

Το κοριτσάκι που γεννήθηκε η αδελφή του, τρόμαξε, Ήταν μέρες Χριστουγέννων και ζήτησε από τον Άγιο Βασίλη να του φέρει αγάπη. Κι έψαχνε τον Άγιο Βασίλη. Πού είναι ο Άγιος Βασίλης, πού είναι ο Άγιος Βασίλης. Έψαχνε να τον βρει για να του ζητήσει να την αγαπούν. Κάποια στιγμή φτάνει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, μπαίνει μέσα. Η γιαγιά έφτιαχνε τα αγαπημένα της τυροπιττάκια με το φύλλο που άνοιξε η ίδια. Όμως δεν μύρισε, δεν κατάλαβε. Ήταν τόσο στεναχωρημένη, έκλαιγε, δεν πήρε είδηση τη μυρωδιά. Σε λίγο έρχεται ο παππούς, ορμάει πάνω του στην αγκαλιά του, του πέφτουν τα πακέτα από τα χέρια. Της λέει: «Κόκκινο δεν ήταν το φουστάνι που μου ζήτησες για τα Χριστούγεννα;» Του απαντά ναι. «Στο έφερα, εδώ στο πακέτο είναι, θες να το βάλεις;» Με τρεμάμενα χέρια άρχισε να βγάζει το φουστάνι της, να φοράει το κόκκινο φουστάνι που της έφερε ο παππούς. Από το κλάμα της και τη στεναχώρια, δεν έβλεπε τον παππού που την καμάρωνε που μόνη της φόραγε το καινούριο της φουστάνι. Το κούμπωνε, το φόραγε. Ο παππούς την πήρε από το χέρι και την οδήγησε μπροστά στον καθρέφτη. Κι όπως πλησίαζε φωνάζοντας «Θέλω τον Άγιο Βασίλη, που είναι ο Άγιος Βασίλης;», ξαφνικά τον βλέπει μπροστά της. Τα θολωμένα μάτια της έβλεπαν μια κόκκινη φιγούρα να πλησιάζει. Ο Άγιος Βασίλης! Και δεν χρειάστηκε ούτε καμινάδα να κατέβει, ούτε τη μπαλκονόπορτα ανοιχτή. «Άγιε Βασίλη μου, πού ήσουνα; Σε έψαχνα!» και σκούπισε τα δάκρυά της που ήταν ανακατωμένα με χαρά.

Του άπλωσε το χέρι της και...

Τα μάτια της που ήταν πια καθαρά, έβλεπαν τον ίδιο της τον εαυτό μέσα στον καθρέφτη. Η Έλενα με το κόκκινο φουστάνι. Η Έλενα ήταν ο Άγιος Βασίλης.

«Ωωω! Τι όμορφη που είμαι!!! Μ’ αγαπάω… Αγαπάω τα μαλλιά μου που γυαλίζουν, τα μάτια μου που είναι φουσκωμένα από το κλάμα και που βλέπουν τώρα καθαρά.»

Όρμησε στην αγκαλιά του παππού μ’ ένα γέλιο που ξεκίναγε από τα βάθη της κοιλιάς της και την έκανε να τραντάζεται και να ανεβοκατεβαίνει.

«Παππουλάκο μου, μ’ αγαπάς!» του είπε με σιγουριά.

«Μα και βέβαια σ’ αγαπώ. Σ’ άφηνε όμως ο φόβος σου να το δεις;»

Ύστερα έτρεξε στην κουζίνα κι αγκάλιασε τα πόδια της γιαγιάς που εκείνη την ώρα της ετοίμαζε για να πάρει μαζί της τα τυροπιττάκια. Και τότε γέμισαν τα ρουθούνια της με την αγαπημένη της μυρωδιά.

«Γιαγιά μου, μ’ αγαπάς».

«Αν και δεν περιμένεις απάντηση, και βέβαια σ’ αγαπώ».

Κι έφυγε τρέχοντας να πάει στο σπίτι της.

Φτάνοντας, βρήκε την πόρτα ανοιχτή, λες και ήταν το σπίτι της μια ανοιγμένη αγκαλιά που την περίμενε. Ο μπαμπάς, η μαμά, το μωρό- η Άννα- καθισμένοι στη φλοκάτη, αγκαλιά.

Τα χέρια της Έλενας αγκάλιασαν τα τρία κεφάλια και τα έφεραν κοντά, μέχρι που οι τέσσερις ανάσες γίνανε μία. Κι άκουσε να της λένε:

«Έλενα, σ’ αγαπάμε γιατί ήσουνα το πρώτο μας παιδί και μας έμαθες πως μπορούμε να δημιουργούμε και να γεννάμε όταν αγαπιόμαστε. Και ήσουν δάσκαλός μας, γιατί μας έμαθες πως μπορούμε να επικοινωνούμε και χωρίς να μιλάμε. Και σ’ αγαπάμε μοναδικά».

«Αννούλα, σ’ αγαπάμε γιατί όταν γεννήθηκες καταλάβαμε πως όταν αγαπάει κανείς έναν άνθρωπο αληθινά, μπορεί ν’ αγαπάει πολλούς. Έγινες ο δάσκαλός μας γιατί μας έμαθες πως μπορεί ξανακάνουμε μαζί σου τα ίδια πράγματα που κάναμε και με την Έλενα, μα είναι σαν να τα κάνουμε για πρώτη φορά. Και σ’ αγαπάμε μοναδικά».

«Και σένα σ’ αγαπώ γιατί μαζί σου έμαθα πως μπορώ να είμαι μαζί αλλά και μόνος και να μην χάνω ούτε ένα μικρό κομμάτι από τον εαυτό μου επειδή σε αγαπώ. Και σε αγαπώ μοναδικά». Έτσι μίλησε ο μπαμπάς στη μαμά.

«Και σένα σε αγαπώ, γιατί σεβάστηκες τις ανάγκες μου, πίστεψες σε μένα και μαζί γεννάμε αγάπη κι άλλη αγάπη, και σε αγαπώ μοναδικά». Έτσι μίλησε η μαμά στον μπαμπά.

Όλη αυτή την ώρα, η Αννούλα ένιωθε τι γινόταν γύρω της χωρίς να κινηθούν τα ανοιγμένα βλέφαρά της καθόλου. Ύστερα έκλεισαν απαλά, κι ένα χαμόγελο έμεινε χαραγμένο στα χείλια της. Έτσι τους μίλησε το μωρό.

«Αννούλα, εγώ θα μοιράζομαι τα παιχνίδια μου μαζί σου, όταν θα θέλουμε και οι δυο να παίζουμε μαζί, και θα τα κρατώ για μένα όταν θα θέλω να παίζω μόνη μου. Και τα δικά σου παιχνίδια θα σε ρωτώ αν θες να τα παίζουμε μαζί και δεν θα τα πειράζω όταν θα θες να τα παίζεις μόνη σου. Και σ’ αγαπώ γιατί υπάρχεις κι έτσι κατάλαβα πως όταν με αγαπώ ακούω τους άλλους να μου το λένε: πως το’ χω δικαίωμα και ανάγκη να με αγαπούν. Και τότε δεν υπάρχουν δικά μου και δικά σου. Γίνονται όλα Δικά μας».

΄Ετσι μίλησε η Έλενα και σηκώθηκε και πήγε κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο να βρει τα δώρα της και να παίξει. Η μαμά έβαλε το μωρό στο κρεβάτι του και κάθισε να γράψει παραμύθια κι ο μπαμπάς ασχολήθηκε με τα δικά του τα γραφτά.

Και η αγκαλιά άπλωνε και υπήρχε, και θα υπάρχει κι αύριο που ο μπαμπάς θα πάει στη δουλειά, και η μαμά στη δική της, και το Λενάκι στο σχολειό και η Αννιώ στο σπίτι. Και θα μεγαλώνει η αγκαλιά και θα χωράει κι άλλους.

Που είναι ο Άγιος Βασίλης;

Ευχές κι αγάπες για το 1987. Σοφία

Η Ζωή που δεν μιλούσε
Άρθρο από το περιοδικό του Καφέ Σχολειού «Χωρίς Στόχο»
από την Σοφία Φώτεινα- Χατζηκοκόλη
Ήταν η δεύτερη χρονιά που ήτανε κοντά μας. Η πρώτη χρονιά – είχε έρθει στα μισά της, το Γενάρη – είχε περάσει χωρίς να έχει μιλήσει σε κανέναν. Κι όταν της μιλούσα, εκείνη, ή χαμήλωνε το κεφάλι ή έκανε μ’ ένα νεύμα, ναι ή όχι. Οι μόνες μέρες που ακούγαμε τη φωνή της ήταν όταν ερχόταν να τη δει ο πατέρας της στο σχολείο και γεμάτος αγωνία μας ρωτούσε:

- «Τί έγινε, μίλησε η Ζωή;»

Απ’ ό,τι μου είχαν διηγηθεί οι γονείς, υπήρχε ένα παιδί πριν από τη Ζωή που πέθανε πριν γεννηθεί εκείνη. Από τότε ο πατέρας, που ήταν πολύ ευαίσθητος, είχε σταματήσει να μιλά για τα συναισθήματά του – ο πόνος του ήταν πολύ μεγάλος – δούλευε πάρα πολύ, και όταν συνέβαινε κάτι δυσάρεστο στο σπίτι, δεν το άντεχε. Άνοιγε την πόρτα και έφευγε μέχρι να τακτοποιηθούν πάλι τα πράγματα. Η Ζωή αγαπούσε πολύ τον πατέρα της, της έλειπε η συντροφιά του κι έψαχνε, όπως φαινόταν, κάποιους τρόπους για να τον κάνει να είναι πιο κοντά της, και μάλιστα σε σχέση με τη συμπεριφορά της στο σχολείο. Στο σπίτι της μιλούσε μια χαρά. Τις τελευταίες μέρες της πρώτης χρονιάς, μετά από πολλή αγάπη από τα παιδιά και όλους τους συνεργάτες στο σχολειό – αγάπη εκφρασμένη με χάδια και με λόγια, και με επιβεβαίωση ότι την αγαπούσαμε είτε μίλαγε είτε όχι, η Ζωή είχε αρχίσει να μιλά πολύ σιγανά στο αυτί του Γιώργου, που είχε το ίδιο όνομα με τον πατέρα της και που τον αγαπούσε κι αυτόν πολύ.

Τη δεύτερη χρονιά, αφού πέρασαν οι πρώτες μέρες και η Ζωή δε μιλούσε πάλι με κανέναν, της ανακοίνωσα πολύ σταθερά:

- «Ξέρεις Ζωή, επειδή θέλω να σε βοηθήσω όσο πιο πολύ μπορώ να κάνεις αυτό που θες, δηλαδή να μη μιλάς, δε θα σου μιλάω κι εγώ, για να μη σε φέρνω σε δύσκολη θέση να μου απαντάς». Κι από κείνη τη μέρα, εκτός από κάποιο χαμόγελο, για να ξέρει πως την είδα πως είναι μαζί μας, δεν της ξαναμίλησα. Και όταν απευθυνόμουν γενικά στα παιδιά για να ρωτήσω ποιος άλλος ήθελε κόλλα ή χαρτόνια ή γλυκό, εκείνη με κοίταζε για να δει αν θα της έδινα χωρίς να ζητήσει ή αν θα τη ρωτούσα ιδιαίτερα. Περίμενε να βεβαιωθεί, αν πράγματι θα έκανα αυτό που της είπα.

Το καταπληκτικότερο όμως ήταν η συμπεριφορά των υπόλοιπων παιδιών, που αποφάσισαν, χωρίς να τους το ζητήσει κανείς και χωρίς να πουν κουβέντα, να σεβαστούν με τον ίδιο τρόπο την επιθυμία της Ζωής. Εκτός από την πιο «καλή» της φίλη, τη Μαρία, που πήγε κοντά της αμέσως μετά την κουβέντα μου με τη Ζωή, και άρχισε να της λέει δυνατά για να το ακούσουμε όλοι «Εγώ Ζωή σου μιλάω, γιατί σε αγαπώ...»

Εκείνη τη στιγμή και πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της η Μαρία, γύρισε απότομα η Ζωή και τη χτύπησε θυμωμένη στο πρόσωπο. Τις πλησίασαν κάποια παιδιά, κι ενώ χάιδευαν τη Μαρία, εκείνη τους έλεγε το παράπονό της «Εγώ που την αγαπάω, με έδειρε». «Αν είχε καταλάβει πως την αγαπάς δεν θα σε έδερνε» της είπαν. «Μήπως προτιμά άλλον τρόπο τώρα η Ζωή;»

Πέρασαν δυόμιση βδομάδες και η φιλενάδα μου εξακολουθούσε να μην μιλά και να περιμένει κάποιον να μην τηρήσει τη σιωπηρή συμφωνία. Ώσπου, Τετάρτη ήτανε, η Ζωή είχε τα γενέθλια της. Την προηγούμενη μέρα μου είχε τηλεφωνήσει η μητέρα της, για να πει πως θα έστελνε μια τούρτα και θα ερχόταν κι εκείνη για να βγάλει φωτογραφίες όπως της το είχε ζητήσει η κόρη της. Εξήγησα στη μητέρα πως μια και είχα πει στη Ζωή πως δε θα της μιλούσα όσον καιρό ήθελε η ίδια να μη μιλά (όπως άλλωστε το είχα ξανακουβεντιάσει μαζί της) δεν θα έπρεπε να πάρω μέρος στη γιορτή. Μέσα μου, όμως αμφέβαλλα. Σκεφτόμουν: μήπως θα έπρεπε να γίνει μια εξαίρεση, αφού για τη Ζωή ήταν τόσο σημαντικά τα γενέθλιά της; Τελικά όμως το αποφάσισα. Εγώ δεν θα έβγαινα μαζί με τα παιδιά στη βεράντα για να της τραγουδήσω. Έτσι κι έγινε. Είχα αφήσει όμως όλες τις πόρτες ανοιχτές και καθόμουν στο γραφείο, από όπου μπορούσα να βλέπω και να με βλέπουν.

Άκουσα το τραγούδι «Να ζήσεις Ζωή μας και χρόνια πολλά». Έσβησαν τα κεράκια και άρχισε το κόψιμο της τούρτας από τη Ζωή με τη βοήθεια της μητέρας της. Και ξαφνικά, σαν σίφουνας η Ζωή μπήκε στο γραφείο κρατώντας ένα χάρτινο πιάτο με ένα κομμάτι γλυκό και βιαστικά, σαν να φοβόταν μήπως το μετανιώσει μου είπε, ναι μου είπε:

- «Αυτό είναι για σένα από την τούρτα μου. Το απόγευμα στο πάρτι μου η μαμά μου έφτιαξε κι άλλη τούρτα και τώρα πάω να πω στα παιδιά να έρθουν σπίτι μου, και θα είναι και το κουνελάκι μου στα γενέθλιά μου και…». «Και την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα και ύστερα βγήκε τρέχοντας και φώναξε δυνατά στα παιδιά, πως είχε πάρτι και τους περίμενε. Την ώρα που έφτανα κι εγώ – χρειάστηκα λίγη ώρα μέχρι να συνέλθω από την έκπληξή μου και να σκουπίσω κάποια δάκρυα χαράς – τους είδα να χοροπηδάνε και να λένε τραγουδιστά: «Η Ζωή μας μιλάει, η Ζωή μας μιλάει». Στο πάρτι πέρασαν όλοι πολύ όμορφα, χάρηκαν παρέα, φλυαρώντας, τις λιχουδιές που που είχε φτιάξει η μικρή οικοδέσποινα με τη μαμά της και από την επόμενη μέρα, κάθε μέρα άκουγα τη Ζωή να τιτιβίζει σαν πουλί το ξημέρωμα. Είχε πολλά μαζεμένα να μας πει, τόσα πολλά, που κάποιες φορές σκεφτόμουνα κρυφογελώντας «καλά δεν ήταν βρε παλιόπαιδο όταν δεν μίλαγες;»

Σ’ ευχαριστώ Ζωή που μου έμαθες να μη λυπάμαι τους ανθρώπους που αγαπώ και να μη φοβάμαι πως θα πάθουν κάτι, όταν τους στερώ κάτι από μένα, ή εμένα ολόκληρη, αν πρόκειται για την προσωπική τους ανάπτυξη, με το δικό τους τρόπο. Ήταν μεγάλο δώρο για μένα.

Σας ευχαριστώ φίλοι μου του σχολειού που μου μάθατε πώς όταν συνεργαζόμαστε πολλοί μαζί, ο καθένας με ανεξάρτητη, δική του απόφαση και ευθύνη, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι ανάπτυξη και χαρά.

Το παιδί και το νερό
Άρθρο από το περιοδικό του Καφέ Σχολειού «Χωρίς Στόχο»
από την Σοφία Φώτεινα- Χατζηκοκόλη
Μεγάλη η χαρά μου τούτο το καλοκαίρι. Όχι γιατί ήταν διακοπές και πήγα στη θάλασσα. Ήταν χαρά μεγάλη γιατί στην παραλία δε γέμιζε ο αέρας με κλαυθμούς και οδυρμούς από μωρά που τα βάζουν με το ζόρι στο νερό. Και ήταν μέρες που η θάλασσα ήταν λάδι κι ήταν κι άλλες που άφριζε και θέριευε και κουκούλωνε μικρούς και μεγάλους. Μα όλες τις μέρες τα παιδιά ήταν εκεί και χαίρονταν και έπαιζαν με το νερό που τα γέννησε.

Δεν υπερβάλλω.

Και για να θυμηθώ και λίγα «επιστημονικά» που άθελά μου ανακατεύονται με την ποίηση αυτών που νιώθω, ο Lyall Watson (Βιολόγος) αναφέρει σε ένα από τα βιβλία του, πως οι θάλασσες που φιλοξένησαν την πρώτη μορφή ζωής, είχαν την ίδια ακριβώς σύσταση που έχει το αμνιακό υγρό, την ίδια ακριβώς πυκνότητα σε αλάτι.

Είναι λοιπόν να μην χαίρομαι, που τα παιδιά έπαιζαν φιλιωμένα με τη θάλασσα;

Κανένας άνθρωπος δε φοβάται το νερό έτσι «φυσικά». Γιατί η ίδια μας η φύση είναι νερό και χώμα και αέρας. Αλλά οι φόβοι μας, κάνουν τα στοιχεία «στοιχειά».

Πώς άραγε ξεκινάει ο φόβος ενός ανθρώπου για το νερό; Ας περιπλανηθούμε μαζί σε κάποιες θύμισες που ίσως νάναι και κοινές.

Ο άνθρωπος, τους πρώτους εννέα μήνες της ζωής του κολυμπά κυριολεκτικά στο αμνιακό υγρό και δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα για να τραφεί, να ζεσταθεί, να καθαριστεί.

Όταν γεννιέται, εξαρτάται απόλυτα από τους γονιούς του. Από τις ευαισθησίες και τους φόβους τους. Έτσι, αν την ώρα του μπάνιου η μάνα ή ο πατέρας έχει καλή σχέση με το νερό, θα φροντίσει να είναι η θερμοκρασία κατάλληλη, θα του αφήσει χρόνο να πλατσουρίσει, να το γευτεί, να το φτύσει, θα αφήσει νερό να μπει στα μάτια του, στα αυτιά του...

Αν ο γονιός φοβάται ότι αυτό θα ενοχλήσει το μωρό, ή αν θέλει να ξεμπερδεύει γιατί έχει και σοβαρότερα πράγματα να κάνει (!!!;;;) τότε δεν είναι μαζί του.

Θα μου πείτε: «Πώς γίνεται αυτό αφού είμαι δίπλα του και το κρατώ;» Δεν φτάνει αυτό. Είμαι μαζί σημαίνει πως είναι το σώμα και ο νους και η καρδιά μου παρέα. Αν ένα απ’ αυτά απουσιάζει, εγώ δεν είμαι με το μωρό. Κι εκείνο το ξέρει. Μα κάπου βαθιά μέσα μου το ξέρω κι εγώ, το ξέρουμε όλοι, γιατί μετά από μερικές τέτοιες επαφές, νιώθουμε πως θέλουμε να «κάνουμε» κάτι για το παιδί μας. Και λέμε: «Καλοκαίρι έρχεται θα «πάω» στη θάλασσα για να του «κάνω» λίγα μπάνια».

Αν ακούγαμε λίγο αυτά που λέμε: Εγώ πάω, δεν πάμε με το παιδί. Εγώ το κάνω μπάνιο, δεν κάνει το παιδί μπάνιο. Και έχει και συνέχεια το πράγμα. Του λέμε πότε θα μπει ή θα βγει από τη θάλασσα, πότε κρυώνει και πότε ζεσταίνεται και πότε θα βγάλει το καπέλο του. Και κείνο διαμαρτύρεται. Ύστερα, δικαιολογημένα νιώθουμε κουρασμένοι κι αναφωνούμε: «Φτάνει πια, το παράκανες παλιόπαιδο, δε μ’ ακούς; Είναι ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι». Αυτό είναι το καταπληκτικότερο απ’ όλα όσα έχουμε πει, γιατί αναφερόμαστε στο παιδί μας, ενώ θα έπρεπε να μιλήσουμε για μας και να πούμε: «Πάμε παιδί μου γιατί δεν σε ακούω, κι έτσι δεν είμαστε μαζί». Πάντως, αν το παιδί μας έφτασε να μην ξέρει πότε κρυώνει και πότε ζεσταίνεται, είναι γιατί δεν το έχουμε αφήσει να ακούσει το σώμα του. Πώς θέλουμε να ξέρει πότε κρυώνει και είναι ώρα να βγει από το νερό, όταν το αρπάζουμε στην κυριολεξία και το βουτάμε ένα τέταρτο. – τόσο, λέει πρέπει – και αγνοούμε το κλάμα του; Το μωρό έχει ανάγκη πρώτα να γνωρίσει το χώρο, να γευτεί την αλμύρα της θάλασσας και να παίξει. Πώς περιμένουμε λοιπόν μετά από μια αρνητική εμπειρία να το οδηγήσουν τα πόδια του μέσα στο νερό, επειδή το έχει κάψει ο ήλιος;

Με τέτοιους τρόπους γίνονται οι παρεμβάσεις στη φύση μας και τότε αρχίζουν τα προβλήματα. Θυμάμαι πέρσι το καλοκαίρι που, όπως κάθε χρονιά, πηγαίναμε στη θάλασσα με τα παιδιά του παιδικού σταθμού που είμαι υπεύθυνη. Ήταν η χαρά των παιδιών να παίζουν με το νερό και την άμμο. Ήταν η χαρά τους να κάνουν βουτιές και μακροβούτια στο νερό, και μιλώ για παιδιά από τριών μέχρι πέντε χρονών. Χαρά σας λέω.

Μαζί τους ξεκαρδιζόταν και ο φίλος μου ο Ηλίας που τότε ήταν είκοσι δύο μηνών. Πότε γιατί κάποιος τον πιτσίλαγε, πότε γιατί ξέχωνε ένα κοχύλι από την άμμο.

Κάποια στιγμή μου ζήτησε αγκαλιά. Τον πήρα και αφού γουργουρίσαμε και οι δύο τη χαρά μας, θέλησα να τον κατεβάσω για να κολυμπήσω με την υπόλοιπη παρέα. Δεν ήθελε, κι έτσι άρχισα να ψάχνω πώς θα μπορούσαμε να είμαστε όλοι παρέα, μια και ο Ηλίας δεν κολυμπούσε ακόμα. Θυμήθηκα, λοιπόν, πως τα πολύ μωρά κολυμπούν πριν ακόμα περπατήσουν, πως είναι μέσα στο κύτταρό τους αυτή η γνώση, και πως αυτήν ξαναμαθαίνουμε αργότερα.

Αυτά σκεφτόμουν, ενώ προχώραγα στα βαθιά με τον Ηλία αγκαλιά. Τότε του έκανα «φου» στο πρόσωπό του. Ο Ηλίας πήρε αυτόματα βαθιά αναπνοή και έτσι βουτήξαμε και οι δύο μέσα στο νερό. Σε λίγο βγήκαμε και πήραμε καινούριες ανάσες και κάναμε κι άλλες βουτιές.

Ένιωθα πως κάθε μου κύτταρο γινόταν καινούριο, κι όσο φυσικό ήταν, τόσο απαρατήρητο πέρασε από όλους μας. Την άλλη μέρα έγινε πάλι το ίδιο, μην με ρωτήσετε πώς.

Την τρίτη μέρα άρχισαν οι αμφιβολίες. Μήπως το παιδί δεν ήθελε να μπει στο νερό; Μήπως ήθελε μόνο αγκαλιά, και τί να κάμει, ερχόταν και μες το νερό μαζί μου; Και πώς να μου το πει, αφού ακόμα δεν μίλαγε; Ο αφιλότιμος δεν μου έδειχνε ούτε στενοχώρια ούτε χαρά. Πώς να καταλάβω;

Έτσι έμεινα μακριά του όλο το πρωινό, πολύ απασχολημένη με τους υπόλοιπους φίλους. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε ακούω τον Ηλία να ρωτά: «Φόφη, φου;». Όποτε το ξαναθυμάμαι ανατριχιάζω, όπως εκείνη τη στιγμή. Περίμενε όλο το πρωινό, μήπως συνέλθω από τις ανησυχίες μου, με τέτοια υπομονή που μόνο τα μικρά έχουν.

Σ’ ευχαριστώ Ηλία που μου έμαθες πως τα πράγματα που είναι φυσικά γίνονται μόνα τους και δεν φέρνουν ούτε μεγάλες λύπες ούτε μεγάλες χαρές. Μόνο νιώθουμε μαζί και δεν χρειάζεται ούτε να πούμε ούτε να κάνουμε κάτι.

Και μην ξεχνάτε πως περιμένω γράμματά σας με τις απόψεις σας ή με δικές σας περιπτώσεις. Έτσι θα μεγαλώνουμε όλοι μαζί παρέα, και σεις κι εγώ και τα παιδιά μας. Άσκημα είναι;

Μια βραδιά στη «Σχολή του Είναι» στο Σχολειό της Φύσης, στον Τρίλοφο Θεσσαλονίκης.
Σοφία Φώτεινα-Χατζηκοκόλη
Δεκέμβριος 2018
Ίσως γνωρίζουμε ότι στο Σχολειό της Φύσης, κάθε Παρασκευή βράδι, 20.00 με 22.30 μαζευόμαστε τα «παλιά» παιδιά του Σχολειού, 8 έως 14 ετών, η Βέτα Γεωργιάδου και η Σοφία Φώτεινα-Χατζηκοκόλη, και με διάφορα βιώματα, παιχνίδια ή κουβέντα μεταξύ μας διερευνούμε το «Είναι» μας. Και είναι αξιοθαύμαστα τα παιδιά που ακόμα το ανακαλούν από το βάθος τους και το εφαρμόζουν όταν τους δίνονται οι ευκαιρίες.

Και για να μην νομίζετε ότι υπερβάλλω, ακούστε τι έγινε την Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου. Άλλα είχα στο νου μου να κάνουμε. Να ρώταγα αν έχουν κάτι στο νου τους που θα ήθελαν να κουβεντιάσουμε και μετά να κάνουμε Γιόγκα. Όμως η ομάδα είχε διαφορετική ανάγκη. Καθώς κουβεντιάζαμε, έβγαινε συχνά η επιθυμία τους να κάνουν κάτι μόνοι τους, μια δημιουργία, κάτι χαρούμενο. Έτσι λοιπόν, πρότεινα μήπως θα τους άρεσε η ιδέα να κάνουν ένα θεατρικό με θέμα την οικογένεια. Η ιδέα άρεσε, κι έπεσαν κι άλλες ιδέες, όπως να χωριστούν σε δύο ομάδες -για να παρουσιάσει η μία στην άλλη-, πράγμα που έγινε, τι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν από το χώρο, κτλ. Είδαμε πόσος χρόνος μας έμενε, και τον μοιράσαμε σε προετοιμασία και παρουσίαση των δύο ομάδων.

Η πρώτη ομάδα παρουσίασε σκηνικά, υπόθεση και ρόλους μιας οικογένειας που της άρεσε να τραγουδά, να χορεύει και να χαίρονται όλοι μαζί. Κι όλα αυτά σε πολύ λίγο χρόνο.

Η δεύτερη ομάδα, όπως οι ίδιοι είπαν δεν συνεργάστηκαν και παρουσίασαν κάτι σκόρπιο. Ζήτησαν δεύτερη ευκαιρία, η πρώτη ομάδα συμφώνησε και όπως άρχισαν να «συνεδριάζουν» για το τι θα κάνουν, πρότειναν να συνεργαστούν οι δύο ομάδες, έγινε δεκτό, και ετοίμαζαν πυρετωδώς την παρουσίαση του έργου τους.

Τότε, ένα από τα παιδιά, είπε ότι δεν θέλει να παίξει άλλο, οι υπόλοιποι επέμεναν ότι η παρουσία του ήταν πολύ σημαντική, το παιδί χωρίς να το θέλει έκανε αυτό που του ζήτησε η ομάδα, αλλά έμεινε κρυμμένο πίσω από έναν μεγάλο αρκούδο που τον κούναγε και υποτίθεται πως ήταν ένας από τους γονείς.

Όταν τελείωσαν την παρουσίαση, που ήταν πολύ όμορφη, το παιδί αυτό βγήκε πίσω από τον αρκούδο κλαμένο και παραπονέθηκε έντονα στην ομάδα ότι το πίεσαν πολύ και δεν κατάλαβαν τι τους έλεγε. Ρώτησα γιατί έκανε αυτό που του ζητήθηκε αφού δεν το ήθελε και είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, το πίεσαν πολύ. Τότε ένα παιδί φώναξε: «Έχεις δίκιο, σου ζητάμε συγνώμη» και όλοι συμφώνησαν και σηκώθηκαν και αγκαλιάστηκαν μέχρι που το παιδί σταμάτησε να κλαίει.

Υπάρχουν και φωτογραφίες για του λόγου το αληθές. Και σας ρωτώ, πόσοι από μας τους ενήλικες αναγνωρίζουμε το λάθος μας και ζητάμε συγνώμη; Και αγκαλιάζουμε; Και δεν θέλουμε να πονάμε κανέναν; Αν το κάναμε θα είχαμε λιγότερες στενοχώριες και από τις δύο πλευρές.

Το «εγώ» εμποδίζει το «Είναι» μας και τότε παύουμε να είμαστε ο πραγματικός μας εαυτός. Και βέβαια το αποτέλεσμα είναι να μην είμαστε ευχαριστημένοι.

Σε επόμενες συναντήσεις θα δουλέψουμε το επόμενο βήμα που μας υπέδειξαν τα παιδιά: πώς μπορούμε να ανήκουμε σε μια ομάδα και να κάνουμε αυτό που πιστεύουμε ότι μας αναπτύσσει, χωρίς να μας επηρεάζουν οι άλλοι, όσο πιεστικοί κι αν είναι.

Σας ευχαριστώ πολύ αγαπημένοι μου, σας ευχαριστώ έναν έναν και όλους μαζί. Μου είσαστε όλοι πολύτιμοι δάσκαλοι που με διδάσκετε με το παράδειγμα της ζωής σας.

Η Γλώσσα αποτελεί αξία
Όστις χωρίς την γνώσιν της αρχαίας επιθυμεί να ερμηνεύση την νέαν ή απατάται ή απατά
Αδαμάντιος Κοραής
Όταν οι γλωσσολόγοι αναφέρονται στην μάθηση της γλώσσας, κάνουν μία διάκριση. Για την μητρική γλώσσα χρησιμοποιούν τον όρο «γλωσσική κατάκτηση» (language acquisition), ενώ στην περίπτωση των ξένων γλωσσών μιλούν για «γλωσσική εκμάθηση» (language learning).

Γιατί, όμως, επιμένουν στην ανάγκη όχι μόνο για εκμάθηση αλλά για κατάκτηση της μητρικής γλώσσας; Διότι η ποιότητα της γλώσσας καθορίζει και την ποιότητα της σκέψης. Φτωχή γλώσσα σημαίνει φτωχή σκέψη. Όποιος έχει φτωχό λεξιλόγιο και δεν μπορεί να συντάξει σωστά μία πρόταση δεν μπορεί να βάλει σε σειρά τις σκέψεις του. Όχι μόνο δεν μπορεί να εκφραστεί, αλλά ούτε να σκεφτεί. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν –μόνοι αυτοί- την ίδια λέξη (λόγος) για να δηλώσουν τόσο την σκέψη όσο και την προφορική ή γραπτή έκφρασή της. Η νόηση και η γλώσσα είναι σαν τις δύο όψεις ενός νομίσματος: δεν υπάρχει η μία χωρίς την άλλη. Κοντολογίς, σκεπτόμαστε με λέξεις.

Για εμάς τους Έλληνες είναι ευλογία και κατάρα να έχουμε ως μητρική γλώσσα την ελληνική. Ευλογία, γιατί είναι η μόνη ευρωπαϊκή γλώσσα που μιλιέται αδιάκοπα επί 4000 χρόνια και γράφεται αδιάλειπτα, επί 3500 χρόνια, από τα οποία τα 2800 με την ίδια γραφή (ελληνικό αλφάβητο). Από δε το 402πΧ με την ίδια ορθογραφία (Ευκλείδειο αλφάβητο). Είναι όμως και κατάρα για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Η μοναδικότητά της δεν προκύπτει μόνον από την μακραίωνη παρουσία της, αλλά και από την ασύλληπτη συνοχή και συνέχειά της. Δεν μπορεί κανείς να μάθει την νέα ελληνική χωρίς αναφορά τουλάχιστον στην Αλεξανδρινή κοινή (την γλώσσα των Ευαγγελίων), όπου έχουν ήδη διαμορφωθεί τα βασικά χαρακτηριστικά της δομής της νέας ελληνικής. Αλλά και η Αλεξανδρινή κοινή δεν έπεσε από τον ουρανό. Αποτελεί σταδιακή μετεξέλιξη της Αττικής διαλέκτου.

Πώς λοιπόν θα κατανοήσουμε εις βάθος και θα χρησιμοποιήσουμε σωστά τα «νέα ελληνικά», αν δεν ξέρουμε σε ικανοποιητικό βαθμό τα «παλαιότερα ελληνικά» μας; Πώς είναι δυνατόν τα παιδιά να διδαχτούν συστηματικά το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής χωρίς να έρθουν σε επαφή με τις ρίζες και τις βασικές έννοιες των λέξεων, καθώς και με τους μηχανισμούς παραγωγής και σύνθεσης αυτών; Χωρίς να ανακαλύψουν την συνεχή κίνηση από την νέα προς την αρχαία γλώσσα και αντιστρόφως;

Εμείς στο Καφέ Σχολειό πιστεύουμε ότι παιδιά 11 και 12 χρονών είναι ευκολότερο να έρθουν σε επαφή με τις παλαιότερες μορφές της γλώσσας. Δεν έχουν ύλη, ασκήσεις και προγραμματισμό εξετάσεων. Η επαφή γίνεται χωρίς σοβαροφάνεια, με χιούμορ, χαλαρά, μέσα από έρευνα και παιχνίδι. Δήμος, δημοκρατία, δημότης, δημόσιος, ρήτορας, ρητορική, ρητό, ρήμα : oι λέξεις αποκαλύπτουν την ιστορία τους και την σχέση που έχουν μεταξύ τους. Τα παιδιά έρχονται σε επαφή με κείμενα του παρελθόντος και συνειδητοποιούν το γεγονός ότι όλες αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνταν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και μάλιστα με την ίδια σημασία.

Τώρα είναι η ώρα να ξεκινήσουν τα παιδιά την εξερεύνηση της γλώσσας. Αν περιμένουμε να πάνε στο γυμνάσιο, για να έχουν την πρώτη επαφή με τα αρχαία ελληνικά, με τις συνθήκες που επικρατούν εκεί (αναλυτικό πρόγραμμα, πίεση χρόνου, τυπολατρική διδασκαλία, το άγχος της βαθμολογίας και των εξετάσεων) το παιχνίδι θα έχει ήδη χαθεί. Θα πάθουν ότι παθαίνουν τα περισσότερα παιδιά στην Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια. Θα πιστέψουν ότι η ιστορική διάρκεια της ελληνικής γλώσσας περιορίζεται στις τελευταίες δεκαετίες. Και το χειρότερο, θα μείνουν με την εντύπωση ότι ακόμη και η απλή καθαρεύουσα είναι μία νεκρή γλώσσα, πολλώ δε μάλλον η αρχαία ελληνική. Για ποια, λοιπόν, «γλωσσική κατάκτηση» θα μιλάμε τότε;

Η Αλίκη που βρήκε τη θέση της
Άρθρο από το περιοδικό του Καφέ Σχολειού "Χωρίς Στόχο", 1987, με γενικό τίτλο:
Μεγαλώνω το παιδί μου, με μεγαλώνει το παιδί μου
της Σοφίας Φώτεινα- Χατζηκοκόλη
Ήταν το δεύτερο και μικρότερο παιδί στην οικογένειά της. Ο Γεράσιμος, ο αδελφός της, δύο χρόνια μεγαλύτερος, πήγαινε στην πρώτη δημοτικού. Ο πατέρας, μόνο αυτόν είχα γνωρίσει, είχε ανησυχίες μήπως και κάποιο από τα δύο του παιδιά έμοιαζε στην αδελφή του, που ήταν κλεισμένη χρόνια, σε μια ψυχιατρική κλινική με σοβαρά προβλήματα.

Ο ίδιος δεν ήθελε να κοιτάξει «στα μάτια» τα παιδιά του μήπως και διαπιστώσει κάποια κοινά με την αδελφή του, για να μπορεί εκείνος απερίσπαστος να ασχολείται με τη δική του, που τον απορροφούσε άλλωστε δεκαπέντε ώρες τη μέρα.

Η μητέρα δούλευε κι εκείνη και μάλιστα έπρεπε να φεύγει την ώρα που τα παιδιά επέστρεφαν στο σπίτι από το σχολείο και γύριζε το βράδυ με τον πατέρα. Από ό,τι είχα καταλάβει, δεν υπήρχαν οικονομικοί λόγοι που τους ανάγκαζαν να έχουν αυτά τα ωράρια, αλλά μόνοι τους είχαν διαμορφώσει το πρόγραμμά τους έτσι.

Στο σπίτι ζούσε και η γιαγιά. Ήταν μια γυναίκα που είχε σταματήσει να δουλεύει την εποχή που γεννήθηκε το πρώτο της εγγόνι και είχε αναλάβει όλο το νοικοκυριό και τα μωρά. Κι επειδή ένιωθε πως οι γονείς στερούσαν την παρουσία τους στα παιδιά τους, ήταν συνέχεια δίπλα τους και τους έκανε όλα τα χατίρια. Εκείνα βέβαια, δεν είχαν χάσει την ευκαιρία να τη βάλουν στην υπηρεσία τους από πολύ μωρά.

Τα δύο τελευταία χρόνια η Αλίκη έμενε όλο το πρωινό στο σπίτι γαντζωμένη στη φούστα της γιαγιάς, ενώ ο αδελφός της που είχε γραφτεί σε κάποιο παιδικό σταθμό, δεν ήθελε να πηγαίνει γιατί προτιμούσε να μένει με τη γιαγιά. Η δασκάλα του τον έλεγε «μαθητή τουρίστα». Αυτό όμως τάραξε τον πατέρα, μήπως και αυτή η συμπεριφορά του παιδιού σήμαινε «σοβαρό ψυχικό πρόβλημα» και έτσι, όταν ήρθε η εποχή να πάει η Αλίκη στο σχολείο, έψαξε για κάποιο άλλο. Η Αλίκη, που τώρα πια θα πήγαινε ο αδελφός της στο δημοτικό και θα της έλειπε η παρέα του, ήταν πολύ ευχαριστημένη που ερχόταν στο σχολείο.

Όμως ήθελε, απαιτούσε, να βρίσκομαι συνέχεια δίπλα της. Και όταν μιλούσα με άλλα παιδιά, θυμόταν να της δείξω το ράφι της για να βάλει τη ζωγραφιά της, δεν έβλεπε πού ήταν τα μολύβια και τα χαρτιά, δεν ήξερε με τι να παίξει και όταν κάποιοι δεν την έπαιζαν, έπρεπε να τακτοποιήσω εγώ τις διαφορές με τους φίλους της. Μου ζήταγε δηλαδή, να κάνουμε την ίδια σχέση που είχε με τη γιαγιά.

Στην αρχή έκανα αυτό που ζητούσε, γιατί ένιωθα πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να καταλάβει ότι την αγαπώ. Σιγά-σιγά όμως, άρχισα να της δείχνω και να το επισημάνω πως μπορώ να την αγαπώ και με άλλους τρόπους. Όπως, όταν θυμόμουν να της φέρω την επόμενη μέρα από το σπίτι μου ένα σεντόνι για την κούκλα της, ή να ράψουμε κουμπιά παρέα με άλλα παιδιά, με τον τρόπο που θα μας έδειχνε εκείνη.

Αφού λοιπόν ήξερε πια ότι την αγαπώ, σταμάτησα να της απαντώ σε πράγματα που ήδη ήξερε ή μπορούσε, γιατί δεν θα ήθελα να επαληθεύει και από μένα το μονόδρομο συμπέρασμα, στο οποίο είχε καταλήξει με τη γιαγιά: «Ο τρόπος για να μου δείχνουν πως με αγαπούν οι δικοί μου, είναι να γίνομαι εγώ ανίκανη για να μου βρίσκουν λύσεις οι άλλοι». Συγχρόνως, με ανησυχούσε ότι αν αργότερα ρίζωνε αυτό το συμπέρασμα, η Αλίκη θα ένιωθε ότι εκείνη δεν συμμετέχει στα κοινά του σπιτιού της ή της όποιας άλλης ομάδας και μη παίρνοντας κάποιες πρωτοβουλίες θα ένιωθε πως δεν ανήκει.

Το δεύτερο μήνα της σχολικής χρονιάς είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται κάποιες σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά της. Αποφάσιζε με ποιο παιχνίδι θα έπαιζε, διάλεγε ποιες δραστηριότητες την ενδιέφεραν περισσότερο και ήταν πολύ δημιουργική και ζωντανή παρουσία μέσα στην ομάδα. Επίσης, έβρισκε λύσεις στις σχέσεις της με τους φίλους της και ήταν ευχαριστημένη.

Είχε κρατήσει όμως με πείσμα ένα τελευταίο «οχυρό». Δεν ήξερε σε ποια θέση να κάτσει και μου ζητούσε να της βρω εγώ. Και επειδή της απαντούσα «Ξέρω σε ποια θέση θέλω να κάτσω εγώ, αλλά δεν ξέρω σε ποια θέσει θέλεις να κάτσεις εσύ», πέρναγε το πρωινό της τριγυρίζοντας στο χώρο που παίζαμε, χωρίς να κάθεται πουθενά. Έπαιζε τα παιχνίδια στα χέρια της. Μάταια την παρακαλούσαν οι φίλοι της, γιατί ήταν και αξιαγάπητη, να κάτσει δίπλα τους.

Μια μέρα καθόμασταν, μια ομάδα παιδιών και εγώ και φτιάχναμε τα αποτυπώματα των χεριών μας πάνω σε πηλό. Η Αλίκη γύριζε γύρω μας μουρμουρίζοντας «που να κάτσω, που να κάτσω». Την παρακολουθούσα με την άκρη του ματιού μου. Το πρόσωπό της είχε σοβαρέψει και έμοιαζε να μην υπάρχει για κείνη τίποτα άλλο που να την αποσπά προς τα έξω. Πήγε στη λεκάνη με τον πηλό, πήρε ένα κομμάτι, έκατσε σε μια καρέκλα κι άρχισε να πατικώνει τον πηλό για να χωρέσει το αποτύπωμα της παλάμης της. Μετά, μου το έφερε για να της χαράξω το όνομά της και με πρόσωπο φωτισμένο από ένα χαμόγελο μου ανάγγειλε: «Σόφη, σε αγαπώ», «Κι εγώ σε αγαπώ Αλίκη μου». Και μου εξηγήθηκε αμέσως: «γιατί βρήκα τη θέση μου».

Σ’ ευχαριστώ Αλίκη γιατί μου έμαθες πως υπάρχει μια θέση για τον καθένα μας, αρκεί να έχουμε αποφασίσει να τη βρούμε.

Η Ιστορία του Χρήστου που μεγάλωσε
Άρθρο από το περιοδικό του Καφέ Σχολειού "Χωρίς Στόχο",
Αληθινές Ιστορίες με γενικό Τίτλο: Μεγαλώνω το παιδί μου, με μεγαλώνει το παιδί μου
Σοφία Φώτεινα- Χατζηκοκόλη
Ο Χρήστος, που είναι ένας από τους φίλους μου [στον Παιδικό Σταθμό του Καφέ Σχολειού «Το Σχολειό μας»], για κάποιους λόγους που δεν ήξερα, ζητούσε επαφή μαζί μας ενοχλώντας μας, πότε χτυπώντας κάποιον και πότε κάνοντας φασαρία, τόση, που με δυσκολία μπορούσαμε οι υπόλοιποι να ασχοληθούμε με τα παιχνίδια που θέλαμε.

Έτσι, μια μέρα, του ζητήσαμε να μας βοηθήσει να καταλάβουμε τι ήθελε από μας ώστε να είναι κι εκείνος ευχαριστημένος κι εμείς το ίδιο.

Αυτή ήταν η συζήτηση:

-«Χρήστο, μας λες τι θα ήθελες από μας! Γιατί, εγώ τουλάχιστον, δεν καταλαβαίνω» του είπα.

Κάποια παιδιά, πολύ ανήσυχα φώναξαν.

-«Ξέρουμε τι θέλει. Θέλει να μας ενοχλεί γιατί αυτό κάνει».

-«Μήπως αυτός είναι ο τρόπος που διάλεξε, για να ας πει κάτι άλλο, που ίσως μας το είπε αλλιώς και δεν τον ακούσαμε ή νομίζει πως δεν θα το καταλάβουμε;... Δεν μου λέτε ποιοι άνθρωποι είναι αυτοί που ενοχλούν συνήθως!» ρώτησα.

-«Αυτοί που φοβούνται πως θα τους χτυπήσουν οι άλλοι και γι’ αυτό χτυπάνε πρώτοι» είπε ο Κωνσταντίνος.

-«Αυτοί που δεν θέλουν να μας αφήσουν να παίζουμε» είπε ο Στέλιος.

Αναπάντεχα λύθηκε η σιωπή του Χρήστου, που μέχρι τώρα καθόταν αμίλητος.

-«Αυτοί που χτυπάνε είναι δυνατοί. Δυνατοί είναι οι μεγάλοι»

-«Να λοιπόν γιατί κάποιες φορές ο Χρήστος θέλει να χτυπά. Δεν είναι γιατί του αρέσει ούτε γιατί δεν θέλει να μας αφήνει να παίζουμε. Θέλει να κάνει σαν κι αυτούς που πιστεύει πως είναι δυνατοί και μεγάλοι επειδή χτυπούν. Μήπως αυτό που μας ζητάς Χρήστο είναι να σου πούμε πως ξέρουμε ότι είσαι μεγάλος;» Ο Χρήστος χαμήλωσε τα βουρκωμένα του μάτια. Τι λέω, ήταν ολόκληρος ένας λυγμός.

-«Ναι, λέει ο Αντρέας, αυτό είναι. Γιατί ο Χρήστος είναι μεγάλος. Λοιπόν Χρήστο, αν κάποια φορά μας ενοχλείς εγώ θα σου λέω «Μεγάλε Χρήστο».

Δεν θέλησα να διακόψω αυτή την ομορφιά για να πω στα παιδιά πως μεγάλος δεν είναι αυτός που χτυπά, αλλά αυτός που μπορεί να χτυπήσει αν δεν έχει άλλη εκλογή. Και συνήθως δεν χτυπά, γιατί δεν έχει ώρα γι’ αυτό. Ο χρόνος του χρειάζεται για να δημιουργεί και ναι χαίρεται. Και δεν ήταν μόνο αυτά τα δασκαλίστικα που έφτασαν στην άκρη της γλώσσας μου. Μου ήρθε να πω κιόλας πως εγώ συχνά νιώθω την ανάγκη να είμαι μικρή, για να με χαϊδέψουν και να τριφτώ πάνω στους αγαπημένους μου σαν μωρό και να κάνω αταξίες. Με ξεκουράζει.

Αλλά δεν μίλησα. Άλλωστε τα είχαμε ξαναπεί και πίστευα πως τα ήξεραν κι εκείνοι. Κι έτσι μαζί με τον Χρήστο έμαθα κι εγώ: Εμπιστοσύνη κι άλλη εμπιστοσύνη κι άλλη εμπιστοσύνη. Σε μένα, στους άλλους...

Την επόμενη μέρα ο Χρήστος μαζί με μια ομάδα παιδιών, έπλεκαν με την Κική από ένα καλαθάκι, που φτιάχνεται με πέντε ροδέλες. Και η Κική του είπε:

-«Φτιάξε τις τέσσερεις ροδέλες και την πέμπτη θα την φτιάξω εγώ».

-«Όχι, της λέει, θα φτιάξω και την πέμπτη».

-«Αυτό δεν το κάνω μόνο για σένα. Το κάνω για όλα τα παιδιά, επειδή είναι η πρώτη φορά που κάνουμε τέτοια καλαθάκια».

-«Όχι, εγώ θα κάνω τη δική μου μόνος μου», ανακοίνωσε ο Χρήστος «είμαι μεγάλος».

Μεγάααλε Χρήστο!!! Σε ευχαριστώ.

Σε ευχαριστώ, γιατί τούτη τη φορά μου έμαθες, εσύ και οι φίλοι μας πως όταν αυτά που πιστεύω είναι και ο τρόπος που ζω, δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Χρειάζεται εμπιστοσύνη σε μένα και εμπιστοσύνη στους γύρω μου, πως μπορούμε όλοι να νοιαζόμαστε για την ανάπτυξη των γύρω μας. Γιατί μόνο έτσι μπορούμε να αναπτυχθούμε κι εμείς οι ίδιοι.

Η ιστορία της Κατερίνας που δεν έτρωγε
Άρθρο από το περιοδικό του Καφέ Σχολειού "Χωρίς Στόχο",
Αληθινές Ιστορίες με γενικό Τίτλο: Μεγαλώνω το παιδί μου, με μεγαλώνει το παιδί μου
Σοφία Φώτεινα- Χατζηκοκόλη
Οι γονείς της, υπεραπασχολημένοι με τη δουλειά τους όπως μου είπαν, χρειάζονταν ένα σχολείο για να απασχολείται το παιδί λίγες ώρες. Όμως, είχαν ένα πρόβλημα πολύ σοβαρό και μου εξήγησαν: «Η κόρη μας δεν τρώει, είναι πολύ αδύνατη. Θέλουμε να τρώει στο σχολείο, μήπως βλέπει τα άλλα παιδιά να τρώνε και θελήσει κι αυτή. Μόνο σας παρακαλούμε πιέστε την να φάει γιατί φοβόμαστε μήπως αρρωστήσει».

«Μήπως αν την αφήνατε να ρυθμίσει μόνη της...»

«Όχι», με διέκοψε η μαμά, «μέχρι και παραμύθια της λέω στο φαγητό, και τίποτα δεν γίνεται».

Έτσι ξεκίνησε η χρονιά με τη Κατερίνα και το πρόβλημά της.

Και ήρθε η ώρα του φαγητού. Πριν καλά-καλά σερβίρουμε, η Κατερίνα μου ανάγγειλε «εγώ δε θα φάω» και γυρίζοντας την πλάτη μου έδειξε πως δεν ήθελε κουβέντα πάνω στο θέμα.

«Βεβαίως και να μη φας, αφού δεν πεινάς» της απάντησα και συνέχισα στα υπόλοιπα παιδιά. «Στο σχολείο μαζευόμαστε το μεσημέρι στην κουζίνα για φαγητό. Όμως, αυτό δεν σημαίνει πως αν δεν πεινάμε πρέπει να φάμε. Σε ευχαριστώ, Κατερίνα, που μου έδωσες την ευκαιρία να το εξηγήσω στα παιδιά».

Πέρασαν τρεις μέρες που η Κατερίνα δοκίμαζε αν αυτό που είχα πει το πίστευα κιόλας. Καθόταν στο τραπέζι χωρίς φαγητό και με κοίταζε παραξενεμένη που δεν ξανακουβέντιασα γι’ αυτό.

Την τέταρτη μέρα έβγαλε το φαγητό της για ζέσταμα, αφού είχαμε κλείσει το φούρνο και είχαμε αρχίσει το σερβίρισμα. «Λυπάμαι, κοπέλα μου, αλλά τελείωσε η ώρα που ζεσταίνουμε τα φαγητά» της είπα. Ένα πονηρό χαμόγελο γράφτηκε στο πρόσωπό της και πολύ ευχαριστημένη το έβαλε πίσω στο καλάθι της.

Την επόμενη, έδωσε το φαγητό της εγκαίρως για ζέσταμα και ήταν έτοιμο την ώρα του φαγητού. Όταν τη σέρβιρα με ρώτησε: «Δε λέει κανένας παραμύθια σε αυτό το σχολείο; Θέλω να μου πεις ένα παραμύθι».

«Βεβαίως και θα σου πω» της έταξα. «Μόνο που αυτή τη στιγμή σερβίρω φαγητό και μετά είναι η σειρά μου σήμερα να πλύνω τα πιάτα. Μόλις τελειώσω, θα σας πω ένα. Θύμισέ μου το κι εσύ μήπως το ξεχάσω».

Τότε εκείνη θυμωμένη, πέταξε το πιρούνι της με θόρυβο πάνω στο πιάτο. «Πάω να κάνω τσίσα μου», είπε, και πέρασε την υπόλοιπη ώρα του φαγητού παίζοντας παιχνίδια με το νερό της βρύσης.

Αφού είχαν τελειώσει όλοι το φαγητό και οι υπεύθυνοι καθάριζαν ο καθένας το τραπέζι του κι εγώ έπλενα τα πιάτα, η Κατερίνα μπήκε τρέχοντας στην κουζίνα και σαν σίφουνας κατευθύνθηκε εκεί που είχε το πιάτο της, για να φάει. Μόνο που δεν ήταν πια εκεί. Ο Γιάννης που ήταν υπεύθυνος για το καθάρισμα του τραπεζιού, το είχε βάλει πάνω στο ψυγείο μέσα στο πυρέξ της και το πιάτο της ήταν κιόλας στο νεροχύτη.

Η Κατερίνα ήρθε δίπλα μου και μου φώναξε με ύφος: «Είπες πως όταν πεινάμε, τρώμε. Βάλε μου να φάω τώρα. Πεινάω».

«Νομίζω πως τώρα πιέζεις εσύ τον εαυτό σου για να φας. Αν πεινούσες είμαι σίγουρη πως θα έτρωγες πριν λίγα λεπτά που τρώγαμε όλοι. Τώρα, μήπως θα ήθελες να μου κάνεις παρέα όσο πλένω τα πιάτα; Και μόλις τελειώσω θυμάμαι πως σου υποσχέθηκα κάτι, έ;»

Εκείνη βγήκε τρέχοντας απ’ την κουζίνα για να ειδοποιήσει τα παιδιά πως κόντευα να τελειώσω τα πιάτα και να είναι έτοιμα γιατί «άμα περάσει η ώρα του παραμυθιού, μπορεί να έχει άλλες δουλειές η Σόφη και να μη μας το πει»!!!

Από την επόμενη μέρα η Κατερίνα έτρωγε το φαγητό της γιατί πραγματικά πείναγε. Κι όχι για να έχει την προσοχή μου κάνοντας ζημιά στην υγεία της.

Σε λίγο καιρό τα μάγουλά της ήταν ρόδινα και άρχισαν να γεμίζουν τα μπουτάκια της.

Σε ευχαριστώ Κατερίνα, γιατί καθώς φρόντιζα για το μεγάλωμά σου, με σεβασμό στις ανάγκες σου και σταθερότητα, έμαθα πως ποτέ καμιά αλλαγή δε γίνεται με επέμβαση απ’ έξω αλλά με απόφαση δική μας, που την παίρνουμε στο δικό μας χρόνο και με το δικό μας τρόπο.

Ο Οδυσσέας δεν ταξίδεψε ποτέ
από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο
Καθηγητή Φιλόλογο, συγγραφέα, κριτικό θεάτρου
Αγαπητοί φίλοι,
πρέπει ξεκινώντας να ομολογήσω μιαν αναπηρία μου.
Δεν είχα τη χαρά να γνωρίσω ως τώρα προσωπικά τον Κώστα Φωτεινό.
Κατά καιρούς είχα έμμεση επαφή με ανθρώπους που πιστεύουν στην αποστολή του και μπόρεσα μέσα από κείνους κι από υλικό που μου προσκόμιζαν να παρακολουθώ την πορεία του. Έτσι για μένα ο άνθρωπος Φωτεινός ξεπήδησε ολόκληρος μέσα από το βιβλίο που σήμερα παρουσιάζουμε.

Και είναι ένα βιβλίο - άνθρωπος αυτό που σήμερα εδώ τιμούμε. Τιμούμε τον απόπλου του μέσα στον κόσμο των ιδεών και θα ευχηθούμε η μοίρα του να είναι καλοτάξιδη.

Είναι πραγματικά ένα βιβλίο έκπληξη με την έννοια ότι κατορθώνει να αναμιγνύει κατά τρόπο θα έλεγε κανένας λιτό όλη την ιστορία των ιδεών, από τον Όμηρο από τον οποίο αντλεί και το κεντρικό του σύμβολο, τον Πλάτωνα, έως τις πιο σύγχρονες προχωρημένες φιλοσοφικές ανθρωποκεντρικές φιλοσοφίες.
Αλλά, ταυτοχρόνως, είναι και ένα βιβλίο υπέρβασης όλων αυτών. Είναι μία προσωπική κατάκτηση. Μια εμπειρία ζωής, ένας τρόπος ζην.
Μπορεί κανένας σχολαστικός να διακρίνει μέσα στο βιβλίο αυτό όλη την παρακαταθήκη που διαχειρίζεται ένας πνευματικός άνθρωπος όπως ο Κώστας Φωτεινός, όλα τα στρώματα της σοφίας που έχουν κατακτήσει οι αιώνες και που έχει αφομοιώσει.
Δεν μπορεί κανένας να ξεφύγει βέβαια από τον πειρασμό να δει ότι στη βασική θέση που υπερασπίζεται υπάρχει μια έντονη νέο-πλατωνική και πλατωνική μεταφυσική. Υπάρχει ένας κόσμος ιδεατός από τον οποίο καταγόμαστε και στον οποίο επιθυμούμε σφόδρα και διακαώς να επιστρέψουμε.

Σαφώς έχουμε να κάνουμε με μια φιλοσοφία δυϊσμού, η οποία χωρίζει το Σύμπαν σε δύο κόσμους –με τη διαφορά ότι αυτοί οι κόσμοι είναι αλληλοπεριχωρημένοι, ο ένας μέσα στον άλλον, είναι ο ένας αντανάκλαση του άλλου, ο ένας αίτιο του άλλου. Ένας κόσμος αγώνα, ένας κόσμος προσδοκίας ειρήνης, γαλήνης και υπέρτατης αρμονίας, προς τον οποίο τείνουμε.
Εκεί ο Πλάτωνας, ο Νέο-πλατωνισμός συναντάει τον Χριστιανισμό, συναντάει το Χριστιανισμό σε όλες του τις εκφάνσεις, έτσι ώστε θα μπορούσε κανένας να ισχυριστεί-και παίρνω το ρίσκο να το πω-ότι οι θέσεις οι χριστιανικές που κατατίθενται μέσα στο βιβλίο και ως υπαινιγμοί αλλά και ως προφανείς θα έλεγε κανένας αλήθειες, έχουν υπερβεί και αυτές το διχασμό των χριστιανικών αιρέσεων και μιλά για ένα χριστιανισμό πριν από το Σχίσμα πριν από τον Καθολικισμό, πριν από την Ορθοδοξία και πριν από τον Προτεσταντισμό.
Θα έλεγε κανένας ότι είναι μια επιλεκτική στάση ζωής η οποία αντλεί από όλα αυτά τα κοσμοθεωρητικά ολοκληρώματα εκείνες τις εγγυήσεις οι οποίες έχουν μια καθολική αξία. Βλέπουμε μια έξαρση παραδείγματος χάρη του φαινομένου της Χάριτος μέσα στο βιβλίο να περιφέρεται, η οποία όμως δεν έχει την ψυχρότητα, θα έλεγε κανένας, της Χάριτος των Προτεσταντών. Αλλά υπάρχει μια αγαπητική σχέση, μια πηγαία, θα έλεγε κανένας, έκφραση της Χάριτος η οποία εκπέμπεται από αυτό που ο Φωτεινός λέει "Μη-εκδηλωμένο". Άρρητο; Εκεί συναντάει, θα έλεγε κανένας, την Προσωκρατική φιλοσοφία.
Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα ταξίδι μη-ταξίδι αφού ο Οδυσσέας δεν ταξίδεψε ποτέ, γιατί ταξίδευε πάντα μέσα του. Είναι ένα ταξίδι εσωτερικής καταβύθισης στις πιο βαθιές πτυχές και τους πιο απρόσιτους μυχούς του είναι, για να μπορέσει από κει να επιστρέψει ξανά πάλι στην αθωότητα, στην πρώτη αυγή, να συναντήσει το παιδί –γυμνό παιδί, χωρίς τα ενδύματα των προκαταλήψεων, χωρίς τα σύνδρομα των ιδεολογιών –καθαρά το παιδί στην πρώτη του νηπιακή, με την κυριολεκτική σημασία της λέξεως, πριν από το λόγο διάσταση. Εκεί συναντιέται ο καθαρός λόγος με το καθαρό μάτι, θα έλεγε κανείς.

Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα βιβλίο, ας το πω έτσι, ερεθιστικό, τολμηρό, βιβλίο το οποίο έχει και καθαρές λογοτεχνικές αρετές, γιατί είναι γραμμένο χωρίς εκζήτηση, είναι γραμμένο χωρίς προσπάθεια ύφους, γι’ αυτό ακριβώς και έχει ένα καταληκτικά απλό, δυναμικό γόνιμο ύφος, το οποίο μας πάει πολύ βαθιά-μας πάει στους παραμυθάδες της ανατολής, μας πάει στον απλό λόγο του λαού μας, το λόγο τον εξομολογητικό, τον άμεσο που θα έλεγε κανείς ότι θυμίζει την απλή σχέση του οικογενειακού τραπεζιού. Επαναφέρει ξανά πάλι ως ύφος, αλλά και ως κατάθεση τρόπου ζωής, τη στρόγγυλη εστία, γύρω από την οποία, ενώπιος ενωπίοις οι άνθρωποι του κύκλου του οικογενειακού κατάματα εξομολογείται ο ένας στον άλλο και καταθέτουν την εμπειρία της ημέρας και τους καρπούς του καθημερινού μόχθου-η υπέρτατη και η πιο ουσιώδης ανταλλαγή, που καταφάσκει στο επικοινωνείν.

Με λίγα λόγια, το βιβλίο του Φωτεινού είναι ένα βιβλίο τίμιο. Εγώ δεν έχω να το προσεγγίσω από άλλες οδούς, παρά μονάχα από την καθαρή του θα έλεγε κανένας λογοτεχνική και ιδεολογική πλευρά. Δεν με ενδιαφέρουν οι προθέσεις, δεν με ενδιαφέρουν οι σκοποί του βιβλίου αυτού. Όχι ότι δεν με ενδιαφέρουν. Αλλά έτσι το προσήγγισα. Ήθελα να το δω αυτονομημένο, ως πνευματικό γεγονός το οποίο προσφέρεται στην πνευματική αγορά.
Και το μόνο μήνυμα το οποίο αντλεί κανείς εδώ είναι ακριβώς αυτή η τίμια φωνή, αυτή η επικοινωνία που επιζητείται και αυτή η εμπειρία η κερδισμένη από ένα βίο αναζήτησης, ενδοσκόπησης, βαθιάς κατάδυσης μέσα στα άρρητα, για να αναδυθεί εκείνη, το μόνο ρητόν, το οποίο είναι ο αγωνιζόμενος μοναχικά να σωθεί εαυτός μας.

Ευχαριστώ πολύ.

Η υγεία του ανθρώπου και η υγεία του κόσμου
από τον Κριστιάν Ροκούλ
Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011 - Εισαγωγή

Σόφη: Λοιπόν να μην σας πω πόσο μεγάλη είναι η χαρά μας που είσαστε όλοι εδώ και που έχουμε μαζί μας τον Μισέλ Μπενζαμέν (Michel Benjamin) που πολλοί τον ξέρετε από πέρυσι και τον Κριστιάν Ροκούλ (Christian Raucoule). Θυμάστε, σας είχα πει όταν είχα πάει στις Ινδίες που είχα πάει κατευθείαν στη Γαλλία που είχαμε κάνει Καφέ Σχολειό στον πύργο του Μισέλ και ήταν εκεί ο Κριστιάν και με μέτρησε με τη μέθοδο που σας έλεγα; Και την πρώτη φορά που πήγα και ήταν ένα μέτρο και είκοσι τα κέντρα μου έξω από το σώμα μου; Τα ξαναέβαλε στη θέση τους. Έχει βρει μέχρι στιγμής άλλους δύο από αυτούς που είδε σήμερα που είχαν uτα κέντρα τους έξω από το σώμα και ήδη τα έχει τακτοποιήσει.
Τη Χρυσάνθη μας την ξέρουμε όλοι και δεν χρειάζεται να σας παρουσιάσω, την αγκαλιά του Καφέ Σχολειού όπως την λέμε. Έχει αναλάβει να μας μεταφράζει.

Χρυσάνθη: Θα με βοηθάτε άμα χρησιμοποιεί καμιά δύσκολη λέξη.

Σόφη: Αμέ... Μα έχουμε γαλλομαθείς εδώ. Θα μεταφράζει η Χρυσάνθη τον Κριστιάν στα ελληνικά και ό,τι λέμε εμείς στα ελληνικά θα τα μεταφράζει στα γαλλικά. Και μετά θα κάνει το ίδιο με τον Μισέλ. Εντάξει;

Χρυσάνθη: Με λίγα λόγια θα πω ποιοι είναι οι αγαπημένοι άνθρωποι αυτοί που ήρθαν. Είναι πραγματικά αγαπημένοι μόνο που είναι πρώτη φορά που τους βλέπουμε εδώ πέρα μαζί. Λοιπόν, ο κύριος Κριστιάν Ροκούλ είναι επιστήμονας και ερευνητής ειδικός στα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Αφού δούλεψε σαν αεροναυπηγός, επέλεξε να ασχοληθεί με τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα σε σχέση με την υγεία. Ο Κριστιάν αρχίζει να διερευνά το θέμα της υγείας ολιστικά. Μελετά και βοηθά την αυτοθεραπεία. Μελετάει επίσης την ενέργεια στη φύση και στους κλειστούς χώρους στη Γαλλία. Κοντά στο Μπορντό όπου ζει, λειτουργεί τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια ένα περιπατητικό πανεπιστήμιο όπου συγκεντρώνει τους λάτρεις του Μοντέιν, του φιλόσοφου που γεννήθηκε και έζησε σε αυτή την περιοχή. Στο Πανεπιστήμιο αυτό αναβιώνουν, περπατούν, σκέφτονται και ζουν με τον τρόπο αυτού του μεγάλου ανθρωπιστή φιλοσόφου. Το έργο του Κριστιάν αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε από το Γαλλικό κράτος με την απονομή του βραβείου Lauréat du prix de la vocation. Ελληνικά δεν ξέρω να το μεταφράσω αυτό αλλά είναι ένα μεγάλο βραβείο. Όπως ξέρετε θα είναι διαθέσιμος για έναν περιορισμένο αριθμό συνεδριών για τη διάγνωση της κατάστασης των ενεργειακών κέντρων των ενδιαφερομένων και θα πω "καλώς ήλθατε".
Τώρα θα πω για τον Μισέλ Μπενζαμέν που είναι ειδικός σε θέματα αναπνοής και ενεργοποίησης της συνείδησης του σώματος. Από πολύ μικρός ασχολήθηκε με το ανθρώπινο σώμα. Μεγαλώνοντας σπούδασε αυτό το αντικείμενο πλάι σε μεγάλους δασκάλους και οδηγήθηκε σε μια συνεργασία ζωής με την κυρία Έλσα Γκίντλερ η οποία του δίδαξε την τέχνη της αναπνοής και την Φρίντα Γκοραλέφσκι που τον μύησε στα μυστικά του ανθρώπινου σώματος και την ανάπτυξή του. Δίδαξε για 20 χρόνια τους ηθοποιούς του θεάτρου Schaubuhne στο Βερολίνο, την επιστήμη της συνείδησης του σώματος. Ήταν σύμβουλος της φιλαρμονικής ορχήστρας του Βερολίνου. Μέχρι σήμερα είναι διευθυντής του ινστιτούτου Γκοραλέφσκι που είναι κέντρο επαγγελματικής εκπαίδευσης για την συνείδηση της κίνησης και της αναπνοής, θέμα το οποίο εισηγείται και σε πολυάριθμα σεμινάρια διεθνώς. Αυτό είχαμε να πούμε. Μετά θα σας πούνε εκείνοι τα πιο ενδιαφέροντα πράματα ε;
Σας ευχαριστώ.

Κριστιάν Ροκούλ: E, λοιπόν, πρέπει κατ’ αρχήν να σας μιλήσω για τη χαρά μου. Τη μεγάλη μου χαρά να βρίσκομαι σήμερα εδώ, στο τραπέζι του Κώστα Φωτεινού και θα σας εξηγήσω γιατί στις υπόλοιπες μέρες τις εβδομάδας που θα βρίσκομαι εδώ. Εδώ στην Ελλάδα, στην Αθήνα και στο Καφέ Σχολειό της Αθήνας. Είναι ένα όνειρο που πραγματοποιείται και που το περιμένω μισόν αιώνα. Όταν ονειρευόμουν την Ελλάδα, ήταν εξ αιτίας του Μισέλ Μοντέιν (Michel Montaigne).

Έχω γεννηθεί στην πατρίδα του Μοντέιν. Και αφού ταξίδεψα όλον τον κόσμο, επέστρεψα στην πατρίδα μου για να περάσω την εποχή της σύνταξής μου. Εδώ και 25 χρόνια, που τα γιορτάσαμε τον περασμένο χρόνο, εμψυχώνω κάθε χρόνο ένα περιπατητικό πανεπιστήμιο Michel Montaigne. Τα 25 χρόνια του Μοντέιν τα εγκαινιάσαμε με ένα μνημειώδες άγαλμά του, που το εγκαταστήσαμε σε αυτόν τον μικρό τόπο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον πύργο του, Το φιλοτέχνησε ένας Ελβετός γλύπτης το 2009, μπροστά στο σπίτι του Εττιέν Ντε λα Μποεσύ, που ήταν φίλος του, στο Σαρλά και είναι φτιαγμένο από μια πέτρα που ζυγίζει 5 τόνους. Έτσι αυτά είναι 25 χρόνια προσκυνήματος στον Μοντέιν και στη σκέψη του και στη σκέψη μας. Ξεκινάμε πάλι το 2011 έναν καινούριο κύκλο, με μία εφημερίδα, με μία καινούρια περιπέτεια. Αυτή η περιπέτεια είναι ένας ευρωπαϊκός πολιτιστικός προορισμός για στον Μισέλ Μοντέιν ( "Οι δρόμοι του Σεντ Ζακ" και άλλοι ) γιατί είχε ήδη αρκετούς προορισμούς όπως "Ο δρόμος των 5 ετών".

Έτσι, από το 2002, δημιουργήσαμε έναν καινούριο ευρωπαϊκό προορισμό, αυτόν του Μισέλ Μοντέιν Όταν κοιτάζω την νούμερο 01 εφημερίδα, βρίσκω μία φράση που μου ταιριάζει, και που σίγουρα επηρέασε την επιλογή μου. "Βρισκόμαστε σε εποχή έλλειψης ομορφιάς, έλλειψης υγείας, έλλειψης σοφίας, έλλειψης αρετής. Θα ψάχνουμε, λοιπόν, τα εξωτερικά στολίδια αφού έχουμε εξασφαλίσει τα απαραίτητα, δηλαδή την ομορφιά την υγεία, τη σοφία, την αρετή."
Ο Μοντέιν, λοιπόν, με ενέπνευσε για να έρθω να σας μιλήσω για την υγεία του ανθρώπου, την υγεία του κόσμου. Δεν με ενέπνευσε μόνο εκείνος για να βάλω ανάμεσα στα σημαντικά πράγματα, το βασικό πρόβλημα της υγείας, αλλά και όλη η περιπέτεια της ζωής μου, μέσα από τα διάφορα βιώματα και επαγγέλματα, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ευκαιρίες για να πάρω αυτό το μάθημα. Παντού ξανάβρισκα σαν ουσιαστικό φαινόμενο το πρόβλημα της υγείας. Πώς, λοιπόν, συνειδητοποίησα το θέμα της υγείας ώστε να ονειρεύομαι έναν κόσμο λίγο καλύτερο από τον κόσμο της γενιάς μας; Αυτό το έμαθα από τις πολυάριθμες και ποικίλες επαγγελματικές μου εμπειρίες, μια και άλλαζα δουλειά κάθε 4-5 χρόνια.

Ξεκίνησα πολύ νωρίς με τις χήνες. Είναι πολύ ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς τις χήνες και πολύ πιο δύσκολο να τις συντηρεί από το να συντηρεί γυναίκες. Μετά άλλαξα λίγο και πέρασα στις αγελάδες. Ειδικεύτηκα στις αγελάδες της Γασκώνης , γιατί είναι αγελάδες που έχουν ειδικό χαρακτήρα και κουλτούρα, και όπως και ο Μοντέιν δεν καταλαβαίνουν καθόλου γαλλικά, αλλά μόνο τη γλώσσα των Γασκώνων. Αυτά συνέβηκαν στην παιδική μου ηλικία και από τα 14 έγινα σιδηρουργός. Ο πατέρας μου ήταν παραμυθάς-σιδηρουργός και έζησα 4 χρόνια σε αυτό το περιβάλλον μαθαίνοντας την τέχνη του, πριν εγκαταλείψω την πατρίδα. Μετά έκανα το στρατιωτικό μου, έζησα τον πόλεμο της Αλγερίας για δύο χρόνια, και στη συνέχεια το γύρισα στα ηλεκτρονικά. Έτσι έγινα ειδικός στην ανίχνευση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, γιατί με τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα εντοπίζουμε τα αεροπλάνα, τα καράβια, αλλά και στην έρημο εντόπιζα τις καμήλες, τις γαζέλες, τους ανθρώπους - αυτό μας ζητούσαν- και μόλις ανίχνευσα τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα της Χρυσάνθης. Κάνω, λοιπόν, πάντα το ίδιο πράγμα, πάντα έκανα το ίδιο πράγμα.

Μετά από την περιπέτεια στη Σαχάρα, δούλεψα στην αεροναυπηγική όπου επιδιόρθωνα τα ραντάρ, και στη συνέχεια σαν διευθυντής των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής, και εκείνη την εποχή δούλεψα εκεί προγράμματα όπως «Μιράζ», «Κονκόρντ», και στα πρώτα πρωτότυπα του «Αριάν»,που τα λανσάρισαν πέρυσι. Αυτά, λοιπόν, με απασχόλησαν αρκετά χρόνια.

Αυτό το διάστημα, η μόνη μου ανησυχία, αυτά τα 20 χρόνια, ήταν ότι ήμουν συνέχεια άρρωστος. Και η ιατρική της εποχής εκείνης δεν μπόρεσε ποτέ να βρει λύση στα προβλήματα των συνεχών ασθενειών μου. Τελείωνα με τη μία και ακολουθούσε η επόμενη. Από τότε ενδιαφέρθηκα για τον ηλεκτρομαγνητισμό, όχι μόνο για να εντοπίζω έναν λαγό, μία καμήλα, κτλ., αλλά, επίσης, για τη δράση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, δράση που επέτρεπε να ξαναβρεί κανείς την υγεία του ή να αρρωστήσει. Έπρεπε, λοιπόν, από τη μια να βγω από τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα στα οποία είχα εκτεθεί και που απειλούσαν την υγεία μου, και συγχρόνως να θέτω στη διάθεση άλλων ανθρώπων, που είχαν εκτεθεί και αυτοί στα ηλεκτρομαγνητικά κύματα, ή άλλες καταστάσεις, την προσωπική μου εμπειρία. Έτσι έγινα διευθυντής του «Κέντρου Νεότητας και Πολιτισμού»

Στη συνέχεια ασχολήθηκα με παιδιά πολύ μικρότερης ηλικίας, στην πόλη του Μπορντό, καθώς και με άνεργους, και με δασκάλους που είχαν προβλήματα με τα, ας το πούμε έτσι, δύσκολα παιδιά.

Και στη συνέχεια, επειδή υπήρχαν οικονομικά προβλήματα, έγινα σύμβουλος ανάπτυξης της οικονομίας και της περιοχής. Είναι ένα επάγγελμα που ήμασταν υποχρεωμένοι να εφεύρουμε στη Γαλλία όταν θελήσαμε να αντιμετωπίσουμε τα οικονομικά προβλήματα όχι με ένα εθνικό σχέδιο , αλλά με την καταστολή των κατοίκων σε επίπεδο τοπικό. Έτσι, μετά από όλα αυτά, έφτασα στη σύνταξη, και καθώς συναντούσα συνεχώς προβλήματα υγείας και η ιατρική και όλες οι υπηρεσίες της υγείας δεν μιλούν παρά μόνο για αρρώστιες, είπα στον εαυτό μου ότι θα έπρεπε να δημιουργηθούν τα εργαλεία για να αναπτυχθεί η υγεία και όχι για να πολεμάμε εναντίον της.

Αυτός είναι πραγματικά ένας άλλος τρόπος να βλέπουμε τον κόσμο, τη ζωή. Μόλις πήρα τη σύνταξή μου είχα την ανάγκη να γράψω για τα 50 χρόνια της ζωής μου και τις εμπειρίες μου, και έτσι έγραψα ένα μικρό βιβλίο. Ένα μικρό βιβλίο 50 σελίδων για τα 50 χρόνια έρευνας-πράξης, με τίτλο « Προς έναν νέο νέο κόσμο», και υπότιτλο «Οι αρχές και τα σημεία αναφοράς σε έναν κόσμο σύνθετο.» Αυτό το μικρό βιβλίο παρουσιάζει απλά πώς μπορούμε να φανταστούμε έναν καινούριο κόσμο, χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή κινέζικη ιατρική. Σε αυτό, επίσης, βρίσκουμε την υγεία σαν λυδία λίθο για να προχωρήσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση.

Σήμερα, έχουμε τα γεγονότα που ζούμε αυτές εδώ τις μέρες, και ιδιαίτερα από το 2009 ,χωρίς να μιλήσουμε για τις διαδηλώσεις σήμερα στην Αθήνα και γι’ αυτό που συνέβη πρόσφατα στην Τυνησία ή που ετοιμάζεται στην Αίγυπτο ή αλλού ή που ετοιμάζεται στη Γαλλία στις συνοικίες όπου έχω ήδη δουλέψει πριν από αρκετά χρόνια.

Υπάρχει εδώ ένα πρόβλημα υγείας, για τους ανθρώπους ατομικά (τους νέους στις συνοικίες, τους άνεργους νέους, τους νέους που αποτυγχάνουν στο σχολείο) και για τον κόσμο ολόκληρο (ασθένειες παγκόσμιες).

Εδώ και 15 χρόνια, λοιπόν, ασχολούμαι αποκλειστικά με τα προβλήματα υγείας, σε πρακτικό επίπεδο. Δηλαδή, με την προσωπική μου υγεία, την υγεία της οικογένειας μου, των γειτόνων μου και με τις γνώσεις των γειτόνων μου, που μπορεί να βρίσκονται στην Αθήνα, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο, παντού. Και εδώ εικονογραφούμε την εξέλιξη αυτού του καινούριου κόσμου, που ριζώνει πάρα πολύ κοντά μας αλλά που μπορεί να έχει διακλαδώσεις μέσα στο πιο λεπτό βάθος του κόσμου.

Θα επανέλθω τώρα στο θέμα της υγείας και για να βεβαιωθώ ότι ξέρετε όλα αυτά που σημαίνουν υγεία, θα σας ζητήσω να μου δώσετε τον ορισμό της υγείας που έχει δοθεί από τον Π.Ο.Υ. ( Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας). Κανείς δεν ξέρει;

Καλά, η υγεία ,σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ. ,είναι το να είναι κανείς σε καλή φυσική ,ψυχική και κοινωνική κατάσταση. Εάν είστε σε καλή φυσική και ψυχική υγεία ,αλλά είστε μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν αντέχετε ,δεν έχετε καλή υγεία .Θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε αυτές τις τρεις λέξεις με τρεις άλλες (θα βρείτε όλες τις πληροφορίες μέσα στο βιβλίο του Κώστα Φωτεινού « Το Ταό της Εκπαίδευσης»),αλλά αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι, ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για την υγεία με όρους δυαδικούς, διφυείς, καρτεσιανούς.

Δεν υπάρχει ενδιάμεσο ανάμεσα στο Α και στο Β, το τρίτο αποκλείεται (σύμφωνα με τον Αριστοτέλη). Εάν αποκλείσουμε το τρίτο, βρισκόμαστε σε ένα δυαδικό σχήμα δυο πραγμάτων, που είναι αντιμέτωπα ,που μάχονται το ένα το άλλο και σκοτώνονται μέχρι να υπάρξει ένας νικητής και ένας να εξαφανιστεί. Έτσι έγινε ο Pasteur o εθνικός μας ήρωας, επειδή σκοτώνει τα μικρόβια. Εάν μείνουμε στο δικό μας τρόπο να βλέπουμε, πρέπει να ξανασκεφτούμε τον πολύπλοκο κόσμο με όρους τριαδικούς όπου θα υπάρχουν πάντα τρία επίπεδα να αναφερόμαστε. Όταν μιλάμε για το αδρανές, για τη μη ζωντανή ύλη, μπορούμε να προχωρήσουμε με τρόπο δυαδικό (π.χ. ο χρυσός δεν είναι χρήματα) αλλά όσον αφορά τη ζωή ( είτε είναι φυτική, ζωική, ανθρώπινη ατομική ή ανθρώπινη συλλογική μέχρι το επίπεδο της ανθρωπότητας) δεν μπορούμε να την σκεφτόμαστε και να θέτουμε νόμους με τρόπο δυαδικό.

Φαίνεται ότι η ασθένεια του κόσμου αυτή τη στιγμή καταρρέει, όπως κατέρρευσε το τείχος του Βερολίνου, ο Αλή στην Τυνησία, και τώρα η σοφή μας ιατρική. Μία από τις πρώτες υποθέσεις που προτείνω παγκόσμια για την υγεία, είναι ότι ο σύγχρονος κόσμος μας που καταρρέει είναι κτισμένος πάνω σε νόμους που δεν σέβονται τη ζωή.

...ένας μουσικός που δεν μπορεί να δουλέψει παρά με σοβαρές νότες, είναι επειδή κάνει να συμβιώνουν τα αντίθετα, πράγμα που επιτρέπει να αναδυθεί κάτι. Άρα η ζωή είναι μια ανάδυση από την αδρανή ύλη και όλοι οι νόμοι της οφείλουν να σέβονται αυτήν την τριαδική διάρθρωση .Θα σας δώσω έναν από αυτούς τους νόμους, αυτόν που γράφτηκε από τον Henri Bergson που πάντα επεσήμαινε: "Δεν υπάρχει μονότονη μεταβλητή στη βιολογία."

Ας πάρουμε για παράδειγμα τη θερμοκρασία. Πάρτε για παράδειγμα τον άνθρωπο. Έχει θερμοκρασία 37 βαθμούς Κελσίου. Ξεγελαστείτε και μπείτε σε μια κατάσταση όπου η θερμοκρασία σας φτάνει στους 30 βαθμούς, εάν πέσετε λίγο ακόμη πηγαίνετε προς το θάνατο. Πάνω από τους 37, στους 40 βαθμούς ,δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλλά εάν περάσετε στους 45 ή 50 βαθμούς πεθαίνετε, επίσης. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μείνουμε σε μια μονότονη ευθεία, εξ ου και αυτός ο νόμος που ισχύει στη βιολογία σε όλα τα επίπεδα και για όλα τα συστήματα: ο νόμος του καλύτερου δυνατού του Gauss.Υπάρχει λοιπόν η εφαπτομένη στην κορυφή ,η οποία μας δείχνει το σημείο όπου τα πράγματα αντιστρέφονται. Γι’ αυτό όταν είμαστε σε μια οικονομία, είτε είναι ελληνική, γαλλική ή κινέζικη, εάν βασίζεται στη συνεχή αύξηση, δε σέβεται τους νόμους της ζωής.

Αντίθετα, εάν δεχτείτε την ιδέα μιας καμπύλης σε σχήμα καμπάνας, μπορούμε να μιλήσουμε για το τριαδικό, για διάρθρωση σε τρία επίπεδα. Βγαίνουμε λοιπόν από το δυαδικό, επειδή η εφαπτομένη δείχνει ένα σημείο το οποίο ο Αριστοτέλης έχει αποκλείσει ( το ότι μιλούσε για το ένα μισό του σχήματος αλλά ποτέ για την ολότητα .Δε μιλούσε για το σημείο που ενώνει τα δύο αντίθετα).Το γεγονός του να σέβεται κανείς αυτόν το νόμο του τριαδικού, της τριάδας, είναι υποχρεωτικό εάν θέλετε να ξαναβρείτε ένα βιώσιμο κόσμο.

Επιστρέφοντας στον ορισμό της υγείας θέλω να σας πω, ότι εμείς οι Γάλλοι έχουμε τη συνήθεια να μιλάμε για την υγεία με τρόπο δυαδικό: υπάρχει η υγεία και υπάρχει η ασθένεια. Είμαστε, λοιπόν, σε ένα σύστημα δυαδικό. Και γι’ αυτό ο Pasteur είπε: ‘’Πρέπει να σκοτώσουμε την ασθένεια’’ , αλλά από έλλειψη τύχης, σκοτώνοντας αυτό που κάνει την ασθένεια (υποθέτοντας ότι είναι αυτό) σκοτώνουμε, επίσης, όλα τα αόρατα που είναι απαραίτητα για την υγεία. Πρέπει να τροποποιήσουμε τον ορισμό μας της υγείας και τα σημεία αναφοράς μας για να μπορέσουμε να τα δουλέψουμε. Θα σας προτείνω έναν, αλλά μπορείτε κι εσείς οι ίδιοι να γράψετε, από τη στιγμή που προκύπτει από το αδιέξοδο του Αριστοτέλη. Αυτός λοιπόν ο ορισμός, ο οποίος είναι στην πραγματικότητα αυτός του δόκτορα,,Quanguillemme ,προτείνει να μην αντιπαραθέτουμε την υγεία στην ασθένεια αλλά να την τοποθετούμε ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ορισμούς που είναι ο ομαλός και ο παθολογικός .Δεν είμαστε, λοιπόν, πλέον στη λογική του Αριστοτέλη που αποκλείει το τρίτο , αλλά στη λογική του σημείου που συνδέει τις δύο πλευρές και που μας κάνει να πούμε ότι η υγεία (αυτό το διάστημα που εφάπτεται στα δύο μέρη) είναι πράγματι αυτό το σημείο ,αυτό το’’ σοφό τρίτο’’ όπως έλεγε ο Michel Serres. Oι Κινέζοι το είχαν καταλάβει αυτό εδώ και πάρα πολύ καιρό.

Λοιπόν, πρέπει να περάσουμε από την κατάσταση της παθογένειας για να είμαστε υγιείς, αλλά δεν πρέπει να μείνουμε εκεί. Αντίθετα, βεβαίως, πρέπει να πάμε προς την ομαλή κατάσταση , αλλά εάν μείνουμε μόνον εκεί γινόμαστε κάτι που δεν είναι πια ζωντανό. Εκείνη τη στιγμή αντικαθιστάτε έναν άνθρωπο με μια μηχανή, που είναι πιο σταθερή.

Έχοντας καταλάβει αυτό , συνειδητοποιείτε ότι το να εργάζεται κανείς στην υγεία δεν είναι να εργάζεται για να παράγει πρότυπα (γιατί αυτό δεν θα ήταν πια εργασία βασισμένη στη ζωή, αλλά στα ρομπότ).Έτσι ,τα παιδιά δεν θα πηγαίνουν πια στο σχολείο για να μορφώνονται, αλλά για να εκπαιδεύονται (ξαναδιαβάστε Κώστα Φωτεινό, ο οποίος πέρασε τη ζωή του να εξηγεί αυτό εδώ το φαινόμενο).

Η υγεία γίνεται μια ύψιστη αξία στην οποία οφείλουμε να είμαστε σε ισορροπία, και η οποία είναι ο χώρος όπου αναδύεται η αρμονία ανάμεσα στο ομαλό και το παθολογικό. Αυτό σημαίνει ότι οι νόμοι της ζωής δε δέχονται συστήματα όπου όλα είναι κανονισμένα και ορισμένα από πριν , αλλά αντίθετα συστήματα όπου η αρμονία προκύπτει από την αντιπαράθεση των ανταγωνιστών. Αυτή η κατάσταση είναι μία κατάσταση διακύμανσης ,όπου είμαστε πάντα πάνω σε κάτι που δονείται και όχι πάνω σε σταθερές καταστάσεις.
Η ζωή είναι δόνηση.
Είναι εκεί όπου υπάρχει δόνηση, όπου υπάρχει αρμονία ανάμεσα στα αντίθετα. Γι’ αυτό η υγεία προσδιορίζεται μέσα σε αυτό το πλαίσιο ως η αρμονία ανάμεσα στις αντίθετες επιδράσεις του εξωτερικού προς το εσωτερικό ,του χαμηλού προς το ψηλό, κ.λ.π.

Ναι αλλά, πού γίνεται αυτή η αρμονία της ζωής; Και με τι; Πού υπάρχει;
Εκ των προτέρων, αυτή που γνωρίζουμε, που ζούμε, συμβαίνει μέσα σε έναν κόσμο που μας περιβάλλει, όπου υπάρχουν τέσσερις δυνάμεις τις οποίες έχουν εντοπίσει οι επιστήμονες .Για δύο από αυτές( ηλεκτροαδύναμη και ηλεκτροδυνατή) δεν θα μιλήσουμε επειδή υπάρχουν μόνο μέσα στα άτομα( μέσα στο απειροελάχιστο) όπου δεν έχουμε εύκολα πρόσβαση. Χρησιμεύουν για να ενώνουν τα πρωτόνια και τα νετρόνια μέσα στους ατομικούς πυρήνες.

Μένουν, λοιπόν, δύο δυνάμεις, τις οποίες αισθανόμαστε πολύ περισσότερο, μία από τις οποίες είναι το βάρος και η βαρύτητα. Αυτή η δύναμη γίνεται πολύ περισσότερο αισθητή από τις δύο πρώτες, για να μην πούμε ότι επιβαρύνει τα προβλήματα της υγείας σας. Ρωτήστε τη Χρυσάνθη για την επιβάρυνση των προβλημάτων στις γάμπες της λόγω των "περιττών" κιλών Βλέπετε ότι είμαστε σε άμεση σχέση με αυτή τη δύναμη.

Η τελευταία δύναμη, η τέταρτη ,και πιθανόν η πιο σημαντική για την υγεία, είναι η ηλεκτρομαγνητική δύναμη. Και αυτό γιατί όλη η ζωή λειτουργεί αρχής γινομένης από αυτήν εδώ τη δύναμη.

Ο ορισμός μας της υγείας-δόνησης , καταλαβαίνετε καλά, έχει να κάνει με τις δονητικές ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις .Το πρόβλημα του σήμερα που τίθεται σε μας σε σχέση με την υγεία, ατομική και συλλογική, έχει πολύ να κάνει με τον ηλεκτρομαγνητισμό και την ανάπτυξη (ιδιαίτερα των 50 τελευταίων χρόνων) μέσω των τεχνικών, των καινούριων ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων. Πώς και δεν μπορέσαμε να σκεφτούμε ότι όλες αυτές οι τεχνικές θα παρεμβάλλονταν στις δικές μας ζωντανές ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις;

Και δεν πρόκειται μόνο για παρεμβολές που προκαλούνται από ηλεκτρομαγνητικά αντικείμενα (κινητό τηλέφωνο, κ.τ.λ.), αλλά για κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Όσον αφορά στη δουλειά μου, έχω αρχίσει να κατασκευάζω όργανα που χρησιμεύουν σαν ανιχνευτές αυτού που οι αισθήσεις μας δεν βλέπουν( του ηλεκτρομαγνητισμού).

Βεβαίως, έχουμε αισθήσεις που χρησιμοποιούν τον ηλεκτρομαγνητισμό, οι ζωντανοί οργανισμοί είναι φτιαγμένοι έτσι. Ας πάρουμε για παράδειγμα την όραση: βλέπετε επειδή έχετε μάτια που είναι αναλυτές των ηλεκτρομαγνητικών δονήσεων που προέρχονται από τον ήλιο μας (συχνότητες). Όσο η προσέγγισή μας θα γίνεται επιστημονική, τόσο θα χρειάζεται να μιλάμε με όρους συχνότητας, πλάτους, ύψους, έντασης, κύκλων και όχι υπό την μορφή της απλής «δόνησης».

Όταν ήμουν προιστάμενος της υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών στη Γαλλία, ήμασταν κάποιες εκατοντάδες εκείνη την εποχή, που είχαν εκτεθεί σε κύματα ραντάρ, σε υπολογιστές που εξέπεμπαν ακτινοβολία, σε doppler (εφαρμογή doppler που χρησιμοποιείται στο ραντάρ), σε όργανα που εξέπεμπαν μη φυσικά ηλεκτρομαγνητικά κύματα.

Σήμερα είμαστε όλοι επηρεασμένοι από αυτά τα κύματα. Και για να δώσω την εικόνα, πρακτικά, των τεσσάρων προσώπων που είδα σήμερα, για να κάνω την ηλεκτρομαγνητική ανίχνευση της κατάστασης της υγείας τους, είδα ότι παρουσίαζαν όλοι περισσότερο ή λιγότερο, με διαφορετικές μορφές, ηλεκτρομαγνητικές μολύνσεις.

Αλλά υπάρχει και χειρότερο και με δύο τρόπους.
Το κινητό. Οι άνθρωποι που κατασκευάζουν κινητά και πομπούς για να λειτουργούν τα κινητά μας, μας μιλούν μόνο για ένα πράγμα: για την δύναμη της εκπομπής που μπορούμε να δεχθούμε. Βέβαια, η δύναμη έχει σημασία, αλλά όταν έχουμε το δικό μας ορισμό της υγείας, όπου η δόνηση είναι στη βάση της υγείας, ξέρουμε ότι η συχνότητα η οποία είναι δόνηση, δρα κατευθείαν στην υγεία με τρόπο που δεν είναι ορατός στη σημερινή ιατρική.

Εδώ και έναν αιώνα ξέρουμε ότι με κάθε σωματίδιο ύλης, όσο μικρό κι αν είναι, συνδέεται ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα. Αυτό σημαίνει ότι όλη η χημεία που καταπίνουμε με τη μορφή της διατροφής, όλα τα προϊόντα επεξεργασίας του σιταριού, του ρυζιού, του αμπελιού κ.τ.λ. που χρησιμοποιούμε για να μην νοσούν [αυτά τα προϊόντα μέχρι να φτάσουν στην κατανάλωση], ας το πούμε έτσι, σχετίζονται με την τροφή σε επίπεδο χημικών μορίων που έχουν μια ιδιαίτερη συχνότητα.

Το ανθρώπινο ον και με πιο ευρεία έννοια όλοι οι ζώντες οργανισμοί (όλη η γη ,το μαυρόχωμα) έχει εμποτιστεί από συχνότητες που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος και οι τεχνικές του. Ο συνδυασμός αυτών των δύο φορέων (οτιδήποτε φυσικό και χημικό που καταπίνουμε) μέσα στη διατροφή , τα ποτά κ.τ.λ. με κάνουν να σκεφτώ τις μεγάλες πανδημίες που ερήμωσαν την ανθρωπότητα πριν από κάποιους αιώνες. Την πανούκλα, που μεταδίδονταν από δύο φορείς: τα ποντίκια πάνω στα οποία ζούσαν ψύλλοι και οι ίδιοι οι ψύλλοι. Ο ψύλλος περνούσε από το ποντίκι στον άνθρωπο και του μετέδιδε αφύσικες συχνότητες που τον αρρώσταιναν και τον έκαναν να πεθάνει σε μερικές μέρες. Σήμερα οι δύο φορείς που είναι η χημεία και τα αόρατα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ( εκτός από τα φωτεινά ηλεκτρομαγνητικά κύματα που μπορούμε να τα διακρίνουμε) μας ετοιμάζουν την πανδημία του 21ου αιώνα.

Η σύγχρονη, επιστημονική, ορθολογική ιατρική, την οποία θεωρήσαμε σαν μια αναπόφευκτη εξέλιξη, πάντα σε ανάπτυξη, λειτουργεί ξεκινώντας από την ύλη και με στόχο την ύλη ( ο ηλεκτρομαγνητισμός έχει ήδη χρησιμοποιηθεί, αλλά μόνο για να δημιουργήσει IRM, doppler, ακτινοσκοπήσεις άρα πράγματα που επιτρέπουν πάντα να δούμε την ύλη μέσα στο σώμα).

Αυτός ο τρόπος λειτουργίας είναι ατελής, επειδή ασχολείται μόνο με μία όψη αυτού που συνιστά το ζωντανό οργανισμό. Μέσα στο ζωντανό οργανισμό δεν υπάρχει παρά ύλη, υπάρχουν επίσης όλες οι δονήσεις. Έχετε, βέβαια, παρατηρήσει ότι όλες οι παλιές παραδοσιακές ιατρικές...

Πριν από 4000 χρόνια, αυτές οι ιατρικές δούλευαν με τις δονήσεις (κινέζικη ιατρική, αιγυπτιακή, της Νότιας Αμερικής). Ενδιαφέρθηκα γι’ αυτές, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκα για την ιατρική του τόπου μου. Δεν ξέρω αν σας αφορά αλλά είναι η ιατρική των Δρυίδων. Σε αυτήν με οδηγούσε η διατριβή μου πάνω στην εθνοϊατρική. Ενδιαφέρθηκα γι’ αυτήν επειδή είχα εκνευριστεί βλέποντας πολλούς από τους συμπατριώτες μου να τρέχουν σε όλο τον κόσμο για να βρουν λύση στα προβλήματά τους: στην Κίνα, την Ινδία ή την Αμερική. Ενώ οι Ρωμαίοι σκότωσαν τους Γαλάτες Δρυίδες πριν από 2000 χρόνια, αντίθετα εγώ θεραπεύτηκα κατά την διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας από την ιατρική των Δρυίδων. Γιατί; Επειδή το θανάσιμο αμάρτημα της σύγχρονης ιατρικής μας είναι που θέλησε να μας κάνει να πιστεύουμε ότι η ιατρική δεν μπορεί παρά να είναι επιστημονική. Γι’ αυτό κάνουμε έρευνες πάνω στις αρρώστιες εδώ και δεκαετίες και δεν βρίσκουμε λύσεις .Ενώ η ιστορία της ανθρωπότητας μας μαθαίνει ότι η ιατρική είναι κατ’ αρχήν πρακτική, τοπική, με μέσα τοπικά και κατ’ αρχήν μια ιατρική λαϊκή. Aυτή η λαϊκή ιατρική είναι ζωντανή παντού όπου μπορεί να αναδυθεί μια σοφή ιατρική .Γι’ αυτό οι Δρυίδες εξαφανίστηκαν επίσημα πριν από 2000 χρόνια στον τόπο μας αλλά η λαϊκή ιατρική που προέκυψε και η οποία δούλευε σύμφωνα με τους Δρυίδες σε κάθε οικογένεια, σε κάθε χωριό διήρκεσε μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Όσο ήμουν παιδί δεχόμουν καθημερινά, εάν χρειαζόταν ,τις φροντίδες της ιατρικής των Δρυίδων από την γιαγιά μου με το νερό, τα βότανα, τις πέτρες, τα φυτά, τα καταπλάσματα, τις βεντούζες κ.λ.π. Ψάχναμε το γιατρό μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Σκεφτείτε ότι για πενήντα χρόνια αυτή η λαϊκή ιατρική που αντιμετώπιζε το 80-85% των προβλημάτων, αντικαταστάθηκε από το σύστημα υγείας που έχουμε και που δεν μπορούμε πια να πληρώσουμε. Έχουμε χρεοκοπήσει και σας εγγυώμαι ότι εάν το γαλλικό κράτος συνεχίσει σε αυτήν την πορεία θα βρεθεί σε πολύ χειρότερη θέση από αυτήν του ελληνικού κράτους.

Αυτό που είναι ακόμη πιο σοβαρό, είναι ότι αυτή η επιστημονική ιατρική που είναι φτιαγμένη από συνθετικά μόρια, δηλητηριάζει όλο τον πληθυσμό μας και ότι αυτό έχει καμουφλαριστεί από τους ανθρώπους που είναι επιφορτισμένοι με την επίβλεψη των φαρμάκων. Μόλις αποσύραμε ένα φάρμακο( Μediator) που προκάλεσε χιλιάδες θανάτους στη Γαλλία και που ξέρουμε εδώ και τριάντα χρόνια ότι είναι επικίνδυνο και μόλις τώρα ξέσπασε το σκάνδαλο που το σταμάτησε (Νοέμβριος 2009), την επομένη βγάλαμε μια λίστα 88 φαρμάκων που πρέπει να σκεφτούμε να καταργήσουμε γρήγορα .Μια μελέτη που έγινε στις Η.Π.Α από έναν επίσημο οργανισμό μας κάνει να σκεφτούμε ότι περισσότερο από το 50% των φαρμάκων αυτή τη στιγμή στην αγορά είναι επικίνδυνα για την υγεία.

Η ιατρική μπορεί να προοδεύσει μόνο εάν έχει μία ιατρική τοπική που είναι σε επαφή με τις καινούριες αρρώστιες. Ούτε ένας γιατρός από όσο ξέρω στην περιοχή που εργάζομαι δεν κατήγγειλε τις ζημιές που παρατηρώ κάθε μέρα, από το κινητό, τον υπολογιστή, το αυτοκίνητο, την τηλεόραση, τα συστήματα ασφάλειας, τις οικιακές συσκευές και όλες τις τροφές που καταπίνουμε.

Υπάρχουν εξαιρέσεις και θα σας αναφέρω μία στη Γαλλία. Ο γιατρός Maski , συνοικιακός γιατρός στη Νίκαια ανακαλύπτει ότι η σκλήρυνση κατά πλάκας δεν είναι αυτό που έλεγαν οι επίσημοι στην ιατρική και ότι αυτός, απλός συνοικιακός γιατρός, ήταν ικανός να την θεραπεύσει με απλά φακελάκια που φοριούνται γύρω από την κοιλιά και ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που είχαν σκλήρυνση κατά πλάκας ήταν τα πρώτα θύματα των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων. Μέσα σε μερικά χρόνια (2-3 χρόνια) θεράπευσε χιλιάδες άτομα. Στη συνέχεια ο σύλλογος των γάλλων γιατρών τον διέγραψε από την επίσημη λίστα .Συνέχισε παρά την απαγόρευση να ασκεί (την ιατρική) και έκανε 40 χρόνια να αποκατασταθεί από τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας .Είναι κατά μεγάλο μέρος χάρη στο διαδίκτυο που ξέσπασε η ιστορία του Mediator και δεν μπόρεσε να καμουφλαριστεί από τους επισήμους. Το αμάρτημα των αμαρτημάτων του συστήματός μας της υγείας ήταν ότι κατέστρεψε τη λαϊκή ιατρική αντί να τη βοηθήσει και να τη χρησιμοποιήσει για την πρόοδο της επιστημονικής ιατρικής.

Η άφιξη ενός καινούριου καινούριου κόσμου, όσον αφορά στην υγεία των ανθρώπων και της κοινωνίας, θα πραγματοποιηθεί μόνο εάν δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να ξαναανακαλύψουμε, να ξαναδημιουργήσουμε ή για να φανταστούμε μια καινούρια λαϊκή ιατρική την οποία θα πρέπει να μπορείτε να εφαρμόζετε κυρίως μέσα στις οικογένειές σας, στις συνοικίες σας, σε αυτά τα βασικά επίπεδα της κοινωνίας. Είναι σε αυτά τα βασικά επίπεδα όπου μπορεί να ξαναγεννηθεί αυτή η ιατρική.

Είναι γι’ αυτό που εδώ και 15 χρόνια χρησιμοποιώ τη σύνταξή μου για να δουλέψω πάνω στα προβλήματα υγείας και για να ξαναζήσει η λαϊκή ιατρική των Δρυίδων και πράγματι σας έχω φέρει το υλικό ενός υπαίθριου νοσοκομείου (νοσοκομείο με την έννοια του ξενώνα) των Δρυίδων.

Λοιπόν ,μετά από όλη αυτή τη θεωρία πώς περνάμε στην πρακτική;
Η επίσημη σύγχρονη ιατρική, σε σας, έχει εφεύρει 6000 αρρώστιες. 6000 αρρώστιες που δεν ξέρουμε να θεραπεύουμε γιατί πρέπει να δημιουργήσουμε καινούρια φάρμακα. Και κάθε μέρα έχετε καινούριες αρρώστιες. Αυτό σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει. Όλοι οι άνθρωποι που μπόρεσα να παρατηρήσω, είναι πάντα το ίδιο πράγμα ,απλά αυτό παρουσιάζεται σε κάθε άτομο με τρόπο διαφορετικό και αυτό το ονομάζουμε καινούριες αρρώστιες. Φάρμακα, πόσα υπάρχουν στην αγορά; Και λοιπόν χρειάζονται περισσότερα κάθε φορά που παρουσιάζονται διαφορετικά άτομα. Αυτή η κούρσα των φαρμάκων και του αυξανόμενου κόστους στη συνέχεια ,δείχνει ότι δεν είναι δυνατόν να απαντήσουμε με αυτόν τον τρόπο. Η μόνη λύση είναι να αναπτυχθούν πολύ γρήγορα καινούριες συγγενείς λαϊκές ιατρικές.

Αυτό που θα δείτε, το οποίο ονομάζω το δρυϊδικό μου νοσοκομείο του 21ου αιώνα, μπορώ να σας το διαθέσω για λιγότερο από 200 ευρώ( όλο το υλικό). Αυτό σημαίνει ότι με την τιμή ενός σύγχρονου νοσοκομείου δίνουμε το υλικό για να εξοπλίσουμε όλον τον πλανήτη.

Τα φάρμακα υπολογίζονται σε χιλιάδες και κοστίζουν περιουσίες. Χρησιμοποιώντας τις δύο μας δυνάμεις για τις οποίες μόλις μιλήσαμε (τη βαρύτητα και τον ηλεκτρομαγνητισμό), πώς αυτό μεταφράζεται με όρους στοιχείων που πρέπει να διαθέτουμε; Είναι αυτό που ξέρετε όλοι και που είναι ο πίνακας του Mendeleïev. Αυτό που σημαίνει ότι αντικαθιστούμε για να αποκαταστήσουμε τις αρμονίες της υγείας. Είμαστε φτιαγμένοι από όλα αυτά τα άτομα, λοιπόν αρκεί να διαθέσουμε από αυτήν την τράπεζα των δεδομένων στο διηνεκές ( επειδή χρησιμοποιούμε το κύμα εκπομπής κάθε στοιχείου του πίνακα ,όχι τη φυσική του μορφή, πράγμα που το κάνει εν δυνάμει άφθαρτο). Με αυτά τα εργαλεία θεραπεύουμε όλες τις αρρώστιες παλιές και καινούριες στη φάση τους την προοργανική (πριν να εμφανιστούν με αυτήν τη μορφή).

Τα χαρακτηριστικά αυτού του τύπου της ιατρικής είναι:

- όχι ακριβή
- προσβάσιμη σε όλους ,χωρίς να είναι κανείς γιατρός
- αναπτυσσόμενη

Θα ήθελα να τελειώσω λέγοντάς σας και διαβεβαιώνοντάς σας, ότι τελικά είναι το μόνο μέσο ώστε ο Ιπποκράτης να μη στριφογυρίζει πια στον τάφο του. Διότι η σύγχρονη ιατρική μας, παντού στον κόσμο αναφέρεται στον όρκο του Ιπποκράτη τον οποίον εδώ και κάποιο καιρό ονομάζουμε μεταξύ μας όρκο της υποκρισίας.
Τι συνιστούσε ο Ιπποκράτης; Σίγουρα συνιστούσε να φροντίζει κανείς τον αδελφό του αλλά όχι για να κερδίσει λεφτά. Γι `αυτό στην ιατρική των Δρυίδων δεν ζητάμε ποτέ να πληρώσει κάποιος. Γι` αυτό οι Κινέζοι , οι οποίοι παρ` όλα αυτά ήξεραν τον Ιπποκράτη , είχαν κάτι που άρχιζε να παρεκκλίνει .Ήταν όμως πιστοί με την έννοια ότι πλήρωναν το γιατρό τους όσο ήταν υγιείς. Σταματούσαν να τον πληρώνουν αμέσως μόλις αρρώσταιναν.
Σε σχέση με την υγεία, υπάρχουν δύο πράγματα που δεν μπορούν να επιστρέψουν στην αγορά, όπως ξέρουμε την αγορά στην οικονομία:

-η διατροφή
-οι φροντίδες υγείας

Δεν είναι εμπορικά αντικείμενα με την έννοια της οικονομικής αγοράς. Έτσι ο Ιπποκράτης συνιστούσε έναν τριαδικό και με λογική σειρά τρόπο λειτουργίας. Αρχίζουμε τη θεραπεία με το λόγο και την ακρόαση. Ο Μontaigne έλεγε ότι ο λόγος ανήκει κατά το ήμισυ σε αυτόν που τον εκφέρει και κατά το ήμισυ σε αυτόν που τον δέχεται.
Εάν ο λόγος δε λειτουργεί, θα περάσουμε στο δεύτερο στοιχείο, που είναι το βότανο (το φάρμακο). Και εάν το βότανο αποτύχει, θα περάσουμε στο μαχαίρι ( στη χειρουργική) και ίσως στον ακρωτηριασμό του ανθρώπου, μόνο εάν αυτό του επιτρέπει να επιβιώσει. Μόνο στο τρίτο ( στάδιο) πρέπει να φτάσουμε σε αυτό. Άρα όταν ο Ιπποκράτης μιλάει για το λόγο, τι μας λέει; Ο λόγος είναι ηχητική δόνηση και επανερχόμαστε λοιπόν στο λόγο.

Η σύγχρονη και επίσημη ιατρική μας, παντού στις αναπτυγμένες μας χώρες , έχει δώσει ακριβώς αντίθετη προτεραιότητα. Πληρώνουμε ολοένα και περισσότερο ακριβά, αρχίζουμε από το βαρύ πυροβολικό με μηχανήματα και νυστέρια. Φτάνουμε να κάνουμε χειρουργική από απόσταση με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Το βότανο δεν είναι πια βότανο αλλά συνθετικά μόρια που σας δηλητηριάζουν. Και ο γιατρός δεν είναι ικανός να μου πει ούτε καλημέρα, τόσο είναι απορροφημένος στις υποθέσεις του.
Να αποκαταστήσουμε τον Ιπποκράτη σημαίνει να ξαναξεκινήσουμε από το λόγο επεκτείνοντας τον στο σύνολο των δονήσεων που μπορούμε να δεχτούμε.

Προτείνω ενός λεπτού σιγή, πριν περάσουμε στην πρακτική.

Θα σας ξαναδώ λοιπόν την Τρίτη για ένα συμπέρασμα και μια γενική επισκόπηση όλων αυτών που θα έχετε αισθανθεί κατά τη διάρκεια της προσωπικής σας συνεδρίας. Ελπίζω να μπορέσω να αναπτύξω στην Ελλάδα ή αλλού, στο καφέ σχολειό στη μνήμη του Κώστα Φωτεινού, την καινούρια ιατρική του 21ου αιώνα.

Σας ευχαριστώ

Θέση ερωτήσεων πριν περάσουμε στην πρακτική.
Ερώτηση : Η ιατρική των Δρυίδων προτείνει έναν τρόπο προστασίας από τα σύγχρονα ηλεκτρομαγνητικά απορρίμματα, δεδομένου ότι την εποχή που εμφανίστηκε τα ηλεκτρομαγνητικά απορρίμματα δεν ήταν τα ίδια;
Απάντηση : Ναι. Αλλά για να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση, θα πρέπει ο κύριος να μείνει μαζί μου για όλη τη νύχτα, και αύριο το πρωί θα έχει μια μικρή ιδέα για το σύνολο. Αλλά όμως θα σας κάνω μια επίδειξη για να σας δείξω τι έκαναν οι Δρυίδες για να καταγράψουν και να απαλλαχτούν από τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Και σε απάντηση στην ερώτηση των σύγχρονων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή (κινητό, κεραίες,…), δεν είναι αλήθεια, γιατί πάντα υπήρχαν βλαβερά φυσικά κύματα. Απλά στην εποχή μας δημιουργούνται επίσης από αντικείμενα.
Ε : Ναι αλλά, πώς μπορούμε πρακτικά να προστατευτούμε από αυτά τα κύματα; Υπάρχει ολόκληρη επιστήμη γύρω από αυτό το θέμα.
Α : Αυτό που προσπαθώ να κάνω κατανοητό είναι ότι από εκείνη την εποχή, στον πλανήτη, είχαν μια αντίληψη ότι δεν υπήρχε μόνο η ύλη αλλά ότι υπήρχε επίσης ο ηλεκτρομαγνητισμός. Και χειριζόντουσαν αυτά τα κύματα, βέβαια χωρίς τις μολύνσεις του σήμερα, αλλά ήξεραν...

Όταν η πρώτη ατομική βόμβα έπεσε στη Χιροσίμα, ξέρετε τι έκαναν οι άνθρωποι για να βοηθήσουν τους πρώτους που επέζησαν; Ποια τεχνική χρησιμοποιήθηκε; Μα το ντους προφανέστατα! Κάτω από το νερό! Τους έβαζαν κάτω από το τρεχούμενο νερό. Οι Δρυίδες επίσης θεράπευαν με νερό. Οι κρήνες και οι πηγές των Δρυίδων . Θα σας δείξω πώς χρησιμοποιούμε το νερό για να θεραπεύσουμε. Μη ξεχνάμε ότι είμαστε φτιαγμένοι κατά 70% από μόρια νερού. Από πλευράς βάρους, εάν μετρήσουμε τον αριθμό των στοιχείων μέσα στα κύτταρα, το 98% του σώματος μας είναι φτιαγμένο από μόρια νερού. Είμαστε φτιαγμένοι από νερό. Προφανώς λοιπόν οι Δρυίδες χειριζόντουσαν το νερό και σήμερα δεν ξέρουμε πια να το χρησιμοποιούμε. Σε τέτοιο σημείο, που είχαμε έναν ερευνητή στη Γαλλία, στα εργαστήρια Boiron, Jacques Benveniste, που έφερε στο φως μέσα από τις έρευνές του, τη μνήμη του νερού. Την ηλεκτρομαγνητική μνήμη του νερού. Και τον σκοτώσαμε στη συνέχεια επειδή οι έρευνές του ενοχλούσαν.

Ε : Μιλήσατε κάποια στιγμή για ένα γιατρό (Dr Maski) που είχε καταφέρει να θεραπεύσει ασθενείς που είχαν προσβληθεί από σκλήρυνση κατά πλάκας, με φακελάκια. Ποια μέθοδο ακολούθησε;
Α :Θα σας διηγηθώ μια ιστορία του Dr Maski, που χρονολογείται από τη δεκαετία του `60. Ο Dr Maski, νέος γιατρός στη Νίκαια, ανακαλύπτει ότι είναι άρρωστος ο ίδιος. Δεν ξέρει πραγματικά πώς να χαρακτηρίσει την αρρώστια του, αλλά του θυμίζει τη σκλήρυνση κατά πλάκας. Φεύγει με τη γυναίκα του για να περάσει 5 χρόνια στη Μαδαγασκάρη, να δουλέψει σα γιατρός. Μετά από 6 μήνες στη Μαδαγασκάρη, καταλαβαίνει ότι δεν είναι πια άρρωστος .Ψάχνει να καταλάβει. Επιστρέφει στη Νίκαια και 6 μήνες μετά ήταν και πάλι άρρωστος.
Ψάχνει και καταλαβαίνει δύο πράγματα: κατά πρώτον φαίνεται να είναι η παρουσία των ηλεκτρικών πεδίων που τον αρρωσταίνουν, και κατά δεύτερον ανακαλύπτει μια ιατρική διατριβή ενός συναδέλφου που δείχνει ότι τα ηλεκτρικά πεδία μπορούν να μας θανατώσουν από ηλεκτροπληξία σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, και ότι όταν δεχόμαστε ηλεκτρικά φορτία που δεν θανατώνουν με ηλεκτροπληξία και που προστίθενται στο χρόνο, δημιουργούν παθολογικά συμπτώματα ηλεκτροπληξίας.

Η μέθοδος του συνίστατο κατ` αρχήν στο να ντύσει τα άτομα με έναν ιδιαίτερο τρόπο, να μη χρησιμοποιούν πια συνθετικές ίνες, να προσέχουν τα παπούτσια με μονωτικό υλικό που εμποδίζουν τον ηλεκτρισμό να φύγει από το σώμα, και το υπόλοιπο της μεθόδου δεν είναι παρά συμπληρώματα για καθαρισμό από τη μόλυνση (από το ντους μέχρι το πλύσιμο ποδιών, χεριών, κτλ.)

Σας προτείνω να περάσουμε στην πρακτική, έτσι σας δείχνω το υλικό και σε τι συνίσταται το να κάνεις μια εξέταση ενός ανθρώπινου σώματος με ηλεκτρομαγνητικό τρόπο και τι χρησιμοποιούμε για να μπορέσουμε να το θεραπεύσουμε, και όλα αυτά σε 10 λεπτά.

Το διηνεκές στην τρίτη χιλιετία
Swami Veda Bharati
Πνευματικός Δάσκαλος της Παράδοσης των Ιμαλαΐων
Από το βιβλίο του: Night Birds
Προφήτη, Μάντη, Σοφέ,

Πώς θα είναι τα επόμενα χίλια χρόνια;

Φύτεψα στ’ αλήθεια θάμνους με αγκάθια.
Δεν θα με ευλογήσεις με κρίνους καθώς περιπλανιέμαι σε αυτό το μονοπάτι του χρόνου;

Έκανα τους απογόνους μου άρπαγες,
Δεν θα προσευχηθείς γι΄ αυτούς να είναι σοφοί
Ώστε να ανθίσουν, να ευδοκιμήσουν και να γλυκάνουν τις πικρές θάλασσες;

Θα τα καταφέρουν ή όχι;
Πώς θα είναι τα επόμενα χίλια χρόνια των γενεών μου;

Προφήτη, δεν θα προφητέψεις;

Ο προφήτης μέσα από την θεία βροντή βρυχάται,
Ο Σοφός μέσα στην ψυχή μας ψιθυρίζει:

Τα επόμενα χίλια χρόνια θα είναι αυτό που έχεις διαλέξει σήμερα να τα κάνεις.

Ξερίζωσε τους θάμνους με τα αγκάθια τώρα. Φύτεψε κρίνους στη θέση τους και τα μονοπάτια του χρόνου των γενεών σου θα στρωθούν με απαλά μυρωδάτα πέταλα, κάθε πέταλο ένα κατόρθωμα από τον δικό σου κάματο των εσωτερικών εξαγνισμών.

Γλυκάνετε το νου σας και τα νερά της γης θα παραμείνουν γλυκά και θα γλυκάνουν ακόμα πιο πολύ με το πέρασμα του χρόνου.

Τα φυτά και τα δέντρα θα ανθίσουν, θα δώσουν σκιά, θα προσφέρουν καρπούς, θα κρατούν γερά το χώμα για να προφυλάξουν το έδαφος από τη διάβρωση και τις ασυγκράτητες πλημμύρες. Τα άφθονα βότανα θα παραμείνουν γεμάτα δύναμη για να προσφέρουν θεραπείες για τις αρρώστιες.

Το στήθος της γης θα βυζαίνεται και δεν θα σκάβεται βίαια, ούτε η Γαία θα πουληθεί σαν σκλάβα για δυο πεντάρες.
Τα ρυάκια και τα νερά θα ρέουν δροσερά και διαυγή, χαρίζοντας ζωή σε όλους αυτούς που τα χείλη τους ρουφούν απαλά. Οι βροχές θα δροσίζουν και θα καταπραΰνουν και δεν θα καίνε το δέρμα ούτε τα ρούχα.

Το μπλε μεταξωτό μαντήλι της γης θα κυματίζει ακηλίδωτο και θα ξεδιπλώνει την ασύλληπτη δύναμη που μόνο η αγάπη της Μητέρας μπορεί να προσφέρει.

Η τροφή θα προέρχεται από φρέσκα τρόφιμα, θα συγκεντρώνεται χωρίς πόνο και βία, χωρίς να στάζει αίμα, χωρίς να ρουφάει τη ζωή αυτών που καλλιεργούν την γη, και αυτή η τροφή θα τρέφει σύμφωνα με την εποχή, πρώτα το νου σου και στη συνέχεια το φυσικό σου σώμα.

Τα αδελφά βασίλεια των τετράποδων, των φτερωτών, αυτών που σέρνονται με την κοιλιά και αυτών που κολυμπούν και έχουν λέπια, δεν θα κρατιούνται αιχμάλωτα ούτε κανένας από το βασίλειό μας θα χύνει το αίμα τους είτε από λαιμαργία είτε από διαστρεβλωμένη παρόρμηση για διασκέδαση. Με το ανθρώπινο είδος να έχει ξεχάσει την μυρωδιά του φόβου, όλα τα ζωντανά θα περιπλανώνται συμφιλιωμένα με την ανθρωπότητα, με το εγκάρδιο δικαίωμα ύπαρξης στους χώρους αμοιβαία συμφωνημένο.

Οι σχέσεις θα τραφούν έτσι ώστε να ξεπληρώσει ο καθένας όλα του τα χρέη, να διδαχτεί από αυτούς που ανήκουν σε διαφορετική ηλικία, γένος, οικογένεια, και όχι για να αποκτήσει εξουσία στην οποία οι άλλοι θα υποκύπτουν τρέμοντας στον παραλογισμό της.

Ο ίδιος ο νόμος της αγάπης θα ισχυροποιηθεί και δεν θα χρειάζεται εξωτερική ενίσχυση.

Η αρετή θα είναι ο ίδιος της ο συνήγορος και δεν θα χρειάζεται κάποιον να την υπερασπιστεί.

Ζητήματα πολιτεύματος θα δώσουν ευκαιρίες για να δοκιμαστούν οι τάσεις του ανθρώπου για ομοφωνία και όχι για ανταγωνισμό. Ο οποιοσδήποτε ανταγωνισμός θα υπάρχει για να δοκιμάζεται το βάθος της αρετής του ανθρώπου.

Η ανθρωπότητα θα επιδοθεί σε εξορμήσεις αδιάκοπων κατακτήσεων των εσωτερικών της κακοηθών δυνάμεων οδηγώντας βαθιά τις συγκεντρωμένες σε ένα σημείο λόγχες της σιωπής.

Όλα τα σύνορα που διαιρούν τη γη θα έχουν καταρρεύσει σαν το τείχος του Βερολίνου. Όλα τα καθεστώτα θα έχουν πέσει. Μόνο οι πολιτισμοί θα διοικούν και θα μοιράζόνται ό,τι είναι εμπνευσμένο, αποδίδοντας τιμές ο ένας στον άλλο.

Τα πάντα στην πολιτεία, η οικονομία, το εμπόριο, η κοινότητα και η κοινωνική τάξη θα καθιερώνονται για να οδηγούν σε δεσμούς τρυφερότητας μέσα στην οικογενειακή μονάδα. Όλα όσα μπορούν να προκαλέσουν διαίρεση μέσα της θα αποφεύγονται επιμελώς με δικαιοσύνη και αγάπη.

Τα παιδιά θα τιμούνται για την αγνότητά τους για να μην κόβονται τα φτερά τους όταν πετούν στον ουρανό. Ούτε οι διασκεδάσεις θα κηλιδώνουν τους λευκούς μανδύες τους που είναι φτιαγμένοι από αγνό φως. Η βασική εκπαίδευση θα υπάρχει για να τα βοηθάει να καλλιεργήσουν μια προσωπική φιλοσοφία ζωής. Και η μέση εκπαίδευση για να χαίρονται τη χαρά της ζωής σύμφωνα με αυτή τη φιλοσοφία. Η ανώτατη εκπαίδευση θα αφορά στην πραγμάτωση του πνευματικού εαυτού.

Η εκπαίδευση θα έχει σχεδιαστεί ώστε να ελευθερώνει τις ψυχές από τα δεσμά της ταύτισης με την ύλη. Δεν θα είναι ούτε το προνόμιο των λίγων για ενδυνάμωση των ακόμα λιγότερων ούτε για να υποδουλώνει τους πολλούς σε αγγαρείες χωρίς νόημα απλά και μόνο για να εξασφαλίζει ψωμί στους πεινασμένους. Γυναίκες, φιλόσοφοι, σοφοί, αυτοί θα διδάσκουν με τη βοήθεια εκπαιδευτών που οδηγούνται από την αγάπη σε μια διαισθητική εισχώρηση στην καρδιά του νου των αγαπημένων τους παιδιών.

Επειδή οι τέχνες του αρχαίου νου θα αναβιώσουν όλες μαζί, η γνώση όλων των επιστημών θα κερδηθεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς να βαραίνει το νου με ασήκωτο βάρος αλλά κερδίζοντας πρόσβαση στα κρυμμένα δώματα από τον πιο σύντομο δρόμο.

Αυτοί που εντρυφούν στα μυστήρια της πραγματικότητας της φύσης και ανακαλύπτουν άγνωστες μέχρι τώρα αλήθειες, θα τις συνδέσουν και αυτές με μια αποκάλυψη των μυστηρίων της πραγματικότητας του πνεύματος έτσι ώστε η ψυχή να δώσει ζωή στα σώματα της επιστήμης.

Καμιά ομάδα δεν θα αποκλειστεί από το θρησκευτικό τελετουργικό, εορτασμό, θείο μυστήριο μιας άλλης ομάδας ούτε κανείς θα επικρίνει ούτε θα πιέζεται να υιοθετεί οτιδήποτε που για κάποιον είναι απόξενο ενώ για κάποιον άλλον είναι θρησκευτική εκπλήρωση. Όλοι θα υποκλίνονται για να τιμήσουν την ξένη σκέψη, λόγο, πράξη και άνθρωπο.

Όλες οι θρησκείες θα μοιράζονται το χώρο στον ίδιο ναό – συναγωγή – καθεδρικό ναό – τέμενος, θα συναθροίζονται όλοι ο ένας δίπλα στον άλλο καθένας λατρεύοντας σύμφωνα με τις δικές του γραφές, την αποκάλυψή του. Έτσι, ο καθένας θα τιμά με ευλάβεια τον ιερωμένο και αυτόν που γιορτάζει, το μοναχό και τον πιστό της άλλης θρησκείας. Όλοι θα υμνούν τη δόξα των αγίων όλων των αιώνων, όλων των εκλεκτών λαών, κάνοντας αφιερωματικές προσφορές σιωπής ή ψαλμών αποδεχόμενοι τον Θεό Χωρίς-όνομα και με όλα τα ονόματά Της.

Βάρδοι και ποιητές και όχι αναλυτές θα διαφυλάξουν το έπος και το τραγούδι που θα τραγουδήσουν και θα απαγγείλουν από μνήμης με τις γιορταστικές φωτιές να καίνε όλες τις νύχτες σε όλα τα χωριά και τις κοινότητες και τα περίχωρα, και καμία γλώσσα δεν θα θεωρηθεί λιγότερη από οποιαδήποτε άλλη.

Όλη η ανθρωπότητα θα αφιερωθεί ακούραστα για να συγκεντρώσει, να διατηρήσει το πέρασμα των κειμένων όλης της σοφίας και της ιερότητας σαν κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας. Το κάθε άτομο θα εκτιμά αυτά τα αποθέματα γνώσης σαν πλούτο που πρέπει να συγκεντρωθεί και σαν πολύτιμους λίθους που πρέπει να φυλαχτούν σαν θησαυρός.

Η αναψυχή και η διασκέδαση θα εμπλουτίζει την ομορφιά της ψυχής και δεν θα είναι οχλαγωγία που παράγεται και τροφοδοτεί τις σφοδρές επιθυμίες του μυαλού για ακατονόμαστες, στιγμιαίες, φευγαλέες, ικανοποιήσεις δια των αισθήσεων. Το εμπόριο που χρησιμοποιεί τα ανθρώπινα σώματα θα έχει σταματήσει επειδή όλοι θα λατρεύουν την ψυχή που κατοικεί σε αυτή την μορφή. Έτσι θα καταργηθεί το εμπόριο στον αθλητισμό, γιατί η άθληση θα είναι ένας εμπλουτισμός της ανθρώπινης αξίας.

Γνωρίζοντας ότι η θεραπεία του σώματος βρίσκεται στο σώμα και η υγεία ολόκληρου του ανθρώπου βρίσκεται στο νου, οι κακοήθειες των κακόβουλων συναισθημάτων, πρώτα θα προλαμβάνονται και μετά θα εξαλείφονται αν εξακολουθούν να εμφανίζονται. Οι χυμοί του σώματος που θα είναι σε υγεία θα τροφοδοτούνται από το χυμό ολόκληρου του βοτανιού και της ρίζας. Θα είναι εμπλουτισμένοι με αρμονική διατροφή και δεν θα αδυνατίζουν από έλλειψη εγκράτειας.

Το φως στα ορυκτά, η αμβροσία στο αγκάθι, το αγριόχορτο και το γαϊδουράγκαθο, και το νέκταρ στο δηλητήριο θα αποστάζεται από το αίμα για να δίνει λάδι στην φλόγα της ζωής για να προσθέτει υγρή λάμψη σε κάθε ρευστή σταγόνα που διασχίζει την φλέβα κι αυτό να γίνεται μέσα στην κατάλληλη εποχή σύμφωνα με την φάση της σελήνης, με προσευχή που ψάχνει την άδεια να πάρει το λιγότερο και όχι να λεηλατεί μέχρι εξαφάνισης. Ποτάμια ενέργειας οδηγημένα από τα κύματα που γεννιούνται στις βαθιές αποθήκες του νου και του εγκέφαλου θα ξανανοίξουν κανάλια για να μεταδίδουν σε κάθε κύτταρο και όργανο την λάμψη της υγείας και την ευλογία της μακροζωίας.

Η ομιλία θα είναι μαλακιά και δεν θα κουβαλά σιγουριά που τρέφεται από το εγώ, δεν θα είναι απειλητική ούτε δυνατότερη ούτε πιο στομφώδης από όσο είναι απολύτως απαραίτητο για καλοπροαίρετη αποτελεσματικότητα.

Οι τέχνες θα πληρούν τον πόθο της ψυχής για ομορφιά, τα αγαθά θα παράγονται για να τροφοδοτούν ανάγκες και ποτέ για να συσσωρεύονται με απληστία. Ούτε η ιδιοκτησία θα είναι το μέτρο για την αξία του ανθρώπου. Το μέτρο θα είναι η μεγάλη του καρδιά που είναι δοσμένη να μοιράζεται από φιλευσπλαχνία και αγάπη. Η θέση του δεν θα είναι επίδειξη δύναμης αλλά ένας τρόπος για να ικανοποιήσει την έμφυτη ορμή να υπηρετεί με ταπεινότητα αγάπης.

Τα επαγγέλματα και η οικονομία θα επιδιώκουν να προσθέτουν στη γη τον πράσινο μανδύα, να βοηθούν όλους να γευθούν τις ευκαιρίες για δημιουργία γεμάτη ομορφιά που θα προορίζεται να δίνει άνεση σε όσους σχετικά στερούνται. Κανένα έμβρυο δεν θα υποφέρει από έλλειψη μικρό – διατροφής, ούτε ένας γέροντας δεν θα κουλουριαστεί νηστικός να κοιμηθεί μόνος, αφρόντιστος. Δεν θα υπάρχει απώλεια πλεονάσματος, συνεπώς ούτε έλλειψη του αναγκαίου.

Τις σημερινές πόλεις θα τις θυμόμαστε σαν καρκίνους που θεραπεύτηκαν με όλα τα κύτταρα αποκαταστημένα με τη ζωτικότητα αναπληρωμένη. Οι άνθρωποι θα κάνουν τις κατοικίες τους λιγότερο εμφανείς, εν μέρει κάτω από την γη, και πάνω από αυτές θα ανθίζουν πράσινοι κήποι όπου οι υπάρξεις από όλα τα βασίλεια της γης θα περιπλανώνται ελεύθερα, θα κατασκηνώνουν στις σκιές των δέντρων, θα πίνουν άφθονα από τα ρυάκια τα οποία θα έχουν αποκατασταθεί με αναζωογονητική φρεσκάδα.

Αυτήν την περασμένη χιλιετία θα την θυμόμαστε σαν σκοτεινά χρόνια στερημένα από φως, σαν το πιο καταστροφικό σύμπλεγμα αιώνων, που η ενθύμησή του δεν προκαλεί απόλαυση αλλά ανατριχίλα. Τα έθνη που μάχονται μέσα στο κρανίο κάθε ανθρώπου θα έχουν υπογράψει μια συνθήκη μόνιμης εσωτερικής ειρήνης και έτσι το φάντασμα του πολέμου, της πείνας, της αγιάτρευτης αρρώστιας, των άστεγων θα πάψει να εμφανίζεται στις μεγάλες μάζες. Ο πόνος τους τώρα θα καταπραϋνθεί με την επικράτηση της αγάπης, το πρωταρχικό προσόν των μεγάλων δασκάλων και όχι των προικισμένων σοφών οδηγών της πολιτείας.

Η επιστήμη και η ψυχή θα έχουν ενωθεί για να ευνοούν τα ανθρώπινα συναισθήματα. Όλα θα γίνονται μέσα από πάρα πολύ εκλεπτυσμένα ηλεκτρονικά συστήματα και θα διαδίδονται με τη χρήση ακίνδυνων ακτίνων. Καμία ανθρώπινη προσπάθεια δεν θα είναι αιτία να χύνεται έστω και ένα μόριο θανατηφόρου δηλητήριου στον αέρα που θα διατηρείται ιερός.

Οι άντρες και οι γυναίκες θα λατρεύουν τις ωραίες ψυχές ο ένας του άλλου που φόρτισαν μαγνητικά τις μορφές τους. Μέσα σε λατρεία θα μάθουν να ενώνονται ο ένας με τον άλλον και όχι μέσα στην οδύνη της λαγνείας που δεν προσέχει την θεότητα της οποίας ο ναός είναι ο σύντροφος που αγκαλιάζει. Από μια τέτοια ένωση, που είναι θείο Μυστήριο αφιερωμένο στην θεότητα, οι μελλοντικές γενιές θα μεγαλώνουν αποδίδοντας σεβασμό στους πόρους της γης.

Οι διαφωνούντες και οι αμφισβητίες θα μάθουν την τέχνη της σύγκλισης των διαφορετικών όψεων της αλήθειας μαθαίνοντας ο καθένας να μπαίνει στη θέση του αντίπαλου και θα ασπάζεται την άποψή του εις βάρος της δικής του.

Ό,τι θα θεωρούμε αντίθετο μέχρι τότε θα αποκαλυφθεί σαν συμπληρωματικό για να γευόμαστε τον πλούτο του, ώστε ο νους να μην εξαναγκάζεται να διαλέγει ανάμεσα στην μέρα του και την νύχτα του, αλλά, να αξιολογεί εξίσου τα φώτα της ημέρας και τις σιωπές της νύχτας, ακόμα και να μεταφέρει φως στην νύχτα και να εμφανίζει σιωπή στην ημέρα, για την πληρότητα της ζωής.

Είτε ο άνθρωπος βάζει πλώρη για περιπέτειες στο διάστημα ή παραμένει σταθερά ριζωμένος στην γη, το ταξίδι του μέσα του είναι η πρωταρχική του περιπέτεια. Εδώ, σε αυτό το βάθος του εσωτερικού του ουρανού, θα θεάται κανείς τα θαύματα των μικρόκοσμων και των μακρόκοσμων σε αμέτρητες ποικιλίες.
Οι οντότητες δεν θα ζουν σύμφωνα με την έννοια του χρόνου που έχουμε σήμερα ούτε με την έννοια του περιοριστικού χώρου, αλλά σύμφωνα με το συνεχώς διαστελλόμενο διηνεκές.

Κάθε άτομο θα θεωρεί πολύτιμο και θα διαφυλάσσει οτιδήποτε οδηγεί σε αρμονία, ευγενική σκέψη, όμορφο λόγο, ταπεινό αίτημα, πραγμάτωση του εσωτερικού πνευματικού εαυτού.

Το ανθρώπινο βασίλειο δεν θα έχει καμία απαίτηση για κατοχή του πλανήτη.
Μόνο σαν παρακαταθήκη θα τον κρατήσουμε,
Γιατί, ο πολιτισμός θα κυριαρχείται
Από την αγάπη και από την σοφία της γυναίκας,
Από την κατανόηση του φιλόσοφου,
Από το όραμα του σοφού και του αγίου.

Και θα είναι έτσι, γιατί ο νους των ανθρώπων θα έχει οδηγηθεί σε συλλογισμό, αυτοπαρατήρηση, γνώση και οι διαλογισμοί θα έχουν αντικαταστήσει όλες τις αρνητικές φαντασιώσεις που κηλιδώνουν το ρυάκι της καθαρής λογικής, της αγνής διαίσθησης, της χάριτος της αποκάλυψης.

Έτσι θα είναι από δω και μπρος. Έτσι θα είναι την χρονιά 3001, αν έτσι διαλέξετε να την κάνετε.

Η χάρις και η ευλογία της Άπειρης Θεότητας, και όλα τα παιδιά του Νου Της, οι άγιοι όλων των αιώνων και των λαών, θα οδηγούν, θα τρέφουν, θα τροφοδοτούν την χιλιετία, αν εσύ το θελήσεις έτσι, με εγκατάλειψη στο Διηνεκές.

Τα πέταλα των κρίνων των διαλογισμών σας θα σχηματίσουν τα μονοπάτια του χρόνου σας και όλων των επερχόμενων γενεών, όμορφα και μυρωμένα.

Τέτοια θα είναι η επόμενη χιλιετία.

Αν απλά έτσι το θελήσεις.

Έτσι στ΄ αλήθεια θα γίνουν τα πράγματα.

Ωμοφαγική διατροφή
Φλώρα Παπαδοπούλου
Σεφ ωμοφαγίας
Η Ωμοφαγία είναι η διατροφή του Μέλλοντος!

Είναι η επανασύνδεσή μας με τον "ομφάλιο λώρο" της μητέρας Φύσης.

Είναι ο φυσικός τρόπος θρέψης.

Είναι υγεία, είναι αγάπη, είναι φροντίδα, για τον εαυτό μας και τον πλανήτη Γη.

Τι είναι "Ωμοφαγία";

"Ωμοφαγία"" είναι να τρώμε την τροφή μας όπως μας την έδωσε η φύση δηλαδή άψητη! Αυτό δεν σημαίνει διατροφική μονοτονία, όχι μόνον γιατί υπάρχει απίστευτη ποικιλία τροφών στη Φύση αλλά διότι χάρη στους προγενέστερους από εμάς ωμοφάγους έχουμε στα χέρια μας μια ολόκληρη τέχνη παρασκευής πολύ χορταστικών και δελεαστικών πιάτων γκουρμέ (που αναπτύσσεται συνεχώς) που στηρίζει την Ωμοφαγία και την κάνει ελκυστική στο ευρύ κοινό.

Αν δεν υπήρχαν τα φρούτα, τα λαχανικά και οι καρποί δεν θα υπήρχε ζωή στον πλανήτη ούτε ζώα ούτε άνθρωποι!

Ποια είναι τα ωμά και "ζωντανά" φαγητά.

Τα ωμά και "ζωντανά" φαγητά είναι τα φρούτα, τα λαχανικά, οι ξηροί καρποί, τα όσπρια, τα δημητριακά, τα φύτρα. Μαζί με αυτά ακολουθούν τα μυρωδικά, τα βότανα, η χαρουπόσκονη, το ανεπεξέργαστο μέλι, τα σιρόπια που παίρνουμε από τα δένδρα (του σφενδάμου κ.α.) το ακατέργαστο αλάτι (σε καλλιέργειας χωρίς συντηρητικά.κ.α.καλλιέργειας χωρίς συντηρητικά.κ.α.

Γιατί λέγονται "ζωντανές" τροφές

"Ζωντανές" λέγονται διότι έχουν βιοενέργεια και όλα τους τα συστατικά π.χ. τα φρέσκα λαχανικά και τα φρούτα. Οι δε σπόροι μπορούν να φυτρώσουν, να παράγουν ζωή π.χ. σχεδόν όλοι οι ξηροί καρποί όταν μουσκέψουν μερικές ώρες βγάζουν φύτρο μπορούν να δημιουργήσουν ένα καινούργιο φυτό με αποτέλεσμα να μεγιστοποιείται η θρεπτική τους αξία. Το ίδιο συμβαίνει με τα όσπρια, θα θυμάστε ίσως που στο σχολείο φυτρώναμε φακές.

Ενώ όλα τα παραπάνω, μαγειρεμένα, μόνο να σαπίσουν μπορούν και όχι να μας δώσουν όλα τα θρεπτικά τους συστατικά, προσφέροντάς μας ενέργεια και υγεία!

Ποια η διαφορά των ωμών τροφών από τις μαγειρεμένες;

Η τροφή όταν μαγειρεύεται σε θερμοκρασίες πάνω από 118F βαθμούς χάνει τα ένζυμά της αυτά που έχει προβλέψει η Φύση για να μπορεί η κάθε τροφή να μεταβολίζεται και να επιστρέφει στη γη από όπου και προήλθε. Χάνει το 50% της πρωτεΐνης, τα μέταλλα, τις βιταμίνες και γενικά τα θρεπτικά της συστατικά με αποτέλεσμα να τρώμε ποσότητες για να πάρουμε ότι έχει απομείνει από θρεπτικά συστατικά μετά το μαγείρεμα. Αυτή είναι και η βασική αιτία της παχυσαρκίας.

Αντίθετα δεν υπάρχει ωμοφάγος στον κόσμο που να μην έχει το φυσιολογικό του βάρος.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η έλλειψη των ενζύμων στα φαγητά ευθύνονται για το φούσκωμα, το βάρος και την υπνηλία που νοιώθουμε μετά από ένα (υποτιθέμενο) πλήρες γεύμα.

Ο οργανισμός χρειάζεται όλη του την ενέργεια για να μεταβολίσει τροφές που δεν περιέχουν ένζυμα. Ενώ αντίθετα οι ωμοφάγοι δεν έχουν τέτοια συμπτώματα. Μετά από ένα πλήρες γεύμα είναι ελαφρείς και γεμάτοι ενέργεια!

Όλοι οι Ωμοφάγοι ανά τον κόσμο αναφέρουν τα ίδια θετικά αποτελέσματα, όπως:

      - χάσιμο περιττού βάρους,
      - απαλλαγή από τη λαιμαργία,
      - διαμόρφωση θετικής στάσης ζωής και ανάπτυξη κεφιού,
      - απαλλαγή από καταθλιπτικά συναισθήματα,
      - απαλλαγή από πονοκεφάλους,
      - απαλλαγή από προβλήματα πριν και κατά την έμμηνο ρύση,
      - εξαφάνιση της κυτταρίτιδας,
      - πύκνωση του τριχωτού της κεφαλής,
      - εξαφάνιση των λευκών τριχών στα μαλλιά,
      - απαλλαγή από αλλεργίες,
      - απαλλαγή από μυκητιάσεις,
      - απαλλαγή από αρθρίτιδες,
      - απαλλαγή από φοβίες,
      - απαλλαγή από εθισμούς (τσιγάρο, αλκοόλ, καφέ, κ.λ.π.)
      - απαλλαγή από χρόνια κόπωση,
      - απαλλαγή από στομαχικές διαταραχές,
      - απαλλαγή από την ακμή και διάφορα δερματικά προβλήματα,
      - απαλλαγή από κακοσμία του στόματος και του σώματος,

και πάρα πολλά άλλα ο κατάλογος είναι τόσο μακρύς όσο και οι ωμοφάγοι που ο καθένας αναφέρει το πρόβλημα που είχε και απαλλάχθηκε!

Επίσης είναι πάρα πολλοί εκείνοι που αναφέρουν και πιστοποιούν ότι αυτοθεραπεύθηκαν από σοβαρές ασθένειες όπως ο καρκίνος. Η σοβαρότητα του θέματος δεν μας επιτρέπει να πάρουμε “θέση” ως μη ειδικοί, όμως, οι μαρτυρίες τους αξίζει να εξετασθούν σοβαρά σε κάθε περίπτωση.

Στις παρακάτω διαδικτυακές “σελίδες” υπάρχουν αρκετές πληροφορίες από τις οποίες κάποιες ίσως μπορεί να σώζουν ζωές και αυτές είναι μερικές μόνον από τις πάμπολλες που υπάρχουν στο διαδίκτυο:

http://www.drday.com
http://www.rawandjuicy.com/shirley.html
http://www.rawandjuicy.com/shelly.html

Το εύλογο ερώτημα που αναδύεται εδώ είναι γιατί όλες αυτές οι περιπτώσεις μένουν στην αφάνεια, γιατί δεν είναι στα δελτία ειδήσεων όλου του κόσμου;

Γιατί; Ποιος η ποιοι ωφελούνται από την απόκρυψη της αληθείας;

Πώς γίνεται ένας τρόπος να οδηγεί σε όλες της περιπτώσεις στην υγεία; η Ωμοφαγία θεραπεύει;

όχι, δεν θεραπεύει η Ωμοφαγία.

Η Ωμοφαγία δίνει στον οργανισμό το κατάλληλο έδαφος ώστε να μπορεί να αυτοθεραπευτεί!

Η αυτοθεραπεία είναι λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, η σοφία της Φύσης!


Πνευματικά δικαιώματα 2010-2011 ΦΛΩΡΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Να κρίνουμε ή να μην κρίνουμε; Ιδού η απορία.
Κ. Φωτεινός: H μη-βίαιη επανάσταση στην παιδεία
Το Καφέ Σχολειό της γειτονιάς.
Να γράψω ένα βιβλίο που θα αποτελούσε κριτική της παιδείας σήμερα, μου ζήτησε ο υπεύθυνος του εκδοτικού οίκου, όταν ήρθε να με δει. Απάντησα ότι δεν μου αρέσει η κριτική κι αυτοί που κρίνουν. Επειδή γνώριζα τι είδους άνθρωπος είναι, κατάλαβα τη σημασία του μηνύματός του, αλλά ήθελα απλούστατα να σημειώσω τη δικιά μου θέση. Όχι... δεν αγαπώ την κριτική. Αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να έχω προτιμήσεις και γνώμες. Δεν αγαπώ το σχολειό, όπως είναι σήμερα.. Δεν αγαπώ την παιδεία, όπως ασκείται στα σχολειά μας. Δεν αγαπώ τη μεταχείριση που κάνει στα παιδιά και τους νέους μας. Η εκπαιδευτική και η σχολική εξουσία ασκείται με τιμωρίες και ανταμοιβές. Η απαγόρευση είναι το κύριο εργαλείο της. Έχω δικαίωμα να εκφράσω τη διαφωνία και τη δυσαρέσκειά μου αλλά, αυτό που εκφράζω συνοδεύεται από το ρήμα "μου αρέσει", "δεν μου αρέσει", που προηγείται από κάθε διατύπωση. Είναι σαφές πως ό,τι ακολουθεί αυτό το ρήμα είναι μια υποκειμενική και προσωπική γνώμη, που έχει τη σχετική αξία των δικών της ορίων. Ενώ η κριτική θεωρείται μια αντικειμενική διατύπωση που βασίζεται σε μια συστηματική παρατήρηση και μια έρευνα συγκριτική με επιχειρήματα. Ονομάζει τον εαυτό της αντικειμενικό και προσφέρεται σαν σχεδόν απόλυτη αξία. Είναι μια απόφαση, ένα συμπέρασμα και συχνά, μια καταδίκη. Δεν μου αρέσει η κριτική ούτε αυτοί που κρίνουν. Η γνώμη μου αντίθετα, που πάντα την εκφράζω με το ρήμα "μου αρέσει", δηλώνει σαφώς μια γνώμη εντελώς προσωπική, ένα μήνυμα "εγώ" με τη σημασία της Ροτζεριανής ψυχολογίας. Βασίζεται στις υποκειμενικές μου γνωστικές δομές, στην Ιδιωτική μου Λογική και στο Στυλ Ζωής μου. Συνεπώς πρόκειται για μια γνώμη με προκατάληψη, εξαιτίας των βιωμάτων και των εμπειριών μου. Δεν έχει καμιά αντικειμενική αξία.. Το δικαίωμα να εκφράζω τη δυσαρέσκειά μου είναι στοιχειώδες δικαίωμα κάθε ανθρώπου. Αλλά, Θεέ μου, πόσο πρέπει να προσέχουμε αυτά που εκφράζουμε. Όλοι χωρίς εξαίρεση αποδίδουμε στις δικές μας πεποιθήσεις μια σχεδόν απόλυτη αξία.

Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν το να εκφράζουμε - με μια κάποια επιμονή όπως το κάνουμε συνήθως - τη γνώμη μας έχει κάποιο πραγματικό αποτέλεσμα. Γιατί το κάνουμε; Απλώς συχνά μας εκτονώνει συναισθηματικά και μας κάνει καλό, φτάνει να μην κάνει κακό στους άλλους. Η μόνη συνέπεια που μπορεί να έχει είναι να ευχαριστήσει και να ικανοποιήσει το μικρό μου εγώ. Τι δυστυχία!

Άλλες φορές, αντίθετα, νομίζω ότι όταν εκφράζουμε τις γνώμες και τις πεποιθήσεις μας αναλαμβάνουμε μια ηθική ευθύνη. Οι συγκινήσεις και τα συναισθήματά μας αποκαλύπτουν τον εσωτερικό μας εαυτό και μας κάνουν διαφανείς στους άλλους. Πρόκειται για ψυχολογική εντιμότητα. Αλλά, Θεέ μου, πόσο είναι ανάγκη να μάθουμε να διατυπώνουμε σωστά τις απόψεις μας.

Δεν επιθυμώ να κρίνω την παιδεία μας, εδώ στον τόπο μας. Ποιος είμαι εγώ που θα την κρίνω; Από που μου δόθηκε το δικαίωμα να κρίνω; Δεν μου αρέσουν οι κάτοχοι της αλήθειας. Έχουν κάνει πολύ κακό στο ανθρώπινο είδος. Η κριτική είναι η πιο στείρα διατύπωση που γέννησε ποτέ η ρητορική. Αυτοί που κρίνουν, και έχω συναντήσει πολλούς στη ζωή μου, είναι άνθρωποι που συχνά υποφέρουν από ανικανότητα. Φοβούνται να περάσουν στην ελεύθερη και υπεύθυνη πράξη. Υποφέρουν από απαγόρευση της πράξης. Μια από τις ψυχολογικές αντιδράσεις της ανικανότητας, είναι η κριτική. Αλλά πιστεύω ακόμα λιγότερο στις διορθωτικές επεμβάσεις και στις απαγορεύσεις. Οι αρχές που απαγορεύουν, είναι ανίκανες να βρουν λύσεις στα σημαντικά προβλήματα. Η πιο εύκολη λύση λοιπόν, είναι η απαγόρευση. Αν θυμηθούμε όλες τις φορές που έχουμε τιμωρήσει τα παιδιά μας στο σπίτι και τους μαθητές μας στο σχολειό, θα δούμε ότι επρόκειτο για κάποια στιγμή που τα γεγονότα μας ξεπερνούσαν. Δεν ξέραμε πια τι να κάνουμε. Η φράση που χαρακτηρίζει αυτή την κατάσταση μας έρχεται αυθόρμητα στο νου και λέει: Είμαι απελπισμένος. Δεν ξέρω πια τι να κάνω, τα δοκίμασα όλα". Τι άλλη απόδειξη χρειαζόμαστε για την ανικανότητά μας να βρούμε μια θετική και δημιουργική λύση;

"Να κρίνω ή να μην κρίνω". Είναι η ερώτηση του δικού μας Άμλετ που είναι εκπαιδευτικός. Τον βλέπω τον εκπαιδευτικό Άμλετ στην τάξη του με τους μαθητές του - μου θυμίζει τον σκεπτόμενο του Ροντέν - να βάζει στον εαυτό του την ερώτηση: "Να κρίνω ή να μην κρίνω, να τιμωρώ ή να μην τιμωρώ, να ανταμείβω ή να μην ανταμείβω". Είναι χαμένος. Τι να κάνει τότε; Να αφήσει τη ζωή να συνεχίζεται και να ζει όλο και πιο πολύ τη δυσαρέσκεια που του δημιουργεί; Κι όλα αυτά απλά και μόνο για να μην απαγορεύσει, να μην τιμωρήσει, να μην ανταμείψει, να μην ζητήσει αλλαγές; Βεβαίως η απάντηση μας είναι "όχι". Χρειάζεται να αντιδράσει. Αλλά πως;

Δείτε πως εξαιτίας της επιχειρηματολογίας μας κλειστήκαμε σε ένα ψευδοδίλλημα. Αυτό το δίλημμα είναι ένα σόφισμα. Μια παγίδα της τυπικής λογικής που προχωράει με αντιθέσεις. Ο καημένος ο Άμλετ μας καλείται να διαλέξει ανάμεσα σε δυο αντίθετα: να συνεχίσει να ζει μια ζωή που δεν τον ικανοποιεί απλά και μόνο για να μην απαγορεύσει, να μην τιμωρήσει ή να μην επιβάλει διορθωτικά μέτρα, ώστε να αλλάξει την κατάσταση, ενώ ξέρει πως αυτά τα μέτρα δεν θα είναι αποτελεσματικά και δεν θα φέρουν καμιά ή σχεδόν καμιά αλλαγή. Αυτό το σόφισμα μας κλείνει ανάμεσα σε δυο επιλογές κι ό,τι κι αν διαλέξουμε είμαστε χαμένοι. Ο Άμλετ μας είναι απελπισμένος και τον καταλαβαίνουμε. Έχει πιαστεί στην παγίδα της τυπικής λογικής που είναι γραμμική και αιτιοκρατική.

Σε μια συστημική αντίληψη δεν υπάρχουν δυαδικές αποκλειστικές σχέσεις, γραμμικές και αιτιοκρατικές ανάμεσα σε δυο μεταβλητές. Όλες οι μεταβλητές που συνθέτουν το σύστημα επεμβαίνουν και συμμετέχουν ενεργητικά στη δημιουργία ενός προβλήματος, όπως και στη δημιουργία της λύσης του. Μάλιστα δεν υπάρχει μόνο μια λύση, αλλά προσφέρονται πολύ περισσότερες. Η τυπική λογική που έχει ισχύ στο επίπεδο απλών συστημάτων δεν ισχύει σε πιο σύνθετα επίπεδα. Πρέπει να αλλάξουμε τρόπο. Το σόφισμα μας κλείνει ανάμεσα σε δυο επιλογές, αποκλείοντας κάθε άλλη συστημική εναλλακτική λύση που θα μπορούσε να έχει σαν αποτέλεσμα λύσεις διαρκείας. Όμως δέχομαι ότι είναι πολύ δύσκολο να υπερβούμε την τυπική λογική χωρίς προετοιμασία. Μας έχει συνοδεύσει και μας έχει στηρίξει στη μάχη για την επιβίωσή μας στη διάρκεια όλης μας της ιστορίας, πρώτα με τον Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη που την κωδικοποίησε κι ύστερα με τον Γάλλο φιλόσοφο Descartes που την διέδωσε στη Δύση. Το σχολειό κι ολόκληρη η παιδεία μας είναι κλεισμένα, φυλακισμένα, είναι αιχμάλωτα αυτού του ψευδοδιλλήματος. Οι ωραίοι μας δάσκαλοι είναι απελπισμένοι Άμλετ, γιατί νιώθουν υποχρεωμένοι να τιμωρήσουν ή να ανταμείψουν με την ελπίδα να αλλάξουν τις συνθήκες της εκπαιδευτικής ζωής που δεν είναι ικανοποιητικές. Κάποιες φορές οι επεμβάσεις αυτού του είδους προκαλούν βραχυπρόθεσμα μια μείωση των προβληματικών εκδηλώσεων. Πάντως, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα όλα ξαναγίνονται όπως πριν κι ακόμα χειρότερα, όπως η κίνηση της παλίρροιας που αποσύρεται, αλλά ξαναγυρίζει με περισσότερη δύναμη και αποφασιστικότητα. Το ζευγάρι: τιμωρία - ανταμοιβή, του αγαπητού μας Skinner δημιουργεί ένα σύστημα αρνητικής ανάδρομης κίνησης. Τι να κάνουμε λοιπόν; Αφού για να αναπτυχθούμε έχουμε ανάγκη από μια θετική ανάδρομη κίνηση, πρέπει μάλλον να χτίζουμε αντί να γκρεμίζουμε.

Ποιος είναι ο ελεύθερος άνθρωπος;
Από το βιβλίο του Κώστα Φωτεινού
«Μη βίαιη επανάσταση στην παιδεία»
Θυμάστε το ωραίο τραγούδι του Jean Ferra που λέει: "Όταν σε παίρνω στην αγκαλιά μου, είναι πάντα η πρώτη φορά"; Μου άρεσε πάρα πολύ, αλλά όχι από ρομαντισμό. Αν και ήμουν ένας νέος ερωτευμένος - με τα όντα, με τα πράματα, με τα γεγονότα, αισθανόμουν ότι υπήρχε κάτι άλλο στο βάθος αυτού του τραγουδιού. Το κατάλαβα πολύ αργότερα, όταν αναζητούσα έναν απλό ορισμό της ελευθερίας. Σαν γέροντας σήμερα, επίσης, είμαι πάντα ερωτευμένος. Είμαι ερωτευμένος με το βιβλιαράκι μου, με τον εγγονό μου, με σας σαν αναγνώστες. Συχνά, όταν οι άνθρωποι μου δηλώνουν την αγάπη τους, επειδή τους νιώθω να είναι σε αμηχανία, απαντώ ότι είναι πολύ φυσικό, γιατί μόνο από αγάπη μπορούμε να επικοινωνήσουμε, μπορούμε να ζήσουμε την ενότητα και την ταυτότητα με κάτι έξω από τον εαυτό μας. Η μάθηση είναι υπόθεση αγάπης. Όταν, λοιπόν, αναζητούσα έναν απλό ορισμό για την ελευθερία, άρχισα να σιγοτραγουδώ το τραγούδι του Ferra, χωρίς να το αντιληφθώ κι ο ορισμός με την ωραία του έκφραση βρισκόταν μπροστά μου. Ω! πόσο όλα είναι απλά, όταν αφήνουμε τον εαυτό μας να πηγαίνει με το "ρεύμα".

Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που κάνει τα πάντα σαν να ήταν η πρώτη φορά. Παίρνει χίλιες φορές τον ερωτά του στην αγκαλιά του κι είναι πάντα η πρώτη φορά. Κάθε πρωί ξυπνάει, ανοίγει τα μάτια, σαν να ήταν η πρώτη φορά. Ψιθυρίζει τη λέξη "καλημέρα" και μένει έκθαμβος από αυτά που βλέπει γύρω του. Νιώθει βαθιά έκπληξη ακόμα κι όταν τα όντα και τα πράγματα είναι ακριβώς τα ίδια από τη μια μέρα στην άλλη. "Καλημέρα παππούκα", μου επαναλαμβάνει κάθε πρωί ο διαβολάκος μου και κάθε πρωί νιώθω έκθαμβος από την ομορφιά του και τη βλέπω για πρώτη φορά. Η γλύκα του γιατρεύει όλα τα κακά του κόσμου. Μαζί του καμία μέρα δεν μοιάζει με την προηγούμενη.

Για έναν ελεύθερο άνθρωπο όλα είναι καινούρια. Αρχίζει κάθε φορά με έντονη επιθυμία να γνωρίσει τη ζωή συνδυασμένη με την ντροπαλοσύνη και την αμηχανία της πρώτης φοράς. Τίποτα δεν είναι κερδισμένο από πριν, όλα πρέπει να τα ξανακατακτήσουμε. Όμως, σε αυτή την κατάκτηση δεν υπάρχει ούτε άγχος ούτε ανασφάλεια. Όλα γίνονται απλά και φυσικά, γιατί όλα γίνονται από τις δυνάμεις της φύσης. Όταν αφεθούμε στο ρεύμα, ταξιδεύουμε μαζί του, χωρίς να κάνουμε καμία προσπάθεια. Όταν κολυμπούμε ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στις δυνάμεις της φύσης, όλα είναι δύσκολα, κουραστικά και μας φέρνουν κατάθλιψη.

Και τι να κάνουμε, για να ανανεώνουμε συνέχεια τις εμπειρίες της ζωής μας; Τι να κάνουμε για να κατακτήσουμε την ελευθερία μας; Όταν επαναλαμβάνω ότι είναι το πιο εύκολο πράγμα, οι άνθρωποι νομίζουν ότι υπερβάλλω. Είμαι αισιόδοξος, το ξέρω, αλλά είμαι, επίσης, ρεαλιστής. Ο προσωκρατικός φιλόσοφος Ηράκλειτος, είπε πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια ότι δεν μπορούμε να περάσουμε το ίδιο ποτάμι δυο φορές, γιατί το ίδιο το ποτάμι ανανεώνεται, κι οι δυνάμεις της φύσης δρουν σε αυτό κι εξασφαλίζουν την εξέλιξή του, μέσα από διαδοχικές αλλαγές. Όλο το σύμπαν εξελίσσεται κι ανανεώνεται συνεχώς. Ο κόσμος γύρω μας, επίσης, ανανεώνεται. Η ζωή μας κι εμείς οι ίδιοι βρισκόμαστε σε συνεχή διαδικασία εξέλιξης. Όμως, αν τίποτε δεν μένει αναλλοίωτο, γιατί πιστεύουμε ότι τίποτα δεν αλλάζει;

Το ίδιο το σύμπαν ζει σε συνθήκες ελευθερίας. Αυτοσχεδιάζει κάθε στιγμή, για να δημιουργήσει το μέλλον του. Ανανεώνεται και δεν επαναλαμβάνει ποτέ, τίποτα. Η επανάληψη είναι μια ανθρώπινη πνευματική δομή. Το χέρι του ανθρώπου μπορεί να κατασκευάσει δυο ολόιδια αντικείμενα. Το σύμπαν δεν ξέρει την αντιγραφή. Στην κβαντική φυσική τα στοιχειώδη σωματίδια συντίθενται σαν όντα εντελώς ελεύθερα. Καμιά ανθρώπινη λογική δεν διέπει το γίγνεσθαί τους. Τίποτα δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε τίποτε. Η αβεβαιότητα βασιλεύει παντού, κι όμως όλα δομούνται κι εξελίσσονται με μια υπέρτατη σοφία. Οι πρώτοι φυσικοί αυτού του νέου τομέα - θα μιλήσουμε γι' αυτούς αργότερα - ένιωθαν απελπισμένοι. Δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν και να παρατηρήσουν το φυσικό γίγνεσθαι. Δεν καταλάβαιναν τίποτα, γιατί τίποτα δεν μπορούσε να το επεξεργαστεί η λογική της επιστήμης τους. Το σύμπαν είναι ένα ελεύθερο ον. Κατά συνέπεια, ο κόσμος μας επίσης είναι ελεύθερος. Τα μωρά γεννιούνται ελεύθερα. Ερχόμαστε στον κόσμο ελεύθεροι. Γιατί τότε γινόμαστε σκλάβοι; Τα μωρά γεννιούνται ελεύθερα, γιατί οι μετωπιαίοι λοβοί τους είναι παρθένοι. Το υπόλοιπο του νευρικού συστήματος είναι προγραμματισμένο: οι απαραίτητοι αυτοματισμοί για την επιβίωσή μας που συνθέτουν το έμφυτο. Το επίκτητο μπορεί να μας κάνει σκλάβους, όταν προγραμματιστεί πάνω στο μοντέλο του παρελθόντος. Η παιδεία είναι πάντα η μεγάλη υπεύθυνη. Πότε θα απελευθερωθεί από το παρελθόν; Πότε θα ξεχάσει τα γνωστά;

Η φυσική ανασφάλεια που προηγήθηκε από τη δική μας ψυχολογική ανασφάλεια κράτησε πολύ κι έχει διαποτίσει την ασυνείδητη παγκόσμια μνήμη που κατοικεί μέσα μας. Η στέρηση κι ο αγώνας για την επιβίωση του είδους μας, μαζί με την τριπλή εκκίνηση από την Ανατολική Αφρική, για να κατοικήσουμε τον κόσμο, ελπίζοντας να βρούμε καλύτερες συνθήκες περιβάλλοντος - μας ανάγκασαν οι απότομες αλλαγές του κλίματος της χλωρίδας και της πανίδας - έχουν εγγραφεί στα κύτταρα μας. Θαυμάζω τη σοφία της φύσης που δημιούργησε περισσότερους τύπους του ανθρώπινου είδους, για να προστατέψει την επιβίωσή του και είχε δίκιο.

Ο homo erectus που έφυγε από την Αφρική πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια και κατοίκησε την Ευρώπη επί μερικές εκατοντάδες χιλιετίες, εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ, δεύτερο ανθρώπινο είδος που άφησε την Αφρική και κατοίκησε την Ευρώπη, τη Μέση και την Άπω Ανατολή, έγινε η κυρίαρχη φιγούρα επί 200 χιλιάδες χρόνια. Κι εκείνος όμως εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη.

Ένα τρίτο είδος, ο Αυστραλοπίθηκος είχε δύο κλάδους, το δυνατό που χάθηκε στην Αφρική και τον αδύνατο που επέζησε και συνέχισε τη γραμμή του σχεδόν απευθείας ως εμάς, βγήκε από την Αφρική και κατοίκησε σε όλες τις γωνιές της γης εδώ και 40 χιλιάδες χρόνια. Η ανθρωπολογία πιστεύει ότι άλλα ανθρώπινα είδη, που η επιστήμη δεν τα έχει ακόμα ανακαλύψει, υπήρξαν και χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη του πολιτισμού τους.

Είναι θαύμα να διαπιστώνουμε ότι αυτή η ίδια στρατηγική της φύσης - να δημιουργεί, δηλαδή, περισσότερους διαφοροποιημένους τύπους - έχει επίσης υιοθετηθεί από τα στοιχειώδη σωματίδια στο κβαντικό πεδίο, πάντα με σκοπό να εξασφαλίσει την επιβίωση μέσα στις καλύτερες συνθήκες. Η περιπέτεια της επιβίωσης του είδους μας σε ένα περιβάλλον γεμάτο κινδύνους έχει καταγραφεί στα κύτταρά μας, στο ασυνείδητο μας κι εκδηλώνεται σαν βαθύτατος φόβος. Η ανάπτυξη της λειτουργικής συνείδησης, μπορεί να ελέγξει αυτές τις ξαφνικές αναδύσεις του από το ασυνείδητο τη στιγμή που εμφανίζεται οποιοσδήποτε πραγματικός ή φανταστικός κίνδυνος. Αν αφεθούμε, γινόμαστε Κένταυροι που ζουν με το φόβο της στέρησης και την ψυχολογική ανασφάλεια, η οποία μετατρέπεται εύκολα σε επιθυμία για επιβολή. Τότε μπορούμε να επιτρέψουμε να παραβούμε τους νόμους της ηθικής και του μέτρου. Κι αυτός είναι ο κόσμος μας σήμερα. Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ένας Λαπίθης με ειρηνικό πρόσωπο και βλέμμα διαπεραστικό που δεν εντυπωσιάζεται ούτε από τα κέρδη ούτε από τις απώλειες. Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που κυβερνά το ασυνείδητο και το υποσυνείδητο του. Αλλιώς, παρασυρόμαστε και υποτασσόμαστε σε οποιαδήποτε εξουσία, αρκεί να μας εξασφαλίσει την επιβίωσή μας, διώχνοντας τον κίνδυνο - όλες οι δικτατορίες επαναλαμβάνουν αυτό το ρεφρέν.

Οι διάφοροι πραγματικοί φυσικοί κίνδυνοι συχνά συνοδεύονται από ψυχολογικούς κινδύνους - κινδύνους προσδοκίας του κακού - που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι φανταστικοί. Ο φανταστικός φόβος είναι ένας φοβερός εχθρός, γιατί δεν έχουμε τρόπο να τον αντιμετωπίσουμε απευθείας. Σε όλο το πρώτο μέρος της ιστορίας μας, η ψυχολογική αβεβαιότητα ρήμαξε την ύπαρξή μας. Οι ανθρώπινες σχέσεις ήταν, σχεδόν αποκλειστικά, αυταρχικές σχέσεις. Οι εξουσίες έδιωχναν πάντα την ανασφάλεια των ανθρώπων με τον έλεγχο που ασκούσαν πάνω στους σκλάβους τους και οι σκλάβοι με τη σειρά τους έδιωχναν την ανασφάλεια των αρχών με την υποταγή σε μια δύναμη που τους προστάτευε. Είναι ολοφάνερο ότι η δύναμη που προστάτευε ήταν φανταστική - αποδιδόταν στις αρχές από τους φόβους μας - όπως άλλωστε οποιοδήποτε φαινόμενο ψυχολογικής ανασφάλειας είναι φανταστικό. Μια πιο βαθιά ανάλυση αποκαλύπτει εύκολα πόσο γελοίο είναι αυτό το φαινόμενο. Οι άρχοντες νιώθουν ασφάλεια με την παρουσία των σκλάβων τους, ενώ οι σκλάβοι με τη σειρά τους νιώθουν ασφάλεια με την παρουσία των αφεντικών τους. Οι μεν ζουν και πίνουν το αίμα των άλλων. Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο και τίποτε άλλο. Πρόκειται για μια σχέση αρνητικής συμπληρωματικότητας. Όλο αυτό το φαινόμενο είναι μια διανοητική δομή, κάτι φανταστικό, μια ψευδαίσθηση που τη θεωρούμε αντικειμενική πραγματικότητα. Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που βγαίνει από αυτό το φαύλο κύκλο. Δέχεται το φανταστικό του φόβο και ρίχνεται στην ωραία περιπέτεια της ζωής και της επιβίωσης. Η λειτουργική του συνείδηση έχει αποκαλύψει το φαινόμενο κι αρνείται να ζήσει είτε σαν άρχοντας, είτε σαν σκλάβος. Έχετε διαβάσει το χιουμοριστικό βιβλιαράκι του Ionι Freidman που έχει τίτλο "Πως να ζούμε μεταξύ μας, χωρίς να είμαστε ούτε αφέντες ούτε σκλάβοι"; Έχουμε ζήσει πολύ καιρό με ένα σόφισμα που μας πρόσφερε δύο μόνο επιλογές. Να είμαστε αφέντες ή να είμαστε σκλάβοι. Την τρίτη επιλογή, να είμαστε ελεύθεροι, την απέκλειε αυτός ο συλλογισμός. Τι τρέλα!

Όταν ο άνθρωπος δεν αναπτύσσει μια λειτουργική συνείδηση του εγώ, γίνεται ένας ενήλικας σκλάβος, μολονότι γεννήθηκε ελεύθερος. Η μεγάλη ευθύνη της παιδείας, της παιδαγωγικής και του σχολειού, είναι να αναπτύξει αυτή τη λειτουργική συνείδηση.

Η λειτουργική συνείδηση είναι το "Ο" που αντιπροσωπεύει τη λέξη οργανισμός και που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο S που σημαίνει ερεθισμός και το R που σημαίνει αντίδραση και συνθέτει τον ανθρωπιστικό τύπο "SΟR". Ο ερεθισμός, συνεπώς, δεν προκαλεί σχεδόν μηχανιστικά μια αντίδραση προετοιμασμένη και επιθυμητή από τον ίδιο. Το μοντέλο SR ισχύει πάντα για την άσκηση των ζώων στο τσίρκο, εφόσον αυτά τα ταλαίπωρα ζωντανά δεν έχουν ακόμα αναπτύξει τη συνείδηση του εγώ και συνεπώς δεν μπορούν να αποφασίσουν για τις συμπεριφορές τους και το γίγνεσθαί τους, παρεμβάλλοντας ένα Ο ανάμεσα στο S και στο R. Η μεγάλη ευθύνη της παιδείας είναι να δημιουργήσει το νέο ανθρώπινο είδος που τόσο το περιμένουμε: "τον ελεύθερο άνθρωπο". Είναι καιρός να πάψουμε να αναπαράγουμε αξιοθρήνητα αντίγραφα σκλάβων του παρελθόντος με τους ακόμα πιο αξιοθρήνητους αφέντες τους. Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που έχει απελευθερωθεί από το παρελθόν, εκείνος που έχει ξεχάσει τα γνωστά. Είναι εκείνος που μπορεί να αλλάξει και να ζήσει κάθε μέρα το τραγούδι του Jean Ferra: "Όταν σε παίρνω στην αγκαλιά μου, είναι πάντα η πρώτη φορά" και τότε όλα είναι πολύ απλά.

Συχνά στις διαλέξεις μου, όταν μιλώ για ελευθερία, οι άνθρωποι με ρωτούν πως να αξιολογήσουν το βαθμό της δικιάς τους ελευθερίας και τους προτείνω πάντα το "Test Ferra". "Πηγαίνετε σπίτι σας και μόλις φτάσετε πάρετε το σύντροφο σας αγκαλιά. Μείνετε λίγα λεπτά σε αυτή τη στάση κι αναρωτηθείτε ειλικρινά: "Νιώθω σαν να είναι η πρώτη φορά;" Παρακολουθήστε καλά τον εαυτό σας. Στη συνέχεια πηγαίνετε να διαβάσετε την εφημερίδα σας ή να ακούσετε τις ειδήσεις στην τηλεόραση; Ή δίνετε χρόνο στον εαυτό σας, για να κοιτάξετε το σύντροφο σας και να ανακαλύψετε ξανά τη χάρη των κινήσεων του, τη γλύκα του προσώπου του και του χαμόγελού του; Δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε πάνω σε αυτό το θέμα.

Τελειώνω το κεφάλαιο για την ελευθερία, θυμίζοντας τα λόγια του Jean Paul Sartre από το βιβλίο του "Οι δρόμοι της ελευθερίας". Ξέροντας με σιγουριά ότι είμαστε το αποτέλεσμα του παρελθόντος μας, θέτει το ερώτημα: "Τι με έχουν κάνει;" Αλλά, σίγουρος ότι μπορούμε να κερδίσουμε την αυτονομία μας με μια γνώση όσο το δυνατόν πιο λεπτομερειακή αυτού του παρελθόντος κι αυτού που έχω γίνει, θέτει ένα δεύτερο ερώτημα πολύ πιο σημαντικό από το πρώτο. "Κι εγώ τι έχω κάνει με αυτό που οι άλλοι με έχουν κάνει;" Αυτό που είμαι σήμερα, καλό ή όχι καλό, είναι απόλυτα δική μου ευθύνη. Ο δάσκαλός μου ο Rudolf Dreikurs, έλεγε "Δεν έχει σημασία αυτό που έχω ή αυτό που είμαι, αλλά αυτό που κάνω με αυτά".

Συνεπώς, θα ήταν δυνατό να ελπίζουμε ότι θα ξανακερδίσουμε τη χαμένη μας ελευθερία, ακόμα κι έπειτα από μια πολύ μακρόχρονη σκλαβιά.

Συνεπώς, μπορούμε να ελπίζουμε.

Συνέντευξη του Μανώλη Μπριλλάκη, ΕΡΤ 1, 11/6/1999
Συνέντευξη του Μανώλη Μπριλλάκη στην Έλντα Πανοπούλου
για την εκπομπή «6 με την Έλντα»
ΕΡΤ 1, 11/6/1999.
Έλντα Πανοπούλου: Θέλω να δώσω την ευκαιρία στον Κύριο Μπριλλάκη να μας μιλήσει. Πείτε μας, σε σχέση με αυτό που εσείς ζήσατε, γιατί σας διέκοψα πριν και ήταν αγένεια μου γιατί είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον, στα τρία λεπτά που μας απομένουν αν σας φτάνει ο χρόνος να μας περιγράψετε τη δική σας εμπειρία με την αρρώστια σας που μου είπατε πως είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε πως η αγάπη και η μητρική βιοενέργεια θεραπεύει.

Μανώλης Μπριλλάκης: Είναι γεγονός ότι στη ζωή μας μπορεί να μας συμβούν ορισμένα πράγματα που να γίνουν αιτία να αλλάξει η ζωή μας τελείως. Κάτι τέτοιο μου συνέβη κι εμένα ακριβώς πριν από 15 χρόνια. Τότε που εγώ τουλάχιστον θεωρούσα τον εαυτό μου έναν υγιέστατο οργανισμό.

Κάποια στιγμή ανακαλύπτω ότι έχω έναν καρκίνο, κακόηθες μελάνωμα. Οι γιατροί συνάδελφοι μου δεν μου έδιναν παραπάνω από δύο μήνες ζωή. Όπως βλέπετε εγώ ζω ακόμα. Μετά από 11 χρόνια έκανα πάλι έναν καρκίνο. Πριν από ένα χρόνο ακριβώς ένα τρίτο, κακόηθες μελάνωμα και τώρα που σας μιλάω έχω δύο ακόμη μεταστάσεις. Κι όμως δεν αισθάνομαι ασθενής.

Το καλύτερο φάρμακο θα έλεγα για οποιαδήποτε πάθηση είναι να μην νιώθει κανείς άρρωστος. Άρρωστος, ασθενής είναι αυτός που δεν έχει σθένος. Νομίζω ότι το σθένος μου είναι ακόμα ακμαιότατο όπως λένε οι γιατροί.
Άνθρωποι πολλοί με βοήθησαν. Ένας που θέλω να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως είναι ο καθηγητής ο Κώστας Φωτεινός, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ όπου με βοήθησε να δω πέρα από τα μάτια μου. Να δω και να καταλάβω αυτά που η στεγνή λογική δεν μας αφήνει να δούμε.

Όλο το πρόβλημα βρίσκεται μέσα μας και πρέπει να μάθουμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Κι ερχόμαστε στο γνώθι σ΄ αυτόν. Κι όταν μάθουμε να αγαπούμε τον εαυτό μας όχι τον εαυτούλη μας. Κι όταν μάθω να μου αρέσω και να με αγαπώ τότε αγγίζω και ξεπερνώ τα προβλήματα. Η ασθένεια, ο καρκίνος είναι μια ασθένεια.... Κάθε πρόβλημα επιδέχεται μία λύση. Διαφορετικά δεν θα λεγόταν πρόβλημα.

Η επιστήμη μου έλεγε πως ήταν ανάγκη, ήταν απαραίτητο, με πίεζαν να κάνω χημειοθεραπείες. Δεν έκανα ακόμα καμία άλλη φαρμακευτική αγωγή, εκτός από την εγχείρηση. Προσπαθώ τις ικανότητες, τις δυνάμεις που έχω μέσα μου να τις ενεργοποιήσω, έτσι ώστε να μπορέσω να αποκαταστήσω εγώ τη διαταραχή, την ανισορροπία.

Πήγα στο παρελθόν στα γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας. Από το ΄85 γνώριζα τα αίτια, πως αν συμβούν παρόμοια αίτια, υπήρχε η προδιάθεση μέσα μου να θέλω να πεθάνω. Από άποψη καθαρά ψυχοσωματική, ένα έντονο γεγονός μπορεί να δημιουργήσει καρκίνο σε 2 μήνες ή σε 2 χρόνια. Κι αυτό είναι αλήθεια.

Από εκεί και πέρα εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο. Να γιατί διαφωνώ με όσους γιατρούς θέλουν να κρύψουν την αλήθεια από τους ασθενείς τους. Ο πρώτος που πρέπει να γνωρίζει τι έχει είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Αν δεν γνωρίζει ο ίδιος ο ασθενής τι έχει, πως θα αντιδράσει; Ο κόσμος το΄ χει τούμπανο κι εγώ κρυφό καμάρι; Είναι λάθος. Γιατί εγώ μπορεί να θέλω να ζήσω, εγώ μπορώ να θέλω να πεθάνω. Κι όταν σας είπα κάποια άλλη φορά, αυτή η μεγάλη ενέργεια είναι η αγάπη. Η αγάπη είναι μια ενέργεια δεν είναι απλώς μία αγκαλιά. Είναι μια θετική ενέργεια που μπορούμε να την δίνουμε, να την χαρίζουμε, όπως στην αρχή μιλήσαμε για το χαμόγελο δεν κοστίζει τίποτα.

Η ενέργεια δεν πουλιέται ούτε αγοράζεται. Η ενέργεια χαρίζεται γιατί είναι τα σα εκ των σων. Την ίδια ενέργεια που έχει ο συνάνθρωπός μου, την ίδια έχω κι εγώ. Η διαφορά είναι ότι κάποιος έχει το χάρισμα, έχει παραπάνω και μπορεί να εκπαιδεύεται να την διοχετεύει σε έναν άλλο.

[ Πολλοί μαζί ζητούν να του κάνουν ερωτήσεις. Η Έλντα τους σταματά λέγοντας ότι δυστυχώς δεν υπάρχει χρόνος και θα κανονίσει να συναντηθούν και μία ακόμα φορά ]

Έλντα Πανοπούλου: Σας ευχαριστώ από καρδιάς, είσαστε όλοι υπέροχοι άνθρωποι κατά την ταπεινή μου άποψη. Σας ζητώ συγνώμη που σταματάμε τόσο απότομα. Να κρατήσουμε την τελευταία παρατήρηση του κυρίου Μπριλλάκη ότι η αγάπη και το χαμόγελο δεν κοστίζουν τίποτα.

Γιατί οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν θυμώνουν;
Μια μέρα, ένας σοφός Ινδιάνος έκανε την παρακάτω ερώτηση στους μαθητές του:

-"Γιατί οι άνθρωποι ουρλιάζουν όταν εξοργίζονται;"
-"Γιατί χάνουν την ηρεμία τους", απάντησε ο ένας.
-"Μα γιατί πρέπει να ξεφωνίζουν παρότι ο άλλος βρίσκεται δίπλα τους;" ξαναρωτά ο σοφός.
-"Ξεφωνίζουμε, όταν θέλουμε να μας ακούσει ο άλλος" είπε ένας άλλος μαθητής Και ο δάσκαλος επανήλθε στην ερώτηση:
"Μα τότε δεν είναι δυνατόν να του μιλήσει με χαμηλή φωνή;"
Διάφορες απαντήσεις δόθηκαν αλλά.. καμιά δεν ικανοποίησε το δάσκαλο...

"Ξέρετε γιατί ουρλιάζουμε κυριολεκτικά όταν είμαστε θυμωμένοι;"
Γιατί όταν θυμώνουν δυό άνθρωποι, οι καρδιές τους απομακρύνονται πολύ και για να μπορέσει ο ένας να ακούσει τον άλλο θα πρέπει να φωνάξει δυνατά, για να καλύψει την απόσταση...
Όσο πιο οργισμένοι είναι, τόσο πιο δυνατά θα πρέπει να φωνάξουν για ν' ακουστούν.

Ενώ αντίθετα τι συμβαίνει όταν είναι ερωτευμένοι;
Δεν έχουν ανάγκη να ξεφωνίσουν, κάθε άλλο, μιλούν σιγανά και τρυφερά...
Γιατί; Επειδή οι καρδιές τους είναι πολύ πολύ κοντά. Η απόσταση μεταξύ τους είναι ελάχιστη. Μερικές φορές είναι τόσο κοντά που δεν χρειάζεται ούτε καν να μιλήσουν... παρά μονάχα ψιθυρίζουν.
Και όταν η αγάπη τους είναι πολύ δυνατή δεν είναι αναγκαίο ούτε καν να μιλήσουν, τους αρκεί να κοιταχθούν.
Έτσι συμβαίνει όταν δυό άνθρωποι που αγαπιούνται πλησιάζουν ο ένας προς τον άλλον.
Στο τέλος ο Σοφός είπε συμπερασματικά:

"Όταν συζητάτε μην αφήνετε τις καρδιές σας να απομακρυνθούν, μην λέτε λόγια που σας απομακρύνουν, γιατί θα φτάσει μια μέρα που η απόσταση θα γίνει τόσο μεγάλη που δεν θα βρίσκουν πια τα λόγια σας το δρόμο του γυρισμού"

Θάνατος - Ανάσταση
Σχόλια του Κώστα Φωτεινού στο Μαραθώνιο διαλογισμό της ακινησίας,
Γλυφάδα, 31 Ιουλίου – 4 Αυγούστου 1992
ΠΡΩΤΟ ΣΧΟΛΙΟ : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΘΕΜΑ
    Για ποιό θάνατο μιλούν οι παραδόσεις, όταν ζητούν να πεθάνουμε; Για ποιό θάνατο μιλάει το Άγιο Όρος, όταν αναφέρεται στον έρωτα θανάτου; Για ποιό θάνατο μιλούν οι Ανατολίτες, όταν λένε ότι πρέπει να πεθάνουμε ενώ ακόμα ζούμε; Τί εννοούμε με το θάνατο και τι εννοούμε με την ανάσταση; Ο πιο πρόχειρος ορισμός του θανάτου είναι ο ακόλουθος: "Ο άνθρωπος πεθαίνει, όταν η βιολογική μηχανή του έχει πάψει να λειτουργεί". Και από νομικής απόψεως η πολιτεία αναγνωρίζει τον άνθρωπο νεκρό, όταν έχει πάψει να λειτουργεί η βιολογική μηχανή του. Οι συνέπειες που ακολουθούν ένα θάνατο από κληρονομικά μέχρι οτιδήποτε άλλο, αρχίζουν και ισχύουν εφόσον η βιολογική μηχανή έχει σταματήσει. Συνεπώς, ο πρώτος και ο πιο κοινός ορισμός που έχουμε για το θάνατο είναι οτι σταματά η βιολογική μηχανή. Ότι, δηλαδή, το σώμα παύει να λειτουργεί. Κι ας μην μπούμε στις λεπτομέρειες που απασχολούν την νομοθεσία σήμερα, εξαιτίας της εξέλιξης της ιατρικής και της τεχνολογίας που χρησιμοποιεί. Σαν παράδειγμα, ας πούμε μόνο οτι, όταν σταματήσει η καρδιά η ιατρική σήμερα συνδέει τον άνθρωπο με ένα μηχάνημα και συνεχίζει να ζει. Πολλές φορές, με το νου σταματημένο, τη λογική ανύπαρκτη, ο άνθρωπος ζει και, μάλιστα, χωρίς μηχάνημα. Όλοι ξέρουμε πια τους τρόπους με τους οποίους η ιατρική κρατά τον άνθρωπο στη ζωή. Κι όλοι ξέρουμε οτι από το νόμο θεωρείται ζωντανός.
    Εκείνο όμως που για μένα είναι πιο σημαντικό είναι οτι όλοι μας πιστεύουμε πως ο θάνατος επέρχεται μόνο όταν η βιολογική μηχανή έχει πάψει να λειτουργεί. Και φαίνεται οτι η πίστη αυτή δεν βασίζεται σε κάποια γνώση ενταγμένη στις διανοητικές λειτουργίες και τη Συνείδηση του Εγώ. Πρόκειται μάλλον, για γεγονός ενταγμένο μέσα στα αρχέτυπα του ομαδικού ασυνείδητου, από όπου το αντλεί το ατομικό ασυνείδητο κι από εκεί αναδύεται στο υποσυνείδητό μας, περνά στη συνείδηση και φθάνει ως το υπερσυνειδητό. Καλύπτει, δηλαδή, η πεποίθηση αυτή όλο το φάσμα της συνείδησης του ανθρώπου.
    Συνεπώς, η εικόνα που έχουμε για το θάνατο είναι οτι συνδέεται άμεσα και μόνο με το σώμα. Και αρνιόμαστε να καταλάβουμε οτι μπορεί να έχουμε πεθάνει σε άλλα επίπεδα – το ψυχοδιανοητικό ή το πνευματικό – ενώ το σώμα μας λειτουργεί και κυκλοφορεί μια χαρά. Διότι το ασυνείδητό μας λέει οτι, εφόσον το σώμα μας συνεχίζει και κινείται , είμαστε ζωντανοί.
    Όπως, όμως, έχουμε πει πολλές φορές, τόσο η σύγχρονη επιστήμη, όσο και οι παραδόσεις έχουν πολλά και σημαντικά επιχειρήματα που αποδεικνύουν οτι ο άνθρωπος (όπως και το Σύμπαν) αποτελείται από πυκνή ύλη – το σώμα του, δηλαδή – όπως και από λεπτή ύλη ή ενέργεια – το ψυχοδιανοητικό του σώμα – όσο και από άτυπη, άμορφη πολύ λεπτή ύλη – το πνεύμα ή την ψυχή του.
    Θεωρητικά, λοιπόν, για να πούμε οτι ο άνθρωπος έχει πεθάνει, πρέπει ο θάνατος – το σταμάτημα της λειτουργίας και της κίνησης – να συμβεί και στα τρία αυτά σώματα.
    Ξέρουμε, ακόμη, οτι τα τρία αυτά σώματα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους κι όταν κανείς έχει ασκηθεί, μπορεί και βλέπει αυτή τη σύνδεση. Και θέλω να τονίσω οτι δεν πρόκειται για τίποτε το θαυματουργό ή το μυστηριακό. Είναι, απλά και μόνο, θέμα άσκησης.
    Τη στιγμή, λοιπόν, του φυσικού, του σωματικού θανάτου, το δεύτερο σώμα, το ενεργειακό, βγαίνει από το πρώτο, το φυσικό, και αρχίζει να απομακρύνεται. Και τότε βλέπουμε την σύνδεσή τους, που είναι, λέει σαν ασημένια κλωστή. Όταν το υλικό σώμα ακινητοποιηθεί, σπάει αυτή η κλωστή κι ελευθερώνεται το δεύτερο σώμα. Στη συνέχεια, πρέπει να ακινητοποιηθεί το δεύτερο σώμα, και τότε σπάει η κλωστή κι ελευθερώνεται το τρίτο σώμα, το πνευματικό ή μεταφυσικό. Τέλος, πρέπει να ακινητοποιηθεί και το τρίτο σώμα, για να ελευθερωθεί εντελώς ο άνθρωπος και , πιθανώς, να περάσει από την άλλη μεριά, εκεί που είναι το μη-εκδηλωμένο. Δηλαδή, να πάει στο Θεό, τον Πατέρα του.
    Αλλά ξέρουμε ακόμη οτι μπορούμε να έχουμε θάνατο βιολογικό, χωρίς να συμβούν οι άλλοι θάνατοι, όπως μπορεί να έχουμε θάνατο του δεύτερου σώματος, του ψυχοδιανοητικού, χωρίς να έχει πεθάνει το σώμα το βιολογικό. Ή μπορεί να έχουμε θάνατο του τρίτου σώματος, χωρίς να έχει πεθάνει ούτε το ψυχοδιανοητικό ούτε το φυσικό σώμα.
    Είναι δυνατό, δηλαδή, να πάψουμε να λειτουργούμε στο επίπεδο της λεπτής ύλης, που είναι αυτό που ονομάζουμε ψυχοδιανοητικό σώμα. Ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει σταματήσει ουσιαστικά να λειτουργεί στην ψυχολογική, την ψυχοδιανοητική του μηχανή – και υπάρχουν περιπτώσεις, όπως το κώμα, ή η κατατονία, που μπορεί να σταματήσει εντελώς – είναι νεκρός ψυχολογικά. Στην λεπτή του ύλη, δηλαδή, είναι πεθαμένος. Ενώ η πυκνή ύλη από την οποία αποτελείται, που είναι το σώμα το υλικό, συνεχίζει να λειτουργεί. Αυτό το θάνατος δεν τον αναγνωρίζουμε – μας διαφεύγει - και νομίζουμε οτι ζούμε.
    Κι ακόμα, μπορεί το τρίτο σώμα το μεταφυσικό, να έχει πεθάνει. Κι είναι πιο δύσκολο να αντιληφθούμε το θάνατο αυτό. Διότι και το ψυχολογικό σώμα συνεχίζει να έχει κάποιες λειτουργίες και το βιολογικό συνεχίζει να έχει τις βασικές λειτουργίες. Και μας διαφεύγει ο θάνατος αυτός και νομίζουμε οτι ζούμε.
    Κι όμως, έχουμε τα κριτήρια για να ξέρουμε πότε δεν λειτουργεί το μεταφυσικό μας σώμα. Γιατί τα βασικά χαρακτηριστικά, οι λειτουργίες του, τα όργανά του θα μπορούσαμε να πούμε, μας είναι γνωστά. Πρόκειται για την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα, που ήδη στην Αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν οι κόρες της σοφίας. Κι ο Μάξιμος ο Ομολογητής λέει οτι αυτές είναι οι λειτουργίες του μεταφυσικού σώματος.
    Συνεπώς, όταν ο άνθρωπος ζει χωρίς ελπίδα, χωρίς αγάπη και δίχως πίστη μπορούμε να πούμε οτι στο τρίτο του επίπεδο, στο μεταφυσικό του σώμα, είναι νεκρός. Ενώ φαίνεται σαν να λειτουργεί μια χαρά στα δύο άλλα επίπεδα, αφού τρώει, κοιμάται, σκέφτεται, μιλά, φοβάται ή θυμώνει.
    Εντούτοις, εμείς επιμένουμε να νομίζουμε οτι ο θάνατος είναι μόνο βιολογικός. Και μόνο όταν δεν μπορώ να φάω, να πιω, να ερωτευθώ, να κουβεντιάσω, να κοιμηθώ μόνο τότε μόνο αναγνωρίζω οτι είμαι πεθαμένος.
    Αυτό το θάνατο που δεν φαίνεται, είχαμε βάλει στόχο να πολεμήσουμε στο Καφέ-Σχολειό. Αυτό το θάνατο που είναι φοβερός. Και δεν μας επιτρέπει να πεθάνουμε ούτε τον τελικό μας θάνατο, το βιολογικό. Δεν μας το επιτρέπει.
    Αυτόν είχαμε πει να πολεμήσουμε. Και πολλές φορές νομίζω οτι το μήνυμά μου δεν πέρασε καλά ή εγώ δεν το είπα καλά. Γιατί δεν βλέπω το θείο φόβο που πρέπει να μας κατέχει, όταν μας απειλεί ο θάνατος. Ούτε καν όταν μας απειλεί στο σώμα μας το φυσικό, δεν βλέπω αυτό το θείο φόβο. Ακόμα περισσότερο όταν μας απειλεί στο σώμα μας το ψυχοδιανοητικό. Δεν τον βλέπω στα πρόσωπα των ανθρώπων. Κι ακόμα λιγότερο τον βλέπω, όταν μας απειλεί ο τρίτος θάνατος, ο θάνατος ο μεταφυσικός.
    Για το θάνατο που δεν αντιλαμβανόμαστε – τον ψυχοδιανοητικό και το μεταφυσικό – μιλούν οι παραδόσεις, όταν λένε οτι πεθαίνουμε, ενώ είμαστε ακόμα ζωντανοί. Και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και μας ειδοποιούν να προσέξουμε μην τύχει και πεθάνουμε, ενώ είμαστε ζωντανοί. Και εμείς δεν καταλαβαίνουμε , γιατί η λογική μας δεν μπορεί να συλλάβει αυτή τη φράση. Κι ακόμη, ο υλιστικός πολιτισμός μας έχει συντελέσει στο να μη θυμόμαστε οτι πέρα από το υλικό μας επίπεδο διαθέτουμε το ψυχοδιανοητικό – που τουλάχιστον από τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ξέρουμε οτι υπάρχει – και το μεταφυσικό που πολύ λίγοι ξέρουμε ποιές είναι οι λειτουργίες του
(η πίστη, η ελπίδα κι η αγάπη) κι έτσι δεν έχουμε κανένα τρόπο για να αντιληφθούμε την ύπαρξή του.
    Παράλληλα όμως, οι ίδιες αυτές παραδόσεις μας λένε οτι για την απελευθέρωσή του ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει πριν πεθάνει. Κι η λογική μας δεν μπορεί να συλλάβει τη διπλή – την αντιφατική φαινομενικά – εντολή όλων ανεξαιρέτως των παραδόσεων. Την εντολή που λέει: α) Προσέξτε μην πεθάνετε ενώ ζείτε και συγχρόνως λέει
β) Πρέπει να πεθάνετε, ενώ ζείτε. Και δεν πρόκειται για σχήμα λόγου. Κι αφού για το πρώτο μέρος της εντολής είπα δυο λόγια, ας δούμε τι μπορεί να σημαίνει το δεύτερο μέρος της.
    Όταν, λοιπόν, είχαμε πάει στο Άγιο Όρος και μελετούσαμε την άσκηση των μοναχών, διαπιστώσαμε οτι κι εκείνοι προσπαθούν να πεθάνουν πριν πεθάνουν, γιατί μόνο τότε μπορούν να πεθάνουν. Τί θα πει αυτό; Θα πει οτι μόνο όταν γνωρίσω το συνειδησιακό μου θάνατο, τότε, όταν έρθει η ώρα του βιολογικού θανάτου, ξέρω πώς να απελευθερώσω το πνεύμα μου, για να πάει να κατοικήσει πέρα από την ύλη, εκ δεξιών του Πατρός. Γι' αυτό, όμως θα μιλήσουμε ξανά αργότερα.
    Τώρα θα ήθελα να πω οτι στο Άγιο Όρος διαπιστώσαμε οτι η Χριστιανική παράδοση δεν μισεί το σώμα, αλλά τα πάθη – τις υπερβολές, δηλαδή, και την έλλειψη μέτρου. Κι είδαμε, ακόμη, οτι για να ετοιμασθεί ο άνθρωπος για το βιολογικό του θάνατο, η παράδοσή μας ζητά με την εγκράτεια να επαναφέρουμε τη βιολογική μας μηχανή στο μέτρο και στη τάξη. Γιατί τότε μόνο είναι δυνατό να προχωρήσει η άσκηση. Βέβαια αυτή η επέμβαση στο βιολογικό σώμα σε πολλές παραδόσεις προχώρησε πέρα από τα όρια που ανέφερα και έφθασε στο σημείο να περιορίζει τόσο ορισμένες λειτουργίες, ώστε το σώμα να υπολειτουργεί. Κι εκτός από την εγκράτεια – το μέτρο δηλαδή – στη διατροφή, τον ύπνο ή τον έρωτα πρόσθεσε και στοιχεία που πονούν και ταλαιπωρούν το σώμα. Κατά την γνώμη μου, σε ένα σεμινάριο σαν το δικό μας είναι απαραίτητο να επέμβουμε στο σώμα τόσο, όσο χρειάζεται, για να το φέρουμε στα όρια του μέτρου και της τάξης, ώστε να μην μας απασχολεί και να μπορέσουμε στη συνέχεια να προχωρήσουμε την άσκησή μας. Γι' αυτό η διατροφή μας αυτές τις μέρες θα είναι λιτή, ο ύπνος μας ο ελάχιστος απαραίτητος κι η ανάπαυση όσο το δυνατόν λιγότερη. Χωρίς, όμως, υπερβολές που ταλαιπωρούν το σώμα και το κάνουν να θυμώνει. Κι έτσι συνεχίζει με τους πόνους και τις ανάγκες του τις ανικανοποίητες να μας απασχολεί. Το σώμα, λοιπόν, πρέπει να είναι πληρωμένο, να είναι, δηλαδή, ικανοποιημένες οι βασικές του ανάγκες, για να μπορέσουμε με την άσκηση να το κάνουμε να λειτουργήσει ΣΑΝ να ήταν νεκρό (as if).
    Κι αυτό είναι που σας προτείνω να κάνουμε εδώ και το οποίο μπορεί να δοκιμαστεί με την ηθελημένη, επιβεβλημένη και επιθυμητή ακινησία εκ μέρους σας. Διότι εφόσον το σώμα εκφράζει τη ζωή του με κίνηση στο φυσικό χώρο, όταν του αφαιρέσουμε την κίνηση είναι σαν να πέθανε. Μετά, στον ψυχικό χώρο, θα αρχίσουμε να αφαιρούμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα, τους καρπούς που μας δίνει η λειτουργία του σώματός μας. Και μιλώ για ένα σώμα το οποίο το έχουμε σεβασθεί και το οποίο λειτουργεί βασικά πλήρως. Το έχουμε ταΐσει κατά το μέτρο, του έχουμε επιτρέψει να ερωτευθεί κατά το μέτρο, το έχουμε αφήσει να κοιμηθεί κατά το μέτρο, το έχουμε χαϊδέψει κατά το μέτρο, το έχουμε αφήσει να μιλήσει κατά το μέτρο. Αυτό το σώμα είναι έτοιμο να δεχθεί την περιστασιακή άσκηση της απελευθέρωσης μας από αυτό.
    Κι εδώ έρχεται η άσκηση, που προτείνει ακριβώς τα αντίθετα από εκείνα τα σημεία που σημαίνουν ζωή σωματική. Αντί για κίνηση προτείνουμε ακινησία. Αντί για σωματικά αισθήματα , προτείνουμε έλλειψη σωματικών αισθημάτων, αντί για το λόγο προτείνουμε σιωπή. Όμως, η άσκηση – η σιωπή, η ακινησία κι όλα τα αλλά – δεν είναι από μόνη της αρκετή, για να ζήσουμε το θάνατο πριν πεθάνουμε. Για να φθάσουμε έστω και για ένα δευτερόλεπτο σε αυτό το βίωμα, πρέπει να μας κατέχει "έρως θανάτου". Πρέπει να νιώθουμε επιθυμία παρόμοια με αυτήν που νιώθουμε όταν είμαστε ερωτευμένοι.
    Και τότε, όταν αναιρεθεί το σώμα με την ακινησία, ελευθερώνεται και αρχίζει να λειτουργεί το δεύτερο σώμα (τα συναισθήματα και οι σκέψεις) χωρίς, βέβαια, να χάσει τη σύνδεσή του με το πρώτο. Κι όταν ακινητοποιηθεί και αυτό με την σειρά του, τότε ελευθερώνεται κι αρχίζει να λειτουργεί μόνο του το τρίτο σώμα, το μεταφυσικό. Κι όταν βρεθούμε εκεί, και είναι δυνατό να βρεθούμε εκεί νιώθουμε σαν να πετάμε. Σαν να έχουμε χάσει την υλική μας βάση, την υλική μας αναφορά. Αυτό το θάνατο προτείνω να ζήσουμε εδώ. Αυτό το θάνατο πρότεινα πάντα να ζήσουμε στα σεμινάρια διαλογισμού. Κι αυτός βιώνεται μόνο με απόλυτη ησυχία, με απόλυτη ακινησία, αλλά όχι μόνο με αυτό. Κυρίως βιώνεται με απόλυτη επιθυμία θανάτου, με έρωτα θανάτου. Για να κατακτήσετε αυτό το βίωμα, πρέπει να το επιδιώκεται ενεργητικά. Κάθε φορά που ξεφεύγετε από αυτό, που σηκώνεστε και πάτε έξω, που γελάτε, που κουβεντιάζετε, δημιουργείτε θόρυβο και αταξία. Και ξέρετε τί κάνετε; Δημιουργείτε θάνατο στο δεύτερο επίπεδο, ενώ έχετε την εντύπωση οτι το πρώτο, το υλικό σώμα, δηλαδή, ζει πιο έντονα.
    Γιατί και στην καθημερινή μας ζωή πεθαίνει το δεύτερο, το ψυχοδιανοητικό επίπεδο συνέχεια. Όταν δεν σας αγαπάω, πεθαίνει. Όταν σας ξεγελάσω, πεθαίνει. Όταν νομίζω οτι είμαι δυνατός, το ψυχοδιανοητικό επίπεδο πεθαίνει. Όταν νομίζω οτι είμαι διάσημος, πεθαίνει. Όταν νομίζω οτι είμαι πλούσιος, πεθαίνει. Όταν νομίζω οτι έχω δικαίωμα να σας πω τι να κάνετε, πεθαίνει. Και πεθαίνει το δεύτερο επίπεδο συνέχεια στον πολιτισμό μας. Και έχετε την τάση το ίδιο να κάνουμε και εδώ. Κάθε φορά που σηκώνεστε και βγαίνετε έξω, σκοτώνετε άλλη μια φορά το σώμα σας το ψυχοδιανοητικό. Και ολοκληρώνετε, σιγά – σιγά, το θάνατο ο οποίος μας κάνει να είμαστε πτώματα κινούμενα. Εάν βλέπαμε καθαρά γύρω μας και στο δρόμο που περπατάμε και στα υπουργεία που μπαίνουμε και στις δουλειές που πάμε, κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό γύρω μας κυκλοφορούν πτώματα που κινούνται.
    Για να μπορέσει να θεραπευθεί το δεύτερο σώμα, πρέπει να πάψει να τρέφεται η έπαρσή του. Γι' αυτό πρέπει να μπει σε τάξη και μέτρο η λειτουργία του πρώτου σώματος, του υλικού. Εκεί πρέπει να γίνει η δουλειά, καταρχήν εκεί πρέπει να γίνει. Και γίνεται με τον τρόπο που σας προτείνω. Με μετρημένο φαγητό, με μετρημένο ύπνο, με μετρημένη κίνηση καθημερινή κι ύστερα ερχόμαστε στο εργαστήριο εδώ ή πάμε στην εκκλησία ή σε κάποιο άλλο ιερό χώρο και ζούμε το σωματικό θάνατο. Αυτός είναι ο θάνατος πριν από το θάνατο. Κι όταν το βίωμα συμβεί, στην αρχή είναι φοβερά απειλητικό. Μερικοί από σας το έχουν ήδη βιώσει σε προηγούμενα σεμινάρια. Έχουν, δηλαδή, χάσει την αίσθηση του σώματός τους, την αίσθηση της διάστασής του, του βάρους του. Χάνουμε την αίσθηση οτι έχουμε μια υλική βάση πάνω στην οποία στεκόμαστε και νιώθουμε μετέωροι στο κενό. Κι είναι φοβερά απειλητική αυτή η αίσθηση.
    Κι όμως, αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας και χρειάζεται να τον επιδιώκουμε συστηματικά και να επιθυμούμε την πραγματοποίησή του. Έτσι μόνο, αν έχουμε ένα πρώτο σύντομο βίωμα, αν λόγου χάρη νιώσουμε για μια στιγμή οτι χάσαμε το βάρος μας, ακόμη κι αν τρομάξουμε πρέπει να συνεχίσουμε. Και σε ένα δεύτερο ή δέκατο βίωμα θα χάσουμε εντελώς την αίσθηση του υλικού, του βιολογικού μας σώματος. Κι έπειτα ή παράλληλα, όταν πάψουμε να έχουμε σκέψεις και συναισθήματα, τότε μόνο θα έχουμε χάσει την αίσθηση του ψυχοδιανοητικού μας σώματος. Όταν καταφέρουμε να μην φοβηθούμε, γιατί δεν αισθανόμαστε οτι έχουμε τα δύο αυτά επίπεδα της ύπαρξής μας, τότε ελευθερώνεται το τρίτο σώμα, το μεταφυσικό και συνειδητοποιούμε τη λειτουργία του – τη γνωρίζουμε, δηλαδή.
    Και τότε μπορούμε να πούμε οτι έχουμε πεθάνει ενώ ζούμε. Κι έχουμε καταλάβει τί εννοούν οι παραδόσεις, όταν μας ζητούν αυτό το θάνατο. Το βίωμα αυτό δεν εκφράζεται με λόγια και συνεπώς δεν μπορώ να σας πω τίποτε σχετικά με αυτό. Όταν το βιώσετε, θα ξέρετε άμεσα τι σημαίνει.
    Κι έπειτα, όταν τελειώσει το βίωμα και νιώσουμε ξανά την ύπαρξη και τη λειτουργία του βιολογικού μας επιπέδου, τότε μπορούμε να πούμε οτι αναστηθήκαμε. Κι είναι πραγματική ανάσταση αυτή η επιστροφή στο σώμα μας. Γιατί είναι σαν να το βλέπουμε για πρώτη φορά, αφού, ώς τώρα, δεν το είχαμε κοιτάξει ποτέ με καθαρή ματιά, που δεν παραμορφώνουν φόβοι, έτοιμες εικόνες και μοντέλα που μας φορτώνει ο πολιτισμός μας και πάνω από όλα η έπαρση που αυτός μας έχει διδάξει. Όσο μας βαραίνουν οι προκαταλήψεις κι οι φόβοι κι η έπαρση, δεν το έχουμε δει το σώμα μας.
    Κι όταν το δούμε για πρώτη φορά με καθαρή ματιά είναι σαν να έχουμε αναστηθεί. Και τότε, αυτομάτως, δεν μπορεί να είναι παχύ, δεν μπορεί να είναι αδύνατο, δεν γίνεται να είναι άσχημο. Κι ούτε μπορεί να είναι θυμωμένο ούτε υπέρμετρα χαρούμενο. Και τότε έχουμε αναστηθεί.
    Αυτή είναι η ανάσταση που σας προτείνω να βιώσετε στο σεμινάριό μας. Κι αυτός είναι ο θάνατος πριν από το θάνατο, που είναι απαραίτητος, για να φθάσουμε στην ανάσταση.
    Πριν κλείσουμε το σημερινό μας σχόλιο, πρέπει να πούμε οτι, όταν καταφέρουμε να πεθάνουμε στο πρώτο επίπεδο, το σωματικό, το βιολογικό – κι αυτό, όπως είπα και πιο πριν, μπορεί να συμβεί στην εκκλησία, σε ένα ιερό χώρο ή να το βιώσουμε εργαστηριακά σε ένα σεμινάριο – και πριν φθάσουμε στο μεταφυσικό μας επίπεδο περνούμε από τη φάση που το ψυχοδιανοητικό μας επίπεδο λειτουργεί ελεύθερα, χωρίς τα όρια που του θέτει το βιολογικό επίπεδο. Και τότε για πρώτη φορά αποκαλύπτεται σε μας με όλες τις δυνατότητες της λειτουργίας του, που μόνο περιστασιακά και πολύ σύντομα και αποσπασματικά είχαμε αντιληφθεί ως τώρα. Και είναι εντελώς φυσικές αυτές οι δυνατότητές του, μολονότι όταν μας εμφανιστούν καθαρά για πρώτη φορά μας ξαφνιάζουν, μας φοβίζουν κι άλλοτε νομίζουμε οτι "δεν είμαστε στα καλά μας" κι άλλοτε πιστεύουμε οτι πρόκειται για "θαύμα".
    Για παράδειγμα σας λέω οτι μπορούμε να βλέπουμε πολύ μακριά – πολύ πιο πέρα από όσο επιτρέπει η όρασή μας. Κι αυτό είναι εντελώς φυσικό κι είναι ικανότητα που την έχουν όλοι οι άνθρωποι, αλλά δεν το ξέρουν. Μπορούμε, ακόμη, να βλέπουμε πίσω από τον τοίχο. Να τον διαπερνά, δηλαδή, το βλέμμα μας, σαν να ήταν διαφανής. Μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί αύριο, μια και το αύριο δεν υπάρχει, αφού όπως έχουμε ξαναπεί, το αύριο και το σήμερα και το χθες είναι συγχρονικά.
    Μπορούμε να ξέρουμε τα πάντα. Κι είναι αυτό, επίσης, ανάσταση στο δεύτερο επίπεδο, το ψυχοδιανοητικό. Και μπορούμε να ζήσουμε την ανάσταση αυτή μόνο αφού ασκηθούμε συστηματικά και μάθουμε να ελευθερωνόμαστε από το φυσικό, το βιολογικό μας σώμα. Γιατί τότε μόνο το ψυχοδιανοητικό μας σώμα μπορεί να μπει σε πλήρη λειτουργία και να εμφανίσει όλες του τις δυνατότητες. Αλλά πρέπει να φθάσουμε στο σημείο να του επιτρέψουμε να λειτουργεί όσο γίνεται πιο ανεξάρτητα από το βιολογικό σώμα, σχεδόν αυτόνομα θα μπορούσα να πω.
    Αυτή την ανάσταση μπορεί να μας προσφέρει η άσκηση που σας προτείνω τόσο στο βιολογικό όσο και στο ψυχοδιανοητικό επίπεδο. Και για όσους την επιθυμούν, αξίζει πολλά. Και όσοι την έχουν γνωρίσει έστω και στιγμιαία ξέρουν οτι μας χαρίζει μια υπέροχη αίσθηση ελευθερίας για όλη μας τη ζωή. Όμως, ένα ακόμη θαύμα συμβαίνει στον ασκημένο άνθρωπο, όταν έρχεται η ώρα του σωματικού, του βιολογικού του θανάτου. Εκείνου που η κοινωνία μας κι η νομοθεσία θεωρεί ως το μόνο θάνατο. Επειδή, λοιπόν, με την άσκηση ο άνθρωπος αυτός έχει συνηθίσει να λειτουργεί στο ψυχοδιανοητικό επίπεδα – και αργότερα στο μεταφυσικό – ανεξάρτητα από το βιολογικό του σώμα, ο θάνατος αυτός είναι μόνο μια εισπνοή, ένα "ααα" και τελείωσε. Χωρίς αρρώστια, χωρίς πόνο, χωρίς φόβο, χωρίς αγωνία. Επειδή η βιολογική μας μηχανή έχει εξαντλήσει τα όρια της λειτουργίας της, γι'αυτό το βιολογικό μας σώμα παύει πια να λειτουργεί. Κι επειδή ξέρουμε πού πάμε – το έχουμε ήδη βιώσει και αυτό ως κάποιο σημείο – δεχόμαστε την απομάκρυνσή μας από το υλικό μας σώμα με πλήρη επίγνωση και ησυχία. Κι είναι τότε ο θάνατός μας "ειρηνικός και αναμάρτητος".     Και πως ξέρουμε οτι ένας δικός μας άνθρωπος πέθανε ειρηνικά ή όχι; Η αταξία του ψυχοδιανοητικού επιπέδου είναι φανερή την ώρα που ξεψυχά. Έχουμε δει ή έχουμε ακούσει πολλές φορές οτι κάποιοι άνθρωποι "τυραννήθηκαν, ώσπου να βγει η ψυχή τους". Και αυτό σημαίνει οτι πέρασαν αγωνία φανερή σε όσους τους παράστεκαν.     Όμως και στο σωματικό επίπεδο υπάρχουν φανερά σημάδια που μας πληροφορούν αν ο θάνατος ήταν ειρηνικός ή όχι. Μετά το θάνατο, το σώμα που έχει αταξία σε λίγες ώρες σκληραίνει, για να μαλακώσει ξανά μετά από ώρες. Αντίθετα, το σώμα που έχει τάξη μένει μαλακό από την αρχή κι ώς τον ενταφιασμό του. Κι ακόμη, το σώμα που έχει αταξία δεν λιώνει. Και δεν μιλώ για την κατάσταση των σημερινών νεκροταφείων των μεγάλων πόλεων, όπου το χώμα έχει κορεσθεί και γι' αυτό δεν λιώνουν τα σώματα που ενταφιάζονται εκεί.
    Κι όταν το βιολογικό σώμα έχει τάξη, το δεύτερο σώμα πεθαίνει και αυτό με τη σειρά του πολύ εύκολα. Και τονίζω οτι πρέπει να πεθάνει, να διαλυθεί, να πάψει να λειτουργεί και το δεύτερο σώμα. Και θα επαναλάβω οτι το δεύτερο σώμα δεν πεθαίνει αυτόματα, μόλις πάψει να λειτουργεί η βιολογική μηχανή.
    Όταν το βιολογικό σώμα έχει τάξη, τότε έχει τάξη και το δεύτερο, το ψυχοδιανοητικό σώμα. Αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο κι έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία. Και τότε, μόλις το πρώτο σώμα πεθάνει, διαλύεται και το δεύτερο σε πολύ σύντομο διάστημα. Αν όμως υπάρχει αταξία, τότε και το δεύτερο σώμα δύσκολα διαλύεται. Κι επειδή το δεύτερο σώμα για να εκφραστεί – να διατυπώσει σκέψεις, να εκδηλώσει συναισθήματα – χρειάζεται το υλικό σώμα, όταν το στερηθεί και όσο το ίδιο δεν διαλύεται, τυραννιέται. Γι' αυτή την τυραννία μιλούν όλες οι παραδόσεις, όταν αναφέρονται στην κόλαση.
    Κι όταν λέω οτι το δεύτερο σώμα, το ψυχοδιανοητικό, έχει αταξία, εννοώ οτι ώς τη στιγμή του θανάτου ο άνθρωπος δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τα ελαττώματα που είχε σε όλη του τη ζωή. Είναι ακόμη ανικανοποίητος, γιατί δεν χόρτασε δόξες ή πλούτη – ακόμη κι αν τα είχε. Κι είναι γεμάτος φθόνο για όσους είχαν αυτά που επιθυμούσε. Κι είναι γεμάτος θυμούς με τον εαυτό του, για όσα δεν κατάφερε και με τους άλλους που δεν τον βοήθησαν ή τον εμπόδισαν. Κι έτσι δεν μπόρεσε να απαλλαχθεί κι από τους φόβους και το άγχος που ένιωθε σε όλη τη ζωή του, γιατί πίστευε οτι χωρίς τις κοινωνικές επιτυχίες – κι όλο και πιο πολλές και πιο μεγάλες επιτυχίες – δεν αξίζει σαν άνθρωπος. Πεινασμένος, φοβισμένος και θυμωμένος πεθαίνει ο άνθρωπος αυτός.
    Κι αφού πεθάνει, το ψυχοδιανοητικό του σώμα συνεχίζει να κουβαλά όλα αυτά τα "ελαττώματα" που προκαλούν μεγάλη αταξία και δεν του επιτρέπουν να διαλυθεί. Και τυραννιέται γιατί θέλει να συνεχίσει να κάνει πράξεις, μήπως και χορτάσει, επιτέλους. Όμως, χωρίς το υλικό του σώμα είναι αδύνατο να "πράξει".
    Κι επειδή το δεύτερο σώμα, το ψυχοδιανοητικό, αποτελείται από ύλη πολύ πιο λεπτή από το βιολογικό – από ενέργεια, όπως την ονομάζουν οι επιστήμονες - κανονικά διαλύεται στο ενεργειακό πεδίο που περιβάλλει τον υλικό μας κόσμο. Κι όπως δεν διαλύεται το υλικό σώμα στο χώμα, γιατί το χώμα έχει τάξη και δεν απορροφά εύκολα το σώμα που έχει αταξία, έτσι και το ενεργειακό πεδίο γύρω μας, που κι αυτό έχει τάξη, δεν απορροφά εύκολα το ψυχοδιανοητικό σώμα που έχει αταξία. Κι όσο μεγαλύτερη είναι η αταξία, τόσο πιο δύσκολα απορροφιέται. Κι όσο δεν διαλύεται το δεύτερο σώμα, τόσο δεν ελευθερώνεται το τρίτο, το μεταφυσικό, για να περάσει "από την άλλη", πέρα από τα πλαίσια του υλικού μας κόσμου, εκεί όπου κατοικεί το άυλο, άμορφο Πνεύμα.
    Όταν οι παραδόσεις μιλούν για φαντάσματα, αναφέρονται σε όσα περιγράψαμε πιο πάνω. Βέβαια, όπως το συνηθίζουν σε όλα τα θέματα μιλούν με τη γλώσσα του παραμυθιού. Έτσι, τα "φαντάσματα" των παραδόσεων "στοιχειώνουν" στους πύργους της Σκωτίας επί αιώνες κι ο Δράκουλας στα Καρπάθια ζει από το αίμα των ζωντανών και αυτοί με τη σειρά τους γίνονται Δράκουλες.
    Όμως, πίσω από τα παραμύθια των παραδόσεων, κρύβονται αλήθειες, που απομονώνονται πια με καθαρά επιστημονικές μεθόδους, όπως της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της ανθρωπολογίας. Στο παραμύθι της Ιλιάδας βασίστηκε ο Σλήμαν κι από τις ανασκαφές που εκείνος άρχισε αποκαλύφθηκε ολόκληρος πολιτισμός κι η ιστορική αλήθεια της Τροίας που πυρπολήθηκε. Βασισμένοι στο παραμύθι της Οδύσσειας άλλοι επιστήμονες ανακαλύπτουν οτι πριν από τον 10ο αιώνα π.Χ. Οι Αχαιοί ταξίδευαν στη Μεγάλη Βρετανία κι ως τα φιόρδ των Σκανδιναβικών χωρών. Κι άλλοι επιστήμονες αναζητούν – κι ίσως ανακαλύψουν – την χαμένη Ατλαντίδα.
    Κι αφού όλες οι παραδόσεις, χωρίς εξαίρεση, μιλούν για φαντάσματα, με καθαρά επιστημονικές μεθόδους απομονώνονται τα χαρακτηριστικά των φαντασμάτων που όλοι οι λαοί τους αποδίδουν. Κι είναι τα χαρακτηριστικά που σας ανέφερα παραπάνω. Ανικανοποίητες, θυμωμένες ενεργειακές συμπυκνώσεις, που πλανιούνται ανάμεσά μας και βασανίζονται, γιατί δεν μπορούν να διαλυθούν, να πεθάνουν, δηλαδή.
    Και κυκλοφορούν τα φαντάσματα στους χώρους όπου είχαν ζήσει, προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους που είχαν σχέση κι οι "αλαφροΐσκιωτοι" βλέπουν τα φαντάσματα κι ακούνε τη φωνή τους. Κι ακόμη, έτσι λένε οι παραδόσεις, οι κολασμένες ψυχές προσπαθούν να μπουν μέσα στο σώμα κάποιου ζωντανού που τους μοιάζει, να το κατοικήσουν και, μέσα από αυτό να μπορέσουν να εκφραστούν. Κι αν βρεθεί κάποιος άνθρωπος με αγνή ψυχή και μεγάλη καλοσύνη και αγαπήσει ή δώσει συγχώρεση στο φάντασμα, τότε αυτό ελευθερώνεται από την κακία του κι επιτέλους πεθαίνει ειρηνικά. Θα ήθελα να επισημάνω οτι σε όλες τις χώρες του πολιτισμού μας κάποιοι συγγραφείς αντλούσαν υλικό από τις παραδόσεις κι έγραψαν θεατρικά έργα ή μυθιστορήματα με φαντάσματα. Να σας θυμίσω για παράδειγμα τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Αλλά – το θεωρώ σημαντικό – στην εποχή μας που οι μεταφυσικές αναζητήσεις του μέσου ανθρώπου έχουν κορυφωθεί, έχει δημιουργηθεί ξεχωριστή κατηγορία μαζικής θα έλεγα παραγωγής μυθιστορημάτων και ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Και βρίσκουμε εκεί, παραποιημένες ή κακοποιημένες έννοιες της σύγχρονης επιστήμης, όπως τα ταξίδια στο χρόνο, και των παραδόσεων, όπως τα ζόμπι. Και γεμίζουν τα προγράμματα των τηλεοράσεων από κακά πνεύματα και από δαιμονισμένους και δράκουλες και άλλες αγριότητες. Κι όλα αυτά και τα μυθιστορήματα έχουν ανταπόκριση στο πλατύ κοινό, γιατί παρά την κακή τους ποιότητα, ικανοποιούν κατά κάποιο αρνητικό τρόπο το δέος που αισθάνεται ο σημερινός άνθρωπος του δυτικού πολιτισμού, καθώς αφυπνίζεται μέσα του η ανάγκη για μεταφυσικές αναζητήσεις.
    Για να τελειώσουμε, ας σκεφτούμε τι εννοούν οι παραδόσεις, όταν λένε οτι το φάντασμα ελευθερώνεται, όταν το αγαπήσει ένας καλός, αγνός άνθρωπος. Η αγάπη, όπως ξέρουμε βάζει τάξη στο ενεργειακό, το ψυχοδιανοητικό μας σώμα. Και το ίδιο μας λένε κι οι παραδόσεις με τη γλώσσα του παραμυθιού: Αν μόνοι μας δεν βάλουμε τάξη μέσα μας, έχουμε ανάγκη από κάποιον που με την αγάπη του, θα μας απαλλάξει από την "κακία" μας – το ανικανοποίητο, τους φόβους, το άγχος, τους θυμούς – από την ενεργειακή αταξία, αν θέλουμε να μιλήσουμε με την γλώσσα της επιστήμης. Και βλέπουμε για μια ακόμα φορά, πως οι επιστήμες κι οι παραδόσεις συναντιούνται στην εποχή μας.
    Στόχος, λοιπόν, του σεμιναρίου μας είναι να πεθάνουμε και να αναστηθούμε. Να μάθουμε, δηλαδή, να απελευθερώνουμε το ψυχοδιανοητικό μας σώμα από το βιολογικό, όπως και το μεταφυσικό μας σώμα από τα δύο προηγούμενα. Έτσι θα ζήσουμε μια ζωή πολύ πιο πλούσια σε εμπειρίες, με τάξη και ειρήνη σε όλα μας τα επίπεδα. Κι όταν έρθει η ώρα να πεθάνουμε, τότε, χωρίς καμιά δυσκολία θα απελευθερωθεί πρώτα το ενεργειακό μας σώμα από το βιολογικό και έπειτα το μεταφυσικό μας σώμα από το ενεργειακό. Κι όπως τα αστέρια στο Σύμπαν, όταν "πεθάνουν", περνούν από τη μαύρη τρύπα (έτσι λένε οι επιστήμονες) και πάνε από την άλλη μεριά του Σύμπαντος, όπου δεν ξέρουμε τι γίνεται ή τι υπάρχει εκεί, έτσι και το μεταφυσικό, το πνευματικό μας σώμα θα περάσει από την "άλλη μεριά" και θα πάει να κατοικήσει στο χώρο του Πνεύματος. Κι όπως είπαμε, δεν ξέρουμε τι γίνεται εκεί. Έχουμε, όμως, επαρκείς αποδείξεις οτι υπάρχει.
    Κι όπως ξαναείπα, σε προηγούμενα σεμινάρια διαλογισμού, σχεδόν όλοι αποφύγατε να βιώσετε αυτό το θάνατο. Κι όσοι τον αγγίξατε κάποια στιγμή, δεν συνεχίσατε. Κι αφού, όπως σας είπα, αυτό είναι το τελευταίο σεμινάριο διαλογισμού που κάνουμε μαζί, σας ζητώ να μη χάσετε αυτή την ευκαιρία. Με πειθαρχία, σιωπή, ακινησία και έρωτα θανάτου, συγκεντρωθείτε και δουλέψτε συστηματικά. Κι αν κάποιοι δεν επιθυμείτε να συγκεντρωθείτε στους στόχους του σεμιναρίου, πολύ σας παρακαλώ να αποχωρήσετε. Σέβομαι απόλυτα το δικαίωμά σας αυτό και σας αγαπώ και σας εκτιμώ βαθιά. Όμως, δεν θα δεχθώ να μείνετε και να προκαλέσετε θόρυβο και αταξία στο χώρο μας, όπου όσοι μείνουν θέλουν να συγκεντρωθούν και να δουλέψουν σοβαρά. Σας ευχαριστώ.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΧΟΛΙΟ: Η ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ
ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
    Οι τεχνικές που χρησιμοποιούν οι διάφορες παραδόσεις για να επιτύχουν την έξοδο από το σώμα – ή τη μύηση στο θάνατο, πριν από το θάνατο – παρά τις διαφορές τους, έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Το κυριότερο είναι οτι μειώνουν την έκταση και τη συχνότητα της αναπνοής. Κι ακόμα, οτι παύουν να κοιτάζουν τον εξωτερικό κόσμο. Κι ας πάρουμε για παράδειγμα την "ομφαλοσκόπηση" που ήταν η τεχνική των Ησυχαστών, στο 14ο αιώνα στο Βυζάντιο. Αυτοί οι μοναχοί έσκυβαν τόσο, ώστε το βλέμμα τους να φθάνει στο ύψος του αφαλού τους. Στη στάση αυτή, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έπεφταν σε ύπνωση και, στη συνέχεια, έφθαναν σε έκσταση. Εξετάζοντας τη στάση των ομφαλοσκόπων διαπιστώνουμε οτι, οπωσδήποτε, η όρασή τους, λόγω και της μικρής απόστασης από το σώμα, έπαυε να τροφοδοτεί τον εγκέφαλο με εξωτερικά ερεθίσματα. Έτσι, η λογική, η Συνείδηση του Εγώ, λειτουργούσε στο ελάχιστο, ώσπου σε λίγο έπαυε να λειτουργεί. Αλλά η πιο σημαντική αλλαγή που προκαλούσε η στάση αυτή συνέβαινε στην αναπνοή. Δηλαδή, καθώς έσκυβαν, πίεζαν το θώρακα κι η αναπνοή γινόταν λαρυγγική. Ο αέρας δεν ήταν δυνατό να μπει άφθονος και βαθιά. Αυτή η ελαχιστοποίηση της αναπνοής συντελούσε στο να πιέσουν σε ύπνωση και να φθάσουν σε έκσταση. Κι αυτό σημαίνει οτι έβγαιναν από το σώμα τους.
    Σε κατάσταση έκστασης φθάνει μέχρι σήμερα ένα κλάδος των Σουφί με παρόμοια επέμβαση στην αναπνοή. Ασκούνται, δηλαδή, συστηματικά να μειώνουν την αναπνοή τους στο ελάχιστο. Κι οι Δερβίσηδες με άλλο τρόπο πάλι στην αναπνοή τους επεμβαίνανε.
    Επιστημονικά, λοιπόν, έχει ελεγχθεί ο τρόπος, η τεχνική με την οποία κάθε άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε έκσταση. Κι έχει αποδειχθεί οτι το φαινόμενο είναι φυσιολογικό, άρα δεν είναι ιδιαίτερο χάρισμα ή σπουδαία λειτουργία. Σπουδαία είναι όσα συμβαίνουν, αφού ο άνθρωπος φθάσει σε έκσταση – οι αποκαλύψεις που έχει, όταν μπει στην κατάσταση αυτή.
    Κι εμείς στο σεμινάριό μας θα επέμβουμε στο σώμα μας περιορίζοντας την αναπνοή μας συνειδητά. Η τεχνική μας, όμως, είναι απλή, γιατί δεν έχουμε ασκηθεί, όπως οι μοναχοί, κι έτσι θα ήταν επικίνδυνο να δοκιμάσουμε τις δικές τους τεχνικές.
    Κάνουμε, λοιπόν, εισπνοή και εκπνοή από τη μύτη, τόσο μαλακά, ώστε να μη νιώθουμε οτι ο αέρας αγγίζει τα ρουθούνια. Κι εισπνέουμε τόσο λίγο, ώστε να μη νιώθουμε οτι ο θώρακας αλλάζει σχήμα. Δεν πρέπει συνεπώς, ούτε να φουσκώνει ούτε να ξεφουσκώνει. Μένει σχεδόν ακίνητος.
    Κι ακόμη, ενώ καθόμαστε εντελώς ακίνητοι, πρέπει να έχουμε τα μάτια μας κλειστά, για να πάψει να μας απασχολεί ο υλικός κόσμος γύρω μας. Όταν κλείνουμε τα μάτια, στην αρχή κάποιες εικόνες, σχήματα ή σκιές συνεχίζουν να προβάλλονται στα βλέφαρά μας. Όμως σε λίγο χάνονται και βυθιζόμαστε στο σκοτάδι. Εάν έχουμε προετοιμαστεί καλά, τότε, σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα η αίσθηση του πρώτου σώματος, του υλικού, του βιολογικού ακυρώνεται κι ελευθερώνεται το δεύτερο σώμα, το ψυχοδιανοητικό.
    Μόλις ελευθερωθεί το ψυχοδιανοητικό σώμα, εμφανίζονται κάποια φαινόμενα καθαρά ψυχολογικά. Και το τονίζω αυτό, γιατί μπορεί να κάνουμε το λάθος που πολλοί κάνουν και να τα θεωρήσουμε μεταφυσικά ή ακόμη υπερφυσικά φαινόμενα. Και θέλω να θυμίσω οτι όσο το βιολογικό μας σώμα είναι ζωντανό, όσο δηλαδή ανήκουμε στον κόσμο της ύλης, είναι αδύνατο να έχουμε επαφή με το υπερφυσικό-το καθαρό Πνεύμα. Μπορούμε, μόνο να έχουμε κάποιες μεταφυσικές εκλάμψεις, όπου συλλαμβάνουμε κάποια ελάχιστα στοιχεία από όσα υπάρχουν πέρα από την ύλη. Κυρίως, μπορούμε να γνωρίσουμε αρκετά το ενεργειακό επίπεδο, που δεν παύει να είναι ύλη – λεπτή ύλη.
    Συνεπώς, τα πρώτα φαινόμενα που εμφανίζονται, όταν ακυρωθεί η αίσθηση του βιολογικού μας σώματος, είναι ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ. Άλλοτε με κλάμα κι άλλοτε με κινήσεις του σώματος που γίνονται αυτόματα, χωρίς εμείς να τις αποφασίζουμε, βγαίνει από μέσα μας η αταξία που έχει συσσωρευτεί στο δεύτερο επίπεδό μας, το ψυχοδιανοητικό, που είναι λεπτή ύλη ή ενέργεια. Η αταξία αυτή που εκφράζεται πρώτη οφείλεται σε πρόσφατα γεγονότα κι όχι σε παλιά ψυχικά τραύματα. Ακόμη κι αν έχουμε κάνει σοβαρή ψυχολογική δουλειά κι έχουμε απαλλαχθεί από παλιούς φόβους και θυμούς, μόλις μπούμε σε διαλογισμό εκτονώνεται το ψυχοδιανοητικό μας σώμα απο την πρόσφατη αταξία που έχει μαζευτεί μέσα του από γεγονότα της καθημερινής μας ζωής. Και πρέπει να αφήσουμε να βγει από μέσα μας με όποιο τρόπο εκείνη διαλέξει. Κι αυτό σημαίνει οτι δεν τρομάζουμε, δεν ντρεπόμαστε αλλά, αν μας βγαίνει κλάμα ή βογγητό ή κάποια κίνηση των χεριών ή του κεφαλιού, αφήνουμε να συμβεί χωρίς δική μας συνειδητή επέμβαση ή απαγόρευση. Γιατί μόνο τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στις επόμενες φάσεις της δουλειάς που αποτελούν τον κύριο στόχο του σεμιναρίου μας.
    Κι είναι Μαραθώνιος Καθιστού Διαλογισμού, όπως είναι αυτό το σεμινάριο, δεν είναι εύκολη δουλειά. Όπως φαίνεται, όμως, τουλάχιστον από τις εξωτερικές ενδείξεις δουλεύουμε καλά. Αλλά, επειδή οι εξωτερικές ενδείξεις, όπως η ακινησία, η σωστή στάση του σώματος, η αναπνοή και τα κλειστά μάτια αν και διευκολύνουν δεν είναι αρκετά, για να επιτύχουμε το στόχο μας, γι' αυτό σας ζητώ να ελέγχετε συνέχεια όσα συμβαίνουν μέσα μας γιατί η διάθεσή σας, η επιθυμία σας, η πρόθεσή σας, ο έρωτάς σας είναι εκείνα που θα προκαλέσουν την αλλαγή. Κι αυτό είναι θέμα συνείδησης.
    Κι επειδή θέλω να σας αφήσω να συνεχίσετε την δουλειά σας, απόψε θα μιλήσω σύντομα για ένα μόνο θέμα : το θέμα της Συνείδησης.
    Αν κάτι υπάρχει στο Σύμπαν, είναι η Κοσμική Συνείδηση. Αν έξω από το Σύμπαν, στο Μη – εκδηλωμένο υπάρχει κάτι, αυτό είναι μια Συνείδηση. Και η Συνείδηση αυτή στις Άγιες Γραφές ονομάζεται Λόγος. Κι είναι αυτή που έχει την πρόθεση και την επιθυμία, τον έρωτα και την απόφαση. Αυτή ουσιαστικά δημιούργησε τον κόσμο, κι αυτή μπορεί να δημιουργήσει οποιαδήποτε κατάσταση. Κάθε δημιουργία είναι θέμα συνείδησης.
    Στη δημιουργία του Σύμπαντος, όπως έχουμε ξαναπεί, κατεβαίνοντας από το εκδηλωμένο και άτυπο, στο εκδηλωμένο και τυπικό λεπτό και μετά στο εκδηλωμένο και τυπικό πυκνό που είναι τα στερεά σώματα, κάθε φορά η συνείδηση κατεβαίνει μαζί. Αυτή ουσιαστικά αποφασίζει μέσα στο χώρο και στο χρόνο τη δημιουργία. Και μπαίνει μέσα στο υλικό σώμα. Η πρώτη συνείδηση, λοιπόν, που δημιουργείται είναι η μεταφυσική συνείδηση. Αυτή ανήκει στο εκδηλωμένο και άτυπο και βέβαια παίρνει πάντα τη μορφή του σώματος. Είναι κομμάτι από την κοσμική συνείδηση, είναι αυτό που φύσηξε ο Θεός μέσα μας. Αφού δημιούργησε τον άνθρωπο από χώμα. Όπως λένε οι Γραφές, φύσηξε μέσα του τη συνείδηση. Θα μπορούσαμε να πούμε το Άγιο Πνεύμα. Επιστημονικά το ονομάζουμε συνείδηση. Από εκεί έχει δημιουργηθεί ο πρώτος Λόγος μέσα στο κλειστό Σύμπαν και αυτό στη συνέχεια αποφασίζει να γεμίσει το δεύτερο επίπεδο, που είναι το ψυχοδιανοητικό, δηλαδή η λεπτή ύλη του Σύμπαντος και που για πρώτη φορά από άτυπο γίνεται τυπικό, αποκτά μορφή. Και κλείνεται πάλι μέσα στο σώμα αυτό, το δεύτερο σώμα, όταν κατεβαίνουμε από πάνω, ενώ ταυτοχρόνως κρύβει βαθιά μέσα της την πρώτη συνείδηση, όπως επίσης κρύβει και την κοσμική συνείδηση. Είναι σαν ρώσικες κούκλες που η μια είναι μέσα στην άλλη. Και όσο πιο μέσα βρίσκεται, φαίνεται σαν να κοιμάται, είναι εν ύπνω.
    Ο Λόγος που αναπτύχθηκε στο δεύτερο επίπεδο, στο ψυχοδιανοητικό, κάποια στιγμή κι αυτός, για τους ίδιους λόγους, από επιθυμία, από πρόθεση, από έρωτα, αποφάσισε να δημιουργήσει το επόμενο σώμα, που είναι το πυκνό σώμα. Και μέσα του ενέταξε και πάλι ή εμφύσησε τη συνείδηση. Το τρίτο σώμα έχει μέσα εν ύπνω όλες τις προηγούμενες συνειδήσεις. Και λένε κάποιες παραδόσεις οτι δεν ξέρουμε πώς θα συνεχιστεί στο μέλλον η δημιουργία αυτή. Δεν αποκλείεται όμως, να υπάρχουν κι άλλα επίπεδα.
    Όταν μιλάμε για την έξοδο από το σώμα μας, όταν λέμε οτι πρέπει να "πεθάνουμε πριν πεθάνουμε", κι οτι πρέπει να αναιρέσουμε όλες τις βιολογικές λειτουργίες, για να ελευθερωθεί το δεύτερο σώμα, ουσιαστικά επιδιώκουμε να ελευθερωθεί η συνείδηση που είναι μέσα σε αυτό. Αυτή ελευθερώνεται και βγαίνει μαζί με το σώμα το ψυχοδιανοητικό. Κι όταν αυτή είναι εκπαιδευμένη, είναι αφυπνισμένη, όταν δεν είναι εν ύπνω, έχει αφυπνισθεί, έχει ξυπνήσει, τότε ξέρει τι συμβαίνει. Η ίδια αυτή συνείδηση, όταν έχουμε ασκηθεί, όταν πηγαίνει στο τρίτο σώμα, στο μεταφυσικό, αυτό που ουσιαστικά προσπαθούμε με τη δουλειά μας να αφυπνίσουμε – είναι αυτή που βγαίνει από το δεύτερο σώμα για να πάει στο τρίτο. Και αν είναι αφυπνισμένη, ξέρει.
    Με λίγα λόγια, μπορούμε να πεθάνουμε χωρίς να ξέρουμε οτι πεθάναμε, και συνήθως αυτό γίνεται. Και την ώρα του φυσικού θανάτου δεν ξέρουμε οτι πεθάναμε. Αφού πεθάνουμε και μεταφερθούμε στο δεύτερο σώμα, δεν ξέρουμε οτι πεθάναμε. Και πηγαίνοντας προς το τρίτο πάλι δεν ξέρουμε πως πεθάναμε. Και κατά τις παραδόσεις μία συνείδηση η οποία δεν αφυπνισθεί δεν βρίσκει το δρόμο για την επιστροφή, γιατί δεν ξέρει αν πέθανε.
    Και είναι γεγονός εξακριβωμένο. Γιατί όσοι έχουνε ζήσει στιγμές κλινικού θανάτου κι έχουν επανέλθει – και είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις – έχουνε βιώσει αυτό το φαινόμενο και το περιγράφουν. Μεταξύ μας είναι η Άννα που το είχε ζήσει αυτό μικρή. Είχε πέσει από μια κούνια στο χώμα κάτω και είδε όλα τα φαινόμενα αυτά που περιγράφουν οι παραδόσεις και μας τα είχε περιγράψει.
    Το θέμα έχει ερευνηθεί επιστημονικά αρκετά. Παρ' όλα αυτά, κάποιοι επιστήμονες – και έχει γυριστεί και μία ταινία με το θέμα αυτό – προσπαθούν να προκαλέσουν ηθελημένα κλινικό θάνατο, έχοντας υπ' όψη να επαναφέρουν τη ζωή μέσα στα λεπτά που επιτρέπεται, ώστε να μη γίνουν καταστροφές στον εγκέφαλο. Στόχος τους είναι να μελετήσουν τι συμβαίνει σε αυτή την περίοδο. Και βέβαια δεν χρειάζεται να φθάσουμε σε τέτοια ακραία σημεία, γιατί με τη μύηση στο θάνατο, με αυτό δηλαδή που κάνουμε εδώ, μπορούμε να ζήσουμε όλα αυτά τα φαινόμενα, χωρίς κανένα κίνδυνο.
    Ποιά είναι η χρησιμότητα αυτού του βιώματος; είναι φοβερά μεγάλη. Διότι έχει διαπιστωθεί από όλες τις παραδόσεις και από τα ιατρικά χρονικά οτι όταν το άτομο κλινικώς πεθάνει και δεν έχει μυηθεί στο θάνατο, δεν έχει τουλάχιστον πεθάνει μερικές φορές πριν πεθάνει, δεν έχει πεθάνει, δηλαδή, κατά τον τρόπο που περιγράψαμε χθες, μόλις το βιολογικό σώμα πάψει να λειτουργεί , το δεύτερο σώμα, το ψυχοδιανοητικό, ελευθερώνεται, σπάει η ασημένια σύνδεση – και είναι ορατή κατά την ώρα της τελευταίας εισπνοής - και το σώμα αυτό κινείται μέσα στο χώρο, εκεί όπου έχει προκληθεί ο θάνατος του ανθρώπου. Και είναι σίγουρο και είναι ελεγμένο επιστημονικά οτι, επειδή έχει όλα τα χαρακτηριστικά του πρώτου σώματος, βλέπει , ακούει, μετακινείται. Και το περίεργο είναι οτι βλέπει τον εαυτό του κάτω ακίνητο και δεν καταλαβαίνει. Δεν ξέρει, δηλαδή, οτι έχει πεθάνει. Και φαίνεται οτι το βίωμα δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Γι' αυτό και όλες οι νεκρώσιμες ακολουθίες, ειδικά της εσωτερικής θεολογίας στόχο έχουν να δηλώσουν στο δεύτερο σώμα οτι πραγματικά συνέβη θάνατος και πρέπει να αποχωρήσει.
    Όταν πέθανε ο παππούς όσοι από σας ήταν εκεί, με είδατε που πήγα στο κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος, άνοιξα το στόμα του, άνοιξα το δικό μου στόμα και κατά διαστήματα έκανα εισπνοές και εκπνοές. Και πήγαινα στη συνέχεια και διαλογιζόμουν μπροστά του. Στόχος ήταν να πληροφορήσουμε το δεύτερο σώμα της λεπτής ύλης, οτι συνέβηκε θάνατος και οτι πρέπει να πάρει το δρόμο του. Δεν ξέρω τι βαθμό ανάπτυξης είχε ο παππούς. Πρέπει να είχε μεγάλο βαθμό ανάπτυξης, γιατί όπως είδατε στη συνέχεια το σώμα του δεν σκλήρυνε καθόλου. Αυτό συμβαίνει στο Άγιο Όρος σε μερικούς γέροντες. Κι όπως μας είπαν και το λέει κι η επιστήμη αποδεικνύει τεράστια τάξη μέσα στο σώμα, τεράστια τάξη στην ψυχή, τεράστια τάξη στο νου. Αλλά εγώ, μη ξέροντας πόση ήταν η ανάπτυξη του παππού, ήμουν υποχρεωμένος να κάνω τα ελάχιστα αυτά πράγματα, για να τον πληροφορήσω οτι πέθανε και οτι θα έπρεπε να πάρει το δρόμο του.
    Εάν ο παππούς είχε μυηθεί, και μπορεί να είχε μυηθεί και δεν το ξέρω, δεν είχε ανάγκη από καμία εξωτερική βοήθεια.
    Όταν σκεπάζουν με ένα πανί τα μάτια του πεθαμένου, είναι γιατί συνεχίζει να βλέπει, ακόμα και το υλικό του σώμα. Γιατί για κάποιες ώρες οι περισσότερες από τις λειτουργίες τις σωματικές συνεχίζονται. Γι' αυτό καλύπτουν το πρόσωπο για να μη βλέπει.
    Το σώμα της λεπτής ύλης, λοιπόν, γυρίζει γύρω από το σώμα της πυκνής ύλης και δεν καταλαβαίνει τι συνέβηκε και είναι σαν χαμένο. Γι' αυτό πολλές φορές γελώντας οι μοναχοί, οι μυημένοι, το ονομάζουνε ηλίθιο γιατί φέρνεται σαν ηλίθιο. Δεν ξέρει, δεν καταλαβαίνει, πηγαινοέρχεται, προσπαθεί να μπει μέσα στο σώμα στο οποίο ανήκε, δεν τα καταφέρνει, μετά γυρίζει και μιλάει στους ανθρώπους που είναι δίπλα, χαμένο. Στις περιπτώσεις αυτές ξέρουμε οτι το σώμα το φυσικό έχει πεθάνει με αταξία και την έχει μεταβιβάσει και στο ψυχοδιανοητικό σώμα.
    Κι ας δούμε πώς δημιουργείται η αταξία στο βιολογικό σώμα και πώς μεταδίδεται στο ψυχοδιανοητικό και το μεταφυσικό. Κι ας δούμε, ακόμη, τί σχέση έχει η αταξία με τις επιθυμίες μας. Αλλά για να το αντιληφθούμε πληρέστερα, ας θυμηθούμε σύντομα όσα έχουμε ξαναπεί για τη γένεση, την κάθοδο και την άνοδο των επιθυμιών. Μια επιθυμία, λοιπόν, γεννιέται στο μεταφυσικό επίπεδο, κατεβαίνει στο ψυχοδιανοητικό κι από αυτό μεταβιβάζεται στο βιολογικό σώμα, όπου και εκφράζεται. Στο σεμινάριο για τον έρωτα που είχαμε κάνει πριν από λίγο καιρό είχαμε μιλήσει γι' αυτήν την κάθοδο. Είπαμε τότε οτι ο έρωτας κατεβαίνει από τον ουρανό, μπαίνει στο σώμα από το ενεργειακό κέντρο που βρίσκεται στο κεφάλι, περνά από τα άλλα κέντρα για να πάει στην κοιλιά, όπου είναι τα κέντρα τα υλικά. Και από κάτω πάλι ξαναφεύγει και ανεβαίνει πάνω για να εκτοξευθεί άλλη μια φορά στο εκδηλωμένο και άτυπο με το οποίο είμαστε συνδεδεμένοι. Οι επιθυμίες, λοιπόν, που γεννιούνται κατ' αυτό τον τρόπο και κατεβαίνουν στο φυσικό σώμα, μοιάζουν με κάποια μικροσυστήματα (globules) με ξεχωριστή οντότητα, ανεξάρτητα σχεδόν. Οπωσδήποτε, αν ικανοποιηθούν στο σώμα το βιολογικό, αυτομάτως λύνονται και στο σώμα το μεταφυσικό.
    Κατά το βαθμό που οι θυμοί, οι επιθυμίες, οι συγκρούσεις ή οποιαδήποτε άλλα αρνητικά συναισθήματα δεν έχουν εκδηλωθεί και δεν έχουν καταναλωθεί στο φυσικό σώμα, η αντιστοιχία τους έχει μείνει στο σώμα το ενεργειακό, και αυτό δεν μπορεί με τη σειρά του να διαλυθεί εύκολα. Εκτός του οτι δεν διαλύεται εύκολα, οι επιθυμίες αυτές, οι θυμοί αυτοί θέλουν να εκδηλωθούν και να καταναλωθούν, γιατί νιώθουν πως μόνο έτσι θα ελευθερωθεί και το δεύτερο σώμα. Συνεπώς, επειδή δεν έχουν καμία υλική βάση, προσπαθούν να ξαναπάρουν επαφή με το βιολογικό σώμα του ίδιου του ανθρώπου και εφ' όσον δεν το καταφέρνουν γιατί δεν κινείται καν, προσπαθούν να πάρουν επαφή με κάποια από τα πρόσωπα από το περιβάλλον του και κυρίως με πρόσωπα με τα οποία μοιάζουν ή είχαν σχετική επαφή, είχανε σύνδεσμο. Αυτό, όμως, πραγματικά δεν μπορεί να γίνει και συνεπώς τότε εμφανίζονται κάποιες δυσκολίες. Δηλαδή, επειδή δεν έχει συνείδηση θανάτου και δεν έχει ελευθερωθεί, δεν έχει αφυπνισθεί, η συνείδηση στο δεύτερο σώμα, μόνο τα εξωτερικά γεγονότα, ο προγραμματισμός του Σύμπαντος θα το τραβήξει, για να πάρει το δρόμο του και δεν θα πάει μόνο του.
    Η μύηση, ο θάνατος πριν από το θάνατο και όλες οι μυήσεις του θανάτου που γίνονταν ήδη στην Αρχαία Ελλάδα, κι ώς σήμερα, έχουν στόχο να αφυπνίσουν τη συνείδησή μας, και πρώτα από όλα να αφυπνίσουν τη βιολογική συνείδηση. Στη συνέχεια να αφυπνίσουν την ψυχοδιανοητική, την ενεργειακή συνείδηση και τρίτον να αφυπνίσουν την μεταφυσική συνείδηση. Έτσι, όταν συμβεί το φαινόμενο του θανάτου, θα ξέρει ο άνθρωπος τι έγινε και θα διευκολύνει το δρόμο του. Κι ακόμη, σε αυτή τη μύηση μαθαίνουμε ολόκληρα κείμενα απ' έξω, που τα επαναλαμβάνουμε ενόσω ζούμε, για να θυμόμαστε και να τα επαναλαμβάνουμε μετά θάνατο, για να μπορέσουμε να διευκολύνουμε τη ζωή προς τα πάνω. Αυτά όλα τα έχουν διαπιστώσει και τα μαρτυρούν οι Μεγάλες Παραδόσεις, οι αποκαλύψεις από ανθρώπους έκτακτους που τα έχουν βιώσει, οι επιστήμες και τα κλινικά γεγονότα του θανάτου που έχουμε μέχρι σήμερα.
    Με λίγα λόγια, στη μύηση αφυπνίζουμε τη συνείδηση μας. Τίποτε άλλο. Αφυπνίζουμε τη συνείδηση, ούτως ώστε όταν πεθάνουμε να ξέρουμε οτι πεθαίναμε. Να είμαστε μάρτυρες του θανάτου μας και να μπορούμε να διευκολύνουμε το δρόμο που πρέπει να πάρουμε, για να γυρίσουμε πίσω και να ελευθερώσουμε σιγά-σιγά το ένα σώμα μετά το άλλο. Αυτό το σκοπό έχει ο θάνατος πριν από το θάνατο. Είναι αφύπνιση της συνείδησης.
    Θα μου πείτε : μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούμε να αποκτήσουμε συνείδηση; Να ελευθερώσουμε, δηλαδή, τη συνείδησή μας, για να μπορέσουμε να φτάσουμε να βιώσουμε το θάνατο πριν από το θάνατο; Πρέπει, δηλαδή, να μυηθούμε ή πρέπει να έχουμε παρακολουθήσει κάποιο εργαστήριο; Θα ήταν άδικο, γιατί αυτό θα ανήκε στους λίγους, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα ή έχουν την τύχη να βρίσκονται σε επαφή με ανθρώπους μυημένους ή ανθρώπους οι οποίοι έχουν ήδη κάνει αυτό το δρόμο. Θα ήταν άδικο και αυτό δεν μου άρεσε ποτέ. Δεν είναι αλήθεια οτι γίνεται μόνο έτσι. Μπορεί να γίνεται μια ολόκληρη ζωή πάρα πολύ πιο εύκολα. Και γίνεται με τις αρετές, με τις καλές πράξεις. Όταν μοιραζόμαστε τα πράγματά μας. Όταν δίνουμε όχι από αυτά που μας περισσεύουν, αλλά από αυτά που είναι απαραίτητα για μας. Όταν τρέχουμε να βοηθήσουμε, μόλις νιώσουμε οτι κάποιος έχει ανάγκη. Όταν συμπάσχουμε με το πόνο των ανθρώπων και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι το βράδυ.
    Αυτές είναι οι αρετές, οι καλές πράξεις. Και μόνο η Χριστιανική Θρησκεία για τη γνώμη μου κι η Χριστιανική Παράδοση έβαλε όλο το βάρος στις καλές πράξεις και δεν χρησιμοποιεί καμιά από τις τεχνικές οι οποίες είναι πάμπολλες και οι οποίες είναι κι αυτές χρήσιμες. Μόνο η Χριστιανική Θρησκεία έβαλε το βάρος στην καθημερινή πράξη.
    Ένα από τα επόμενα βιβλία που θέλω να γράψω είναι ο "διαλογισμός πάνω στην καθημερινή πράξη". Ο διαλογισμός μέσα από την καθημερινή ζωή, χωρίς να χρειάζεται να κλειστούμε σε ένα εργαστήριο, χωρίς να χρειάζεται να πάμε στο βουνό, χωρίς να χρειάζεται να αναζητούμε ένα δάσκαλο, χωρίς να χρειάζεται να έχουμε έκτακτες συνθήκες. Για να έχουμε κι εμείς το δικαίωμα, που είναι το ελάχιστο δικαίωμα του ανθρώπου, να μπορούμε να είμαστε παρόντες στο θάνατό μας. Γιατί είναι σημαντικό να είναι κανείς παρών στο θάνατό του. Γιατί τότε είναι αθάνατος.
    Λέει ο Οδυσσέας στο Γέροντα (στο βιβλίο μου που σύντομα θα εκδοθεί).
        - Γέροντα ο άνθρωπος είναι θνητός, από ότι καταλαβαίνω.
        - Βέβαια.
        - Τότε τί μου λες, πως είναι αθάνατος ο άνθρωπος;
        - Σου είπα οτι γεννιέται θνητός.
        - Ε, αφού γεννιέται θνητός, δεν είναι θνητός;
        - Όχι, γεννιέται θνητός, αλλά μπορεί να γίνει αθάνατος.
    Και η φράση κλειδί είναι αυτή που λέει σαν απάντηση ο γέροντας στην ερώτηση του Οδυσσέα.
        - Και πως μπορεί να γίνει αθάνατος;
        - Με τις καθημερινές πράξεις γίνεται αθάνατος.
    Και τι συμβαίνει όταν γινόμαστε αθάνατοι;
    Όταν γινόμαστε αθάνατοι, αφυπνίζεται η συνείδηση αυτή. Και όταν αφυπνιστεί και είναι ενεργητική και μπορούμε να παρακολουθήσουμε το θάνατο σε όλες τις βαθμίδες, μέχρι που να ενταχθούμε στο απόλυτο, στο μη εκδηλωμένο, τότε ο άνθρωπος παραμένει αθάνατος γιατί παραμένει πρόσωπο. Η συνείδηση του, δηλαδή, εντάσσεται μέσα στην κοσμική συνείδηση, γίνεται ένα με αυτήν, χωρίς να χάσει ο ίδιος αυτό που είναι. Παραμένει πρόσωπο και γι' αυτό γίνεται αθάνατος.
    Εάν δεν έχουμε κάνει αυτή τη δουλειά, πεθαίνουμε και ανακυκλωνόμαστε. Όπως το σώμα μας ανακυκλώνεται, όπως το ενεργειακό μας σώμα ανακυκλώνεται και η συνείδησή μας ανακυκλώνεται και χανόμαστε σαν πρόσωπα.
    Είναι σημαντικό να γίνουμε αθάνατοι;
    Είναι σημαντικό, όχι όμως για μας, αλλά γιατί, όπως λέγαμε, ο Θεός για να μας δώσει αυτή τη συνείδηση – είναι γιατί μας θέλει να συνεργαστούμε μαζί του, να είμαστε πλάι του. Και για αυτό λέγεται "εκ δεξιών του Πατρός". Μόνο όταν είμαστε πρόσωπα μπορούμε να συνεργαστούμε μαζί του. Και είναι πολύ σημαντικό να γίνουμε αθάνατοι. Αλλά, για να γίνουμε αθάνατοι, πρέπει να βιώσουμε το θάνατο πριν πεθάνουμε.

ΤΡΙΤΟ ΣΧΟΛΙΟ: ΚΑΙ ΠΑΛΙ Η ΤΕΧΝΙΚΗ
    Ας μιλήσουμε λίγο ακόμη για την τεχνική την απαραίτητη που θα σας βοηθήσει να οδηγηθείτε πιο γρήγορα στο ζητούμενο, που είναι η αναίρεση της αίσθησης του σώματος, με τις συνέπειες εκείνες που είπαμε χθες, για να μπορέσουμε να ελευθερωθούμε από αυτό το επίπεδο, να εμφανισθεί το δεύτερο σώμα καθαρό και να νιώσουμε αυτό το μεγάλο φαινόμενο, το μυστήριο του περάσματος από το φυσικό σώμα, από την πυκνή ύλη, στη λεπτή ύλη, που είναι και ο πρώτος θάνατος, όπως είπαμε.
    Περιττό να πούμε οτι τον πρώτο αυτό θάνατο λίγοι μπορούν να τον ζήσουν. Γιατί είναι αποτέλεσμα δουλειάς και πολύ περισσότερο αποτέλεσμα έρωτα. Γι' αυτό το θάνατο μιλάμε, αυτός μας ενδιαφέρει, γιατί για τον άλλο δεν έχουμε απόλυτα καμία εκλογή: θα τον ζήσουμε οπωσδήποτε. Μιλάμε για το θάνατο πριν από το θάνατο, που έχει σαν συνέπεια την ανάσταση, που σημαίνει άλλη μία φορά οτι όταν επανερχόμαστε, ο κόσμος είναι ο ίδιος κι είναι εντελώς διαφορετικός και δεν γίνεται ποτέ πια ο ίδιος. Είναι σαν το ασημένιο βουνό για το οποίο έχουμε μιλήσει πολλές φορές και που, όπως λέει το παραμύθι, ανεβαίνουμε την κορυφή του και ξανά βλέπουμε την ίδια πεταλούδα που είχαμε δει κάτω στους πρόποδες. Και διερωτόμαστε τι γίνεται και γιατί τόσος δρόμος. Είναι η ίδια πεταλούδα, είναι ο ίδιος κόσμος αλλά έχει γίνει άλλος κόσμος. Αυτό μόνο όταν το ζήσει κανείς μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει. Γι' αυτό το θάνατο μιλούμε. Και με αυτό το θάνατο, η συνείδηση που αποκτούμε μας κάνει να νιώθουμε πότε ο θάνατος προχωράει στα άλλα σώματα ενώ ζούμε, και να τον αποφύγουμε. Στο δεύτερο σώμα το ψυχολογικό και στο τρίτο, το μεταφυσικό σώμα. Και είναι θέμα άσκησης, επιμονής, θέλησης αλλά πολύ περισσότερο είναι θέμα έρωτα η αφύπνιση της συνείδησής μας. Δυστυχώς, έχουμε συγκεντρώσει την ερωτική λειτουργία μόνο στο σεξουαλικό και στο άλλο φύλο. Κι έτσι έχουμε δυσκολία να την εφαρμόσουμε εκεί όπου της ανήκει, γιατί είναι απαραίτητη παντού, όπου πραγματοποιείται μια ένωση. Και για το θάνατο αυτό χρειάζεται πολύς έρωτας και είναι ο έρωτας που αναφέρουν όλες οι παραδόσεις, "έρως θανάτου". Και δεν καταλαβαίνουμε οτι αυτός δεν είναι ο έρως του τελευταίου θανάτου. Είναι ο έρως αυτού του θανάτου, που πεθαίνουμε ενώ ζούμε.
    Το σεμινάριο αυτό, ο μαραθώνιος του καθιστού διαλογισμού, είναι από τα πιο βαριά σεμινάρια. Γιατί εκτός του οτι είναι ο μαραθώνιος της ακινησίας, είναι ταυτοχρόνως και ο μαραθώνιος της αυτορύθμισης του καθενός. Γιατί ο καθένας μένει ελεύθερος μόνος του, με ελάχιστες επεμβάσεις από έξω. Πρέπει να μείνετε μόνοι σας με τον εαυτό σας. Κατά την ώρα που προετοιμάζεστε να διαλογιστείτε, κατά το διαλογισμό, μετά το διαλογισμό, με ελάχιστες ενδείξεις από έξω για να αρχίζουμε όλοι μαζί και να τελειώνουμε όλοι μαζί. Κι ακόμα κι όταν εμφανίζονται φαινόμενα σαν αυτά που είδαμε προηγουμένως, πάλι δεν επεμβαίνουμε εμείς. Γιατί χρειάζεται να αυτορυθμισθούν και δεν βοηθάει καθόλου να ασχοληθείτε άλλοι από δίπλα. Και ακόμα φοβερότερο, τα μάτια σε όλη τη διάρκεια του σεμιναρίου είναι κλειστά, είναι εντελώς κλειστά. Δεν είναι σαν τα άλλα σεμινάρια όπου είναι μισάνοιχτα και που πρέπει να έχουμε επαφή και με την πραγματικότητα έξω από εμάς. Εδώ δεν έχουμε καμία επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα. Τα μάτια σας θα είναι εντελώς κλειστά. Μόνο όταν φθάνετε σε σημείο απελπισίας θα ανοίγετε λιγάκι τα μάτια και θα τα ξανακλείνετε. Πρέπει να βλέπετε μέσα σας. Μόνο μέσα σας.
    Πως θα αυτορυθμίζεται και θα ελέγχετε την κατάσταση, μόνοι σας; Σας δίνω μερικές ενδείξεις, - μερικές από αυτές ισχύουν από τον παλιότερο τρόπο που δουλεύαμε, κάποιες άλλες είναι καινούργιες και τις λέω με την σειρά. Εάν δεν τηρείτε την σειρά, σημαίνει ότι δεν θέλετε να κάνετε αυτό το σεμινάριο, γιατί δεν σας ενδιαφέρουν οι στόχοι του. Και αυτό είναι δικαίωμά σας και το σέβομαι. Όμως, στην περίπτωση αυτή, η παρουσία σας εδώ δεν κάνει καλό ούτε σε σας ούτε σε όσους θέλουν να παρακολουθήσουν το σεμινάριο. Γιατί, όταν πιέζετε τον εαυτό σας να μείνει εδώ, γεμίζετε με αρνητική ενέργεια ή αταξία το περιβάλλον. Και αυτή μας κουράζει όλους. Όσοι πάλι, αποφασίσετε να μείνετε, πρέπει να κάνετε τα ακόλουθα: μόλις δοθεί η εντολή οτι αρχίζουμε καθιστό μαραθώνιο διαλογισμού, το πρώτο πράγμα που κάνετε είναι να ελέγξετε αν το σώμα σας νιώθει καλά. Αυτό προϋποθέτει οτι έχετε κοιμηθεί αρκετά: ούτε πολύ ούτε λίγο. Ότι έχετε φάει αρκετά : ούτε πολύ ούτε λίγο. Οτι είστε ντυμένοι καλά και τίποτα δεν σας σφίγγει. Οτι έτσι όπως είναι το σώμα σας το αγαπάτε. Και θα διερωτηθείτε αν το αγαπάτε εκείνη την ώρα. Αν δεν το αγαπάτε, δεν θα προχωρήσετε ούτε βήμα. Αφού βεβαιωθούμε οτι αγαπάμε το σώμα μας, διαλέγουμε τη στάση εκείνη η οποία μας δίνει την περισσότερη άνεση για να μπορούμε να κάτσουμε ακίνητοι όσο είναι δυνατό περισσότερο. Και ξέρετε από προηγούμενα σεμινάρια τις τεχνικές, για να βρείτε την πιο κατάλληλη στάση, ούτως ώστε να μη δημιουργηθεί πρόβλημα σε πέντε ή σε δέκα λεπτά. Να είστε σίγουροι οτι αυτή είναι η στάση όπου το σώμα σας είναι στητό, χωρίς να χρειάζεται καμία μυϊκή προσπάθεια. Αφού το ελέγξετε και αυτό το δεύτερο σημείο, μπορείτε να προχωρήσετε στο τρίτο.
    Θα διερωτηθείτε, δηλαδή, αν έχετε σωματικά αισθήματα. Θα διερευνήσετε το σώμα σας από πάνω ώς κάτω, για να δείτε αν κάπου αισθάνεστε θλίψη ή θυμό και κάνετε και κάποιες σκέψεις. Λόγου χάρη, μπορεί να σας ενοχλεί το πόδι σας κα να λυπάστε και να σκέφτεστε πόσο το έχετε κουράσει στη ζωή σας και γι' αυτό πονά. Ή ακόμη, μπορεί να σκέφτεστε οτι εσείς δεν είστε τόσο γεροί όσο θα θέλατε και να συγκρίνεστε με κάποιους άλλους που έχουν μεγαλύτερη αντοχή κα να θυμώνετε γι'αυτό. Κι όσο θυμώνετε ή όσο λυπάστε, τόσο πιο έντονα νιώθετε τον πόνο σας.
    Όπως ξέρετε κι από προηγούμενα σεμινάρια διαλογισμού, χρειάζεται λίγη συγκέντρωση, για να εξαφανιστούν τα σωματικά αισθήματα που δεν έχουν πραγματική πηγή το σώμα και μαζί οι σκέψεις και τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτά.
    Κι έπειτα ή συγχρόνως, και το ξέρετε κι αυτό, θα εμφανιστούν σκέψεις και συναισθήματα που αφορούν στην καθημερινή μας ζωή του τελευταίου καιρού. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για αναβίωση τραυμάτων της παιδικής μας ηλικίας. Κι η τεχνική για να απαλλαγούμε κι από αυτά είναι να τα αφήνουμε να συμβαίνουν, χωρίς να συγκεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας πάνω τους, αλλά και χωρίς να τους αντιστεκόμαστε και να απαγορεύουμε την εμφάνισή τους. Και τότε, όπως έχουμε ξαναπεί, σαν σύννεφα, θα περάσουν και θα φύγουν μόνα τους. Και το ίδιο αεράκι που τα έφερε θα τα απομακρύνει, χωρίς καμιά δική μας προσπάθεια.
    Κι αφού με τη συγκέντρωση απαλλάξουμε το βιολογικό μας σώμα από πόνους – επιφαινόμενα και το ψυχοδιανοητικό μας σώμα από σκέψεις και συναισθήματα του ίδιου τύπου, πάντα με μέσο τη συγκέντρωση, περνούμε στην επόμενη φάση. Είναι, δηλαδή, τώρα η ώρα να βιώσουμε το γεγονός οτι το βιολογικό και ψυχοδιανοητικό μας σώμα είναι μόνο ΕΝΑ. Δύο-τρία λεπτά συγκέντρωσης είναι αρκετά για να επιτύχουμε, αφού πραγματικά τα δύο είναι ΕΝΑ και το έχουμε βιώσει αυτό πολλές φορές. Χρειάζεται, όμως, να γίνει ξανά τώρα, γιατί με τη σκέψη μας τα χωρίσαμε, καθώς προσπαθήσαμε να ελέγξουμε πρώτα το ένα κι έπειτα το άλλο για να τα αδειάσουμε από τα επιφαινόμενα.
    Αφού, λοιπόν, τα ενώσουμε ξανά, είμαστε πια έτοιμοι να έρθουμε σε επαφή με το τρίτο σώμα μας, το μεταφυσικό. Αυτός είναι, άλλωστε ο στόχος του Μαραθώνιου του διαλογισμού της ακινησίας. Η βιωματική γνωριμία του τρίτου σώματος, του μεταφυσικού, που ελευθερωμένο από τα δύο σώματα, θα σας δείξει μόνο του τι περιέχει. Και πρέπει να περιέχει τα τρία όργανά του. Και μη σας φαίνεται παράξενο όταν λέω οτι η αγάπη, η ελπίδα και η πίστη είναι τα τρία όργανα του τρίτου σώματος, όπως είναι η καρδιά, το στομάχι και οι πνεύμονες, όργανα του υλικού σώματος. Είναι τα τρία του όργανα. Και ελευθερωμένοι από τα δύο άλλα σώματα, εύκολα έχουμε πρόσβαση σε αυτό το πεδίο το μεταφυσικό. Και πρέπει να διερωτηθούμε τι νιώθουμε σε σχέση με αυτό που πάμε να κάνουμε. Ελπίζουμε τίποτα; Αγαπάμε; Πιστεύουμε; Εάν δεν υπάρχει τίποτα από αυτά, δεν θα προχωρήσει το βίωμα και δεν θα οδηγήσει πουθενά ο διαλογισμός. Πρέπει, δηλαδή, αυτό το οποίο ετοιμαζόμαστε να νιώσουμε, που είναι η ακύρωση, η αναίρεση του σώματος του βιολογικού, για να περάσουμε στα σώματα τα παραπάνω, να το επιθυμούμε σαν ερωτευμένοι. Πρέπει να το αγαπάμε, πρέπει να πιστεύουμε οτι μπορεί να γίνει, να πιστεύουμε οτι εμείς θα το κάνουμε και πρέπει να ελπίζουμε οτι ότι και να συμβεί, ακόμη κι αν δεν το πετύχω τώρα, θα το πετύχω σε δέκα λεπτά. Όταν αισθανόμαστε αγάπη, πίστη κι ελπίδα, τότε μπορούμε να αρχίσουμε το διαλογισμό.
    Πριν όμως αρχίσουμε, ενώνουμε ξανά τα τρία σώματα σε ένα. Γιατί μέχρι τώρα, δουλεύοντάς τα το καθένα χωριστά, μπορεί να μας μείνει έστω και αμυδρά η εντύπωση οτι είναι τρία ξεχωριστά πράγματα. Συγκεντρωνόμαστε, λοιπόν, άλλη μία φορά και βιώνουμε το γεγονός οτι και τα τρία είναι μόνο ΕΝΑ.
    Και είναι οι φάσεις της προετοιμασίας για το διαλογισμό μια δουλειά που πρέπει να γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο που ένας πιλότος πριν απογειώσει το αεροπλάνο έχει τον πίνακα ελέγχου και ελέγχει ένα ένα κάθε μέρος, κάθε μηχάνημα του αεροπλάνου αν λειτουργεί καλά. Ακριβώς το ίδιο πράγμα κάνετε όταν μπείτε στο αυτοκίνητό σας και κοιτάζετε αν έχει βενζίνη, αν οι μπαταρίες είναι γεμάτες, αν οι πόρτες είναι κλειστές, για να μπορείτε να ξεκινήσετε. Κοιτάζετε, λοιπόν, στον πίνακα ελέγχου σας, αν όσα ανέφερα υπάρχουν σαν προϋποθέσεις. Αν δεν υπάρχουν σαν προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Θα κάνετε ένα διαλογισμό, πολλές φορές αρκετά καλό, αλλά δεν θα φθάσουμε σε αυτό που θέλουμε. Να χάσουμε δηλαδή, έστω και για μια στιγμή, την αίσθηση του σώματός μας.
    Μετά τον τελικό έλεγχο, κλείνουμε τα μάτια και ρυθμίζουμε την αναπνοή μας. Αρχίζετε με βαθιές αναπνοές, καθολικές αναπνοές, που είναι λαρυγγικές και θωρακικές και διαφραγματικές, από το λάρυγγα περνά ο αέρας και φουσκώνει το θώρακα και μετά φουσκώνει η κοιλιά, αφού το διάφραγμα πιεσθεί από τον αέρα προς τα κάτω. Η εισπνοή, δηλαδή, θα αρχίζει από πάνω και θα γεμίζει ώς κάτω, ενώ με την εκπνοή θα αδειάζει ο αέρας , από κάτω προς τα πάνω. Και θα το προσέξετε πολύ καλά αυτό. Διότι όλη η δουλειά θα γίνει με την αναπνοή, δεν γίνεται με την προετοιμασία. Η προετοιμασία μας προσφέρει τις συνθήκες, για να μπορέσει να λειτουργήσει η αναπνοή. Όμως, όλα γίνονται με την αναπνοή. Στην αρχή οι εισπνοές και οι εκπνοές θα γίνονται από τη μύτη. Τρεις-τέσσερις φορές και αργό ρυθμό. Μετά θα ακολουθήσουν οι ίδιες αναπνοές από το στόμα. Εισπνοή-εκπνοή. Τρεις-τέσσερις φορές. Μετά θα κάνετε άλλες τρεις-τέσσερις, βαθιές αναπνοές που η εισπνοή θα γίνεται από τη μύτη και η εκπνοή από το στόμα. Τρίτες αναπνοές εισπνοή από τη μύτη, εκπνοή από το στόμα.
    Αφού νιώσετε οτι έχει τοποθετηθεί όλο το αναπνευστικό σύστημα και ταυτοχρόνως έχει οξυγονωθεί το σώμα και αισθάνεστε άνετα, τότε θα αρχίσετε να χαμηλώνετε την ένταση και την έκταση της αναπνοής σας. Θα παίρνετε λιγότερο αέρα, όλο και λιγότερο. Και αυτό γιατί, όταν ξεκινάει από πάνω η αναπνοή τροφοδοτεί πρώτα τα κέντρα τα πάνω του κεφαλιού, στη συνέχεια τροφοδοτεί τα κέντρα της καρδιάς και του στομαχιού και όταν πάει στο βάθος τροφοδοτεί τα κέντρα της κοιλιάς που είναι τα υλικά κέντρα. Έχουμε υλικά κέντρα, ψυχικά κέντρα και διανοητικά κέντρα. Και τα τροφοδοτούμε όλα. Μια βαθιά καθολική αναπνοή τροφοδοτεί και τα τρία κέντρα, και θέτει σε κίνηση τα κάτω κέντρα που είναι τα υλικά. Μια ρηχή αναπνοή τροφοδοτεί το πάνω κέντρο, δεν προλαβαίνει να φτάσει ούτε καν στην καρδιά και δεν φτάνει καθόλου στην κοιλιά.
    Τί πετυχαίνουμε συνεπώς, με τις ρηχές αναπνοές; υπολειτουργεί το κάτω κέντρο που είναι το υλικό κέντρο, και το κέντρο της καρδιάς και υπερλειτουργούν μονάχα τα πάνω κέντρα, που είναι τα κέντρα του της ύλης που είναι κάτω εδώ στην κοιλιά. Ταυτοχρόνως μέσα στο αυτόνομο νευρικό σύστημα, το συμπαθητικό σύστημα μένει σε απραξία, υπολειτουργεί και μπαίνει σε πλήρη λειτουργία το παρασυμπαθητικό σύστημα. Κι όπως ξέρετε, το παρασυμπαθητικό σύστημα είναι το παθητικό σύστημα που επιτρέπει στο σώμα να αφήνεται, να εγκαταλείπεται.
    Το συμπαθητικό σύστημα είναι το αρσενικό αν θέλετε και το παρασυμπαθητικό είναι το θηλυκό σύστημα. Πρέπει να τροφοδοτήσουμε το θηλυκό αυτόνομο νευρικό σύστημα, διότι αυτό θα μας επιτρέψει να εγκαταλειφθούμε, και νιώθουμε πρώτα οτι αδειάζει η κοιλιά. Το αίσθημα που έχουμε όταν ο δρόμος πάει καλά, είναι οτι αρχίζουμε και αδειάζουμε από μέσα. Και αρχίζει και αδειάζει εδώ κάτω η κοιλιά , γιατί τροφοδοτείται με λιγότερο αέρα. Και το άδειασμα αυτό, το κενό , αρχίζει και ανεβαίνει προς τα πάνω, μέχρι το λαιμό, απλώνεται στα χέρια, κατεβαίνει στα πόδια. Το μόνο πράγμα που υπάρχει είναι το κεφάλι. Όχι, όμως, σαν υλικό μέρος του σώματος αλλά σαν νους, σαν συνείδηση, η οποία συνείδηση όταν φτάσουμε σε τέλεια "ακινητοποίηση" του σώματος, ελευθερώνεται. Ελευθερώνεται και βγαίνει έξω.
    Η συνείδηση του σώματος, που είναι ουσιαστικά το σώμα το λεπτό μπορεί να βγει έξω εύκολα. Δεν είναι ανάγκη να κάνομε πειράματα σαν τους γιατρούς ούτε να γίνουμε φακίρηδες, για να το βγάλουμε έξω. Βγαίνει πάρα πολύ εύκολα. Καμιά φορά, όταν είμαστε αφηρημένοι ή φοβισμένοι, πάλι βγαίνει κι εκείνη τη στιγμή βλέπουμε τον εαυτό μας από έξω. Και μας έχει συμβεί σε όλους οπωσδήποτε κάποιες φορές. Απλώς δεν το ξέρουμε το φαινόμενο, δεν το υπογραμμίσαμε και δεν το καταλάβαμε. Αυτή τη στιγμή αν την κρατήσουμε λίγο περισσότερο έχουμε φτάσει στο "θάνατο πριν από το θάνατο" του βιολογικού σώματος.
    Εάν σήμερα κατακτήσουμε αυτό το βίωμα, θα πούμε ποιά είναι η δουλειά μας παρακάτω.
    Στόχος λοιπόν, για σήμερα και για αύριο είναι να μπορέσετε να βγείτε από το σώμα σας το φυσικό και να βιώσετε την έξοδο του λεπτού σώματος από το πυκνό-υλικό σώμα. Έχει συμβεί πολλές φορές στο εξωτερικό, όπου κάνουμε αυτή τη δουλειά την ίδια πάντα. Ότι κάνουμε εδώ το κάνουμε κι έξω, όπου οι άνθρωποι μέσα σε συνθήκες εργαστηριακές έχουν βιώσει την έξοδο της συνείδησης από το σώμα και λένε οτι νιώθουν πως είναι μπροστά τους και τους βλέπει. Έχει γίνει μερικές φορές το εκπληκτικό φαινόμενο να αρχίσουν διάλογο με τη συνείδησή τους και να ακούμε το διάλογο του ενός με τον άλλο. Κι αυτό δεν είναι ούτε περίεργο ούτε θαύμα. Είναι μέσα στις προδιαγραφές τις φυσικές του ανθρώπου.
    Αυτός είναι ο θάνατος πριν από το θάνατο. Κι επειδή είναι φοβερά απειλητικό όταν αρχίζουμε να βγαίνουμε έξω από το σώμα μας, γι' αυτό χρειάζεται άσκηση για να μπορέσουμε να μείνουμε λίγο εκεί. Αλλά αυτά θα τα πούμε αύριο ή μεθαύριο.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΧΟΛΙΟ: Η ΜΥΗΣΗ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
    Μου ζητήσατε να μιλήσουμε για τα μυστήρια που χρησιμοποιούσαν ορισμένες παραδόσεις, για να μυήσουν τους ασκούμενους στο θάνατο. Το θέμα είναι πολύ μεγάλο και γι' αυτό μόνο πολύ συνοπτικά θα μιλήσουμε γι' αυτό, με στόχο να καταλάβουμε τι εννοούσαν, όταν πρότειναν στους ασκούμενους "να πεθάνουν πριν πεθάνουν". Θα δούμε ακόμη με ποιο τρόπο το πετύχαιναν και ποιές ήταν οι σημασίες πίσω από όσα έκαναν. Κι έτσι θα καταλάβουμε περίπου τι σχέση έχουν οι μυήσεις των παραδόσεων με την άσκηση που κάνουμε εδώ σε συνθήκες εργαστηριακές.
    Κατ' αρχήν, η μύηση είχε στόχο να μην ξεχνούν οι ασκούμενοι αυτό που διδάχθηκαν και να μεταβιβάζουν από γενιά σε γενιά τη γνώση οτι ο άνθρωπος είναι παραπάνω από αυτό που φαίνεται, είναι παραπάνω από ένα βιολογικό μηχάνημα που κάνει αυτά που είναι ορατά και οτι είναι πολύ σημαντικό να ξέρει οτι είναι πολύ περισσότερο.
    Εμμέσως, στόχος τους ήταν να νικήσουν το θάνατο. Αλλά όταν το λέμε αυτό δεν πρέπει να του δώσουμε τη σημασία που δίνουν σήμερα οι γιατροί, ας πούμε, ή οποιοσδήποτε άλλος από τον τεχνολογικό κόσμο το δικό μας. Δεν στόχευαν να τον νικήσουν το θάνατο. Σκοπός τους ήταν να καταλάβουν την πραγματική του σημασία και την πραγματική του λειτουργία. Ο θάνατος νικιέται με το να καταλάβουμε την πραγματική του λειτουργία, με το τι γίνεται όταν κάποιος πεθαίνει.
    Και θυμάμαι όταν πέθανε ο παππούς και μετά η γιαγιά που μου λέγανε στον Καναδά: "Δεν λυπάσαι που πέθανε ο πατέρας και η μητέρα σου"; Και απαντούσα : "Σαν άνθρωπος λυπάμαι". Αλλά γιατί να λυπηθώ εφόσον με το θάνατο μεγάλωσαν, έγιναν περισσότερο, αναπτύχθηκαν, δηλαδή; Είναι σαν από παιδιά να έγιναν νέοι, από νέοι να έγιναν ώριμοι, από ώριμοι να έγιναν γέροντες και από γέροντες πέθαναν και έγιναν ακόμη περισσότερο. Και σας ρωτώ, γιατί να λυπηθώ αφού έγιναν παραπάνω από ότι ήτανε;
    Κι αυτός ήταν ο στόχος της μύησης στο θάνατο. Να δείξουν στους ασκούμενους αυτό το "περισσότερο" και να διδάξουν τις αόρατες λειτουργίες του. Όμως, στις περισσότερες παραδόσεις η μύηση στο θάνατο πήγαινε μαζί με τη μύηση στον έρωτα. Η μύηση στον ένα συμβάδιζε και συμπλήρωνε τη μύηση στον άλλο. Κι ίσως σας φαίνεται σαν να είναι ο έρωτας αντίθετος από το θάνατο. Έτσι θα το έβλεπα κι εγώ, αν σαν εθνολόγος δεν είχα ασχοληθεί με τη μύηση γενικά και σε πολλές παραδόσεις. Όμως, εξαιτίας των ερευνών μου πάνω στο θέμα των μυστηρίων και της μύησης, μπορώ να σας πω υπεύθυνα οτι και στον έρωτα και στο θάνατο γίνονται ακριβώς οι ίδιες λειτουργίες, που έχουν σαν αποτέλεσμα να γινόμαστε "περισσότερο". Και νομίζω οτι στο σεμινάριο που κάναμε πριν από λίγο καιρό με θέμα τον έρωτα είδαμε πώς ο άνθρωπος γίνεται "περισσότερο".     Η μύηση, λοιπόν, στόχο έχει να μας διδάξει οτι είμαστε "περισσότερο" από αυτό που φαίνεται. Και η διδασκαλία γίνεται βιωματικά. Να μας κάνει να το δούμε οτι είμαστε περισσότερο από το σώμα μας. Οτι δεν περιοριζόμαστε στο σώμα μας. Κι οτι η απαλλαγή μας από το σώμα είναι ένδειξη ανάπτυξης και τίποτε άλλο.
    Με ποιό τρόπο μπορούμε να βιώσουμε το θάνατο; Στην Αρχαία Αίγυπτο πριν από 5000 χρόνια που είναι γνωστή η παράδοση αυτή και έχουμε στοιχεία , αλλά και στην Ασία, παντού μιλούσαν για την ψυχή. Η λέξη ψυχή υπήρχε σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς και πάντα μιλούσαν για τη σωτηρία της ψυχής.
    Και τι εννοούσαν οι Αιγύπτιοι όταν μιλούσαν για την ψυχή; Έλεγαν οτι η ψυχή προς το παρόν είναι σαν εξόριστη και κατοικεί στο σώμα μας το υλικό. Κι οτι κάποια στιγμή, όταν πληρωθεί ο χρόνος, ελευθερώνεται από το σώμα το υλικό και ξαναγυρίζει στο σπίτι της, που είναι το σώμα μας το πνευματικό. Δηλαδή, η ψυχή έφευγε από την ύλη για να πάει στο πνεύμα.
    Ο ίδιος ο μύθος υπήρχε από όσο υπάρχουν άνθρωποι. Ο άνθρωπος ένιωθε διαισθητικά, οτι με το θάνατο κάτι που μπορούμε να το ονομάσουμε ψυχή φεύγει από την κατοικία του τη γήινη και πηγαίνει στην κατοικία του την ουράνια. Όμως παραδεχόντουσαν οτι το ταξίδι από το ένα στο άλλο είναι περίπλοκο- δεν είναι εύκολο, δεν είναι αυτόματο, δεν είναι ίσιος δρόμος-και γι' αυτό χρειάζεται οδηγό. Για να μπορέσει να γίνει το ταξίδι από το σώμα στο πνεύμα πρέπει η ψυχή να έχει ετοιμαστεί όσο ζει. Έπρεπε να μυηθεί, δηλαδή. Να μυηθεί για να ξέρει από ποιούς δρόμους θα περάσει, τι θα συναντήσει και πώς πρέπει να αντιδράσει, για να μπορέσει εκ του ασφαλούς να πάει στο σπίτι της, που είναι το πνεύμα.
    Το δεύτερο στοιχείο σε όλες τις παραδόσεις είναι οτι το σώμα παρομοιάζεται με το σκοτάδι, θεωρείται αταξία, ενώ το πνεύμα πάντα συμβολίζεται με το φως, σαν τάξη, ουσιαστικά σαν τάξη. Πήγαινε, λοιπόν, η ψυχή από το σκοτάδι στο φως.
    Όλες οι παραδόσεις πιστεύουν κάτι που οι επιστήμες το έχουν πια διαπιστώσει, και το βλέπουμε κάθε μέρα όταν έχουμε μάτια και βλέπουμε. Κι αυτό είναι οτι ο άνθρωπος γύρω από το θάνατο ζει δύο πράγματα: πρώτα, πριν από το βιολογικό θάνατο ζει όλη του τη ζωή από την ημέρα που γεννήθηκε μέχρι τη στιγμή αυτή που τελειώνει η ζωή του. Ζει όλη αυτή την περίοδο σαν να είναι παρόν.
    Και θυμάμαι, οτι ενώ ο παππούς δεν είχε κανένα δείγμα οτι θα πεθάνει το ίδιο βράδυ, ήμουνα στο γραφείο στα Πατήσια και ο παππούς ντυμένος όπως ήτανε γιατί θα έφευγε να πάει στη γιαγιά, είχε σταθεί στο σαλόνι, μπρος σε έναν τοίχο, όπου έχουμε κρεμάσει φωτογραφίες του παππού, μερικές παλιές, πριν από το γάμο του, μερικές οικογενειακές, μέχρι τις φωτογραφίες από τη γιορτή για τα πενήντα χρόνια του γάμου του πριν δέκα χρόνια. Και μπήκε μέσα στο δωμάτιο, δεν είναι πως ήμουν στο γραφείο, δεν με πρόσεξε καθόλου και κοίταζε τα κάδρα. Και τα κοίταζε με ένα πολύ περίεργο τρόπο. Δεν έδωσα σημασία. Δεν υπήρχε, βλέπετε, κανένα δείγμα οτι θα πεθάνει το βράδυ. Προφανώς ζούσε εντονότατα όλη του τη ζωή και γι' αυτό πήγε στις φωτογραφίες , για να κινηθεί από αυτές.
    Σε όλες τις περιπτώσεις των ανθρώπων που συνοδεύουμε για το θάνατο, στην τελευταία φάση της ζωής τους πριν πεθάνουν, ξυπνάνε από τον ύπνο ή βρίσκονται σε όνειρο ξυπνητό και λένε "Περίεργο! Ξέρεις, ήμουνα στο χωριό μου, είχα την κατσίκα μας, είχα τη μάνα, είχα τον πατέρα". Ξαναζούνε ακριβώς όλες τις καταστάσεις, σαν να είναι εδώ και τώρα. Ελευθερώνονται οι μνήμες και ζούνε το παρελθόν τους, σαν να είναι εδώ και τώρα.
    Κι έπειτα, μόλις επέλθει ο βιολογικός θάνατος, φαίνεται οτι ζούνε κάποιο φαινόμενο αντίστοιχα, που είναι η ιστορία του Σύμπαντος από τη Δημιουργία του μέχρι το τέλος, το οποίο δεν έχει συμβεί ακόμη για μας. Αλλά εκείνοι βλέπουν ζωντανά μόλις επέλθει ο κλινικός θάνατος τη δημιουργία του Σύμπαντος και το τέλος του Σύμπαντος. Και φαίνεται οτι είναι φοβερό το θέαμα από ότι ξέρουμε και πάλι από μαρτυρίες και είναι δύο φαινόμενα που αγκαλιάζουνε το φαινόμενο του κλινικού θανάτου.
    Όταν πεθαίνει κάποιος μυημένος άνθρωπος, και έχω παρακολουθήσει τέτοιο θάνατο, ο μυημένος άνθρωπος με τους μαθητές του έχει συνεννοηθεί και δίνει σήματα για το τι συμβαίνει από την άλλη μεριά και περιγράφονται πάλι τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Ο άνθρωπος, βέβαια, είναι μυημένος με την έννοια οτι η συνείδηση του είναι πλήρης ακόμα κι όταν έχει περάσει από την άλλη μεριά. Και όσα αφορούν το Σύμπαν περιγράφονται και από τις επιστήμες κατά τον ίδιο τρόπο.
    Στις μυήσεις, στα μυστήρια του θανάτου, οδηγούμε τον ασκούμενο να βιώσει αυτά τα δύο φαινόμενα. Τον οδηγούνε να βιώσει όλη του τη ζωή από την αρχή ώς το τέλος και στη συνέχεια τον οδηγούνε να βιώσει τη δημιουργία του κόσμου από την αρχή μέχρι την καταστροφή του. Και είναι δυνατό αυτό, διότι αυτά είναι γραμμένα μέσα στα κύτταρά μας. Κι ακόμη, αφού όπως μας λένε οι επιστήμες, χρόνος δεν υπάρχει κι όλα είναι συγχρονικά, δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε μέση ή τέλος του Σύμπαντος. Κι αφού όλα όσα αφορούν στο Σύμπαν είναι γραμμένα στα κύτταρά μας, ότι βιώνουμε πριν και μετά το θάνατό μας είναι ΑΝΑΒΙΩΣΗ από τις μνήμες που είναι καταγραμμένες μέσα μας.
    Αλλά κι όσο ζούμε μπορούμε να αναβιώσουμε το φαινόμενο αυτό του θανάτου, αφού πάντα υπάρχει μέσα μας. Με τη μύηση, δηλαδή, ή με την άσκηση σε εργαστηριακές συνθήκες μπορούμε να ελευθερώσουμε τις μνήμες που έχουν καταγραφεί στα κύτταρά μας. Κι αυτές γίνονται εικόνες κι έτσι τις αντιλαμβανόμαστε και τις γνωρίζουμε συνειδητά. Αυτή τη λειτουργία οι παραδόσεις την ονομάζουν αφύπνιση. Κι είναι αυτός ο τρόπος που μας διδάσκει οτι είμαστε – περισσότερο από αυτό που φαίνεται. Κι είναι αυτός ο τρόπος που μας επιτρέπει, ενώ ακόμη ζούμε, να βιώσουμε εκείνα που έτσι κι αλλιώς θα συμβούν λίγο πριν κι αμέσως μετά το θάνατό μας.
    Κι είναι πολύ χρήσιμο αυτό για δύο λόγους: Αφενός αλλάζει η εικόνα που έχουμε για τη θέση μας μέσα στο Σύμπαν κι ανάμεσα στους συνανθρώπους μας και για την ευθύνη μιας απέναντι και στα δύο. Κι η ζωή μας, τότε, γίνεται καλύτερη. Αλλά και την ώρα του θανάτου μας η αφυπνισμένη συνείδηση θυμάται τις γνώσεις που απέκτησε με τις προηγούμενες βιώσεις του "θανάτου πριν από το θάνατο". Κι έτσι, ο δρόμος της ψυχής από το σώμα προς το πνεύμα, που, όπως μας λένε οι παραδόσεις από τον καιρό των αρχαίων Αιγυπτίων κι ώς σήμερα, είναι δύσκολος και περίπλοκος, διευκολύνεται.
    Κι όταν στο θάνατό μας αναβιώσουμε πρώτα την προσωπική μας ζωή κι έπειτα τη ζωή του Σύμπαντος, πάντα σύμφωνα με τις παραδόσεις, η ψυχή περνά από το σκοτάδι στο φως. Κι η συνάντησή της με το φως είναι κάτι το συγκλονιστικό.
    Οι επιστήμονες έχουν ασχοληθεί με το φαινόμενο αυτό από αφορμή το Άγιο Μανδήλιο, όπου έχει αποτυπωθεί το πρόσωπο του Χριστού και μας λένε οτι πρόκειται για φως που βγαίνει από μέσα από το σώμα και που, αν συναντήσει κάποια κατάλληλη επιφάνεια "φωτογραφίζει" πάνω της το σχήμα του ανθρώπου που η ψυχή του πάει να ενωθεί με το μεγάλο φως της κοσμικής συνείδησης.
    Οι γνώσεις μας γύρω από το θάνατο, τουλάχιστον αυτές που έχουν εξακριβωθεί και επιστημονικά, φθάνουν ώς εδώ. Θα ήθελα, όμως, να επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο θέμα. Και παίρνω σαν αφορμή μια φράση που χρησιμοποιούν οι Θιβετιανοί, όταν μιλούν για το ταξίδι της ψυχής από την ύλη στο πνεύμα. Το ταξίδι αυτό το ονομάζουν ενδιάμεσο δρόμο.
    Η λέξη "ενδιάμεσος" με έχει απασχολήσει πολύ. Σκέφτομαι, λοιπόν, οτι το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα, θεωρούνται από τις παραδόσεις τριάδα. Κι είναι η τριάδα αυτή από τα πιο ιερά σύμβολα των παραδόσεων. Σώζεται καταγραμμένη η μνεία της σε πέτρα εδώ και 5000 χρόνια. Κι από τότε έχουν αναρωτηθεί ποιός είναι ο ρόλος της ψυχής. Και η απάντηση είναι οτι επειδή το σώμα και το πνεύμα είναι φως και σκοτάδι, είναι αταξία και τάξη, χρειάζεται κάποιος ενδιάμεσος. Και το Σύμπαν έφτιαξε κάποιον ενδιάμεσο, που είναι η ψυχή, που περιέχει στοιχεία από το σώμα και από το πνεύμα.
    Εάν θυμηθούμε τον πίνακα που αρχίζει από το εκδηλωμένο και άτυπο στη λεπτή ύλη μέχρι που να φτάσει στην πυκνή ύλη, μπορούμε να πούμε οτι η ψυχή εντάσσεται μέσα στη λεπτή ύλη και αγγίζει προς τα πάνω το εκδηλωμένο και άτυπο. Περιέχει, δηλαδή, η ψυχή στοιχεία από το κάτω επίπεδο, την πυκνή ύλη και περιέχει επίσης στοιχεία από το εκδηλωμένο και άτυπο, αλλά κι από το καθαρό πνεύμα. Η ψυχή, λοιπόν, θεωρήθηκε από τις παραδόσεις πάντα σαν ένας ενδιάμεσος, σαν ένα γεφύρι που ενώνει το σώμα με το πνεύμα και είναι το μέσο που μας επιτρέπει να κάνουμε το ταξίδι.
    Η ψυχή, με άλλα λόγια, είναι ο διευκολυντής. Είναι αυτό που θα μας βοηθήσει να πάμε πάνω. Όμως, επειδή είναι λεπτή ύλη, είναι ευαίσθητη κι επειδή είναι ευαίσθητη μπορεί να κακοποιηθεί πολύ εύκολα. Γι' αυτό μιλούμε πάντα για τη σωτηρία της ψυχής μας. Όταν μας λένε οτι πρέπει να σώσουμε την ψυχή μας, ή να την κάνουμε καλό αγωγό, για να μπορέσει να μας ευκολύνει να περάσουμε πάνω στο πνεύμα, τόσο οι σύγχρονες παραδόσεις όσο κι ο Χριστιανισμός έχουν στόχο σωτηριολογικό.
    Και πως σώζουμε την ψυχή μας; Επειδή σε αυτήν συμμετέχουν κι η ύλη και το πνεύμα, η εργασία που κάνουμε τείνει στην αποπνευμάτωση της ύλης. Δηλαδή, βάζουμε στην ύλη τάξη. Και ξέρουμε οτι με το θάνατο δεν χάνεται η ύλη. Απλώς μπαίνει σε τάξη και γίνεται διάφανη κι όταν γίνει διάφανη φωτίζει και γίνεται, τέλος, ίδια με το φως του πνεύματος. Μοιάζει με το πνεύμα και εντάσσεται στο πνεύμα. Όταν, λοιπόν, βάζουμε τάξη στην ύλη, η τάξη αυτή μπαίνει μέσα από την ψυχή, με μέσο τις καλές πράξεις, τις αρετές. Και τότε το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα γίνεται ευκολότερο.
    Επιτρέψετέ μου εδώ μια παρένθεση. Στη Χριστιανική Μυστική Θεολογία ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδας.
    Κι όπως το εξηγούσε σε ένα βιβλίο του ο Λόσκι, καταπληκτικός Θεολόγος Της Χριστιανικής Μυστικής Θεολογίας, το μυστήριο της Αγίας Τριάδας που δεν το καταλαβαίνει ο ανθρώπινος νους, είναι το οτι το καθένα από τα τρία είναι ολόκληρα και τα τρία. Εν τούτοις το καθένα είναι μόνο του, χωριστό, διαφορετικό, από τα άλλα δύο. Τα τρία κάνουμε ένα, δεν είναι καθόλου τρία. Είναι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα που ενώνει τον πατέρα με τον Υιό.
    Η διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών είναι οτι οι Ορθόδοξοι πιστεύουν πως εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος γίνεται μόνο από τον Πατέρα, ενώ οι Καθολικοί λένε οτι μπορεί να γίνει και από τον Υιό. Θεωρητικά μπορεί να γίνει μόνο από τον Πατέρα, γιατί εφόσον αυτός δημιούργησε τον Υιό έχει δημιουργήσει και το ενδιάμεσο μεταξύ των δύο.
    Κι ας ξαναέρθουμε στο θέμα της σωτηρίας της ψυχής. Κι ας δούμε γιατί η προσπάθεια συγκεντρώνεται σε αυτήν. Η ερμηνεία είναι φανερή. Αφενός το σώμα είναι πυκνή ύλη και οι δυνατότητες αλλαγής του είναι πολύ λίγες. Είναι ήδη τυποποιημένο, είναι ήδη κατασκευασμένο, δεν μπορούμε να επέμβουμε δραστικά επάνω του και να το αλλάξουμε ριζικά. Στο Πνεύμα, πάλι, δεν έχουμε καμία πρόσβαση, γιατί είναι εντελώς έξω από το σύστημα αναφοράς το δικό μας. Συνεπώς μας μένει η ψυχή, η οποία είναι λεπτή ύλη κι επειδή είναι ύλη, έχουμε πρόσβαση σε αυτήν. Και γι' αυτό όλες οι παραδόσεις κι όλη η σωτηριολογική φιλολογία μιλούν για τη σωτηρία της. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο και από καθαρά επιστημονική ανθρωπολογική άποψη έχουν απόλυτα δίκιο. Γιατί είναι το μέρος του ανθρώπου και το μέρος του Σύμπαντος όπου έχομε πρόσβαση και το οποίο είναι ακόμα εύπλαστο, ώστε μπορεί ο άνθρωπος να επέμβει, να το αλλάξει, για να σωθεί.
    Σε όλες τις παραδόσεις η επέμβαση αυτή είναι μια άσκηση που στοχεύει πάντα στο να βάλουμε τάξη στο σώμα. Οι τεχνικές είναι πολλές και ποικίλες. Οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι έβαζαν τάξη στο σώμα με το συμβολικό χορό, με τη μουσική και χρησιμοποιούσαν πάρα πολύ τις αναπνοές. Και φαίνεται οτι η γιόγκα της αναπνοής που εξελίχθηκε στη συνέχεια στις Ινδίες είναι αιγυπτιακή τεχνική. Η άσκηση αυτή προϋποθέτει και καλή διατροφή και καλή καθημερινή ζωή. Κι εννοώ οτι είναι στα πλαίσια του μέτρου κατά τη φύση του.
    Εφόσον έβαζαν τάξη στην αρχή στο σώμα, στη συνέχεια οι δεύτερες ασκήσεις αφορούσαν στην ψυχή. Και η αιγυπτιακή τεχνική είναι από τις πιο δυνατές και τις πιο αποτελεσματικές για την άσκηση της ψυχής. Δούλευαν, λοιπόν, πρώτα το σώμα ύστερα την ψυχή και το αποτέλεσμα ήταν οτι μπορούσαν να περάσουν εύκολα στο πνεύμα.
    Οι Αιγύπτιοι πρώτοι μίλησαν για τα κέντρα ενέργειας και τα εντόπισαν στο ανθρώπινο σώμα. Και τα θεωρούσαν σημεία σύνδεσης μεταξύ σώματος και ψυχής, μεταξύ πρώτου και δεύτερου σώματος. Κι όταν σας μίλησα για τη λεπτή ασημένια κλωστή που φανερώνεται την τελευταία στιγμή, πριν επέλθει ο κλινικός θάνατος, ήδη οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν πει οτι αυτή ξεκινά από το μέτωπο και συνδέει το σώμα με το ενεργειακό σώμα και σπάει την τελευταία στιγμή. Προηγουμένως βλέπουμε άλλες κλωστές, οι οποίες συνδέουν τα κέντρα από το λαιμό, την κοιλιά, τη βουβωνική χώρα, να σπάνε μία μία. Και η τελευταία που μένει είναι αυτή που βγαίνει από το μέτωπο και φθάνει ως το ενεργειακό σώμα.
    Κι άλλες παραδόσεις λένε οτι τα κέντρα είναι η σύνδεση μεταξύ του σώματος και της ψυχής κι οτι είναι το μόνο μέρος που έχουμε πρόσβαση για να επέμβουμε στη ψυχή. Και γι' αυτό με διάφορες τεχνικές δουλεύουν πολύ με τα κέντρα ενέργειας.
    Επιστημονικά αυτό που ξέρουμε σήμερα είναι οτι τα κέντρα αυτά υπάρχουν, όπως υπάρχει κι έχει φωτογραφηθεί και το ενεργειακό μας σώμα. Κι έχει ακόμα διαπιστωθεί οτι η συνείδησή μας, το ενεργειακό σώμα βγαίνει από το βιολογικό μας σώμα. Κι ο ύπνος είναι αυτό: αποχωρεί η συνείδησή μας από το σώμα. Και μάλιστα λένε οτι η ξεκούραση που νιώθουμε οφείλεται στο οτι η συνείδησή μας πηγαίνει και ξαναεντάσσεται στο χώρο της καταγωγής της, τροφοδοτείται και επανέρχεται. Ίσως γι' αυτό οι παραδόσεις λένε, να μην ξυπνάμε απότομα, για να έχει χρόνο η συνείδηση να επιστρέψει και να ενταχθεί μέσα μας.
    Το να βγούμε από το σώμα μας είναι συνεπώς πολύ εύκολο. Το να έχουμε συνείδηση οτι βγαίνουμε από το σώμα μας είναι πάρα πολύ δύσκολο. Πάρα πολλές φορές λίγο πριν κοιμηθούμε, όταν είμαστε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, είναι σαν να βλέπουμε τον εαυτό μας πάνω στο κρεβάτι που κοιμάται και σαν να είμαστε εμείς, την ίδια στιγμή, λίγο πιο ψηλά. Είναι αδύνατο να μην το έχουμε νιώσει αυτό. Αλλά δεν ξέραμε οτι είναι φυσικό κι οτι κάτι σημαίνει. Δεν είναι πρόβλημα να βγούμε έξω από το σώμα. Το να μπορέσουμε να βγούμε, γιατί εμείς το θέλουμε, γιατί εμείς το επιθυμήσαμε, γιατί εμείς το ζητήσαμε, και για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τη συνείδηση στο ταξίδι της έξω από το σώμα είναι όλο το μυστήριο της μύησης στο θάνατο, κατά τις παραδόσεις. Όταν βγαίνει η συνείδηση έξω από το σώμα, τροφοδοτείται με ενέργεια, αναζωογονείται και ανασταίνεται. Και ουσιαστικά Ανάσταση είναι να πάει η ψυχή και να ενταχθεί στο πνεύμα.
    Καθαρά επιστημονικά, κάποιοι φυσικοί έκαναν έρευνες στο χώρο αυτό και κατέληξαν σε συμπεράσματα που επαληθεύουν όσα λένε οι παραδόσεις. Θα αναφερθώ ειδικά στον Charon, Γάλλο επιστήμονα με διεθνή αναγνώριση, που όταν τόλμησε να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα των ερευνών του και να συμφωνήσει με τις παραδόσεις τιμωρήθηκε σκληρά. Γιατί έχασε τη θέση του, σαν ερευνητής και τα απαραίτητα εργαστηριακά μέσα και κονδύλια. Γέροντας πια, ακόμη κι όταν θέλει να κάνει διαλέξεις για να μιλήσει για το πείραμα που τον οδήγησε στα συμπεράσματά του, βρίσκει τις "επίσημες" πόρτες κλειστές
    Το πείραμά του, λοιπόν, έγινε σε αυστηρά επιστημονικές, εργαστηριακές συνθήκες, με τεράστια κομπιούτερ στη διάθεσή του και σε συνεργασία με αστροφυσικούς. Ξεκίνησε από τα εξής γνωστά για την αστροφυσική στοιχεία. Ένα ουράνιο σώμα, σαν τον Ήλιο του δικού μας ηλιακού συστήματος, καθώς προχωρεί προς το τέλος της ζωής του, σταδιακά ψύχεται, συρρικνώνεται και βαραίνει. Υπολογίζεται οτι ο Ήλιος στην τελική του φάση δεν θα είναι μεγαλύτερος από ένα πορτοκάλι, αλλά θα έχει τεράστιο βάρος.
    Κι αν, όπως λένε, κάτι σαν σεντόνι περικλείει το χώρο του Σύμπαντος, ο Ήλιος ή όποιο ουράνιο σώμα "πεθαίνει", χτυπά πάνω σε αυτό το "σεντόνι", το τρυπά, πηγαίνει από την άλλη μεριά και δεν ξέουμε τι γίνεται μετά. Έτσι, άλλωστε, δημιουργούνται οι "μαύρες τρύπες" που τόσο απασχολούν τους αστροφυσικούς.
    Ο Charon, λοιπόν, με το πείραμά του, χρησιμοποιώντας τεχνικά μέσα και μαθηματικούς υπολογισμούς, παρακολούθησε ένα ουράνιο σώμα που πήγε από την άλλη μεριά του Σύμπαντος και διαπίστωσε οτι άρχισε να θερμαίνεται ξανά και να μεγαλώνει ο όγκος του. Και τότε διατύπωσε την υπόθεση οτι τελικά, αναγεννημένο, το ουράνιο σώμα ξαναμπαίνει στο Σύμπαν. Η υπόθεση αυτή του Charon φαίνεται οτι επαληθεύει τις παραδόσεις. Όμως, το μήνυμά του θεωρήθηκε επικίνδυνο, το πείραμα διακόπηκε κι εκείνος βρέθηκε έξω από το χώρο των επιστημονικών ερευνών. Κι ίσως αυτό να εξηγεί γιατί άλλοι επιστήμονες που φθάνουν σε ανάλογα συμπεράσματα ή υποθέσεις δεν τα δημοσιεύουν. Κι άλλοι τα συζητούν με ανθρώπους που μπορούν να τους εμπιστευθούν κι άλλοι τα γράφουν στα ημερολόγιά τους και γίνονται γνωστά μετά το θάνατό τους.
    Για να τελειώσουμε, θα ήθελα να αναφέρω ένα ακόμη στοχείο, που το βρίσκουμε σε πολλές παραδόσεις. Κι είναι η κάθοδος των ηρώων στον Άδη, ενώ ακόμη ζουν, κι η επιστροφή τους στη Γη. Στην Αρχαία Ελληνική μυθολογία ο Ηρακλής, ο Οδυσσέας κι άλλοι ήρωες επισκέφθηκαν για λίγο τον κόσμο των νεκρών. Είναι φανερό οτι σε αυτούς τους μύθους σώζονται μνήμες από την μύηση στο θάνατο. Κι είναι και σήμερα, σε πολλές παραδόσεις, μέρος της μύησης αυτό το βίωμα, το ξυπνητό όνειρο για να το ονομάσουμε με τον όρο της ψυχολογίας.
    Και λένε οι παραδόσεις οτι, για να μπορέσει ο ασκούμενος να κάνει το ταξίδι αυτό, πρέπει πρώτα και επί χρόνια, να υπηρετήσει πιστά ένα γέροντα. Έπειτα, πρέπει να απομακρυνθεί από αυτόν, για να κάνει το δικό του δρόμο. Και κάποια στιγμή θα νιώσει οτι πρέπει να γυρίσει πίσω, γιατί πλησιάζει ο καιρός να πεθάνει ο γέροντας ή να "κοιμηθεί", όπως λέμε στη δικιά μας παράδοση, κι επειδή ο ασκήμενος μαθητής ξέρει πολύ πριν κι εντελώς διαισθητικά οτι θα συμβεί ο θάνατος αυτός, γι' αυτό – σύμφωνα πάντα με τις παραδόσεις – πρέπει να προετοιμασθεί επί εννέα μήνες. Κι έπειτα πάει στο γέροντά του και μένει μαζί του-τον συνοδεύει ώς το τέλος. Και τότε, αν η χάρη το θελήσει, κι αν ο γέροντας το θελήσει, κι αν δει οτι ο μαθητής μπορεί να αντέξει το ταξίδι, τον παίρνει από το χέρι και τον οδηγεί στη χώρα του θανάτου, ως εκεί που επιτρέπεται. Τέλος ο γέροντας αποφασίζει πότε – σε ποιο σημείο -πρέπει ο μαθητής του να γυρίσει πίσω στην Γη, στη ζωή. Να αναστηθεί δηλαδή.
    Πολύ απλά, πολύ περιληπτικά αυτά είναι τα κοινά στοιχεία πολλών παραδόσεων, σε ότι αφορά στην μύηση στο "θάνατο πριν από το θάνατο" και στην ανάσταση. Κι είναι μία μύηση που χρειάζεται χρόνο και επαναλήψεις ώσπου να ολοκληρωθεί. Κι απαιτεί πίστη, ελπίδα κι αγάπη, για να μπορέσει ο άνθρωπος που είναι ζωντανός κι ανήκει στο κόσμο της ύλης, να πλησιάσει κι ίσως και κάποια απειροελάχιστη στιγμή, μέσα σε έκσταση, έκθαμβος, να θεαθεί το πνεύμα. Και σε όλα αυτά οδηγό έχει την ψύχη.
    Κι ασκείται και ετοιμάζεται με τις αρετές. Και τότε,

Ο θάνατος είναι
ταξίδι προς το αιώνιο φως
προς την αιώνια λεκάνη της ενέργειας,
από όπου γεννηθήκαμε,
όπου πάντα βρισκόμαστε
κι όπου ξαναγυρίζουμε,
με καθαρή συνείδηση,
με πλήρη επίγνωση,
με σαφή πρόθεση,
όταν έχουμε καταναλώσει
το πανηγύρι της ζωής.

Συνοδεία θανάτου
Σοφία Φώτεινα – Χατζηκοκόλη
Ολιστική Ψυχοθεραπεύτρια
στον Οργανισμό Κώστας Φωτεινός - Καφέ Σχολειό
Η συνοδεία θανάτου είναι η μεγάλη συνάντηση του «συνοδού» με αυτόν που έχει φτάσει κοντά στο πέρασμα από τον υλικό κόσμο στον αμιγώς πνευματικό κόσμο. Και χρειάζεται να ευχαριστήσει το δημιουργό του για το δώρο των εμπειριών εν ζωή. Είναι η επιβεβαίωση προς τον άνθρωπο που αλλάζει επίπεδο ότι θα βρισκόμαστε δίπλα του και δίπλα στην οικογένειά του όσο εκείνοι το χρειάζονται και το ζητούν.

Συχνά η φάση αυτή συνοδεύεται με φόβο και γι’ αυτό δουλεύουμε με τα πέντε στάδια του θανάτου κατά την Elizabeth Kübbler Ross (άρνηση και απομόνωση, οργή, παζάρεμα, κατάθλιψη, αποδοχή). Αφού βιώσουμε αυτά τα στάδια ερχόμαστε σε επαφή με το πνευματικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα, τότε ξεκινά η περίοδος της ωριμότητας που μοιάζει με την περίοδο αμέσως μετά τη γέννησή μας, με τη μόνη διαφορά ότι οι ποιότητες που είχαμε κοντά στη γέννηση δεν ήταν κερδισμένες συνειδητά. Ήταν δοσμένες, ήταν χάρις. Ενώ, σε αυτή τη τελική φάση, είναι αποτέλεσμα της διεύρυνσης της συνειδητότητάς μας. Έχουμε δουλέψει γι’ αυτό και το κερδίσαμε επαξίως. Και τότε καταλαβαίνουμε ότι η αλήθεια γύρω από τον θάνατο είναι ότι είναι ένα πέρασμα, μια μεταμόρφωση. Είναι σαν να απεκδυόμαστε το ρούχο που φορούσαμε μέχρι τώρα, είναι σαν την μεταμόρφωση της κάμπιας σε πεταλούδα.

Βιώνοντας την τελευταία φάση της ζωής μας, εάν τη ζήσουμε συνειδητά, κατανοούμε ότι δεν είναι σημαντικό το τι κάναμε, αυτό που μετράει είναι πώς το κάναμε και αυτό που έχει σημασία είναι αν έχουμε κάνει τα πάντα με αγάπη. Η ζωή μας είναι ένα διαρκές σχολείο όπου δίνουμε διαρκώς εξετάσεις. Μάθαμε; Αυτό έχει σημασία. Και όχι τα λάθη μας. Έτσι μπορούμε να συγχωρέσουμε τον εαυτό μας πρώτα και στη συνέχεια όλους τους άλλους.

Ο θάνατος έχει πολλά κοινά με τον έρωτα. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο έρωτας και ο θάνατος είναι ένα μεγάλο σχολείο που μαθαίνουμε να λέμε ΝΑΙ. Στη διάρκεια της ζωής μας το μαθαίνουμε όταν κάνουμε έρωτα ώστε να είμαστε έτοιμοι να πούμε το ΝΑΙ στο θάνατο. Αν έχουμε «εκπαιδευτεί» όσο ζούμε και απαλλαγούμε από το μύθο του πόνου και το μύθο της μοναξιάς γύρω από το θάνατο αυτό θα μας βοηθήσει να κάνουμε το δρόμο μας πολύ πιο εύκολα. Και τότε σε πλήρη συνείδηση βιώνουμε το πέρασμα που γίνεται χωρίς εσωτερικές ή εξωτερικές συγκρούσεις, με πλήρη αξιοπρέπεια. Και το περιβάλλον του αντιμετωπίζει αυτόν που «αναχωρεί» με σεβασμό. Δεν τον θεωρεί «φυτό», ούτε πώς τα έχει χαμένα, ούτε πώς βρίσκεται σε παραλήρημα. Αλλά όλα αυτά θα τα πούμε λεπτομερέστερα από κοντά.

Ο «συνοδός» θα σας επισκέπτεται στο χώρο σας ή στο νοσοκομείο και θα είναι στη διάθεση όλων των μελών της οικογένειας που θα ήθελαν να συμπαρασταθούν ουσιαστικά στον άνθρωπό τους.

Το παραμύθι του σύννεφου και της βροχής
Σοφία Φώτεινα – Χατζηκοκόλη
Ολιστική Ψυχοθεραπεύτρια
στον Οργανισμό Κώστας Φωτεινός - Καφέ Σχολειό
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σ'ένα δάσος μια κοπελιά που τ' ονομά της ήταν Ελπίδα.
Γιατί ζούσε γεμάτη ελπίδα για τον Ερχομό.
Περίμενε κάτι καινούργιο να συμβεί. Μα ένιωθε πως απ'αυτά που ήξερε δεν ήταν άλλο τίποτα να μάθει. Ήξερε πως μέσα στο δάσος μπορούσε να βρει τροφή όταν πεινούσε, νερό απ' το ποτάμι όταν διψούσε, έτριβε δύο πέτρες και άναβε φωτιά στα ξύλα για να ζεσταθεί.
Τ' αηδόνια ήταν πάντα κάπου τριγύρω όταν ήθελε να τραγουδήσει μαζί τους. Ήξερε πως όταν ερχόταν η βροχή και οι κεραυνοί θα'τρεχε μέσα στη σπηλιά της για να μη βραχεί.
Ήξερε όλα όσα ήθελε να ξέρει και στ'αλήθεια ζούσε καλά.
Όμως κάτι της έλειπε και την εμπόδιζε να τα γευτεί όλα αυτά μέχρι τη ρίζα τους.
Της έλειπε η ρίζα όλων αυτών των πραγμάτων. Ένα μικρό κομμάτι από το καθένα. Και κάθε τόσο το θυμόταν και όλο συννέφιαζε. Κι αυτό δεν την άφηνε να μεγαλώσει.
Κι έτσι αποφάσισε να χαρεί που ήταν μικρή. Κι άρχισε να βλέπει το δάσος από την αρχή.
Τώρα πεινώ - θα φάω.
Τώρα διψώ - θα πιω.
Τώρα κρυώνω - θ'ανάψω φωτιά.
Τώρα βρέχει - θα κρυφτώ στη σπηλιά μου.
Κι εκεί στη σπηλιά κοιτώντας τα σύννεφα ξανάζησε όλη τη ζωή στη βάση της.
Τα σύννεφα δεν είναι χώρια απ' τον αέρα, απ' το νερό, από τη γη.
Τα σύννεφα κινούνται απ' τον αέρα, φέρνουν το νερό που πέφτει στη γη. Η γη γεννάει τα δέντρα και αυτά τους καρπούς.
- Κι όταν ο αέρας φυσά στα φυλλώματα εγώ φοβάμαι. Κι όταν τσουγγρίζουν τα σύννεφα κάνουν τις αστραπές και τους κεραυνούς και φεύγω μακριά τους και κρύβομαι στη σπηλιά μου για να μη φοβάμαι και να μη βραχώ απ' τη βροχή. -
Κι όπως κοίταζε τα σύννεφα και τους μιλούσε, έγινε ένα μ' αυτά κι ανέβηκε και βγήκε απ' τη βροχή.
Κι όπως κοίταζε τα σύννεφα και τους μιλούσε, έγινε ένα μ'αυτά κι ανέβηκε και βγήκε απ'τη σπηλιά της.
Και τ' αγάπησε, γιατί ήταν κομμάτι του εαυτού της και ....και,και,και.
Ανακάλυψε το ΚΑΙ που το χρησιμοποιούσε όλη της τη ζωή.
Γιατί τα σύννεφα ήταν ΚΑΙ αέρας ΚΑΙ νερό ΚΑΙ αστραπή. Και βρίσκονταν ΚΑΙ στη γη ΚΑΙ στη θάλασσα και είναι ΚΑΙ μέσα στη φωτιά, όταν τη σβήνουν και είναι ΚΑΙ μέσα στη σπηλιά, αφού μπαίνουν μαζί της όταν κρύβεται για να μη βραχεί.
ΚΑΙ, η Ελπίδα έγινε όλες οι δυνάμεις του κόσμου μαζί.
ΚΑΙ ο κεραυνός ΚΑΙ η λιακάδα.
ΚΑΙ ο ήλιος ΚΑΙ το φεγγάρι.
ΚΑΙ η θάλασσα ΚΑΙ η στεριά.
ΚΑΙ ο αέρας ΚΑΙ η φωτιά.
Και η ομορφιά είναι στο ΚΑΙ. ΚΑΙ μεγάλωσε.

Το καφέ - σχολειό γεννιέται ή πως γκρεμίζεται ένας τοίχος
Από το βιβλίο του Κώστα Φωτεινού
"ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ"
(Α' τόμος) (Β' έκδοση)
Προσοχή! Όλα τα ιστορικά στοιχεία είναι ΣΙΓΟΥΡΑ ανακριβή! Γι' αυτό είναι αληθινά!

Έχω γυρίσει πίσω τόσες φορές. Θυμάμαι και ξαναθυμάμαι λεπτομέρειες. Δεν ξέρω πια τι είναι αληθινό και τι είναι δικό μου. Γυρίζω στην εποχή εκείνη από χαρά - βαθιά χαρά. Μου 'ρχονται εικόνες, κουβέντες, καταστάσεις. Όταν είμαι στο Μοντρεάλ και έχω την ευκαιρία, ξαναπηγαίνω στην οδό Σαιν-Ντενί κι επισκέπτομαι την πιτσαρία όπου είχαμε καθίσει. Θυμάμαι το τραπεζάκι μας. Είναι το τελευταίο αριστερά, στην άκρη του πεζοδρομίου. Κι είναι στρογγυλό.

Ήμασταν τρεις. Εγώ, ο Μπερνάρ - παλιός μου μαθητής και τώρα συνάδελφος στη Σχολή - και ο Χουάν - καθηγητής στη Βενεζουέλα, που έκανε το Master' s του μαζί μου. Παραγγείλαμε μια μεγάλη πίτσα. Καθώς περιμέναμε πίνοντας κόκα-κόλα, έβγαλα, όπως συνήθως, το στυλό μου και μουτζούρωνα το ατομικό μου χάρτινο τραπεζομάντιλο στο τραπέζι. Αναζητούσαμε το νέο θέμα για τις έρευνές μας. Η συζήτηση είχε φουντώσει. Και εγώ έγραψα με κεφαλαία καλλιγραφικά γράμματα τις λέξεις: Cafe Ecole.

Δεν ξέρω αν εγώ το 'γραψα ή γράφτηκε μόνο του. Ξέρω, όμως, πως όταν το είδαμε, και οι τρεις σωπάσαμε. Ίσως πέρασαν δευτερόλεπτα, ίσως πολύς χρόνος. Όταν συνήλθαμε, νιώσαμε ότι κάτι σημαντικό είχε γίνει. Ο φίλος μου ο Μπερνάρ, που αγάπαγα πολύ, πήρε το χάρτινο ατομικό μου τραπεζομάντιλο, ζήτησε να υπογράψουμε και οι τρεις, το δίπλωσε και μου το έδωσε. Ήρθε η πίτσα. Φάγαμε μιλώντας όπως πριν, μα.. νιώθαμε πως κάτι είχε αλλάξει πια. Το τραπεζομάντιλο αυτό υπάρχει στο αρχείο του εργαστηρίου Cafe Ecole, στη Σχολή μας.

Θέλω να σας μιλήσω γι' αυτά τα γεννητούρια. Μα δεν ξέρω τι είναι αλήθεια και τι κατασκευή. Όταν τα διηγούμαι στον εαυτό μου ή σε δικούς, αυτά που λέω είναι η ιδιωτική μου λογική. Τα γεγονότα, λοιπόν, ήταν έτσι ή τα κατασκεύασα εκ των υστέρων; Ή μήπως κατασκεύασα τα γεγονότα εκείνα - τα πρώτα - με την ιδιωτική μου λογική και γι' αυτό της μοιάζουν τόσο; Έχει πραγματικά σημασία;

Ο Χουάν τελείωσε το Master' s του και σε λίγους μήνες πήγε στη Βενεζουέλα, με υποσχέσεις αιώνιας πίστης και συνεργασίας. Έφυγε. Χωρίς ν' αφήσει ίχνη. Δεν μας έγραψε ποτέ. Χάθηκε. Τον θυμάμαι πολύ έντονα και με πολλή τρυφερότητα. Κι είμαι σίγουρος πως μας θυμάται και κείνος. Ήταν πολύ τρυφερός και τραγούδαγε λυπητερά, παίζοντας κιθάρα, το νοτιοαμερικάνικο τραγούδι "Guantanamera". Δεν μπορεί να μη συγκλονίστηκε από κείνη τη στιγμή που ζήσαμε οι τρεις. Ήταν και δικό του έργο.

Ο Μπερνάρ ήταν πραγματικός αδελφός. Τα πρώτα χρόνια του Καφέ - Σχολειού ήμασταν κοντά-κοντά. Μαζί στις χαρές, μαζί και στους φόβους. Σε λίγο στην ομάδα μας ήρθαν κι άλλοι: η Ρενέ, η Μανόν, η Ζιζέλ. Μα ο Μπερνάρ ήταν κάτι ξεχωριστό. Γάλλος δάσκαλος, μετανάστης παλιότερος από μένα, με πολλά ταλέντα κι όμορφη σκέψη. Και, το σπουδαιότερο για μένα, ήταν στην καρδιά μου.

Εκείνη η μέρα, η μέρα που πήγαμε οι τρεις να φάμε πίτσα στην Σαιν-Ντενί, ήταν μαγιάτικη. Κι ήταν το 1978. Ζεστή μέρα για τέτοια εποχή στο Μοντρεάλ. Είχαμε δουλέψει στη σχολή από το πρωί ως τις 3 μ.μ., χωρίς ανάσα. Μαζί με την υπόλοιπη ομάδα ερευνών τελειώναμε την έκθεση και μαζεύαμε όλα τα χαρτιά - έγγραφα, πίνακες - από μια έρευνα που είχε κρατήσει οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το θέμα μας ήταν τα "Ανοιχτά Συστήματα στην Εκπαίδευση" κι είχε βασιστεί πάνω σ' ένα μοντέλο που χρησιμοποιούσα από το 1965, τότε που δίδασκα στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Το μοντέλο αυτό, γνωστό με το όνομα "Μοντέλο Φωτεινός", είχε αρχίσει να ενδιαφέρει τον επιστημονικό κόσμο διεθνώς πριν έρθω στον Καναδά, το 1969.

Ο Αντρέ Μορέν, εκλεκτός συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο του Μοντρεάλ και ερευνητής και κείνος, μου είχε προτείνει να ξεκινήσουμε μια έρευνα με θέμα το μοντέλο μου και να ιδρύσουμε ένα εργαστήριο έρευνας για τα Ανοιχτά Συστήματα. Η περιπέτεια αυτή κράτησε από το 1970 ως το 1978. Τα συμπεράσματά μας είχαν δημοσιευθεί και τώρα φθάναμε στο τέλος. Ο Αντρέ είχε αποφασίσει ν' αρχίσει νέο σχέδιο έρευνας με θέμα τη "Λαϊκή Επιμόρφωση" κι εγώ είχα αρχίσει να μαγεύομαι από τη "Διευκόλυνση", σαν παιδαγωγική λειτουργία. Αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτήν. Ξέρετε γιατί;

Ακόμα κι ένα ανοιχτό σύστημα εκπαίδευσης, όπως το δικό μου μοντέλο, που στόχο του είχε να προτείνει μια δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία της διδασκαλίας και της μάθησης, δεν κατάφερνε να μεταπλάσσει σε δημοκρατικό βίωμα, σε δημοκρατική παιδαγωγική πράξη ένα αληθινό μάθημα. Η διαφορά, δηλαδή, από τη δημοκρατία που εξασφάλιζε το σύστημα, ως τη δημοκρατία που βιωνόταν στην παιδαγωγική πράξη ήταν αρκετά μεγάλη. Το γεγονός ότι η δημοκρατία που πραγματοποιείται σε ένα ανοιχτό παιδαγωγικό σύστημα είναι σημαντικά μεγαλύτερη από κείνη που πραγματοποιείται στο κλειστό-παραδοσιακό σύστημα δεν ήταν για μένα αρκετή και δεν μπορούσα να ησυχάσω.

Η ερώτηση που αναδυόταν από μέσα μου κι άρχιζε να με απασχολεί, ήταν η διαφορά η πρώτη ανάμεσα στο ανοιχτό σύστημα και την ίδια την παιδαγωγική πράξη, όσον αφορά στο βαθμό της δημοκρατίας. Κι ήταν για μένα μεγάλος ο βαθμός αυτός.

Η απάντηση είχε ήδη αρχίσει να αναδύεται μαζί με την ερώτηση. Έτσι γίνεται πάντα, όταν η ερώτηση είναι ουσιαστική. Κι έλεγε: "Όση δημοκρατία κι αν παρέχει, προτείνει και εξασφαλίζει ένα παιδαγωγικό σύστημα, ο βαθμός της βιωμένης, πραγματοποιημένης δημοκρατίας στην παιδαγωγική πράξη εξαρτάται πρώτα από όλα από την ικανότητα των ανθρώπων, μαθητών-δασκάλων, να την αναπλάσουν και να την επενδύσουν στη διδασκαλία και τη μάθηση". Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ζήσουν δημοκρατικά, έστω και αν το σύστημα το επέτρεπε.

Και έτσι κατέληξα στην πρώτη σειρά ερωτήσεων της επόμενης έρευνας. Ποιος είναι ο δημοκρατικός δάσκαλος-μαθητής; Ποιες είναι οι βασικές δημοκρατικές ικανότητες και πως μπορούμε να τις αναπτύξουμε; Το Καφέ-Σχολειό άρχισε να γεννιέται.

Κάλεσα τους συναδέλφους και τους φοιτητές που έκαναν μεταπτυχιακές σπουδές και πρότεινα όσοι ήθελαν να δουλέψουν μαζί μου στην έρευνά μου. Και στις πρώτες ήδη συζητήσεις της ομάδας που δημιουργήθηκε, άρχισε να διαγράφεται στο μυαλό μας το προσχέδιο. Όμως, έλειπε κάτι. Κάτι που με τυραννούσε. Κάτι το ουσιαστικό. Και ξεκαθάρισε στο δικό μου το μυαλό κείνο το μεσημέρι που πήγαμε για πίτσα με τον Μπερνάρ και τον Χουάν. Ξεκαθάρισε στις λέξεις Cafe Ecole που σχεδίασα στο ατομικό μου τραπεζομάντιλο. Και να τι είδα!

Μια έρευνα με θέμα τη δημοκρατία στην τάξη και την άσκηση των δασκάλων που θα την εγκαθιδρύσουν δεν θα μπορούσε να γίνει με μεθοδολογία πειραματική ποσοτική, που είναι από τη φύση της αυταρχική. Πρόκειται για ασύμβατο. Αλλά και η εκπαίδευση των δασκάλων σε μια δημοκρατική παιδαγωγική δεν μπορεί να γίνει με μια αυταρχική διδακτική, όπως αυτή που ακόμη επικρατεί στα σχολεία. Και πάλι πρόκειται για ασύμβατο. Οι λέξεις Cafe Ecole, Καφέ-Σχολειό, δήλωναν την ελεύθερη διδακτική και τη φαινομενολογική ποιοτική μέθοδο έρευνας που θα ακολουθούσαμε. Τότε ησύχασα.

Έτσι ονομάσαμε Cafe Ecole και το εργαστήριο έρευνας που ιδρύσαμε κείνη την ίδια χρονιά (1978), αλλά και τη μέθοδο εκπαίδευσης που θα χρησιμοποιούσαμε. Η λέξη Σχολειό μας υπενθύμιζε τα πλαίσια και τους στόχους που δίναμε στο όλο προσχέδιο μας και η λέξη Καφενείο μας υπενθύμιζε την ελευθερία, το δημοκρατικό τρόπο με τον οποίο έπρεπε να γίνουν όλα. Και μου άρεσε, γιατί ήταν προκλητικό ο όνομά μας. Σε ένα χώρο επιστημονικό, όπου όλα πρέπει να ονομάζονται με βαρύγδουπες, επίσημες λέξεις, εμείς χρησιμοποιούσαμε μη "σοβαρούς ορισμούς". Δεν είχα δίκιο που ήμουν πανευτυχής;

Χωρίσαμε για το καλοκαίρι με την απόφαση να σκεφθεί ο καθένας μας και να ετοιμάσει κάποια κείμενα σχετικά με την έρευνα και τη μέθοδο. Από το Σεπτέμβριο θα ξαναρχίζαμε συστηματική δουλειά. Οι συζητήσεις που έκανα εγώ προσωπικά στην Αθήνα με τη Μαρία, που πιστεύω πως είναι παιδαγωγός μεγάλης πείρας και αξίας, με διευκόλυναν να ξεκαθαρίσω ακόμα πιο πολύ τα πράγματα μέσα μου. Γύρισα πανέτοιμος.

Το Σεπτέμβριο του 1978 ανακοινώνω με έγγραφο στη Σχολή μας (των Επιστημών Αγωγής) την πρόθεσή μας να ιδρύσουμε νέο εργαστήριο, νέο πρόγραμμα και, επίσης, να δημιουργήσουμε νέα μέθοδο για την εκπαίδευση των δασκάλων. Τολμήσαμε, ακόμα, να αναγγείλουμε την πρώτη δημόσια επίδειξη για την ίδια ακαδημαϊκή χρονιά. Πολύ το κουράγιο μας - όσο και η τρέλα μας.

Γύρω από το τραπέζι των συζητήσεών μας βλέπω ακόμα μπρος μου τον Μπερνάρ, πρώτο και καλύτερο, τη Μανόν και τη Ρενέ, φοιτήτριες τότε, που είχαν κάνει maitrise μαζί μου και προχωρούσαν στο doctorat τους, το συνάδελφο Γκαμπριέλ Λαρόκ, φίλο καρδιακό, ωραίο επιστήμονα, τέως κοσμήτορα και ιδρυτή της Σχολής μας, και άλλους νεότερους φοιτητές μας. Πολλοί συνάδελφοι παρακολουθούσαν έκτακτα και συζητούσαν μαζί μας. Άρχισε να δημιουργείται γύρω μας μια δυναμική που είχα ξαναγνωρίσει όλες τις φορές που πρότεινα στη ζωή μου τολμηρά σχέδια: πολύ ενδιαφέρον και ενθάρρυνση, αλλά και φόβος για το καινούριο. Όσο προχωρούσε το προσχέδιο, τόσο αραίωνε ο κόσμος γύρω μας.

Στο τέλος Ιανουαρίου 1979 ήμασταν έτοιμοι για την πρώτη δημόσια επίδειξη. Σε έγγραφό μου στη διεύθυνση της Σχολής παρουσίασα τα αποτελέσματα από τις πειραματικές δοκιμές της μεθόδου και ζήτησα τα μέσα (αίθουσα, συνεργάτες κι ένα κονδύλι). Στην επίδειξη θα παρουσιάζαμε ένα διδακτικό κύκλο της μεθόδου με τη μορφή εντατικού σεμιναρίου, που θα διαρκούσε ένα Σαββατοκύριακο. Θα το παρακολουθούσαν εθελοντές καθηγητές και φοιτητές. Τα αποτελέσματα θα έκριναν την ποιότητα της δουλειάς μας.

Τότε έγραψα και το πρώτο επίσημο κείμενο του Καφέ - Σχολειού - το Μανιφέστο του, με τίτλο: "Το Καφέ - Σχολειό: Για μια συστημική απελευθέρωση της πράξης της μάθησης". Τολμώ να πω πως ήταν ένα όμορφο, δυνατό κείμενο, που καθρέφτιζε την πίστη και την αγάπη της πρώτης εκείνης ομάδας εργασίας. Το κείμενο, στην πρώτη του εκείνη έκδοση, βρίσκεται στο αρχείο του εργαστηρίου στο Μοντρεάλ.

Εκείνο τον καιρό διάβασα ένα ωραίο πρωτότυπο βιβλιαράκι, με σχέδια και κείμενο, του Ιόνα Φρίντμαν. Είχε πράσινο εξώφυλλο και τίτλο: Πως να ζούμε ανάμεσα στους άλλους, χωρίς να γίνουμε ούτε αφέντες ούτε σκλάβοι. Μιλούσε, φυσικά, για επικοινωνία. Πρότεινα να γίνει Το Πράσινο Βιβλίο του Καφέ - Σχολειού. "Λευκό Βιβλίο", ονομάζουμε συνήθως, την πρώτη περιγραφή ενός σχεδίου που προτείνεται για συζήτηση. "Πράσινο Βιβλίο" (ή με κάποιο άλλο χρώμα) ονομάζεται το σχέδιο αυτό στην τελική του μορφή. Το " Πράσινο Βιβλίο" - το γραφτό του Φρίντμαν - μας ακολουθούσε χρόνια σε όλες τις δημόσιες επιδείξεις μας. Είχαμε πάντα μια γωνιά "έκθεση" και μέσα στα άλλα παιδαγωγικά αντικείμενα αυτό είχε την πρώτη θέση.

Στις αρχές Φεβρουαρίου με κάλεσε ο κοσμήτορας της Σχολής, για να μου θυμίσει πόσο με αγαπούν και με εκτιμούν. Αλλά για τη δημόσια επίδειξη του νέου μας πειράματος, να περιμένουμε λίγο, είπε, για... οικονομικούς λόγους. Να, ώσπου να βρεθεί το κονδύλι. Με ρώτησε διακριτικά, γιατί ζητούσα μια άδεια αίθουσα με μαξιλάρια για να καθόμαστε χάμω, γιατί ήθελα καφετιέρα, αναψυκτικά, φρούτα και ντόνατς μέσα στην ίδια την αίθουσα διδασκαλίας, τι χρειαζόταν το ηχητικό σύστημα με τα μεγάφωνα και τι θα έκανα με τον ειδικό φωτισμό. Του απάντησα σε όλα. Έδειξε να καταλαβαίνει, αλλά... να περιμένω λίγο... ήταν θέμα οικονομικό!! Λυπόταν, είπε, που η Σχολή γινόταν αιτία να αργοπορήσει λίγο το σχέδιό μας.

Θυμάμαι ακόμα τις λέξεις που κύλαγαν από τα χείλια μου με μια ήπια σταθερότητα και βαθύ σεβασμό. Είπα: "Η Σχολή έχει παρασταθεί τόσο πολύ σε ότι κάνω δέκα χρόνια τώρα, ώστε μόνο ευχαριστώ μπορώ να πω. Μη λυπάστε, όμως, γιατί δεν θα αργοπορήσουμε τελικά. Την επίδειξη θα την κάνουμε αυτό το χειμώνα. Ήρθα μόνο να δω, αν θα την κάνουμε μαζί με τη Σχολή ή μόνοι μας. Μετά, θα έχουμε όλο τον καιρό να ξανασυζητήσουμε για τη συνέχεια. Αλλά κι αν δεν γίνεται αυτή τη φορά, δεν πειράζει. Έχουμε τόσες άλλες ευκαιρίες να είμαστε μαζί.

Θα ήταν τέλος Φεβρουαρίου όταν κάλεσα έναν καρδιακό φίλο και συνεργάτη από τα πρώτα χρόνια της δουλειάς μου στο Πανεπιστήμιο, τον Ζαν Γκαρνό. Γνωστός διεθνώς στην επιστημονική φωτογραφία, δούλεψε μαζί μου στον κινηματογράφο και κερδίσαμε μάλιστα - μαζί και με τη Ζαρμίν Τοροσιάν στο μοντάζ - το πρώτο βραβείο εκπαιδευτικής ταινίας στο φεστιβάλ του Τορόντο (μη ρωτάτε τη χρονιά, γιατί δεν θυμάμαι!!). Τον κάλεσα όμως τώρα, μαζί με τον Μπερνάρ, για άλλο θέμα. Κι οι δυο τους έχουν πολλές γνώσεις αρχιτεκτονικής, αφού είχαν χτίσει μόνοι τους τα σπίτια τους. Τους πήρα και κατεβήκαμε στον πρώτο όροφο ενός όμορφου τριώροφου σπιτιού που είχα αγοράσει πριν από μερικά χρόνια. Το χώρο αυτό τον χρησιμοποιούσα για προσωπικό μου γραφείο. Μεγάλο το σπίτι, ψηλοτάβανα, ευρύχωρα τα δωμάτια, μεγάλα τα παράθυρα, τεράστια η κουζίνα.

Οι φίλοι μου δεν καταλάβαιναν τι ήθελα. Τους πήγα σε δυο μεγάλα δωμάτια με ενδιάμεσο τοίχο και τους ανακοίνωσα: "Το πείραμα του Καφέ - Σχολειού θα γίνει εδώ. Σας ρωτώ: Μπορούμε να γκρεμίσουμε τον ενδιάμεσο τοίχο, χωρίς να γκρεμιστεί το σπίτι; Κι ακόμα, μπορούμε ν' ανοίξουμε περισσότερο την είσοδο στην κουζίνα;" "Γίνεται", μου απάντησαν πολύ φυσικά.

Ήταν αρχές Μαρτίου. Στις 9:00 το πρωί ήρθε ο Ζαν με τις δυο του κόρες, 15 και 13 ετών. Ήρθε κι ο Μπερνάρ με τη γυναίκα του, τη Ζιζέλ και το μικρό γιο τους, τον Βλαντιμίρ. Είχε κουβαλήσει κι ένα σακί με εργαλεία. Πίναμε καφέ, όταν από το διπλανό κατάστημα, μας έφεραν τρία δοκάρια κι άλλα υλικά.

Στις 11 αρχίσαμε το γκρέμισμα του τοίχου. Εγώ γκρέμιζα τοίχο πρώτη φορά στη ζωή μου. Πόσες φορές, ύστερα από χρόνια, κάθομαι σ' αυτόν τον ίδιο χώρο και βλέπω κείνη τη μέρα. Το σπίτι από τότε έχει αναπαλαιωθεί. Οι αρχιτέκτονες μου πρότειναν να ξαναχτίσουν τον τοίχο κι εγώ αρνήθηκα ευγενικά. "Όχι, όχι... είναι μια προσωπική, συναισθηματική υπόθεση".

Θυμάμαι ότι ήμασταν κάτασπροι από τους σοβάδες - άσπρα μαλλιά, πρόσωπα, βλέφαρα και γένια(είχαμε και οι τρεις άντρες γένια) - με τις κοπέλες στα ίδια χάλια, να γελάμε μέχρι λιποθυμίας και να γκρεμίζουμε χωρίς σταματημό.

Όμως, η μεγάλη αλήθεια έβγαινε από το μικρό Βλαντιμίρ. Στα ίδια χάλια κι αυτός, αν και μόλις τριών χρόνων, δούλευε μαζί μας, αλλά, κάπου - κάπου ερχόταν με το σφυρί στο χέρι, μας κοίταζε από κοντά και έσκαγε στα γέλια. Αργότερα, μας έκανε μια ζωγραφιά με χρώματα, που απεικόνισε τη μέρα εκείνη. Την είχαμε καδρώσει κι έμεινε κάποια χρόνια στο γραφείο. Τώρα βρίσκεται στο αρχείο μας, στο Μοντρεάλ. Μαζί κι οι φωτογραφίες που τραβήξαμε σε όλες τις φάσεις του γκρεμίσματος. Πρώτα ο τοίχος ολόκληρος. Ύστερα τα πρώτα χτυπήματα και κάποια στιγμή η πρώτη τρύπα!! Εκείνη την πρώτη τρύπα, μισό μέτρο διάμετρο, τη φωτογραφίσαμε. Όταν τη θυμάμαι, κλαίω. Είχε γίνει! Είχε γίνει!!

Από κει και πέρα... τι να πρωτοθυμηθώ... τα μαξιλάρια που φτιάξαμε, τα καλύμματα που έραψε η Ζιζέλ από παλιά υφάσματα, τα φλιτζάνια τα πήλινα που έφερε η Μανόν, την καφετιέρα για πενήντα άτομα που έφερε η Ρενέ, τα σταχτοδοχεία που κατασκευάσαμε, τη διακόσμηση, τους πίνακες που κρεμάσαμε στους τοίχους με τις οδηγίες για τα βιώματα και την ανάλυσή τους, τα κείμενα που δακτυλογραφήθηκαν και φωτοτυπήθηκαν, τις προσκλήσεις, τις αγγελίες στο Πανεπιστήμιο. Αχ, τι όμορφη, τι γλυκιά που είναι η ζωή! Η γλύκα της μου' χει συνέχεια γεμάτο το στόμα!!

Τι άλλο να πω; Έχω μπρος μου την πρόσκληση εκείνη. Λέει: "Πρώτο καναδικό πείραμα του Καφέ - Σχολειού. Θέμα, η διευκόλυνση ή ένας άλλος τρόπος να μαθαίνουμε. Χρόνος, τρία Σάββατα: 24 Μαρτίου, 31 Μαρτίου, 7 Απριλίου. Χώρος, Καφέ - Σχολειό, 367 οδός Edouard Charles, Μοντρεάλ". Και η προσφώνηση - που έγινε κλασική από τότε: "Καλώς να 'ρθετε για έναν καφέ. Μπορείτε να πάρετε μέρος ή να παρακολουθήσετε. Θα παίξουμε και θα κουβεντιάσουμε. Θα ζήσουμε και θα σκεφθούμε μαζί. Κι ίσως ανακαλύψουμε κάτι για μας, για τους άλλους, για τη ζωή, για την εκπαίδευση".

Και στο τέλος της σελίδας η ημερομηνία: Μάρτιος 1979. Το Καφέ - Σχολειό είχε γεννηθεί πια. Κείνα τα Σάββατα έβγαλε τις πρώτες φωνούλες του ή καλύτερα τα πρώτα γέλια του. Γιατί ήταν χαρά και γέλιο.

Τον ίδιο εκείνο χρόνο, τον Ιούνιο, στο Συνέδριο της Παιδαγωγικής Υπηρεσίας του Πανεπιστημίου, όπου 1.500 καθηγητές και 45.000 φοιτητές συζητούν και επιδεικνύουν τα σημαντικά της χρονιάς επιτεύγματα από παιδαγωγική άποψη, ήμασταν επίσημα καλεσμένοι, σε θέση πολύ τιμητική και με όλα τα μέσα που είχαμε ανάγκη. Στις τρεις μέρες που κράτησε το Συνέδριο, η ομάδα εργασίας είχε κάνει πάνω από 110 ιδιωτικές λογικές σε όσους ενδιαφερόντουσαν.

Ο τοίχος είχε γκρεμιστεί.

Αυτόν τον τοίχο, δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να τον φυλάξουμε στο αρχείο μας, στο Μοντρεάλ.

Οι κρίσεις στη ζωή μας
(Προσωπικές, κοινωνικές, οικονομικές κρίσεις και γεωλογικές αλλαγές μας οδηγούν σταθερά και αμετάκλητα στη διεύρυνση της συνείδησης)

Σοφία Φώτεινα – Χατζηκοκόλη
Ολιστική Ψυχοθεραπεύτρια
στον Οργανισμό Κώστας Φωτεινός - Καφέ Σχολειό
Ο δάσκαλός μας ο Κώστας Φωτεινός κάποια στιγμή μας είπε ότι στο βαθμό που δεν έχουμε βιώσει πλήρως τη φυσική αδυναμία με την οποία γεννιόμαστε, όταν είμαστε μωρά - να μην μπορούμε να ικανοποιήσουμε τις βασικές ανάγκες επιβίωσης- σε αυτό το βαθμό παθαίνουμε υπαρξιακές κρίσεις ζωής. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον επί της γης που γεννιέται τόσο αδύναμο. Όλα τα άλλα, το πουλαράκι, το κοτοπουλάκι, το αρνάκι, μόλις γεννιούνται όλα κάνουν από δυο, τρία βηματάκια και μετά από λίγο στέκουν και μπορούν να πάνε κοντά στη μάννα τους για να βυζάξουν και μπορούν να κάνουν μερικά βήματα πιο πέρα. Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον επί της γης που για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα εξαρτάται από τους γονείς του και έχει αυτήν τη φυσική αδυναμία.

Η φύση, ο Θεός, που με τόση σοφία έχει κάνει όλα τα δημιουργήματα, έκανε τον άνθρωπο αδύναμο. Δεν έγινε κατά τύχη αυτή η αδυναμία και γι’ αυτό πρέπει να την βιώσουμε. Στον βαθμό που δεν την βιώνουμε, φτάνουμε στη ζωή μας να κάνουμε κρίσεις, κρίσεις ζωής. Οι κρίσεις ζωής είναι οι στιγμές που λέμε: δεν αξίζω τίποτα, δεν μπορώ τίποτα, δεν είμαι τίποτα. Δεν έχω κάνει τίποτα στη ζωή μου, δεν με αγαπάει κανένας. Αυτό μας συμβαίνει διότι δεν ζήσαμε εκείνη την πρώτη, τη φυσική αδυναμία που είχαμε όταν γεννηθήκαμε.

Γιατί δεν την ζήσαμε; Γιατί οι γονείς μας, η κοινωνία μας ζητούσαν να είμαστε δυνατοί, να τα καταφέρνουμε. Το παιδάκι μας πάει να ντυθεί μόνο του και στραβοκουμπώνεται. Και πάμε εμείς και το διορθώνουμε. Τι του λέμε εκείνη την ώρα, ακόμα και χωρίς λόγια: «Δεν ξέρεις, είσαι μικρός, δεν είσαι εντάξει, εγώ ξέρω, έλα να σου δείξω.»

Τι θα πάθει το παιδάκι να πάει με στραβοκουμπωμένο παλτό στη γιαγιά του; Ή στο σχολείο; Ή να ψωνίσει; Τι θα γίνει; Όμως έχουμε μάθει ότι εμείς πρέπει να το διορθώνουμε. Πρέπει να του λέμε το σωστό, ίσως από φόβο ότι θα μας πουν κακούς γονείς. Δεν αφήνουμε δηλαδή να βιώσει το ίδιο το παιδί ότι κούμπωσε στραβά το παλτό του και να θελήσει με δική του απόφαση να το διορθώσει. Το μωρό από έξι μηνών - ξαναβλέπω το φαινόμενο και στην εγγονή μου που είναι οκτώ μηνών - θέλει να πιάνει το μπιμπερό του για να πιει μόνο του το γάλα. Και δεν πειράζει αν του φεύγει και το ψάχνει να το βρει και θυμώνει και στριγκλίζει. Εκείνο κάνει την προσπάθεια, το παίρνει και το ξαναβάζει στο στόμα του. Εμείς όμως αμέσως, τι κάνουμε; Προλαβαίνουμε να το πιάσουμε, να του το δώσουμε, λέμε: «το παιδί είναι μωρό, δεν ξέρει, δεν μπορεί .» και δεν το αφήνουμε να βιώσει τη φυσική αδυναμία. Επί πλέον του λέμε ότι δεν είναι καλό πράγμα η αδυναμία κι εγώ πρέπει να είμαι δίπλα του, να του δίνω το μπιμπερό. Βεβαίως, καλό είναι να μην φτάσουμε στην άλλη άκρη, στην αδιαφορία, γιατί και αυτή κάνει εξ’ ίσου κακό με την υπερπροστασία στην ανάπτυξη του παιδιού.

Έτσι λοιπόν, μεγαλώνουμε και αφού αναπτύξουμε το σώμα (το υλικό μας επίπεδο), στη συνέχεια αναπτύσσουμε το ψυχοδιανοητικό επίπεδο – πρώτα τη σκέψη και μετά το συναίσθημα- και στο τέλος για να ολοκληρωθούμε χρειάζεται να αναπτυχθεί και το πνευματικό μας επίπεδο. Αν δεν έχουμε βιώσει, λόγω της υπερπροστασίας των γονιών μας, τη φυσική αδυναμία την εποχή που την προβλέπει η φύση, τότε θα περάσουμε μια κρίση ζωής όταν ολοκληρωθεί η φάση της ανάπτυξης του σώματος, είτε όταν ολοκληρωθεί η φάση του ψυχοδιανοητικού μας επίπεδου κι αν δεν έχει συμβεί τότε, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η κρίση θα εμφανιστεί πριν ξεκινήσει να αναπτύσσεται ο άνθρωπος στο πνευματικό επίπεδο.

Δεν μπορούμε να περάσουμε στο πνευματικό επίπεδο αν δεν έχουμε βιώσει την αδυναμία και, επειδή στον πολιτισμό μας δεν την έχουμε βιώσει όταν είμαστε μωρά, βιώνουμε την αδυναμία με τέτοιες κρίσεις υπαρξιακές όπου λειτουργεί ο Υπαρξιακός Φόβος (μέθοδος Κώστα Φωτεινού βασισμένη στην Αντλεριανή Ψυχολογία).

Μιλήσαμε για τις κρίσεις που παθαίνει ο άνθρωπος. Πάμε τώρα να δούμε την οικονομική κρίση σήμερα, στην εποχή μας και τις ομοιότητες που έχει με τις προσωπικές κρίσεις.

Είχα διαβάσει μια μελέτη μιας ομάδας οικονομολόγων. Αυτοί στην έρευνά τους παρατήρησαν ότι γινόταν ένας κύκλος. Η οικονομία πήγαινε πάρα πολύ καλά, να οι ευκαιρίες, πολλές, και μετά σιγά-σιγά άρχισαν να δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα. Και να κλείνει αυτός ο κύκλος. Και μετά άντε πάλι. Ανέβαινε και ξανάκλεινε αυτός ο κύκλος. Παρατήρησαν, λοιπόν, ότι αυτός ο κύκλος επαναλαμβανόταν περίπου κάθε πενήντα χρόνια.

Αλλά τώρα αυτός ο κύκλος μικραίνει. Ο λόγος που γινόταν και γίνεται αυτό το ανέβασμα και το κατέβασμα, η ακμή και η παρακμή, έχει άμεση σχέση με τον νόμο των αντιθέτων που διέπει την ύλη. Δεν υπάρχει περίπτωση ένα οικονομικό καθεστώς, σε οποιοδήποτε οικονομικό σύστημα, να λειτουργεί χωρίς να παρατηρούνται αυτοί οι κύκλοι. Δεν μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά η ύλη. Έτσι κινείται η ύλη. Θα υπάρχουν τα πάνω, θα υπάρχουν και τα κάτω. Θα υπάρξει η επιτυχία, θα υπάρξει η αποτυχία. Αυτός ο κύκλος βρίσκεται σήμερα στο πιο χαμηλό σημείο του.

Εκτός από την οικονομία και τα προβλήματά της, παραδόσεις από διάφορους πολιτισμούς αλλά και η Αγία Γραφή προβλέπουν ότι μας περιμένει μια φάση μεγάλων αλλαγών και μάλιστα φάση μεγάλων γεωλογικών αλλαγών. Η Γη θα αλλάξει πάρα πολύ. Δηλαδή θα γίνουν σεισμοί, θα γίνουν πλημμύρες που ήδη έχουν αρχίσει να γίνονται, και πολλά άλλα γεωλογικά φαινόμενα, γιατί και η Γη αλλάζει επίπεδο συνείδησης. Ο πολιτισμός των ινδιάνων λέει ότι στις μέρες μας περνάμε μια φάση που τελειώνει «ο χειμώνας», και θα ξεκινήσει «η άνοιξη». Εκεί θα γίνουν μεγάλες αλλαγές.

Άλλωστε γνωρίζουμε ότι η Γη μας είχε κάποτε συγκεντρωμένη όλη την ξηρά και ονομαζόταν Παγγαία και αργότερα η ξηρά χωρίστηκε σε πέντε ηπείρους. Τώρα μοιάζει να τείνουν να ξαναενωθούν οι ήπειροι μεταξύ τους. Να πάλι το φαινόμενο του κύκλου. Αλλά και στο Σύμπαν το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και οι μεγάλοι επιστήμονες μιλούν για εισπνοή και εκπνοή του σύμπαντος. Και πάλι το φαινόμενο του κύκλου η αλλιώς το γιν-γιανγκ, που όταν γεμίσει το ένα γίνεται αμέσως το άλλο.

Ας γυρίσουμε πίσω στη Γη. Την άνοιξη έχουμε πλημμύρες αλλά και δέντρα που ανθίζουν. Εάν συνεχίσουμε να βλέπουμε την κατάσταση αυτή καθαρά υλιστικά, θα διαπιστώνουμε φθορά, καταστροφές, ανατροπές. Κρίσεις πάλι, που τις βιώνουμε γιατί έχουμε δεχτεί να παίξουμε το παιχνίδι που μας προτείνουν οι λεγόμενοι «δυνατοί» που για να φαινόμαστε πλούσιοι, κατέχοντες, δυνατοί δηλαδή, πρέπει να έχουμε δύο σπίτια, δύο τηλεοράσεις, δύο αυτοκίνητα. Και τώρα που τα λέμε ήδη έχει αλλάξει το μοντέλο και πρέπει να έχει ο καθένας στην οικογένεια τη δική του τηλεόραση, το δικό του αυτοκίνητο και σε λίγο ίσως το δικό του σπίτι. Και βέβαια να ζούμε σε μια μεγάλη πόλη για να είμαστε κοντά στον πολιτισμό, στα θέατρα και στους κινηματογράφους και, ανάθεμά μας, αν έχουμε χρόνο και χρήμα για να πάμε.

Συγχρόνως, παρουσιάζεται το φαινόμενο να εγκαταλείπουμε τη γη μας και να συγκεντρωνόμαστε σε μεγάλες πόλεις όπου ο καθένας μας έχει τη ζωή που είχε ένας βασιλιάς πριν από διακόσια χρόνια. Και η επαρχία έχει ερημώσει. Και όσο πιο μακριά από τη γη είμαστε, τόσο απομακρυνόμαστε από την έμφυτη σοφία το Βάθους μας. Μας τάζουν μια άλλη ποιότητα ζωής και για να καταφέρουν να θέλξουν μας προτείνουν και εμείς δεχόμαστε, σχέσεις εξάρτησης (κύρια μέσα από τη διατροφή, τη στέγη, την εργασία, τον δανεισμό) με αποτέλεσμα να αναπαράγονται σε κοινωνικό επίπεδο τα ίδια λάθη που έχουν γίνει μέσα στην οικογένεια με την ανατροφή των παιδιών.

Κάποιοι μιλάνε για το τέλος του κόσμου. Όμως δεν είναι το τέλος του κόσμου που έρχεται. Έρχεται μάλλον το τέλος αυτού του τρόπου ζωής, αυτού του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, του σχεδόν αμιγώς υλικού τρόπου αντίληψης. Τώρα μπαίνουμε σε μια φάση όπου θα βλέπουμε τα πράγματα από διαφορετική «σκοπιά». Η συνείδησή μας που έχει ήδη διευρυνθεί, θα αντιλαμβάνεται τον κόσμο όχι μόνο μέσα από τα τρία χαμηλότερα ενεργειακά κέντρα (chakras), αλλά κυρίως από το κέντρο της καρδιάς.

Και να δώσω ένα πολύ απλό παράδειγμα για το πώς θα εφαρμόζεται αυτό στην καθημερινή ζωή, για να μην φανεί θεωρητικό αυτό που λέω. Μέχρι τώρα ερωτευόμασταν τη γυναίκα μας επειδή είχε ξανθά μαλλιά ή τον άντρα μας επειδή είχε δυνατούς μυς. Αργότερα δε, θεωρούσαμε φθορά του χρόνου τα λευκά μαλλιά και το χαλαρωμένο σώμα και απογοητευόμασταν. Από δω και πέρα όταν θα έχει διευρυνθεί η συνείδησή μας, θα ερωτευόμαστε το σύντροφό μας κι αν έχει ξανθά μαλλιά ή δυνατούς μυς θα τα ερωτευόμαστε επειδή είμαστε ερωτευμένοι μαζί του. Κι αργότερα όταν τα μαλλιά του ασπρίσουν, θα ερωτευόμαστε τα άσπρα μαλλιά πάλι επειδή είμαστε ερωτευμένοι μαζί του. Έτσι δεν θα σταματάμε στα υλικά, στα εξωτερικά φαινόμενα παραπάνω από όσο χρειάζεται. Θα τα διαπιστώνουμε, θα τα ονομάζουμε, αλλά θα μας απασχολεί περισσότερο η ουσία.

Συνεπώς οι κρίσεις, είτε οικονομικές είτε γεωλογικές είτε κοινωνικές είτε προσωπικές, συμβαίνουν επειδή αλλάζουμε επίπεδο συνείδησης και ταυτόχρονα για να μας ωθήσουν να αλλάξουμε επίπεδο συνείδησης. Και όσο πιο μεγάλη αντίσταση προβάλλουμε στην αλλαγή τόσο περισσότερο θα υποφέρουμε.

Τι είναι διάλογος
Κώστας Φωτεινός
«Μεταφυσική Ανάπτυξη του Ανθρώπου» Τόμος Γ΄
Από το εργαστήριο ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΦΩΤΕΙΝΟΥ
Καλοκαίρι 1993.
Η δυναμική που αναπτύσσεται σε μια συζήτηση η οποία κτίζεται με ερώτηση και απάντηση, είναι μεγάλη. Ουσιαστικά, δεν πρέπει να έχουμε εντύπωση ότι ερχόμαστε εδώ για να ρωτήσουμε κι ότι κάποιος μας απαντά. Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι υπάρχει κάποιος που μπορεί να μας απαντήσει κι ότι εμείς είμαστε κάποιοι που μπορούμε να ρωτήσουμε. Πιστεύω, πάντως, ότι το να ρωτάμε είναι πολύ πιο δύσκολο από το να απαντάμε.

Όταν θέτουμε μια ερώτηση σωστά, είναι βέβαιο ότι περιέχει τα τρία τέταρτα της απάντησης. Χρειάζεται μόνο επαναπροσδιορισμός κι ανασχηματισμός της ερώτησης για να έχουμε απάντηση. Αλλά δεν το ξέρουμε αυτό. Συνήθως, νομίζουμε ότι είναι κάποιοι που ξέρουν και κάποιοι που δεν ξέρουν. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι χρειάζεται να μπορέσω να ξεχωρίσω πότε η ερώτηση αναβλύζει από μέσα μας κι έχει ανέβει από την κοιλιά μου και πότε ΄χει κατέβει από το μυαλό μου. Από το μυαλό μου κατεβαίνει η ερώτηση, όταν ξέρω τι θα σας πω,, το έχω σχηματίσει με λέξεις στο μυαλό μου και δίνω εντολή στο φωνητικό μου σύστημα να κάνει την εκφώνηση. Τις πιο πολλές φορές λειτουργούμε έτσι, και τότε, βέβαια, η ερώτηση είναι φτωχή, είναι περιορισμένη στις επίκτητες γνώσεις, επειδή οι γνώσεις οι επίκτητες, όσο πολλές κι αν είναι, είναι φτωχές. Στην περίπτωση, λοιπόν, που η ερώτηση κατεβαίνει από το μυαλό, η απάντηση δεν είναι μέσα στην ερώτηση και γι’ αυτό έχουμε την εντύπωση ότι αυτός που ρωτάει δεν ξέρει. Ή ότι αυτός που ρωτάει πρέπει να μάθει από την απάντηση κάποιου άλλου. Οι ερωτήσεις αυτές είναι λογικές. Και είναι φτωχές. Γι’ αυτό νομίζουμε ότι είναι μειονέκτημα να ρωτάμε. Και νοιώθουμε άσχημα. Κι από τις πολλές ερωτήσεις που κατεβαίνουν από το μυαλό, βλέπουμε ότι δεν καταλήγουμε πουθενά. Και είμαστε μπερδεμένοι, χαμένοι. Φθάνουμε σε υπαρξιακό αδιέξοδο και δεν καταλαβαίνουμε τίποτα. Και λέμε: «Τι στην ευχή. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Πριν καταλάβαινα και τώρα δεν καταλαβαίνω».

Οι ερωτήσεις οι ουσιαστικές, οι πραγματικές, που μας τίθενται, που μας επιβάλλονται στη ζωή μας κάποια στιγμή, έρχονται από το βάθος μας. Αυτές οι ερωτήσεις δεν κατεβαίνουν από το κεφάλι, ανεβαίνουν από την κοιλιά. Πώς ξέρουμε ότι ανεβαίνουν από την κοιλιά; Το ξέρουμε γιατί τις ακούμε ταυτοχρόνως κι εμείς την ώρα που τις θέτουμε. Δηλαδή, δημιουργείται υπαρξιακό βίωμα μέσα στα σπλάχνα, μέσα στο κέντρο που βρίσκεται πάνω από το κέντρο του σεξ. Στο ζωτικό κέντρο. Η δυναμική αναπτύσσεται και κάποια στιγμή τινάζεται πάνω περνώντας από τα άλλα κέντρα και φτάνει στη συνείδηση. Φτάνοντας στη συνείδηση, ταυτοχρόνως, αυτό το σκεπτικό, αυτή η ενέργεια σπρώχνει και το σύστημά μου το φωνητικό. Κι αναγκάζει τη γλώσσα να πάρει κάποιες θέσεις, τις χορδές να κάνουν κάποιες δονήσεις, το στόμα μου να πάρει κάποια σχήματα για να βγει η λέξη. Και η λέξη αυτή που βγαίνει από την κοιλιά, αρθρώνεται πολύ δύσκολα. Και γινόμαστε σαν τους δυσλεκτικούς.

Συχνά, εμποδίζουμε τον εαυτό μας να ακούσουμε την ερώτηση την ώρα που αναβλύζει από μέσα μας. Και λέμε: «Δεν έχει ξεκαθαρίσει το πράγμα στο κεφάλι μου ακόμα. Άσε να το σκεφτώ». Και δεν αφηνόμαστε να ακούσουμε την ερώτηση να βγαίνει αυθόρμητα. Όταν την αφήνουμε να βγει από την κοιλιά, ακούμε τις λέξεις να πέφτουν, σαν να έχουν βάρος. Πέφτουν κάτω και κάνουν έναν τεράστιο θόρυβο. Κι η κάθε λέξη έχει διάσταση. Η ίδια δε η ερώτηση πέφτει πάνω μας και μας πλακώνει. Όταν ελευθερωθούμε από τη λογική, όταν ελευθερωθούμε από τη συνείδηση του εγώ που μας περιορίζει, τη στιγμή που έρχεται αυτή η ερώτηση, έχουν γίνει τόσες διεργασίες μέσα μας, μέχρι να σχηματιστεί, ώστε η απάντηση περιέχεται μέσα της.

Είναι καταπληκτικό το συναίσθημα και πρέπει να το ζήσουμε κάποιες φορές:να ακούμε κι εμείς για πρώτη φορά αυτό που λέμε, όπως το ακούει και ο άλλος απέναντι μας. Τότε, εκπλησσόμαστε κι εμείς, όσο εκπλήσσεται κι εκείνος. Αυτή είναι η ερώτηση που περιμένουμε να βγει μέσα στο εργαστήριο των Διαλόγων. Κι αυτός είναι ο στόχος μας. Τον επαναλαμβάνω μήπως και κάποια στιγμή μας βγουν μερικές ερωτήσεις έτσι, χωρίς να το θέλουμε. Γιατί μόνο χωρίς να το θέλουμε μπορούν να βγουν. Και θέλω να μπορούμε να τις αναγνωρίζουμε. Για αυτές τις ερωτήσεις συναντιόμαστε εδώ και βέβαια, τότε δεν είναι καθόλου μειωτικό να σας ρωτήσω. Δεν με θεωρώ κατώτερο από σας, επειδή σας ρωτά. Κι ο άλλος που με ακούει απέναντι, με ακούει με σεβασμό και σοβαρότητα, γιατί ξέρει ότι αυτός που ρωτά, συγχρόνως δίνει και την απάντηση στην ερώτηση. Δίνει συγχρόνως μια πληροφορία. Αυτή πρέπει να είναι η λειτουργία της ερώτησης.

Μεγάλοι άνθρωποι – προφήτες ή μεγάλοι δάσκαλοι – που έχουν αφήσει μαρτυρίες τέτοιων εμπειριών, έχουν θέσει τέτοια ερωτήματα και ταυτοχρόνως με την ερώτηση εμφανίζεται και η απάντηση. Άλλωστε, το ίδιο λένε και οι μαθηματικοί. Λένε ότι ένα πρόβλημα καλά διαμορφωμένο, εμπεριέχει όλα τα στοιχεία για τη λύση του. Απλώς χρειάζεται να επιλέξουμε τα στοιχεία και να κάνουμε μια ανασύνθεση. Τότε η λύση αναδύεται μόνη της. Αλλιώς το πρόβλημα είναι άσχημα τοποθετημένο.

Νομίζω ότι αυτό το εργαστήριο ερωτήσεων-απαντήσεων είναι πιθανότατα το πιο σημαντικό εργαστήριο, πολύ περισσότερο από τα σεμινάρια, πολύ περισσότερο από τις διαλέξεις. Γιατί αυτενεργούμε. Αλλά ίσως χρειάζεται κάποιο χρόνο, έως ότου μπορέσουμε να λειτουργήσουμε έτσι, δηλαδή, να αφήσουμε τον εαυτό μας να ρωτήσει με αυτό τον τρόπο.

Να σας δώσω ένα παράδειγμα:
Επί δυο χρόνια από το 1980 ως το 1982, η γιαγιά μας, η μάνα μου είχε αρχίσει να αρρωσταίνει. Πάλευα με την ιδέα του θανάτου. Δεν είχα ακόμα δουλέψει το θέμα σε βάθος, το είχα μόνο επεξεργαστεί διανοητικά. Κι ήταν μια εποχή που η μάνα αρρώσταινε συχνά. Μετά, βέβαια, ξανάγινε καλά και πέθανε πολλά χρόνια αργότερα. Και θυμάμαι ότι σηκωνόμουν το βράδυ κι ήταν η πόρτα του πατέρα και της μάνας ανοιχτή. Την κοίταζα, λοιπόν, να κοιμάται και την έβλεπα πεθαμένη. Και μου έκανε πολύ κακό. Κι έβλεπα, βέβαια, ότι δεν είναι αυτή η λύση, ούτε πρέπει να βιωθεί έτσι ένας πιθανός θάνατος. Και με απασχολούσε πάρα πολύ. Όλες οι λογικές επεξεργασίες που έκανα πάνω στο θέμα, δεν με οδηγούσαν σε καμιά απάντηση, γιατί οι ερωτήσεις ήταν λογικές. «Τι είναι ο θάνατος;», «Πως πρέπει να βιώνεται;», «Τι είναι ο βιολογικός θάνατος; Τι είναι ο ψυχολογικός; Τι είναι ο μεταφυσικός;» Ήταν ερωτήσεις λογικές και βέβαια οι απαντήσεις οι λογικές δεν ήταν αρκετές.

Αυτό με απασχόλησε πολύ, ένα καλοκαίρι ολόκληρο. Και κάποια βραδιά, θυμάμαι πολύ καλά, είχα ένα βίωμα που για μένα ήταν σαν κοσμογονία, ήταν σαν να καταστρέφονται τα πάντα και να ξαναγίνονται. Πετάχτηκα πάνω και πήγα μέσα να δω την μάνα μου. Να την ξαναδώ, όπως την έβλεπα τα άλλα βράδια, πεθαμένη. Και για πρώτη φορά την είδα, ενώ κοιμότανε, σαν να' ναι ζωντανή. Και λέω: «Κατάλαβα!», Τόσο σαφές ήταν.

Όλες οι ασυνείδητες διεργασίες, που είναι άπειρες, δεν μπορούν να τακτοποιηθούν λογικά. Η ερώτηση μου ήταν: «Τι είναι θάνατος;» Και διαμορφώθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε ανάβλυσε η απάντηση από μέσα μου: «ο θάνατος δεν είναι χαμός!» Αυτή είναι η απάντηση. Και η λέξη «χαμός» φτιάχτηκε στο στόμα μου μέσα. Και δεν έβγαινε. Και την άρθρωσα σαν δυσλεκτικός μέσα στη νύχτα. Αυτό μόνο μπορώ να σας πω. Αν έχετε ζήσει κάτι τέτοιο, θα μπορείτε να το καταλάβετε. Δεν μπορώ να σας το επικοινωνήσω διανοητικά, λεκτικά, ούτε μπορεί να υπάρξει καμιά λογική εξήγηση.

Το ουσιαστικό μήνυμα που θέλω να μεταβιβάσω είναι ότι, κοντά στον κόσμο τον κατανοητό, που αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος - μια φλούδα - του Σύμπαντος, του κόσμου και της ζωής, είναι όλος ο άλλος κόσμος που δεν είναι κατανοητός. Και σε αυτό το χώρο πρέπει να δεχτούμε ότι τα πράγματα δεν είναι κατανοητά. Ο Dreikurs έλεγε κάτι καταπληκτικό. Ίσως και να σας το έχω πει, αλλά είναι πολύ σημαντικό και το ξαναλέω. Έλεγε: «Όταν καταλάβετε ότι δεν μπορείτε να καταλάβετε, έχετε ήδη καταλάβει». Προσπαθώντας ο ίδιος να καταλάβει αυτά που δεν καταλαβαίνονται λογικά, κάποια στιγμή, ξαφνικά, κατάλαβε οτι αυτά που δεν καταλαβαίνονται λογικά, τα καταλαβαίνεις μόνο, όταν δεχτείς ότι είναι ακατανόητα και δεν μπορείς να τα καταλάβεις με την λογική. Και τότε τι συμβαίνει; Συμβαίνει το εξής: υπάρχει η κατανόηση η άμεση, η απευθείας, όχι μέσω διανοητικών κατασκευών. Και τότε λες: «Α! Αυτό είναι! Κατάλαβα!»

Τελικά, δεν υπάρχει ερώτηση. Ερώτηση ονομάζουμε όλη αυτή την διαδικασία, γιατί κάπως πρέπει να την ονομάσουμε. Δεν ξέρουμε τι είναι. Απλώς κάνουμε μια μεταφορά κατ' αναλογία και την ονομάζουμε ερώτηση - απάντηση, γιατί, όταν ρωτάμε λογικά και απαντάμε, υπάρχει ερώτηση και απάντηση. Και λέμε κατ' αντιστοιχία, ότι πρέπει και στο μη κατανοητό επίπεδο να υπάρχει κάτι τέτοιο, αλλά ουσιαστικά, αναδύεται και μας επιβάλλεται μια αποκάλυψη. Ναι, αποκάλυψη είναι. Μας επιβάλλεται και λέμε: «A! Κατάλαβα!» Κι είναι μια λειτουργία που δεν μπορεί να εξηγηθεί.

Ερωτήσεις - απαντήσεις, λοιπόν, είναι το εργαστήριό μας. Αλλά μην ξεγελαστείτε και περιμένετε ότι φεύγοντας από εδώ θα έχετε πάρει κάποια απάντηση. Κι ευτυχώς που γίνεται έτσι. Απλώς η διαλεκτική που θα έχει αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης μέσα στη συνείδησή σας, θα συνεχίσει να δουλεύει, θα έχει πάρει τη θέση της, θα έχει γαντζωθεί πάνω σε ερωτήματα σημαντικά δικά σας. Και κάποια στιγμή, μέσα από την διεργασία αυτή, η οποία τις περισσότερες φορές είναι ασυνείδητη ή υποσυνείδητη -που σημαίνει ότι δεν είναι διεργασία διανοητική - κι ενώ εσείς είστε συνειδητά απασχολημένοι με άλλα πράγματα, αναβλύζει από μέσα σας μια απάντηση που σας φαίνεται σαν αποκάλυψη, φαίνεται σαν ιδέα, σαν έμπνευση, που πιθανώς να έχει ξεκινήσει ή να έχει βοηθηθεί από τις ερωταποκρίσεις που θα έχουμε κάνει εδώ. Οπότε, δεν είστε εσείς που ρωτάτε, κι εγώ ή κάποιος άλλος που απαντά. Όλοι μαζί ρωτάμε κι όλοι μαζί απαντάμε, ανταλλάσσουμε μεταξύ μας, άσχετα αν τυπικά φαίνεται ότι κάποιες φορές μπορεί να έχω περισσότερες πληροφορίες πάνω σε ένα θέμα. Δεν είναι καθόλου αλήθεια.

Χρειάζεται να περάσουν πολλά χρόνια, να μελετήσουμε πολύ και να σκεφτούμε πολύ, για να καταλάβουμε ότι ξέρουμε πάρα πολύ λίγα. Και αν ξέρουμε πολύ λίγα είναι γιατί δεν ανταλλάσσουμε με τους άλλους, αλλά καθόμαστε μόνοι μας και σκεφτόμαστε. Η διαλεκτική σχέση, οι ανταλλαγές που γίνονται συνειδητά ή ασυνείδητα με τους άλλους, όταν συνυπάρχουμε μέσα σε σημαντικές σχέσεις, κινούν όλο το μηχανισμό μέσα μας για να γίνουν οι αποκαλύψεις.

Η άποψή μου αυτή, βασίζεται σε μια θεωρία, η οποία δεν είναι καινούρια πια, και λέει ότι όλο το Σύμπαν είναι ένα κλειστό σύστημα και συνεπώς όλα του τα μέρη, μεταξύ των οποίων και το ανθρώπινο είδος, είναι πληροφορημένα για το υπόλοιπο σύστημα. Να σας το ξαναπώ με ένα πολύ απλό παράδειγμα. Το σώμα μας, είναι σαν μια μικρογραφία του Σύμπαντος. Κι αν πάθω μια μόλυνση στο χέρι μου, δεν μπορώ να πω ότι το χέρι μου είναι μακριά από μένα και δεν έχει καμία σχέση η μόλυνση μαζί μου. Γιατί αν την αγνοήσω, σε λίγο θα έχω πυρετό ή θα χαλάσει το κέφι μου. Όλο μου το σώμα είναι ένα σύστημα και κάθε στιγμή είμαι πληροφορημένος, ξέρω τι γίνεται σ όλα του τα μέρη. Η διαλεκτική σχέση που αναπτύσσουμε σε αυτά τα εργαστήρια που κινούν το μηχανισμό για να γίνουν οι αποκαλύψεις, μας «πληροφορεί» για το υπόλοιπο σύστημα για το οποίο νομίζουμε ότι δεν ξέρουμε, εφόσον συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε μόνο λογικά.

Το Σύμπαν, όπως και το σώμα μας, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Συνεπώς, όλα τα μέρη του είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους με όλα τα είδη επικοινωνιών. Πληροφορούν και πληροφορούνται μεταξύ τους με ταχύτητες που δεν μπορούμε να υποψιαστούμε κι αυτό το κάνει να βρίσκεται πανταχού παρόν. Η ιδιότητα αυτή που δίνουμε στο Θεό είναι ιδιότητα και του Σύμπαντος.

Κάθε μέρος του Σύμπαντος είναι πανταχού παρόν, όπως το χέρι μου είναι πανταχού παρόν σε όλο μου το σώμα. Βέβαια, είναι δύσκολο να συλλάβουμε με τη λογική ότι κατ' επέκταση εγώ είμαι πανταχού παρών μέσα σε σας και εσείς πανταχού παρόντες μέσα σε μένα. Αλλά είναι έτσι. Γιατί το ανθρώπινο είδος είναι μια μονάδα, μια ενότητα, και συνεπώς, ό,τι συμβαίνει σε μένα συμβαίνει και σε σας. Κι εσείς πληροφορείστε από αυτό που μου συμβαίνει. Αυτός ο τρόπος να βλέπουμε τον κόσμο λέγεται ολογραφικός. Κι είναι ένα θαύμα.

Αυτό το θαύμα προσπαθούμε να κινήσουμε στους διαλόγους. Αυτό το θαύμα το έχει αποταμιευμένο ο άνθρωπος μέσα του. Έχει αποταμιευμένη μέσα του όλη τη διαθέσιμη πληροφόρηση για το Σύμπαν. Η πληροφόρηση δεν είναι ύλη. Χρειάζεται, όμως, να επενδυθεί σε κάτι υλικό, για να μπορέσει να εμφανιστεί, να εκδηλωθεί, να διοχετευθεί. Αλλά η ίδια δεν είναι ύλη, δεν την έχουμε δει ποτέ μόνη της. Είναι σαν το πνεύμα, που δεν το έχουμε δει ποτέ μόνο του. Το ξέρουμε μόνο όταν επενδύεται σε υλικές μορφές. Στον υλικό κόσμο ό,τι υπάρχει, εμφανίζεται, εκδηλώνεται με τρεις παραμέτρους: χρόνο, χώρο και ποσότητα. Η ίδια η πληροφορία δεν χρειάζεται χώρο γιατί δεν έχει υλική υπόσταση. Έτσι, δεν ξέρουμε τι είναι όταν τη συναντάμε. Μοιάζει με κενό, με άδειο. Το κενό αυτό, δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό και γι'αυτό, όταν προσπαθούμε να το περιγράψουμε λέμε τι δεν είναι. Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, όταν προσπαθούσε να περιγράψει τι είναι ο Θεός, έλεγε: «Δεν μπορώ να σας πω τι είναι. Μπορώ μόνο να σας πω τι δεν είναι». Κι ο Άγιος Ιωάννης του Σταυρού, ο καθολικός οι πολλοί Πατέρες που έφτασαν πολύ κοντά να βιώσουν το θείο, το μόνο που μπόρεσαν να πουν είναι: τι δεν είναι. Κανείς δεν κατάφερε να πει τι είναι. Διότι εμείς, σαν μέρος του Σύμπαντος, λειτουργούμε με τις τρεις παραμέτρους. Ενώ ο Θεός δεν λειτουργεί με αυτές.

Έτσι είναι και η πληροφόρηση. Σε έναν κόκκο άμμου μπορούμε να έχουμε την πληροφόρηση για όλο το Σύμπαν. Και μπορούμε να την περιγράψουμε μόνο αφαιρετικά λέγοντας τι δεν είναι. Γιατί η πληροφόρηση είναι πέρα από τα όρια της ύλης. Είναι όπως η πραγματική αγάπη. Η αγάπη η πραγματική δεν είναι ύλη. Αν ήταν, για να αγαπάω εσένα και τον άλλο δίπλα, θα έπρεπε η αγάπη μου να μοιράζεται στα δυο. Αντίθετα, όταν πραγματικά αγαπάω εσένα και τον διπλανό, η αγάπη μου διπλασιάζεται. Κι αν αγαπήσω κι έναν τρίτο, πολλαπλασιάζεται, όπως πολλαπλασιάζεται κι η δική σου αγάπη κι η δική του. Το ίδιο συμβαίνει και με την πληροφόρηση. Ενώ είναι όλη αποταμιευμένη σε έναν κόκκο άμμου, βρίσκεται σε όλα τα στοιχεία, χωρίς να είναι επανάληψη. Αυτό είναι ένα θαύμα και μπορούμε μόνο να το θεαθούμε. Όλες τις πληροφορίες, όλη τη Γνώση τις έχουμε όλοι μέσα μας. Το θαύμα είναι ότι είμαστε όλοι σοφοί. Όμως όλη η σοφία μας δεν είναι ενεργοποιημένη, αφυπνισμένη. Είναι σαν τη φωτογραφία που δεν έχουμε εμφανίσει ακόμα. Και χρειάζεται να την εμφανίσουμε. Κι όταν την εμφανίζουμε λέμε: «A! Τι ωραία!». Χρειάζεται, δηλαδή, η πράξη η δική μας για να εμφανιστεί. Κι αυτό που εμφανίζεται είναι Γνώση του Βάθους.

Ο Γιούγκ μίλησε για Ψυχολογία του Βάθους. Εμείς χρησιμοποιούμε τον όρο Γνώση του Βάθους, που είναι δικός μας. Τι είναι Βάθος; Βάθος είναι ένας αφηρημένος χώρος, που τον ονομάσαμε έτσι για να τοποθετήσουμε εκεί αυτά που δεν ανήκουν στις επίκτητες γνώσεις. Είναι μια σύμβαση που κάνουμε μεταξύ μας, είναι ένα όνομα που δίνουμε στη διερεύνηση που κάνουμε για να μπορούμε να συνεννοηθούμε.

Εδώ θέλω να τονίσω ότι επειδή δίνουμε έμφαση στη Γνώση του Βάθους, δεν σημαίνει ότι πιστεύουμε πως οι επίκτητες γνώσεις είναι λιγότερο σημαντικές. Όχι. Πιστεύουμε πως για να γίνει η ζωή μας καλύτερη χρειάζεται να ενώσουμε τις επίκτητες γνώσεις με τη Γνώση του Βάθους. Οι επίκτητες γνώσεις χωρίς τη Γνώση του Βάθους είναι άχρηστες.

Τώρα τελευταία χρειάζεται να χρησιμοποιώ μπαστούνι, γιατί στραμπούληξα το πόδι μου. Μου λένε στον Καναδά πως το φορώ ωραία και πως μου πάει. Ξέρετε γιατί πιθανώς μου πάει; Επειδή, αφού πρέπει να ζήσω μαζί του, προσπαθώ να κάνω σχέση μαζί του. Κάποιος από τους συνεργάτες μου είπε πως ήθελε να με ακολουθήσει από πίσω για να δει πως χρησιμοποιώ το μπαστούνι, επειδή το χρησιμοποιώ με έναν περίεργο τρόπο. Και μετά, ήθελε να ακολουθήσει άλλους ανθρώπους από πίσω για να δει πώς το χρησιμοποιούν κι εκείνοι. Για να δει τη διαφορά. Δεν είπα τίποτα εκείνη την ώρα, αλλά η απάντηση είναι η εξής: Συνήθως οι άνθρωποι που χρησιμοποιούμε μπαστούνι, το απορρίπτουμε, επειδή θεωρούμε ότι ο λόγος που το κρατάμε είναι ένα ατύχημα. Οπότε, αφού το «διώχνουμε» μας «διώχνει» κι αυτό, δεν μας αγαπά. Συνεπώς, δεν έχουμε σχέση κι αυτό φαίνεται όταν περπατάμε. Εγώ κάνω το αντίθετο. Πιστεύω ότι όλα είναι αξιαγάπητα, ακόμα κι ένα μπαστούνι. Μια και θα ζήσω μαζί του για κάποιο χρονικό διάστημα, γιατί α μην το αγαπήσω; Οπότε έχω αποκτήσει σχέσεις μαζί του. Δεν είναι ότι μου πάει. Είναι ότι το έχω δεχτεί, ότι το έχω εντάξει μέσα μου. Το καλοκαίρι που κάναμε Σεμινάριο διαλογισμού στην Εύβοια, έγινε κάποιος χορός που προκλήθηκε αυθόρμητα κι είπε κάποιος: «Να φτιάξουμε ένα τσάμικο με παραλλαγή για τρία πόδια», για να χορεύω με το μπαστούνι. Θα μπορούσα, δηλαδή, να χορέψω με το μπαστούνι, σαν να είχα τρία πόδια. Είναι γιατί δεν το πολεμάω. Μια άλλη μέρα στην πισίνα όπου κάναμε ασκήσεις, για να δώσω αυτό το βίωμα, πέρασα δίπλα από την πισίνα και έβαλα το μπαστούνι μέσα στο νερό για να δω εάν είναι κρύο. Συμβολικά, η κίνησή μου έλεγε πως νιώθουν τα πόδια μου.

Με αυτό το παράδειγμα, ίσως μας γίνεται πιο σαφές ότι τα προϊόντα της επίκτητης γνώσης – το μπαστούνι στην περίπτωση αυτή – μας είναι άχρηστα χωρίς τη Γνώση του Βάθους, με το Θείο από το οποίο προερχόμαστε, με το Δημιουργό μας. Ο άνθρωπος έχει χάσει όλη την ικανότητα της έμφυτης λειτουργίας από τότε που θαύμασε τις επίκτητες γνώσεις. Ο πολιτισμός μας δίνει μεγάλη σημασία στις επίκτητες γνώσεις. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΤΟΧΕΥΟΥΜΕ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΕΠΑΝΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΟΥΜΕ ΤΟ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΠΟΥ ΑΝΤΛΕΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ. Αυτός είναι ο πραγματικός διάλογος και αυτό τον διάλογο επιθυμούμε να εγκαθιδρύσουμε. Μόνο έτσι θα γίνει η ζωή μας καλύτερη. Έχετε δει μηχανικούς που χτίζουν σπίτια; Χτίζουν μόνο με τις επίκτητες γνώσεις. Δεν είδα πολλούς μηχανικούς, πολλούς αρχιτέκτονες να επικοινωνούν με το χώρο που θα χτίσουν το σπίτι, με τις ανάγκες των ανθρώπων που θα ζήσουν μέσα, μήπως και ακούσουν κάτι, μήπως και καταλάβουν κάτι. Οι γιατροί το ίδιο. Δεν επικοινωνούν με τον άρρωστο. Βέβαια, οι γνώσεις τους είναι χρήσιμες πολλές φορές. Αλλά χωρίς τη Γνώση του Βάθους δεν δίνουν αποτέλεσμα. Μεγάλοι επιστήμονες είναι αυτοί που κάποια στιγμή είτε αφέθηκαν, είτε απελπίστηκαν γιατί οι επίκτητες γνώσεις, η επιστήμη, δεν τους έδιναν τις απαντήσεις που γύρευαν και ξαφνικά βρέθηκε η λύση. Η λύση αυτή δεν προερχόταν από τις επίκτητες γνώσεις. Ήταν αποκάλυψη, σαν αυτές που έχουν οι άγιο, οι προφήτες. Ήταν αποκάλυψη κάποιας πληροφόρησης, σχετικά με ένα θέμα, με ένα ερώτημα, που προέρχονταν από το βάθος και πήδησε στη συνείδηση.

Αυτού του είδους τα θαύματα είναι φυσική συνέπεια της βιολογικής μας μηχανής. Είναι πληροφόρηση που έχουμε μέσα μας. Όσο περιοριζόμαστε στις λογικές, τις αλυσιδωτές σκέψεις, αν και είναι πολύ καλές, κρατάμε όλη τη Γνώση του Βάθους φυλακισμένη από κάτω. Και είναι κρίμα. Είναι αμαρτία. Γιατί όλος ο πλούτος βρίσκεται από κάτω. Πρέπει να σταματήσουμε να συγκρουόμαστε με αυτή τη δύναμη που αναβλύζει. Να αρχίσουμε να αφηνόμαστε. Να νιώθουμε, να πιστεύουμε, χωρίς να έχουμε καμία ένδειξη, καμία μέτρηση. Γιατί αυτή η γνώση δεν μετριέται.

Τότε, διόλου απίθανο, να φύγουμε από δω, από τη συζήτηση που κάνουμε , με το λογικό επίπεδο μόνο επεξεργασμένο κι αυτό δεν μας οδηγεί πουθενά. Έτσι αρχίζουμε να νιώθουμε ότι κάτι συμβαίνει ότι κάπου αλλού βρίσκονται οι απαντήσεις που γυρεύουμε. Αν έχει δουλευτεί καλά το πρώτο επίπεδο, μπορούμε να αγγίξουμε το δεύτερο. Τη Γνώση του Βάθους που αρχίζει να παρουσιάζεται. Και δεν θα παρουσιαστεί εδώ. Συχνά μας έρχεται η απάντηση μετά από πολύ καιρό. Κι έχει γίνει αυτόματα, χωρίς σκέψη, χωρίς θέληση, χωρίς μελέτη. Εκεί που περπατάω, που κοιμάμαι ή που μιλάω, έχω μια από τις απαντήσεις που θέλω. Αυτός είναι ο στόχος της συζήτησης μας. Κι όχι κάποιος να ρωτήσει και κάποιος να απαντήσει. Ένα οποιοδήποτε εγκυκλοπαιδικό λεξικό θα μπορούσε να μας δώσει πολύ περισσότερες πληροφορίες από αυτές που μπορούμε να δώσουμε εδώ. Όμως καμιά ουσιαστική ερώτηση δεν μπορεί να απαντηθεί με τις επίκτητες γνώσεις. Καμιά απολύτως.

Με τις τεχνολογικές ή τις επιστημονικές γνώσεις, μόνο επιδερμικές επεμβάσεις μπορούμε να κάνουμε. Αν είμαι γιατρός, λόγου χάρη, η δουλειά μου δεν είναι να κάνω καλά τον άρρωστο με τα φάρμακα που θα του δώσω. Η σχέση που θα δημιουργηθεί μεταξύ μας, αυτή είναι που κάνει καλά τον άρρωστο. Κανένα φάρμακο δεν γιατρεύει. Αλλιώς, γιατί κάποιοι θεραπεύονται και κάποιοι όχι; Το φάρμακο κάνει καλό σε όποιον θέλει να θεραπευτεί. Στην Αμερική λένε: μην δίνετε φάρμακα στα παιδιά με το ζόρι. Δεν θα τα γιατρέψουν. Είναι το παιχνίδι «εγώ γιατρός-εσύ άρρωστος», δηλαδή, «εγώ έχω γνώσεις κι εσύ τις δέχεσαι» που αφυπνίζει μέσα μου τη Γνώση και με κάνει να θεραπεύομαι. Αυτό γίνεται μεταξύ του προσώπου του ασθενή και του γιατρού. Αυτό γίνεται μεταξύ δασκάλου και μαθητή. Αφύπνιση της πληροφόρησης. Και γι'αυτό χρειάζεται το παιχνίδι. Τίποτ' άλλο. Αλλά συχνά, για να το καταλάβω αυτό, πρέπει να έχω απογοητευτεί, να έχω αμφισβητήσει την τεχνολογία και την επιστήμη, να δω ότι δεν μπορούν να απαντήσουν σε όλα τα ερωτήματα. Δεν απορρίπτουμε τις γνώσεις, προς θεού. Πρέπει να έχουμε σεβασμό για τις επίκτητες γνώσεις, αλλά συγχρόνως να έχουμε βαθιά επίγνωση των ορίων τους. Η αλήθεια, η ζωή και το Σύμπαν εκτείνονται και πέρα από τα όρια των επίκτητων γνώσεων. Και τα ερωτήματά μας είναι πέρα από τα όρια αυτά.

Όταν είμαι έτοιμος να περάσω τα όρια της επίκτητης γνώσης, πρώτα, πρέπει να πιστεύω σε αυτή τη γνώση αλλά και να φτάσω στην ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ. Δεύτερον, πρέπει να έχω ΗΣΥΧΙΑ, όπως την ώρα του διαλογισμού, της προσευχής. Να εγκαταλειφθώ στον εαυτό μου. Να τοποθετηθώ εντελώς στο παρασυμπαθητικό σύστημα (βλέπε Β' τόμο Εισαγωγής στη Μεταφυσική κεφ. Άνδρας – Γυναίκα). Να τοποθετηθώ στο θηλυκό σύστημα, το γιν. Πρέπει να γίνω θηλυκό. Και τότε μόνο έρχεται η αποκάλυψη της πληροφορίας. Καταλαβαίνετε τι ειρήνη πρέπει να έχει η αμφισβήτηση αυτή για να με οδηγήσει στην εγκατάλειψη; Το τονίζω αυτό, γιατί συνήθως η αμφισβήτηση, η σύγχυση, οδηγεί σε άγχος. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Όταν βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση σύγχυσης σημαίνει ότι πηγαίνουμε καλά. Ο Λάο Τσε λέει, όπως το γράφω και στην «Παιδεία του Βάθους», ότι αυτή η σύγχυση, αυτό το υπαρξιακό χάσιμο είναι «αρρώστια» που πρέπει να εύχεται κανείς να την έχει, γιατί οδηγεί σίγουρα στην υγεία. Δηλαδή, για να ξεχωρίσουμε τη σύγχυση που προκαλεί άγχος και τη σύγχυση που μας συμβαίνει «εν ειρήνη», μπορούμε να τις ονομάσουμε πρωτογενή και δευτερογενή σύγχυση.

Όταν έχουμε σύγχυση σε πρώτο επίπεδο είναι γιατί βρισκόμαστε ακόμα στο επίπεδο της επίκτητης γνώσης και δεν την έχουμε ακόμα εξαντλήσει, καταναλώσει. Ψάχνουμε απελπισμένα να βρούμε λύσεις, να δώσουμε απαντήσεις μέσα από λογικές διεργασίες, στο χώρο, στο χρόνο και στην ποσότητα, που λειτουργούν βάσει του Νόμου της Αιτιότητας. Και αναρωτιόμαστε , για παράδειγμα, γιατί έσπασε το ποτήρι; Επειδή το άφησα να πέσει; Γιατί όμως, σε άλλους χώρους όταν αφήνω κάτι από το χέρι μου δεν πέφτει και δεν σπάει; Μήπως λειτουργούν και άλλοι νόμοι, εκτός από της βαρύτητας; Όταν έχουμε σύγχυση σε δεύτερο επίπεδο, έχουμε πια απελπιστεί ότι οι επίκτητες γνώσεις θα μας δώσουν την απάντηση, ή έχουμε αποφασίσει να εγκαταλειφθούμε με πίστη στη Γνώση του Βάθους και τότε νιώθουμε ειρήνη, ησυχία. Οι καλοί δάσκαλοι σε οδηγούν σε αυτή την απελπισία, για να ξεπηδήσουν οι απαντήσεις στα καυτά, στα υπαρξιακά ερωτήματα.

ΣΙΒΑ ΝΑΤΑΡΑΓΙΑ. Ο πρίγκιπας του κοσμικού χορού
Ινδικός μύθος
Απόδοση από τον Κώστα Φωτεινό
Αθήνα 1985
Ο πρίγκιπας Σίβα Ναταράγια είναι ο νεαρός θεός της ινδικής μυθολογίας που χορεύει το χορό της κοσμογονίας.

Τα υπέροχα γλυπτά του 12ου αιώνα διασώζουν τη μορφή του, έτσι όπως την αντιλήφθηκαν οι καλλιτέχνες. ‘Έτσι όπως συλλάβανε και συμβολίσανε την πορεία της δημιουργίας, της αρμονίας και της εσωτερικής συνοχής της θεϊκής δραστηριότητας της φύσης και του ανθρώπου.

Πρόκειται, σίγουρα, για μια από τις πιο όμορφες περιγραφές της δημιουργίας σε κάθε μορφή. Κι επειδή κι η γνωριμία με τον εαυτό μας, η αποδοχή του, η επανεκπαίδευσή μας σε νέους δημιουργικούς τρόπους σχέσης με μας, με τους συνανθρώπους μας, με το σύμπαν είναι μια μορφή δημιουργίας, γι’ αυτό ο μύθος του κοσμικού χορού του νεαρού πρίγκιπα μας αφορά.

Τα πανέμορφα γλυπτά παρουσιάζουν τον πρίγκιπά μας με τέσσερα χέρια, σε μια στάση υπέροχης ισορροπίας, που εκφράζει τη δυναμική της κίνησης, τη μεταμόρφωση και, συγχρόνως, την αλληλεξάρτηση και την ενότητα.

Το πάνω δεξί χέρι του θεού κρατά ένα ντέφι, που συμβολίζει τον αρχέγονο ήχο της δημιουργίας. Κι είναι ο ήχος αυτός η έκφραση της έμφυτης ανάγκης για ζωή και δημιουργία. Ο αρχέγονος ήχος έχει τη δύναμη με τα κύματά του να ξυπνήσει κάθε αδρανές στοιχείο γύρω του και να το κάνει να χορεύει σε ένα κύκλο όλο λάμψη.

Ο αρχέγονος ήχος είναι ακόμα η έμφυτη ανάγκη για μια νέα γνωριμία με τον εαυτό μας που μπορεί να δώσει ζωή σε κάθε στοιχείο μέσα μας. Τα στοιχεία που αδρανούν παίρνουν ζωή από αυτή την έμφυτη ανάγκη-ενέργεια, αποκτούν σημασία και γίνονται την ίδια στιγμή πηγές που μας πληροφορούν για τον εαυτό μας και συνάμα αντικείμενο που μπορούμε να γνωρίσουμε.

Κι έτσι, πρίγκιπες της δικιάς μας δημιουργίας εμείς οι ίδιοι, ξυπνούμε τα αδρανή στοιχεία μέσα μας και τα καλούμε σε ένα κοσμογονικό χορό γύρω μας, για να αποκαλύψουν κάθε τους άποψη, για να μας δείξουν τόσο τις φανερές όσο και τις κρυμμένες τους πλευρές, για να φανερωθούν τέλεια.
Το πάνω αριστερό χέρι του πρίγκιπα κρατά μια φλόγα-το στοιχείο της καταστροφής και της μεταμόρφωσης / μετάπλασης. Η φλόγα μας επιτρέπει να δουλεύουμε το σίδερο και να του δίνουμε νέα σχήματα. Η φλόγα μας επιτρέπει να καίμε το ξύλο και να αλλάζουμε την ταυτότητά του- να το καταστρέφουμε στο επίπεδο των φαινομένων, για να το κάνουμε να περάσει σε μια νέα μορφή ύπαρξης.

Η φλόγα του Σίβα είναι η ενεργειακή δύναμη της μεταμόρφωσης /μετάπλασης και της καταστροφής. Με αυτή τη δύναμη επεξεργάζεται τα στοιχεία του κόσμου. Τα τεμαχίζει, τα ανασυνδέει, τα καταστρέφει, τα μεταπλάθει. Κι όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που τα στοιχεία χορεύουν γύρω του, εξ αιτίας του και για χάρη του.

‘Έτσι και εμείς, πρίγκιπες της δικιάς μας δημιουργίας, με τη φλόγα της δικιάς μας ενέργειας, καταστρέφουμε τα στοιχεία του εαυτού μας που μας εμποδίζουν να ζούμε δημιουργικά και να χαιρόμαστε. Κι αυτό θα πει ότι τα τεμαχίζουμε, τα ανασυνδέουμε, τους δίνουμε νέα μορφή. Κι αλλάζει έτσι κι η δικιά μας μορφή.

Το πρόσωπο του πρίγκιπα απέχει εξίσου από τα δυό του χέρια κι είναι ήρεμο και απόμακρο. Κι έτσι συμβολίζει δυο σημαντικέ αλήθειες. Πρώτα τη δυναμική ισορροπία ανάμεσα στη δημιουργία και την καταστροφή – που είναι και οι δυό απαραίτητες και αρμόζουν εξίσου στο έργο του. Κι ακόμα την υπέρβαση- το ξεπέρασμα- και της δημιουργίας και της καταστροφής.

Όσο ο πρίγκιπας δημιουργεί, είναι γεμάτος πάθος κι έρωτα για τη δημιουργία. Όσο μεταπλάθει/ μεταμορφώνει/ καταστρέφει, είναι γεμάτος πάθος κι έρωτα για την καταστροφή. Το πέρασμα από τη δημιουργία στην καταστροφή, που γίνεται φυσικά, χωρίς προτίμηση για τη μια ή την άλλη λειτουργία, μια και είναι και οι δυο το ίδιο απαραίτητες, δίνει τη δυναμική ισορροπία. Τέλος, η υπέρβαση αναιρεί κάθε πιθανότητα διπολικότητας, κάθε ψευδοαντίληψη αντίθεσης μεταξύ των δυο φαινομένων. Δεν είναι, δηλαδή, η δημιουργία αντίθετη από την καταστροφή. Δεν είναι η μια θετική κι ή άλλη αρνητική. Πρόκειται απλά για δύο φαινόμενα, δυο γεγονότα, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Το κάτω αριστερό χέρι του Σίβα μας το επιβεβαιώνει.

Το κάτω αριστερό χέρι δείχνει προς τα κάτω το αριστερό πόδι του που είναι ανασηκωμένο και συμβολίζει έτσι την απελευθέρωση από την κακοποιό γοητεία του Μάγια, κι η γοητεία του, που είναι η γοητεία των ψευδαισθήσεων συνίσταται στο εξής. Κάθε φαινόμενο είναι και μια ψευδαίσθηση. Αν πιστέψουμε ότι η πραγματικότητα ενός φαινομένου είναι μια πραγματικότητα καθεαυτή, μια υπέρτατη πραγματικότητα , μια αυταξία, μια καθαυτό χρησιμότητα ή σημασία, η πίστη μας αυτή αποτελεί ανθρώπινη άγνοια. Το Μάγια αντιπροσωπεύει τη γοητεία που ασκούν αυτές οι ψευδαισθήσεις. Το αριστερό πόδι του πρίγκιπα καθώς είναι ανασηκωμένο, συμβολίζει την απελευθέρωση από την γοητεία αυτή, την απελευθέρωση από την άγνοια αφού το δεξί πόδι του πατά το κορμί ενός δαίμονα, του δαίμονα αυτής της ανθρώπινης άγνοιας. Η άγνοια πρέπει να καταπατηθεί, ο δαίμονας πρέπει να ελέγχεται από το δεξί πόδι, ώστε το αριστερό πόδι να ελευθερωθεί και να ανασηκωθεί.

Ο πρίγκιπας Σίβα χορεύει πάνω στο κορμί του δαίμονα. Ο πρίγκιπας Σίβα δεν μπορεί να δημιουργήσει τον κοσμικό χορό του, το χορό της δημιουργίας, πριν απελευθερωθεί από την κακοποιό γοητεία του Μάγια, της βασικής άγνοιας. Τέλος, το δεξί κάτω χέρι είναι ανασηκωμένο σα να λέει: «Μη φοβάσαι». Και συμβολίζει την έγνοια, την προστασία, την ειρήνη.

Έτσι, λοιπόν, και εμείς, όταν ξεκινούμε να γνωρίσουμε τον εαυτό μας, σαν τον πρίγκιπα Σίβα, με την έμφυτη ανάγκη μας για γνώση, δίνουμε ζωή σε κάθε αδρανές στοιχείο μέσα μας. Κι ύστερα καλούμε τα στοιχεία αυτά να πάρουν μέρος στον κοσμικό χορό μιας νέας δημιουργίας.

Και τότε τα στοιχεία πάλλονται, κινούνται, μετατοπίζονται και οργανώνονται γύρω μας. Αποκτούν σημασίες, ξεδιπλώνονται και γίνονται πηγές ενημέρωσης. Όμως η ίδια δύναμη που τους έδωσε ζωή πρέπει να τα αναπλάσει με τη φλόγα της αναμόρφωσης / καταστροφής. Δουλεύουμε, λοιπόν, τα στοιχεία αυτά, τα τεμαχίζουμε, τα επανασυνδέουμε ή τα εξαφανίζουμε.

Κι έτσι, τα στοιχεία που χορεύουν γύρω μας αλλάζουν ουσία, αλλάζουν το δικό τους γίγνεσθαι, μέσα σε μια πορεία συνεχούς μετάπλασης.
Όμως, καθένας μας, πρέπει πρώτα και κύρια να απελευθερωθεί από την κακοποιό γοητεία του Μάγια. Πρέπει να απελευθερωθεί από το δαίμονα της άγνοιας. Κι αυτό είναι δύσκολο. Πρέπει να δημιουργήσει το δικό του χορό πάνω στο σώμα του δαίμονα. Ποιος είναι, όμως, ο δαίμονας αυτός;
Η ιεραρχία, η επιστήμη, οι πολλές γνώσεις, η ισχύς, έτσι όπως τα έχει προκαθορίσει η προηγούμενη πείρα μας, είναι ψευδαισθήσεις που τις θεωρούμε σαν υπέρτατες αλήθειες.

Κι ο δαίμονας της άγνοιας βασιλεύει μέσα από την κακοποιό γοητεία αυτών των ψευδαισθήσεων. Κι έτσι ο καθένας από μας- κι ένας πρίγκιπας Σίβα- δεν χρησιμοποιεί τη φλόγα του αριστερού του χεριού για να μεταπλάσει τα στοιχεία και να δημιουργήσει το δικό του χορό, για τη γνωριμία με τον εαυτό του. Και μένουμε ουσιαστικά αδρανείς, κρυμμένοι πίσω από μια κινητικότητα φαινομενική, όσο και κάθε άλλη ψευδαίσθηση.

Όταν όμως ο δαίμονας της άγνοιας νικηθεί, τότε καθένας μας κάνει το σύμπαν μέσα του και γύρω του να ξαναγεννηθεί. Και πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι ο πρίγκιπας Σίβα της δικιάς μας εποχής, ο άνθρωπος που ζητά να γνωρίσει και να μεταπλάσει τον εαυτό του δεν χρειάζεται να απομακρυνθεί από το σύστημα της δημιουργίας του, για να αυτοπαρατηρηθεί.
Κι ούτε χρειάζεται πια να «δίνει», χωρίς να «παίρνει», κατά την πορεία του δημιουργικού χορού του, για να διαφυλάξει την ταυτότητά του και το δικαίωμα να «βλέπει».

Αντίθετα, ο σημερινός άνθρωπος / πρίγκιπας Σίβα, ζει μέσα στον κόσμο, ανταλλάσσει μαζί του, τον μεταπλάθει τόσο με την πράξη του όσο και με την ίδια την ύπαρξή του, και μεταπλάθεται / αναμορφώνεται κι ο ίδιος.

Ο πρίγκιπας Σίβα της εποχής μας δε φοβάται να αναπλάθεται. Ή καλύτερα, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κόσμου του. Δημιουργεί τον κόσμο του. Κι έτσι αλλάζει, αναπλάθεται, μεταμορφώνεται ο ίδιος. Ο άνθρωπος-εσείς, εγώ, όλοι μας- με το χορό της γνωριμίας του εαυτού μας, μπαίνουμε στο ρεύμα της αέναης αλλαγής, κι αποκτούμε έτσι την πραγματική μας ταυτότητα.

Τι τριάντα, τι σαράντα, τι ογδόντα
Χρυσάνθη Φωτεινού - Κισατζεκιάν
Δημοσίευση στο περιοδικό «Καφέ Σχολειό»
Τεύχος 12, 2003
Όταν σκεφτόμαστε τα γεράματα – τα δικά μας γεράματα – που αναπόφευκτα θα αντιμετωπίσουμε μια μέρα, νιώθουμε αγωνία. Πώς θα είναι τότε η ζωή μας; Θα αξίζει να τη ζούμε; Και μας απασχολεί το γεγονός ότι θα μας λείπουν κάποιες βιταμίνες, κάποια ιχνοστοιχεία, που θα πρέπει να τα αναπληρώνουμε κι αρχίζουμε από τώρα τα χαπάκια. Κι ακούμε ότι κάποιος γέροντας πάνω από 90 ετών είναι γερός και αποδίδει την μακροζωία του στο ποτηράκι το κρασί που πίνει σε κάθε του γεύμα. Κι αρχίζουμε κι εμείς το κρασάκι. Και δεν ΄χουμε καταλάβει ότι δεν είναι το ίδιο το κρασί που χάρισε στον παππού τη μακροζωία, αλλά η διάθεσή του να το πιει και να το χαρεί, να κάνει κάτι που δίνει στη ζωή του χαρά.

Να ζούμε το εδώ και τώρα, να έχουμε συνείδηση του περιβάλλοντος, να αναπνέουμε το άρωμα των λουλουδιών, να ακούμε το γέλιο των παιδιών, το τραγούδι των πουλιών, να νιώθουμε το αεράκι της άνοιξης ή του φθινοπώρου στο πρόσωπό μας, αυτά είναι τα πολύτιμα κλειδιά της μακροζωίας.

Πότε για τελευταία φορά ρεμβάσαμε το ηλιοβασίλεμα; Πότε είδαμε την ανατολή του ήλιου; Πότε παίξαμε με τα παιδιά ή με τα εγγόνια μας;

Να ορισμένες ερωτήσεις που θα έπρεπε να σκεφτούμε. Κι ακόμα ας μη φοβηθούμε ότι θα θεωρηθεί τρελό αν δώσουμε στον εαυτό μας το χρόνο κάθε μέρα να ονειρεύεται σαν παιδί. Ναι, σαν ξένοιαστο παιδί. Κι ας είναι το όνειρά μας απίθανα.

Απαραίτητο είναι να γίνουμε εμείς η προτεραιότητα στη δική μας ζωή. Να βρίσκουμε το χρόνο να μένουμε μόνοι με τον εαυτό μας και να κάνουμε πράγματα που είναι η ώρα τους να πεταχτούν, ακόμη κι αν τα έχουμε αγαπήσει. Μόνο έτσι μπορούμε να δώσουμε τη σωστή θέση στους αντικειμενικούς μας σκοπούς – αυτά που θέλουμε πιο πολύ από την ζωή.

Ας καλοπιάνουμε τον εαυτό μας. Ας του ετοιμάζουμε φαγητά που του αρέσουν, αλλά του κάνουν και καλό στην υγεία. Ας κάνουμε το μπάνιο μας μια πηγή απόλαυσης, με ωραία φυσικά σφουγγάρια και αρωματικά σαπούνια. Ας ντυνόμαστε άνετα, αλλά πάντοτε καλόγουστα και χαρούμενα. Ας πηγαίνουμε περιπάτους σε ευχάριστες περιοχές, σε κάποιο κήπο, κάποιο άλσος, κάποιο δρόμο με ωραία μαγαζιά. Να πιούμε έναν καφέ με φίλους, να πάμε στο θέατρο, στον κινηματογράφο.

Κι όταν μένουμε μόνοι, ας αρχίσουμε να γράφουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας γι'αυτά που κάνουμε, γι'αυτούς που βλέπουμε, γι'αυτό που είμαστε. Με αυτόν τον τρόπο συνειδητοποιούμε πως μπορούμε να αλλάξουμε και να προσφέρουμε στον εαυτό μας και τους άλλους το καλύτερο που έχουμε.

Στόχος μας δεν είναι – δεν πρέπει να είναι – να παλεύουμε ενάντια στις φυσικές εξελίξεις που φέρνει ο χρόνος. Όμως, δε χρειάζεται να τις επιταχύνουμε με μια ζωή που δεν μας πάει σε όλους τους τομείς – στη δουλειά, στις σχέσεις με τους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας, στην ανάπαυση, στην ψυχαγωγία.

Ας μην περιμένουμε, λοιπόν. Ας αφήσουμε τη διαίσθηση μας να ευαισθητοποιηθεί, τη σκέψη και το συναίσθημά μας να εκφραστούν ελεύθερα. Ας αφήσουμε το σώμα μας να μιλήσει και να ξέρει ότι θα το ακούσουμε. Και, πάνω από όλα, ας αφήσουμε την έμφυτη ευφυία μας να μας συμβουλέψει πώς θα έχουμε τώρα την καλύτερη ζωή κι αύριο καλά γεράματα.

Τα παιδιά: Οι δάσκαλοι του ανθρώπου της νέας εποχής, της νέας συνείδησης
Σοφία Φώτεινα – Χατζηκοκόλη
Ολιστική Ψυχοθεραπεύτρια
στον Οργανισμό Κώστας Φωτεινός - Καφέ Σχολειό
Γνωρίζουμε από τη φυσιολογία ότι ο εγκέφαλός μας αποτελείται από τον παλαιοεγκέφαλο, που βρίσκεται στο πίσω μέρος του κεφαλιού και περιέχει όλες τις πληροφορίες που αφορούν στην ιστορία της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους μέχρι τη στιγμή της γέννησής του σήμερα. Κι ένα άλλο μέρος που βρίσκεται μπροστά στο μέτωπο (τους μετωπιαίους λοβούς) το οποίο είναι άγραφο όταν γεννιόμαστε και εγγράφεται από τις εμπειρίες και τα βιώματα της τρέχουσας ζωής μας.

Όμως όταν γεννιόμαστε είμαστε κάτι παραπάνω από βιολογικά όντα που διαμορφώνονται από την κληρονομικότητα και το περιβάλλον. Είμαστε επίσης πνευματικά όντα που με την γέννησή μας φέρνουμε μαζί μας σοφία και κυτταρική γνώση. Αν λοιπόν δεχτούμε αυτήν την άποψη, τότε τα παιδιά μας φέρνουν τις εμπειρίες ολόκληρου του ανθρώπινου είδους μέσα στα μικροσκοπικά κορμάκια τους κι έχουν να μας προσφέρουν πολύ περισσότερα από όσα φανταζόμαστε.

Κι έτσι θα μπορούμε να τα βλέπουμε τουλάχιστον σαν ισότιμες οντότητες και όχι μόνο σαν κάποιους που δεν μπορούν να δέσουν τα παπούτσια τους ή να περάσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο μόνοι τους.

Αν αναγνωρίσουμε αυτήν την αλήθεια, μπορεί λίγο να τρομάξουμε γιατί είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που είχαμε συνηθίσει να πιστεύουμε μέχρι σήμερα. Από παντογνώστες και παντοδύναμοι γινόμαστε πιο ταπεινοί στο ρόλο μας του γονιού ή του δασκάλου. Κι αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη αξία παρά οποιοδήποτε σχέδιο ζωής που μπορεί να έχουμε γι’ αυτά.

Βεβαίως δεν θα πάψουμε να είμαστε οι οδηγοί τους στον υλικό κόσμο, διότι ήρθαν από τον κόσμο του πνεύματος στη γη για κάποιον πολύ σημαντικό λόγο και χρειάζεται να τα καθοδηγήσουμε με σεβασμό, λεπτότητα και υπομονή, σαν να είχαμε μπροστά μας έναν γέροντα σοφό που έχει έρθει από έναν άλλο κόσμο και γνωρίζει μόνο τις πνευματικές αλήθειες.

Όχι, δεν υπερβάλλω. Δεν είμαι ρομαντική. Μην μου πείτε ότι δεν έχετε μείνει ποτέ με ανοιχτό το στόμα με κάτι που σας είπε το παιδί σας. Αλλά και πριν αρχίσει να μιλάει, σίγουρα θα το έχετε δει να κλαίει όταν κάποιος μιλήσει επιθετικά σε κάποιον άλλο, όχι γιατί κατάλαβε τα λόγια αλλά γιατί ένοιωσε ότι αυτοί οι άνθρωποι του καταργούν την έννοια της ΕΝΟΤΗΤΑΣ που έχει ακόμα σαν μνήμη μέσα του και που ανήκει στην πνευματική του διάσταση. Αυτή η πνευματική διάσταση στα παιδιά είναι πολύ παρούσα μέχρι τα πέντε τους χρόνια και μετά ατονεί διότι πρέπει να συγκεντρωθούν στον υλικό κόσμο, για να εκτελέσουν με αγάπη και σεβασμό το έργο το οποίο ήρθαν να εκτελέσουν.

Θυμάμαι ένα αγόρι δυόμισι ετών που είπε μια μέρα στην μητέρα του: «Μαμά, καλός είναι ο μπαμπάς αλλά έχει ξύλινο χέρι». Η μητέρα μου το διηγήθηκε εξηγώντας ότι όταν ήταν έγκυος ο άντρας της την είχε χτυπήσει στην κοιλιά. Δεν είχε ποτέ ξανασυμβεί παρόμοιο γεγονός από τη στιγμή που γεννήθηκε. Το έμβρυο το είχε καταλάβει και είχε μνήμη του γεγονότος. Αλλά αυτό που θαύμασα ήταν ο τρόπος που το διηγήθηκε αργότερα, χωρίς κακία, χωρίς κριτική. Απλά ονόμασε το γεγονός με τον τρόπο που το αντιλήφθηκε εκείνο. Και παρόλο που δεν του άρεσε, αλλιώς δεν θα χαρακτήριζε το χέρι του μπαμπά του ξύλινο, δεν είχε καμία αντιπαλότητα. Ζούσε ακόμα με έντονη την ανάμνηση του κόσμου που όλα είναι ενωμένα και τίποτε δεν δικαιολογεί να είναι τα πράγματα χωρισμένα κι εχθρικά. Θα τα καταφέρουμε άραγε ποτέ να μοιάσουμε σε αυτούς τους μεγάλους δασκάλους τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, τους μαθητές μας;

Ο ρόλος μας, λοιπόν, σαν γονείς και σαν δάσκαλοι δεν περιορίζεται μόνο στο να καθοδηγήσουμε τα παιδιά στην πορεία τους στον υλικό κόσμο. Χρειάζεται να τους υπενθυμίζουμε σε όλη τη διάρκεια της μετέπειτα ανάπτυξής τους, μέχρι την εποχή που θα έχουμε ολοκληρώσει το δρόμο τους στο υλικό και το ψυχοδιανοητικό επίπεδο, ότι το πνεύμα είναι πάντα παρόν και δεν πρέπει να το ξεχνούμε.

Θυμάμαι όταν λειτουργούσε ακόμα ο παιδικός σταθμός του Καφέ- Σχολειού, που κάποιο μεσημέρι τρώγοντας με τα παιδιά, κάποιο αναφέρθηκε στον παππού του που είχε πρόσφατα πεθάνει και του έλειπε πολύ. Του πρότεινα να σερβίρουμε ένα πιάτο δίπλα του για τον παππού του και αυτός θα ερχόταν να φάει παρέα του. Δεν είχε καμία αντίρρηση, μάλλον φυσικό του είχε φανεί, μόνο που δεν καταλάβαινε γιατί δεν λιγόστεψε το φαγητό στο πιάτο. Τότε του εξήγησα πως ο παππούς δεν θα τρώει πια από το φαγητό που φαίνεται στα μάτια μας αλλά από το αόρατο μέρος του, γιατί κι εκείνον δεν τον βλέπουμε αφού ανήκει στον αόρατο κόσμο. Πάλι με κατάλαβε πολύ καλά γιατί το αόρατο επίπεδο είναι πολύ κοντά στα παιδιά και όταν τους το θυμίζουμε κάθε τόσο, το κρατούν καλά στη μνήμη τους.

Αυτό βέβαια έχει σαν προϋπόθεση τη δική μας πνευματική ανάπτυξη γιατί διαφορετικά τα παιδιά μπορεί να μας μιλάνε κι εμείς να θεωρούμε ότι μας λένε «παιδιακίσιες» κουβέντες. Και τότε πόσο μακριά είμαστε από αυτό που έχουνε ανάγκη- να τα ακούμε με όλη την καρδιά και με όλη την ψυχή μας!!!

Γιατί η σεξουαλική - ερωτική σχέση είναι τόσο σημαντική στη ζωή μας
Σοφία Φώτεινα – Χατζηκοκόλη
Ολιστική Ψυχοθεραπεύτρια
στον Οργανισμό Κώστας Φωτεινός - Καφέ Σχολειό
Ο άνθρωπος είναι το μόνο ον πάνω στον πλανήτη που ερωτεύεται. Όλα τα άλλα ζευγαρώνουν, ακόμα και αυτά που είναι «μονογαμικά» όπως οι κύκνοι ή τα περιστέρια. Η διαφορά είναι ότι όλα τα υπόλοιπα όντα ακολουθούν τον προγραμματισμό τους και ζευγαρώνουν ανάλογα με την εποχή χωρίς σκέψη ή απόφαση, ενώ ο άνθρωπος επιλέγει τον χρόνο, τον τρόπο, ακόμα και το αν θα ερωτευτεί ή όχι.

Από την αρχή της ζωής μας παρακολουθούμε τους γονείς μας και τη σχέση τους καθημερινά. Κάνουμε τις διαπιστώσεις μας και βγάζουμε τα συμπεράσματά μας: …Α, η πόρτα των γονιών μας είναι κάποιες μέρες κλειδωμένη, ενώ τις υπόλοιπες είναι διάπλατα ανοιχτή. Άρα αυτό που συνέβη είναι κάτι προσωπικό τους, ας μη ρωτήσω….Χμ!! Εκείνες τις κάποιες μέρες όταν βαίνουν από το δωμάτιό τους μοιάζουν πιο ευδιάθετοι, είναι πιο περιποιητικοί ο ένας προς τον άλλον, άρα κάτι καλό έχει γίνει…Για δες!!! Τις επόμενες ώρες από Άννα και Νίκος, οι γονείς μου έγιναν Αννιώ και Νικολάκης. Και το βλέμμα του ενός χάνεται για λίγο (λίγο;) μέσα στο βλέμμα του άλλου. Άρα ότι και να συνέβηκε τους έφερε πιο κοντά, τους έκανε να φέρονται πιο τρυφερά μεταξύ τους….Βρε, βρε και ξαφνικά βρήκαν επουσιώδες να με μαλώσουν γιατί άφησα στη μέση του καθιστικού τα παπούτσια και το μπουφάν μου. Α! σίγουρα είναι κάτι καλό για όλους μας.

Ή βγάζουμε κάποια άλλα συμπεράσματα: Μετά από τη φασαρία που ακουγότανε το βράδυ, η μαμά κλείστηκε στο μπάνιο κι έκλαιγε, ο μπαμπάς άναψε τσιγάρο που δεν το κάνει ποτέ στην κρεβατοκάμαρα. Το παιδί σκέφτεται: Τι έπαθε η μαμά μου; Τι προβληματίζει το μπαμπά μου;

Την άλλη μέρα και οι δυο αμίλητοι, η μαμά δεν μαγείρεψε, ο μπαμπάς την έβρισε και με πήρε στη γιαγιά για να φάμε κι εκεί κατηγορούσε τη μαμά ότι δεν είναι καλή μαγείρισσα. (Επικίνδυνα τα πράγματα. Σύρραξη.) Επιπλέον με χρησιμοποιούν και με βάζουν κι εμένα μέσα στον καβγά τους. Μάλλον πόλεμο θα έπρεπε να πω.

Κάποια τέτοια γεγονότα ζούμε από παιδιά. Και αυτά μας καθορίζουν στην μετέπειτα ζωή μας. Γιατί η εικόνα της σχέσης που έχουμε από τους γονείς μας είναι το πρότυπο που έχουμε για τις σχέσεις που θα δημιουργήσουμε στη δική μας ζωή. Και, είτε θα το μιμηθούμε αν είμαστε «καλά» παιδιά και θα ταυτιστούμε με αυτό ή θα επαναστατήσουμε και θα το αντιστρέψουμε και θα ακολουθήσουμε την αντιστροφή κατά γράμμα.

Και επειδή η απόφασή μας είναι μια καταναγκαστική συμπεριφορά, δηλαδή μπορούμε να λειτουργήσουμε μόνο έτσι πάλι δεν θα είμαστε ευχαριστημένοι στη ζωή μας και θα διερωτόμαστε γιατί. Και εννοώ ότι θα μας συμβαίνουν τα πράγματα μόνο έτσι όχι μόνο στον ερωτικό τομέα αλλά και στις φιλίες μας, και στη δουλειά μας και στις σχέσεις μας με τα άλλα μέλη της οικογένειάς μας αλλά και στις κοινωνικές μας σχέσεις.

Ας δούμε σαν παράδειγμα τη δεύτερη περίπτωση που αναφέραμε παραπάνω:
Αν είμαι κορίτσι ταυτίζομαι – στη λειτουργία μου σαν γυναίκα – με τη μαμά μου. Και εάν είμαι «καλό» παιδί θα γίνω κι εγώ μια γυναίκα που όταν δεν περνάω καλά, όταν κάτι με στεναχωρεί, δεν μιλάω, τιμωρώ παθητικά με στέρηση (φαγητού, σεξ, χαράς ή οτιδήποτε άλλο). Αν επαναστατήσω σε αυτό το μοντέλο της γυναίκας, όπως η μαμά, τότε μπορεί να γίνω μια γυναίκα που δεν δέχεται «μύγα στο σπαθί της» (βλέπετε; Θα έχω αποκτήσει και σπαθί) θα κάνω τον ένα καβγά πάνω στον άλλο και θα παίζω τη δύσκολη από το φόβο μου μήπως με κακομεταχειριστεί ο σύντροφός μου.

Κι αν είμαι αγόρι ταυτίζομαι- στη λειτουργία μου σαν άντρας- με το μπαμπά μου. Κι αν είμαι «καλό παιδί» δεν θα επικοινωνώ με τη σύντροφο μου την οποιαδήποτε στεναχώρια μου, θα καπνίζω πολύ όπως κάνουν οι άντρες κι όταν συνεχίζει ο πόλεμος και δεν βρίσκω φαγητό στο σπίτι θα πηγαίνω στη μαμά μου ή όποια άλλη γυναίκα παίζει το ρόλο της μαμάς εκείνη την εποχή. Αν είμαι ένα ενεργητικό αγόρι, μπορεί και να τα σπάω για να διαμαρτυρηθώ και να δείξω σε όλο τον κόσμο πόσο κακοπερνάω ή πόσο με πνίγει το δίκιο.
Επειδή δε αυτές θα είναι καταναγκαστικές συμπεριφορές, δηλαδή θα τις έχω επιλέξει σαν μοναδικό τρόπο αντίδρασης στον οποίο θα έχω οδηγηθεί από φόβο, πάλι δεν θα είμαι ευχαριστημένος. Και αυτό θα μου συμβαίνει σε όλες τις θεματολογίες.

Να, λοιπόν, γιατί το σεξ καθορίζει ολόκληρη τη ζωή μου. Από τη γέννησή μου βομβαρδίζομαι ανεπαίσθητα, θετικά ή αρνητικά από τη σχέση των γονιών μου. Που ότι κάνουν στο κρεβάτι τους το συνεχίζουν και στις υπόλοιπες πράξεις της καθημερινότητάς τους. Τα βέλη του μικρού θεού έρωτα, φτάνουν κι εμένα, αγγίζουν και τη δική μου καρδιά.

Το μανιφέστο της αγάπης
Κώστας Φωτεινός
Απαιτώ να με αγαπάτε γι αυτό που είμαι εδώ και τώρα.
Απαιτώ να σας αγαπώ γι αυτό που είστε εδώ και τώρα.
Απαιτώ να αγαπιόμαστε για όλα όσα είμαστε,
για όλα όσα κάνουμε, για όλα όσα νιώθουμε, για όλα όσα σκεφτόμαστε.

Αν δεν μπορούμε να αγαπηθούμε γι αυτό που είμαστε, δεν αγαπιόμαστε καθόλου.
Κι αν δεν αγαπιόμαστε γι αυτό που είμαστε, δεν έχουμε τίποτα απολύτως να κάνουμε εδώ και τώρα.
Αρνιέμαι βίαια να αλλάξω έστω και το παραμικρό σε μένα.
Αρνιέμαι να αλλάξω έστω και μια χειρονομία ή ένα βλέμμα, προς τον εαυτό μου, προς εσάς, προς τους άλλους, προς τη ζωή.
Αρνιέμαι βίαια να αλλάξετε έστω και το παραμικρό στο εαυτό σας.
Ούτε καν μια χειρονομία ή ένα βλέμμα.

Αρνιέμαι να δεχθώ εδώ και τώρα οτιδήποτε δικό σας που δεν θέλω να το αγαπήσω.
Αρνιέμαι να δεχθώ έστω και το παραμικρό.
Ούτε καν μια χειρονομία η ένα βλέμμα, προς τον εαυτό σας, προς εμένα, προς τους άλλους, προς τη ζωή.

Αρνιέμαι βίαια να δεχθείτε εδώ και τώρα οτιδήποτε σε μένα που δεν θέλετε να το αγαπήσετε.
Όταν αγαπιόμαστε γι αυτό που είμαστε, χτίζουμε το δικό μας κόσμο.
Και συντελούμε στην ανάπτυξη του Σύμπαντος.

Όταν αγαπιόμαστε γι αυτό που είμαστε, νιώθουμε απόλυτα ευτυχείς εδώ και τώρα.
Όταν νιώθουμε ευτυχείς, δεν υπάρχει τίποτε, μα απολύτως τίποτε, που να μπορεί να αγγίξει αυτή την ευτυχία.
Ούτε από το έξω κόσμο, ούτε από μέσα μας.
Τόσο ο έξω κόσμος, όσο κι ο κόσμος μέσα μας, με όλα όσα κλείνουν, ως τη τελευταία λεπτομέρεια, γίνονται μια πρόφαση και μια αφορμή, για να αναπτυχθούμε καλύτερα και να γίνουμε πιο πλέρια ευτυχισμένοι.

Δεν υπάρχει τίποτε, μα απολύτως τίποτε, -ούτε οι πιο μεγάλες καταστροφές, ούτε οι πιο μεγάλες ευκαιρίες- που να μπορεί να αγγίξει την ευτυχία μας.
Αν η ευτυχία μας αγγιχτεί, έστω και στο παραμικρό, αυτό σημαίνει πως δεν αγαπιόμαστε για αυτό που είμαστε εδώ και τώρα.

Αυτό που είστε εδώ και τώρα με αναπτύσσει και με κάνει απόλυτα ευτυχισμένο.
Αυτό που είμαι εδώ και τώρα σας αναπτύσσει και σας κάνει απόλυτα ευτυχισμένους.

Αν δεν αγαπιόμαστε γι αυτό που είμαστε, ως την τελευταία λεπτομέρεια, αν η ευτυχία μας δεν είναι τέλεια για τον καθένα μας, δεν έχουμε τίποτα απολύτως να κάνουμε εδώ και τώρα.

Αρνιέμαι βίαια να κάνω έστω και την παραμικρή προσπάθεια, για να σας αγαπήσω.
Αρνιέμαι βίαια να κάνετε έστω και την παραμικρή προσπάθεια, για να με αγαπήσετε.
Αν δεν αγαπιόμαστε χωρίς προσπάθεια, δεν αγαπιόμαστε καθόλου.
Αν δεν αγαπιόμαστε χωρίς προσπάθεια, δεν έχουμε τίποτα απολύτως να κάνουμε εδώ και τώρα.

Όταν αγαπιόμαστε γι αυτό που είμαστε, παράγουμε μαζί, με πολλά χέρια, ένα κοινό αντικείμενο.
Και , μέσα σ'αυτό, καθένας μας έχει δημιουργήσει το δικό του αντικείμενο.

Όταν αγαπιόμαστε γι αυτό που είμαστε, παράγουμε μαζί με πολλά μάτια, μια κοινή αντίληψη.
Και, μέσα σε αυτήν, καθένας έχει δημιουργήσει τη δικιά του αντίληψη.
Όταν αγαπιόμαστε γι αυτό που είμαστε, παράγουμε μαζί, με πολλά πρόσωπα, μια κοινή ζωή.
Και, μέσα σε αυτήν, καθένας έχει δημιουργήσει τη δικιά του τη ζωή.

Όταν αγαπιόμαστε γι αυτό που είμαστε, παράγουμε μια κοινή ανάπτυξη.
Και, μέσα σε αυτήν, καθένας έχει δημιουργήσει τη δικιά του ανάπτυξη.

Αρνιέμαι βίαια να σκεφθούμε μαζί οτιδήποτε, σχετικά με την ατελή ευτυχία μας, γιατί αυτό σημαίνει ότι θα συζητήσουμε πώς να αλλάξει ένας από μας.

Αρνιέμαι βίαια να κάνουμε μαζί οτιδήποτε, σχετικά με την ατελή ευτυχία μας, γιατί αυτό σημαίνει ότι θα κάνουμε πράγματα, που θα αλλάξουν κάποιον από μας.

Αρνιέμαι βίαια να κάνουμε οτιδήποτε, είτε περισσότερο είτε λιγότερο από αυτό που θέλουμε να κάνουμε για τον εαυτό μας, για τους άλλους, για τη ζωή, εδώ και τώρα.

Αν η ευτυχία μας δεν είναι πλήρης και τέλεια εδώ και τώρα, χωρίς προσπάθεια, πλήρης και τέλεια, γιατί η απιθανότητα του Σύμπαντος το θέλησε έτσι, δεν έχουμε τίποτα απολύτως να κάνουμε εδώ και τώρα.
Δεν μπορούμε να αγαπηθούμε για αυτό που είμαστε.

Αν η ευτυχία μας δεν είναι τέλεια, πρέπει να χωρίσουμε εδώ και τώρα.
Μόνο η ελευθερία και η απομάκρυνση μπορεί να μας επιτρέψει μια σκέψη, μια συζήτηση ή μια πράξη, που δεν επιδιώκει να αλλάξει κάποιον από μας.
Ελεύθεροι θα μάθουμε την αλήθεια, όποια κι αν είναι.

Αν ξανασμίξουμε, αυτό σημαίνει ότι αγαπιόμαστε γι αυτό που είμαστε, αλλά δεν θέλαμε να το ξέρουμε.
Αν δεν ξανασμίξουμε, αυτό σημαίνει ότι ποτέ δεν αγαπηθήκαμε γι αυτό που είμαστε.

Αν δεν αγαπηθήκαμε ποτέ γι αυτό που είμαστε απαιτώ να χωρίσουμε για πάντα.
Απαιτώ να ζητήσουμε μέσα στον κόσμο, μέσα στο Σύμπαν, εκείνο το ον που θα μας αγαπήσει για αυτό που είμαστε εκεί και τότε.
Απαιτώ να το βρω. Υπάρχει κάπου.
Θα το βρω, θα το βρεις, θα το βρει, θα το βρούμε, θα το βρείτε, θα το βρουν το ον αυτό.
Όμως, αρνιέμαι βίαια να ζήσω διαφορετικά.

Αν δεν μπορούμε να χωρίσουμε, αυτό σημαίνει ότι δεν σεβόμαστε καν ο ένας τον άλλο εδώ και τώρα.

Αρνιέμαι βίαια να μη σεβόμαστε ο ένας τον άλλον.
Είναι χειρότερο από το να μην μπορούμε να αγαπιόμαστε γι αυτό που είμαστε εδώ και τώρα.
Απαιτώ να σεβόμαστε ο ένας τον άλλον.

Αυτά έχω να πω εδώ και τώρα.
Ατελή και ατέλειωτα,
όπως η ίδια η ζωή.
Και συνεχίζω,
όπως συνεχίζει η ζωή.

9 Απριλίου 1983

Η πίστη και το απόλυτο
Όλα τα πράγματα του κόσμου μπορούμε
να τα βλέπουμε με χίλιους τρόπους. Το ίδιο αντικείμενο,
το ίδιο γεγονός μπορεί να είναι τη μια καλό,
την άλλη κακό, αλλά και να έχει όλες τις αποχρώσεις ανάμεσα στα δύο.
Όμως, υπάρχει μια άλλη όψη της ζωής
και αυτή η όψη μας γοητεύει και μας ξεκουράζει.

Σοφία Φώτεινα Χατζηκοκόλη
Ήτανε δυόμισι χρόνων. Αεικίνητος, λεπτοκαμωμένος, κατάμαυρος από τον ήλιο ο Σωτήρης. Έπαιζε πότε μόνος του, πότε με τα υπόλοιπα μικρά που σύχναζαν κάθε πρωί στην πισίνα, στις «ΠΟΡΤΕΣ», στα Καμένα Βούρλα. Εκεί που συνηθίζουμε να το ονομάζουμε «το χωριό μας», «το χωριό του Οδυσσέα», κι εννοούμε τον τόπο που μας φέρνει πιο κοντά στη φύση, τη φύση μας, τον Θεό. Εκεί που το βλέμμα χάνεται στον ουρανό, στη θάλασσα, στο καταπράσινο κάθετο βουνό. Μια στην ανατολή και μια στη δύση.

Εκείνο το πρωί, ο Σωτήρης μου φανέρωσε την «άλλη» όψη. Αυτήν που τα παιδιά δεν έχουν ακόμα ξεχάσει. Έπαιζε και γέλαγε κι αυτό το γέλιο του με έκανε να σταθώ σε ένα κλάσμα του δευτερόλεπτου και να μεγεθύνω τη στιγμή. Πηγαινοερχόταν στην άκρη της πισίνας «Μαμά» φώναζε κι έκανε βουτιά «Ναι, αγόρι μου» του απαντούσε εκείνη. Έβγαινε από την πισίνα «Μπαμπά» ξαναφώναζε, «Ναι, παιδί μου» τον άκουγα να λέει. Και μέσα σε αυτή την κατάσταση του απόλυτου «ναι», της απόλυτης συμφωνίας και αρμονίας, ανεβαίνει τα δυο πρώτα σκαλιά της τσουλήθρας κρατώντας την κουπαστή και στο τρίτο τεντώνει το σώμα του προς τα πάνω, μετά προς τα πίσω και απλώνοντας τα χέρια του στο πλάι, προσγειώνεται μαλακά στην αγκαλιά του πατέρα του που βρέθηκε ακριβώς πίσω του. Δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει ο Σωτήρης, γιατί ήξερε πως ήταν αδύνατο να μην είναι ο πατέρας πίσω του. Ήταν αδύνατο να πάθει κακό. Ο πατέρας του θα βρισκόταν σίγουρα κοντά του και θα τον προστάτευε.

Δεν ξέρω γιατί σας έχω τόσο πολύ ανάγκη για να σας πω πως ο Σωτήρης ήταν μια γέφυρα για μένα προς ένα άλλο παρόμοιο γεγονός που έζησα, όπου δεν ήξερα τι με περίμενε κάνοντας «βουτιά» σε άγνωστα νερά, κι όμως ένιωθα προστατευμένη. Τότε που στην Ιαπωνία βρέθηκα στο Κιότο, σε έναν ναό όπου θα με φιλοξενούσαν για μια εβδομάδα μέχρι να βρω που θα μείνω μόνιμα. Δεν γνώριζα κανέναν, τίποτα δεν γινόταν με το γνωστό μου τρόπο, δεν είχα βρει ακόμα σε ποια σχολή θα γραφόμουν για να μυηθώ στην τέχνη του τσαγιού, σε ποιο σπίτι θα έμενα: Έψαχνα όλη μέρα. Το βράδυ ξάπλωσα στο στρώμα που ήταν απλωμένο στο πάτωμα για να κοιμηθώ κι όπως έπεσε το βλέμμα μου στο ταβάνι αντίκρισα μια τεράστια μαύρη αράχνη. Το μυαλό μου έλεγε: «Δηλητηριώδης». Κι όμως, μέσα στην απόλυτη ακινησία μου, την βάφτισα «προστάτη» και γύρισα στο δεξί πλευρό για να κοιμηθώ. Εκείνη ήταν εκεί για να με προστατεύει κι εγώ δεν θα πάθαινα τίποτα. Και το πίστευα βαθιά με όλη μου την ύπαρξη.

Παρόμοια γεγονότα, σίγουρα έχουν συμβεί σε πολλούς από μας. Παρακολούθησα πριν από μερικούς μήνες μια εκπομπή σχετικά με το πόσες δυσκολίες αντιμετωπίζουν οικογένειες πολυτέκνων, όταν δουλεύει μόνο ο πατέρας επειδή η μάνα εκ των πραγμάτων πρέπει να μένει στο σπίτι με τα παιδιά. Εκεί ήταν κι ένας πατέρας που διηγήθηκε πως κάποια χρονιά, που ήταν τα παιδιά του ακόμα πολύ μικρά, είχε εξαντλήσει όλα τα χρήματα που είχε και για την επόμενη μέρα δεν υπήρχε τίποτα μέσα στα ντουλάπια και το ψυγείο ήταν άδειο. Κι εκείνος έλεγε: «Έχει ο Θεός για όλους. Όταν ξημερώσει αύριο η μέρα θα δούμε τι θα γίνει». Γνώριζε την έλλειψη, ένιωθε την ευθύνη αλλά δεν είχε αγωνία για το αύριο. Η πίστη του, μου θύμισε «τα πετεινό του ουρανού» που ο Κύριος μεριμνά γι' αυτά. Την επόμενη το πρωί, καθώς άνοιξε την πόρτα για να φύγει για τη δουλειά του, βρήκε στο κεφαλόσκαλο ακουμπισμένες σακούλες με όλα τα καλά του θεού. Κάποιος τα είχε αφήσει με ένα σημείωμα, ζητώντας συγνώμη που ήθελε να κρατήσει την ανωνυμία του.

Νομίζω πως κι αυτή τη στιγμή που γράφω, τολμάω να ακουμπήσω στην αγκαλιά σας την πίστη μου πως οτιδήποτε μου συμβαίνει, οτιδήποτε μας συμβαίνει, είναι πάντα για καλό. Ακόμα κι αν δεν μπορούμε να το δούμε έτσι, ή αν δυσκολευόμαστε να το καταλάβουμε, ακόμα κι αν για λίγο χάνουμε την πίστη μας στον αόρατο κόσμο. Από τότε που το πρωτοένιωσα, άλλαξαν οι προσευχές μου. Τι να ζητήσω σε Αυτόν που έκανε τα πάντα με τόση σοφία; Δεν έχω παρά να σιωπήσει ο νους και να γαληνέψει το σώμα για να νιώσω πως είμαι κοντά Του. Τίποτε άλλο.
Με απόλυτη εγκατάλειψη.
Όπως ο Σωτήρης.

Όταν ο έρωτας γίνεται Έρωτας
Κώστας Φωτεινός, Μόντρεαλ, Δεκέμβρης 1991
Έρωτας γεννιέται με το Λόγο του Μη - Εκδηλωμένου
στο βασίλειο του Μη - Εκδηλωμένου.
Θα μπορούσε να μην έχει γεννηθεί ποτέ
και να μη λείψει απολύτως τίποτα.
Μα κι όταν γεννηθεί,
δεν προσθέτει απολύτως τίποτα.
'Όταν ο Έρωτας ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί,
τότε ξέρουμε πως είναι ο Έρωτας.

Αυτός ο Έρωτας είναι ερωτευμένος με τον εαυτό του.
Έχει πληρότητα γιατί δεν έχει ούτε «εγώ» ούτε «εσύ».
Δεν έχει καν «αυτός».
Ο Έρωτας που δεν έχει ούτε εγώ, ούτε εσύ, ούτε αυτός,
είναι ο Έρωτας.
Αυτός ο Έρωτας λέει: «Εγώ είμαι το Ένα».

Στο βασίλειο του Μη - Εκδηλωμένου,
γίνεται η δυνατότητα για όλη τη δημιουργία,
για όλους τους κόσμους,
για τους λίγους που έγιναν,
για τους περισσότερους που δεν έγιναν ακόμα,
αλλά και για τους άπειρους που δεν θα γίνουν ποτέ.
Ο Έρωτας που είναι η δυνατότητα των πάντων,
είναι ο Έρωτας.

Ο Έρωτας γέννησε τους κόσμους.
Γέννησε αυτούς που έγιναν,
αυτούς που δεν έγιναν ακόμα
κι αυτούς που δεν θα γίνουν ποτέ.
Έτσι ο Έρωτας πέρασε στο βασίλειο του Εκδηλωμένου.
Αν δεν είχε γεννήσει αυτούς τους κόσμους,
δεν θα έλειπε απολύτως τίποτα.
Κι όταν τους γέννησε
δεν πρόσθεσαν πάλι απολύτως τίποτα.
Όταν ο Έρωτας εμφανίζεται στον κόσμο του Εκδηλωμένου,
χωρίς ούτε να προσθέτει ούτε να αφαιρεί τίποτα,
τότε ξέρουμε ότι είναι ο Έρωτας.

Ο Έρωτας στο βασίλειο του Εκδηλωμένου,
στην αρχή δεν έχει μορφή.
Είναι άτυπος.
Κι έτσι νομίζουμε πως δεν υπάρχει.
Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς
πως δεν αγάπαγε από πάντα.

Όταν ο Έρωτας μπορεί να φαίνεται
πως δεν αγάπαγε από πάντα,
τότε είναι ο Έρωτας.

Ύστερα ο Έρωτας γίνεται μορφή
και τότε γίνεται «αυτός».
Τότε γίνεται «εσύ», γίνεται «εγώ».Αν δεν γινόταν μορφή
δεν θα έλειπε τίποτα απ' τον κόσμο.
Και που έγινε μορφή
δεν πρόσθεσε τίποτα.

Αν δεν γινότανε «εσύ», αν δεν γινότανε «εγώ»
δεν θα έλειπε τίποτα απ' τον κόσμο.
Και που έγινε δεν πρόσθεσε τίποτα.
Όταν ο Έρωτας στον τυπικό κόσμο
δεν γίνεται ούτε εγώ ούτε εσύ,
όταν δεν γίνεται τίποτα απ' τα δύο,
όταν γίνεται και τα δύο,
τότε είναι ο Έρωτας.

Έτσι ο Έρωτας παίρνει το δρόμο του στον κόσμο,
κι από αιθέρας γίνεται μαγνήτης, γίνεται ηλεκτρισμός,
γίνεται αέρας, γίνεται νερό, γίνεται στερεό.
Έτσι ο Έρωτας γίνεται «σάρκα».
Αν δεν γινότανε σάρκα δεν θα 'λείπε τίποτα.
Και που έγινε δεν πρόσθεσε τίποτα.
Όταν ο Έρωτας που έγινε σάρκα
ούτε αφαιρεί ούτε προσθέτει,
τότε μόνο είναι Έρωτας.

Όταν ο Έρωτας γίνεται σάρκα,
τότε γίνεται εσύ με τ΄όνομά σου,
τότε γίνεται εγώ με τ΄όνομά μου,
τότε ο ίδιος ονομάζεται Έρωτας.
Έτσι γεννιούνται οι Έρωτες στον κόσμο.
Αν δεν γεννιόντανε
δεν θα αφαιρούσαν τίποτα απ΄ τον κόσμο.
Μα και που γεννιούνται
δεν προσθέτουν τίποτα.
Όταν ο Έρωτας ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί,
τότε ξέρουμε πως είναι ο Έρωτας.
Όταν ούτε προσθέτει ούτε αφαιρεί
τότε αποκτά δικαιώματα.
Τότε μπορεί να επιθυμεί, να ονειρεύεται, να περιμένει,
να προσφέρει, να ζητάει, να χαίρεται, να λυπάται.
Τότε μόνο έχει το δικαίωμα να προσφέρει και να ζητάει.

Ο Έρωτας στον κόσμο, όταν γίνεται σάρκα,
ολοκληρώνεται με τον σαρκικό έρωτα.
Όταν ο σαρκικός Έρωτας αφαιρεί ή προσθέτει στον κόσμο,
τότε δεν είναι ο Έρωτας.
Όταν αφαιρεί ή προσθέτει,
τότε οι ερωτευμένοι
σταματάνε για πάντα στον κόσμο του Εκδηλωμένου.

Στον κόσμο της πυκνής ύλης.
Όταν ούτε αφαιρεί ούτε προσθέτει,
τότε οι ερωτευμένοι ξεκινάνε
για το μεγάλο ταξίδι του γυρισμού.
Είναι πολύ αργά τη νύχτα.
Θα ξημερώσει σε λίγο.
Όπως γράφω στο γραφείο μου,
μπρος μου, σε ημικύκλιο, τρία παράθυρα,
μου δείχνουν το ατέλειωτο χιόνι
που σκεπάζει το δρόμο, τα σπίτια, τους ανθρώπους,
και σκέφτηκα πως τελικά τίποτα δεν κρύβεται
όσο κι αν σκεπάζονται τα πράγματα το 'να με τ' άλλο.
Όλα είναι διάφανα.
Είναι δυνατό να μην τα βλέπουμε;

Στην αρχή η φωτιά είναι φωτιά.
Καίει και πυρπολεί το στερεό.
Το στερεό μεταμορφώνεται σε υγρό.
Καίει και πυρπολεί το υγρό.
Το υγρό μεταμορφώνεται σε αέριο.
Καίει και πυρπολεί το αέριο.
Το αέριο μεταμορφώνεται σε αιθέρα.
Στο τέλος η φωτιά γίνεται φως.

Αστράφτει και βροντάει...
Να δεις, θα βρέξει
Μπαίνω αργά, βαθιά μέσα σου.
Το ψάρι πήδησε
έξω απ' το νερό της λίμνης.
Ακούς το χειροκρότημα
του ενός χεριού;
Είναι το πρώτο κλάμα
του μωρού μας.

Συνέντευξη του Κώστα Φωτεινού στην εκπομπή της Έλλης Βαλσαμίδου
«Σημεία των Καιρών»
στο κανάλι «Seven-X»
Λέγομαι Έλλη Βαλσαμίδου και απόψε θα συνεχίσουμε εκείνο το ωραίο ταξίδι που ξεκινήσαμε σε μια παλιότερη εκπομπή με τον Καθηγητή Κώστα Φωτεινό. Ένα ταξίδι, όχι στο βυθό της θάλασσας, όπως ο Ζακ Κουστώ, αλλά λίγο βαθύτερα, αρκετά βαθύτερα, μέσα στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Στο πνεύμα του, στην ψυχή του, στα συναισθήματα, στις αποφάσεις του.

Ο Καθηγητής Κώστας Φωτεινός, που είναι προσκεκλημένος μας απόψε, είναι ένας μελετητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, στις επιστήμες της αγωγής και Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, έχει κάνει έρευνες γύρω από τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του και είναι συνεργάτης της UNESCO για αυτά τα θέματα. Ο Καθηγητής Κώστας Φωτεινός, προσπαθώντας να μπολιάσει όσους μπορεί περισσότερους ανθρώπους σε ένα νέο τρόπο ζωής, στο ευ ζην, δημιούργησε ένα σχολείο για εκπαιδευτικούς, που το ονόμασε χαρακτηριστικά Καφέ - Σχολειό, στο οποίο οι καθηγητές, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να μάθουν οι ίδιοι τον εαυτό τους και να μάθουν να διδάσκουν αυτή τη μέθοδο και στα παιδιά, ώστε να διδάσκουν μια Παιδεία του Βάθους, όπως την λέει ο Δάσκαλος που έχουμε μαζί μας απόψε.

Κύριε Φωτεινέ, σας καλωσορίζουμε και σας παρακαλούμε να μας πείτε μερικά λόγια αναλυτικότερα γι΄ αυτό το Σχολείο και για τα σεμινάρια που κάνετε εδώ στην Ελλάδα πάνω σε αυτό το θέμα, στην συμπεριφορά του ανθρώπου.
Κ.Φ.: Ευχαρίστως. Το θέμα είναι πολύ μεγάλο.
Ε.Β.: Ας μιλήσουμε λοιπόν για τη δουλειά σας.
Κ.Φ.: Είναι δουλειά μιας ολόκληρης ζωής, 40 χρόνια ιστορία. Να το πάρουμε το πράγμα από την αρχή;
Ε.Β.: Ναι, ναι.
Κ.Φ.: Στην αρχή της πανεπιστημιακής μου καριέρας ήμουν ειδικός στην τεχνολογία στην εκπαίδευση. Και εννοούμε τεχνολογία όλες τις μηχανές που χρησιμοποιούμε μέσα σε μία τάξη, σε ένα σχολείο ή σε ένα εργαστήριο, για να μπορέσει το παιδί να έχει πιο εύκολες προσλαμβάνουσες παραστάσεις, να είναι σε επαφή με την πραγματικότητα και να μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα και να δημιουργήσει καλύτερα.
Ε.Β.: Ποιες είναι αυτές οι μηχανές;
Κ.Φ.: Πολλές, πάρα πολλές. Ξεκινώντας από τον Skinner που είχε προτείνει στην αρχή της ιστορίας της τεχνολογίας, μηχανές που σε μαθαίνουν. Για παράδειγμα, υπάρχει μία μηχανή που βάζει στο παιδί ερωτήσεις, το παιδί δίνει την απάντηση και η μηχανή ξέρει την σωστή απάντηση που αν την απαντήσει σωστά το παιδί το επιβραβεύει. Πολλές φορές δίνει στο παιδί και μία καραμελίτσα. Αλήθεια, υπάρχει ένα πιάνο στο οποίο παίζει ο μαθητής το κομμάτι που είναι προγραμματισμένο βέβαια και όταν το παίξει σωστά, στο τέλος πέφτει μια καραμέλα.
Με όλα αυτά τα πράγματα δε συμφωνούσα από την αρχή, αλλά ήθελα να τα διερευνήσω.
Μου θύμιζαν τις κότες που έχουν στα λαϊκά πανηγύρια, στην Αμερική, που τις βάζουν να μετράνε, να χτυπάνε, να πηδάνε, ... και τελικά, όταν το κάνουν, τις δίνουν ένα κομμάτι...
Ε.Β.: Όπως δίνουμε ζάχαρη στα άλογα, όταν τρέξουν καλά...
Κ.Φ.: Όπως η εκπαίδευση που κάνουν στα δελφίνια, και τα λοιπά. Από εκεί ξεκίνησαν βέβαια, και συνέλαβαν αυτή την τεχνική και στην εκπαίδευση, με διάφορες μηχανές. Έτσι άρχισε η εποχή της τεχνολογίας.
Κατά την διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, επειδή υπήρχε ανάγκη από μεγάλη παραγωγή - ειδικά όπλων - και συνεπώς ανάγκη εκπαίδευσης εργατών, άρχισαν να χρησιμοποιούν τον κινηματογράφο για να εκπαιδεύσουν τους εργάτες. Και μέσα από αυτή την εμπειρία, αναδείχθηκε ο κινηματογράφος, σαν ένας μεγάλος δάσκαλος, ένα τεράστιο μέσο εκπαίδευσης που διευκόλυνε, γιατί έτσι μπορούσαν και εκπαίδευαν τεχνίτες και υπαλλήλους μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, μέσα από την εικόνα του κινηματογράφου. Μετά ήρθε η τηλεόραση και μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο βρεθήκαμε μπροστά σε ένα μεγάλο όγκο πληροφοριών, από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και άλλες μηχανές που με βάση τα πειράματα που είχαμε κάνει απέδειξαν ότι μπορούσαν να διευκολύνουν τη μάθηση. Να κάνουν το παιδί, τον άνθρωπο, τον εργάτη να μάθει πιο γρήγορα και να μάθει καλύτερα. Κι από εκεί άρχισε η επιστήμη της Τεχνολογίας στην Εκπαίδευση. Αυτή ήταν στην αρχή η ειδικότητα μου, στα οπτικοακουστικά μέσα. Δηλαδή στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Ήμουν λοιπόν την εποχή, όπου άρχισε η βασιλεία των οπτικοακουστικών μέσων. Συμμετείχα στο κτίσιμο των μεγαλύτερων στούντιο στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ με εκατομμύρια επενδύσεων για την αγορά μηχανημάτων.
Δεν κράτησε όμως παραπάνω από 10 — 12 χρόνια και δυστυχώς συνεργάστηκα αργότερα στο κλείσιμο όλων αυτών των στούντιο και στην καταστροφή όλου αυτού του βασιλείου.
Πιστέψαμε πολύ ότι η τεχνολογία μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε.
Μετά ήλθαν τα κομπιούτερς, η πληροφορική και εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια επαναλάβαμε το ίδιο ακριβώς παραμύθι.
Ε.Β.: Το ίδιο λάθος δηλαδή;
Κ.Φ.: Το ίδιο παραμύθι. Λέγαμε «εντάξει, τα οπτικοακουστικά μέσα δεν ήτανε κατάλληλα, αλλά τα κομπιούτερς είναι καταλληλότερα διότι έχουν μια λογική στην λειτουργία τους που μπορεί να βοηθήσουν τα παιδιά να μάθουν γρηγορότερα».
Έπεσα με τα μούτρα και θυμάμαι ότι είχα στο πανεπιστήμιο, στο τμήμα που διηύθυνα, το μεγαλύτερο εργαστήριο πληροφορικής για εκπαίδευση του Πανεπιστήμιου του Μόντρεαλ. Πάλι όλοι οι φοιτητές άρχισαν να έρχονται, είχαν γραφτεί στα μαθήματα ελπίζοντας πάντα, μαζί με τους ερευνητές, ότι θα έβγαιναν από τα εργαστήρια πληροφορικής πιο έξυπνοι. Ήδη τώρα έχει αρχίσει και φαίνεται ότι έχουμε πάθει το ίδιο πράγμα. Δεν βγαίνουμε πιο έξυπνοι ούτε με την χρήση της πληροφορικής, ούτε με την χρησιμοποίηση των οπτικοακουστικών, ούτε με οποιουδήποτε άλλο τεχνολογικό μέσο.
Ε.Β.: Ίσως βγαίνουν λίγο τραυματισμένοι;
Κ.Φ.: Δεν ξέρω, αν βγαίνουν τραυματισμένοι, αλλά πάντως δεν βγαίνουν με το αποτέλεσμα που ελπίσαμε ότι θα έχουμε. Η υπόθεση ήταν ότι, όταν και όσο η τεχνολογία είναι κατάλληλη, καλά φτιαγμένη, καλά ενταγμένη μέσα στο παιδαγωγικό σύστημα, τόσο πιο πολύ ο μαθητής θα αποδώσει σε μάθηση. Αυτή ήταν η βασική υπόθεση. Και γι΄ αυτό λέγαμε «η τεχνολογία θα μας δώσει καλύτερους ανθρώπους».
Αυτό έχει επαναληφθεί πάρα πολλές φορές στην ιστορία του ανθρώπου.
Γι΄ αυτό αρχίσαμε, εμείς οι επιστήμονες, να διερευνούμε μια άλλη υπόθεση που ήταν ακριβώς η αντίθετη από αυτήν. Η νέα υπόθεση ήταν «γιατί ο μαθητής δεν...». Γιατί διαπιστώσαμε ότι οι μαθητές δεν εκμεταλλευόντουσαν, ούτε χρησιμοποιούσαν την τεχνολογία σε βαθμό, ώστε να μπορέσουν να αντλήσουν από αυτήν πληροφορίες και μάθηση. Και βέβαια διαπιστώσαμε ότι οι μαθητές δεν ήτανε έτοιμοι οι ίδιοι. Και τι θα πει «έτοιμοι οι ίδιοι»; Σαν άτομα. Οπότε είπαμε, εδώ είναι το λάθος. Η τεχνολογία μόνη της δεν μπορεί να λειτουργήσει, δεν μπορεί να αποδώσει, δεν μπορεί να πείσει τον μαθητή, δεν μπορεί να εμφυσήσει στο μαθητή γνώση καλύτερη, πιο βαθιά, πιο ολόκληρη, παρά μόνο αν ο μαθητής είναι έτοιμος να την παραλάβει. Να την πάρει. Να την δεχθεί. Γι΄ αυτό είπαμε «προς το παρόν αφήνουμε την τεχνολογία στη γωνιά και αρχίζουμε να ασχολιόμαστε με τον ίδιο τον μαθητή». Τον μαθητή δηλαδή σαν άνθρωπο. Το δικό μου εργαστήριο είναι από τα πρώτα εργαστήρια - μαζί με πολλά άλλα στην Αμερική - όπου κάναμε αυτή τη στροφή, και είπαμε «εμείς θέλουμε να αρχίσουμε να κοιτάζουμε τον άνθρωπο».
Ε.Β,: Έτσι αρχίσατε να ψάχνετε στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.
Κ.Φ.: Ευτυχώς, είχαμε ήδη μία προπαίδεια, είχαμε γνώσεις, διότι είχα ήδη κάνει και σπουδές ψυχολογίας και ψυχοπαθολογίας και θεραπευτικής σύμφωνα με τις αρχές της Αντλεριανής Σχολής.
Η πρόθεση μου λοιπόν ήταν να μάθω πώς λειτουργεί αυτή η «μηχανή», η ψυχολογική πλευρά του ανθρώπου, η οποία είναι τόσο δύσκολη να την καταγράψουμε, η οποία μας ξεφεύγει, δεν μπορούμε να την ελέγξουμε και που τελικά μας καθορίζει. Κι έτσι με τις γνώσεις που είχα, ξεκινήσαμε με άλλους επιστήμονες και ανοίξαμε εργαστήρια και είπαμε «θα μάθουμε πώς λειτουργεί ο άνθρωπος, πώς λειτουργεί ο μαθητής και πότε μπορεί να εκμεταλλευθεί τα καλά στοιχεία που του προσφέρει το περιβάλλον του. Είτε είναι τεχνολογικό ή οτιδήποτε. Πώς μπορεί να το εκμεταλλευτεί για να γίνει καλύτερος;» Δηλαδή, δεν είναι το περιβάλλον που κάνει τον άνθρωπο να είναι καλύτερος, είναι ο άνθρωπος που είναι ικανός να εκμεταλλευτεί καλύτερα το περιβάλλον που τον κάνει να είναι καλύτερος. Οπότε το καθοριστικό στοιχείο, η καθοριστική μεταβλητή είναι ο άνθρωπος, όχι η τεχνολογία.
Ε.Β.: Ο άνθρωπος σαν γνώσεις μόνο ή και σαν πρόθεση;
Κ.Φ.: Ούτε σαν γνώση, ούτε σαν πρόθεση. Ο άνθρωπος σαν ένα ολόκληρο ον, με όλα του τα ένστικτα, τις αγάπες του, τα μίση του, τη σκέψη του, τα συναισθήματα του, το σωματάκι του, όλα του, όλα. Ο άνθρωπος σαν καθολική μηχανή. Δεν τον κόβουμε πια, γιατί είχαμε πει στην προηγούμενη εκπομπή ότι η επιστήμη είχε κόψει, κατακερματίσει τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να μπορέσει να τον κατακτήσει. Εδώ επανέρχεται ο άνθρωπος ολόκληρος, δεν κατακερματίζεται.
Ε.Β.: Αυτή είναι δηλαδή η ολιστική παιδεία;
Κ.Φ.: Είναι η ολιστική προσέγγιση και παιδεία. Και αρχίσαμε να αναπτύσσουμε τις εξής υποθέσεις. Η ερώτηση μας ήτανε πολύ απλή. Ποιες είναι οι συνθήκες εκείνες ζωής, περιβάλλοντος, συναισθηματικές συνθήκες, ποιες είναι οι συνθήκες εκείνες που κάνουν έναν άνθρωπο να αναπτύσσεται; Αυτές πρέπει να βρούμε, πρέπει να τις μελετήσουμε, πρέπει να τις καταγράψουμε, πρέπει να τις ελέγξουμε και στη συνέχεια να πούμε «Α! Αν αυτό είναι αλήθεια, θα προσπαθούμε να φτιάξουμε τέτοιες συνθήκες, για να μπορούν οι άνθρωποι να μεγαλώνουν σωστά». Πού; Στο σχολείο καταρχήν, γιατί εκεί είναι ο χώρος στον οποίο μπορούμε να έχουμε κάποια δύναμη ελέγχου και να κάνουμε συνθήκες τέτοιες, ώστε ο άνθρωπος να αναπτύσσεται.
Διότι βέβαια, δεν χρειάζεται να πούμε ότι όλες οι έρευνες είχαν αποδείξει ότι μέχρι τότε -κι ακόμα συνεχίζεται - οι συνθήκες που έχουμε στην παιδεία, στην εκπαίδευση, στα σχολειά μας - και διεθνώς, όχι μόνο στην Ελλάδα, - δεν είναι καθόλου αναπτυξιακές. Είναι μπορούμε να πούμε αποθαρρυντικές. Τα αποθαρρύνουν τα παιδιά. Και ξέρετε τι θα πει αποθαρρύνουν; Το παιδί βγαίνει από εκεί και έχει αρνητική εικόνα του εαυτού του, λέει: «Δεν αξίζω τίποτα». Εγώ όταν βγήκα από το σχολείο, από το γυμνάσιο, έλεγα: «Φουκαρά Κώστα, δεν αξίζεις τίποτα.» Γιατί; Όλα τα μαθήματα και όλες οι συνθήκες του σχολείου μου με είχαν πείσει ότι είμαι ένα μέτριο πραγματάκι. Και έλεγα: «Εντάξει, είσαι ένα μέτριο πραγματάκι. Θα ζήσουμε μέτρια. Τι ωραία, τι καλά.» Και είχα μια εικόνα αρνητική του εαυτού μου. Αλλά αυτό ξέρετε τι σημαίνει; Όταν εγώ έχω μια εικόνα αρνητική του εαυτού μου, επειδή ο εαυτός μου είναι το μόνο εργαλείο που έχω για να φτιάξω τη ζωή μου, κάνω μια ζωή μέτρια. Κάνω μια ζωή αντίστοιχη. Δηλαδή, όσο καλή ή κακή είναι η εικόνα του εαυτού μου, φτιάχνω και γύρω μου μια ζωή καλή ή κακή.
Λοιπόν είδαμε πώς ήταν και είναι οι συνθήκες μέσα στο σχολείο με βάση όλες τις έρευνες που έγιναν - γιατί κάναμε μια μεγάλη έρευνα στον Καναδά ρωτώντας τα παιδιά ποιο είναι το σχολείο των ονείρων τους. Δουλέψαμε μαζί με το «Ράδιο - Καναδά», με την τηλεόραση, με το πανεπιστήμιο και με το κράτος. Και βγήκαν πράματα καταπληκτικά. Δεν βρήκαμε ούτε ένα παιδί να αγαπάει το σχολείο, αλλά μόνο να το δέχεται, να το ανέχεται, να είναι υποχρεωμένο να το τελειώσει, να το πίνει σαν ένα φάρμακο που είναι απαραίτητο, να μην το αγαπάει.
Αλλά ποιες είναι οι συνθήκες οι κατάλληλες για να μπορεί το παιδί να αγαπάει το σχολειό και συνεπώς να μεγαλώσει καλά μέσα σ' αυτό;
Οι συνθήκες αυτές όμως δεν υπάρχουν μόνο στο σχολείο. Διαπιστώσαμε ότι και στην οικογένεια υπήρχαν αντίστοιχες, καταστρεπτικές συνθήκες. Το παιδί παρόλη την αγάπη που υπάρχει μέσα στην οικογένεια, την οποία δεν την αμφισβητώ ούτε δευτερόλεπτο- δεν μπορεί να μην αγαπάει ένας πατέρας και μία μάνα τα παιδάκια τους, δεν γίνεται, έχουν βγει από μέσα τους , απ' το κρέας τους, απ' τη σάρκα τους - χτίζουν συνθήκες στην οικογένεια τέτοιες, που το παιδί βγαίνει αποθαρρημένο. Με μία εικόνα αρνητική. Γιατί ; Γιατί ο μπαμπάς και η μαμά έχουν διαφορές, οι οποίες είναι διαφορές αξιών. Διαφορές συναισθηματικές. Προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα μπροστά στα παιδιά, αλλά και πίσω από τα παιδιά. Έχουμε κάνει πειράματα όπου οι γονείς μαλώνουν στο διπλανό δωμάτιο από αυτό των παιδιών και τα παιδιά δεν ακούν τίποτα, αλλά η ενέργεια του καυγά τους από το άλλο δωμάτιο έχει φτάσει μέχρι το δωμάτιο των παιδιών και εμφανίζουν τα ίδια αποτελέσματα. Δηλαδή για παράδειγμα, παιδιά που δεν άκουσαν απολύτως τίποτα από τους γονείς τους που έχουν μαλώσει στο διπλανό δωμάτιο, κατουριούνται πάνω τους το βράδυ ή τα πιάνει νευρικός κλονισμός. Θέλω να σας πω κάτι που είπε ο Σερ, ο μεγάλος φιλόσοφος και το ερωτεύτηκα και το είπα και εγώ σε πολλές διαλέξεις. «Μας κατηγορώ ότι δεν αγαπήσαμε τα παιδιά μας, όπως έπρεπε. Μας κατηγορώ ότι δεν αγαπήσαμε τα παιδιά μας, όπως έπρεπε.»
Ε.Β.: Ίσως δεν ξέραμε.
Κ.Φ.: Άλλο είναι αυτό και θα το πούμε. Υπάρχουν αποθαρρημένα παιδιά, τραυματισμένα παιδιά. Και είδαμε λοιπόν πως είχε δημιουργηθεί αυτή η κατάσταση στην οικογένεια και στο σχολειό. Αλλά το ίδιο πράγμα υπάρχει και στην πολιτική. Ακριβώς το ίδιο. Σε ένα βιβλίο μου την «Παιδεία του Βάθους» είχα γράψει ότι ο πολιτικός και η διοίκηση είναι οι εκπαιδευτές της κοινωνίας. Κατά το βαθμό που εγώ και εσύ σαν γονείς είμαστε εκπαιδευτές των παιδιών μας, κατά το βαθμό που ο δάσκαλος και η δασκάλα είναι εκπαιδευτές των παιδιών κατά τον ίδιο βαθμό ο πολιτικός είναι εκπαιδευτής.
Ε.Β.: Βεβαίως, γιατί είναι και πρότυπο.
Κ.Φ.: Βεβαίως. Εγώ όταν βλέπω τον πολιτικό που είναι ένα πρότυπο αξιοθρήνητο, τι θα πιστέψω για μένα; Τι κουράγιο θα έχω εγώ, για να μπορέσω να γίνω καλύτερος; Διαπιστώσαμε μετά από έρευνες αρκετών χρόνων, ότι οι συνθήκες που προσφέρουμε στον σημερινό άνθρωπο στο δυτικό κόσμο είναι συνθήκες αποθαρρυντικές. Δεν του επιτρέπουμε να μεγαλώσει. Ξέρετε τι σημαίνει ότι δεν του επιτρέπουμε να μεγαλώσει; Δεν του επιτρέπουμε να βγάλει από μέσα του όλο το φυσικό του δυναμικό.
Αυτό που έχει κληρονομήσει από το Σύμπαν. Για να μπορέσει να το κάνει έργο. Ποιο είναι αυτό το δυναμικό; Είναι μεγάλο θέμα που μπορούμε να το συζητήσουμε άλλη φορά. Έχουμε καταντήσει τον άνθρωπο έτσι που να μην τον αγαπάμε. Δεν τον αγαπάμε. Και ο άνθρωπος μεγαλώνει μόνο μέσα σε αγάπη. Οι γονείς δεν έχουν αγαπήσει σωστά τα παιδιά τους. Δεν τα έχουμε αγαπήσει σωστά τα παιδιά μας. Οι δάσκαλοι δεν έχουμε αγαπήσει σωστά τους μαθητές μας. Και οι πολιτικοί δεν έχουν αγαπήσει σωστά το λαό.
Ε.Β.: Φοβάμαι πως οι δάσκαλοι και οι πολιτικοί δεν έχουν αγαπήσει καθόλου τα παιδιά και τους ανθρώπους.
Κ.Φ.: Μετά ρωτούν γιατί δεν πάει ο κόσμος καλά. Γιατί έχουμε αυτοκτονίες; Γιατί έχουμε εγκλήματα; Όλα αυτά είναι φυσικές συνέπειες του στυλ ζωής που τους μεταβιβάσαμε. Τα παιδιά είναι απογοητευμένα. Παλεύουμε δε μία ζωή να κάνουμε κάτι και όταν φτάσουμε στα γεράματα βλέπουμε ότι δεν καταφέραμε να κάνουμε πολλά πράγματα για να αλλάξουμε τη ζωή και τότε πέφτουμε στη νεύρωση και στην ψυχοπάθεια.
Ε.Β.: Το θέμα είναι πώς θα τα διορθώσουμε τα πράγματα τώρα; Τι μπορούμε να κάνουμε;
Κ.Φ.: Αυτό είναι το θέμα. Τι πρέπει να γίνει. Και κάναμε μία δεύτερη έρευνα, η οποία κράτησε πολλά χρόνια, κι η οποία έχει καταλήξει τώρα στο ποιες είναι οι κατάλληλες συνθήκες για να μεγαλώνει καλά ο άνθρωπος. Για να αναπτυχθεί σύμφωνα με τον προγραμματισμό που του έχει δώσει η φύση, που του έχει δώσει
το Σύμπαν και που είναι μία ομορφιά, ένα καταπληκτικό έργο. Είμαστε προγραμματισμένοι για να είμαστε συγκλονιστικοί, για να ανθίσουμε, για να βγάλουμε τους καλύτερους καρπούς. Είμαστε προγραμματισμένοι γι' αυτό. Και εμείς πάμε και κόβουμε τα κλαδιά, κόβουμε τους καρπούς, τα αφήνουμε και σαπίζουνε και νομίζουμε ότι η φύση δεν μας έχει προγραμματίσει καλά. Εμείς επεμβαίνουμε και χαλάμε όλο αυτό το ωραίο έργο της φύσης. Η φύση είναι
σοφή. Η φύση δηλαδή η συνείδηση, δηλαδή ο θεός. Συνεπώς, αυτό που μας ενδιέφερε ήτανε οι συνθήκες μέσα στις οποίες θα μεγαλώνει καλά το παιδί. Και είπαμε «Πώς θα το μάθουμε αυτό;» Εμείς είμαστε επιστήμονες και οι επιστήμονες δεν κάνουν θεωρίες, όπως νομίζουν πολλοί.
Ε.Β.: Με το πείραμα.
Κ.Φ.: Εργαστήριο λοιπόν. Και αρχίσαμε και ανοίγαμε εργαστήρια που ήταν πεδίο. Πεδίο μάχης δηλαδή. Πεδίο όπου ήταν η ζωή και μέσα εκεί γινόταν η συνάντηση των μαθητών ή των ανθρώπων ή των υπαλλήλων ή των εργατών, γιατί κάναμε και στα εργοστάσια την ίδια δουλειά. Ο εργασιακός χώρος υποφέρει κι αυτός. Έχετε δει κανέναν να φεύγει από τη δουλειά του και να είναι ευχαριστημένος, να λέει «Τι ωραία ήμουνα σήμερα, δούλεψα στο εργοστάσιο μου, δούλεψα στη βάρδια μου και ήμουνα καλά»; Όλοι γυρίζουν με τα μούτρα τόσα. Ο εργασιακός χώρος έχει τα ίδια χάλια με τον οικογενειακό χώρο, με το σχολικό χώρο και με τον κοινωνικό-πολιτικό χώρο. Και φαίνεται σαν να πηγαίνουμε προς το θάνατο μας, ενώ δεν πηγαίνουμε προς το θάνατο μας, πηγαίνουμε προς την ανάστασή μας. Διότι, όλες οι μεγάλες αλλαγές εμφανίζονται μέσα από φοβερές κρίσεις. Και φοβερές συγκρούσεις. Και βρισκόμαστε σε μία κρίση στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας, η οποία είναι συγκλονιστική και η οποία δεν θα μας καταστρέψει, αλλά θα μας υποχρεώσει να αναγεννηθούμε. Γι' αυτό δεν φοβάμαι.
Ε.Β.: Είπε κάποιος ότι η τρίτη χιλιετηρίδα ή θα είναι πνευματική ή δεν θα είναι καθόλου. Και μάλλον θα είναι πνευματική. Κι εγώ το πιστεύω. Είμαι πολύ αισιόδοξη εγώ. Βλέπω πολλά σημάδια ανά τον κόσμο.
Κ.Φ.: Όταν μπήκαμε στην «φάση» των εργαστηρίων, αναρωτηθήκαμε τι να κάνουμε. Και είπα: «Να αφήσουμε τα μαθήματα της τεχνολογίας προς το παρόν και να βάλουμε μαθήματα τεχνολογίας, αλλά τεχνολογίας που μελετάει τον άνθρωπο, όχι της τεχνολογίας που μελετάει το μηχάνημα. Να δούμε πώς λειτουργεί ο άνθρωπος. Πώς λειτουργεί αυτή η μηχανή που είναι μέσα του και που είναι συγκλονιστική; Πώς λειτουργεί και τι κάνει; Πρώτα από όλα είδαμε πώς λειτουργεί λάθος. Και μετά πώς λειτουργεί σωστά. Και αρχίσαμε μέσα από το εργαστήριο να εκπαιδεύουμε. Τα εργαστήρια αυτά ήταν ένα σχολείο ζωής. Ήτανε ένα εργαστήριο ζωής. Κι όταν έλεγα σε διάφορα συνέδρια που πηγαίναμε, «Εμείς έχουμε κάνει ένα εργαστήριο ζωής», ρωτούσαν «Δηλαδή;» και απαντούσα «Ναι αγάπη μου. Η ζωή είναι μία τέχνη. Η ζωή μαθαίνεται. Όταν γεννηθείς, μπορείς να βουτήξεις ένα πινέλο και να αρχίσεις να ζωγραφίζεις; Όχι. Πρέπει να μαθητεύσεις. Μπορείς να πάρεις ένα κομπιούτερ και να αρχίσεις αμέσως να κάνεις προγραμματισμό; Πρέπει να μαθητεύσεις. Έτσι και η ζωή είναι μία τέχνη. Η ζωή πρέπει να μαθευτεί.»
Μας έβλεπαν στραβά. Έλεγαν «Δεν είναι καλά οι άνθρωποι». Και τους απαντούσα: «Όταν πάω να οδηγήσω ένα αυτοκίνητο, με υποχρεώνετε να πάρω μαθήματα σε ένα σχολείο οδήγησης. Και όταν θα παντρευτώ και θα κάνω ένα παιδί και θα οδηγήσω μια οικογένεια και θα καθοδηγήσω το παιδί μου, δεν σε ενδιαφέρει να δεις αν είμαι έτοιμος; Δεν είναι μεγαλύτερη ευθύνη αυτή από το αυτοκίνητο;».
Ε.Β.: Γι΄ αυτό πρέπει να την μαθαίνουμε την ζωή.
Κ.Φ.: Βεβαίως. Η ζωή είναι μία τέχνη.
Ε.Β.: Αλλά θέλει δασκάλους για να λειτουργήσει ένα σχολείο ζωής.
Κ.Φ.: Γι΄ αυτό τα εργαστήρια που κάνουμε στο Πανεπιστήμιο, τα ονομάσαμε «Εργαστήρια Ζωής». Και επειδή θέλαμε να τους αφαιρέσουμε όλη την ψευτο-επιστημονική μυθολογία, την οποία έχω βαρεθεί 45 χρόνια - οι περισσότεροι επιστήμονες νομίζουμε ότι είμαστε κάτι το σπουδαίο και δεν είμαστε απολύτως τίποτα -είμαστε όπως όλος ο κοσμάκης, ονόμασα το εργαστήριο μου «Καφέ - Σχολειό». Του έδωσα ένα όνομα για να το απομυθοποιήσω, αντί να του δώσω ένα μεγάλο - σπουδαίο όνομα «Εργαστήριο Συστημάτων Ερευνών για τις Συμπεριφορές του Ανθρώπου, και τραλαλά και τραλαλά». Με μουσικές και κιθάρες, είπα «Cafe-Ecole» και απορούσαν «Γιατί Cafe-Ecole;». Και τους απαντούσα «Ξέρετε γιατί; Όταν ξεκίνησε το Cafe-Ecole, παρέδιδα μαθήματα στα αμφιθέατρα είτε στη Γαλλία, στο Παρίσι, είτε στον Καναδά και κατέβαινα με τα παιδιά - διότι ήμουνα λαϊκός καθηγητής, δεν πήγαινα να πιω καφέ στην καφετέρια των καθηγητών, αλλά πήγαινα με τους μαθητές - και είδα ότι στην καφετέρια των μαθητών μου οι συζητήσεις που γινόντουσαν μετά το μάθημα μας ήτανε πιο πλούσιες και πιο ωραίες από αυτές που γινόντουσαν στην τάξη. Και μια φορά τα παιδιά μου είπαν: «Δεν καθόμαστε εδώ να συνεχίσουμε το μάθημα;»
Ε.Β.: Κι έτσι εμπνευστήκατε την ελεύθερη επικοινωνία.
Κ.Φ.: Έτσι γεννήθηκε το «Καφέ - Σχολειό» όπου ο καθένας μιλούσε ελεύθερα, μέσα σε ισοτιμία. Εκεί δεν ήμουν καθηγητής, ήμουν ένας φιλαράκος, όπως όλοι οι άλλοι. Βέβαια, ένας φιλαράκος που είχε μια γνώση περισσότερη και που την έθετα στη διάθεση όλων, δεν την χρησιμοποιούσα για να τους βιάζω. Για να τους επιβληθώ. Όπως λέγαμε και την άλλη φορά: «Ο πιο δυνατός δεν είναι δυνατός για να βιάζει τον αδύνατο. Ο πιο μορφωμένος δεν είναι μορφωμένος για να βιάζει τον αμόρφωτο. Είναι στην υπηρεσία του. Πρέπει να μπαίνουμε σαν δάσκαλοι στην υπηρεσία των μαθητών μας».
Και γεννήθηκε το «Καφέ - Σχολειό». Και πήρε μια τέτοια έκταση, ώστε τελικά γυρίσαμε στις τάξεις μας, τις οποίες αλλάξαμε. Βγάλαμε τα θρανία, βάλαμε κάτω μαξιλάρες, κάναμε μια γωνιά με καφέ, με φρούτα κλπ., είπαμε δεν υπάρχει πρόγραμμα, το πρόγραμμα θα γεννηθεί μέσα εδώ όταν θα μπουν οι μαθητές. Έλεγα στον κοσμήτορα μου: «Τι πρόγραμμα να κάνω, αφού δεν ξέρω ποιοι είναι οι μαθητές μου; Το πρόγραμμα δηλαδή θα το κάνω στον αέρα; Και όταν θα έλθουν οι μαθητές μου χωρίς να τους ξέρω, θα τους επιβάλλω το πρόγραμμα, γιατί εγώ το έχω προκατασκευάσει επειδή εσύ μου είπες να κατασκευάσω το πρόγραμμα; Δεν μπορώ. Μπες εσύ στην τάξη». Μια φορά στη Γαλλία του είπα, ήταν θυμάμαι ένας φιλόσoφoς, ο Γρικέρτ. «Θέλεις να σου κάνω πρόγραμμα;» «Κύριε καθηγητά, πρέπει» μου απάντησε. «Εντάξει» του είπα. «Θα βγείτε από το γραφείο σας, θα φτάσετε μέχρι την άκρη του διαδρόμου, αλλά θα μου πείτε από τώρα ποιόν θα συναντήσετε εκεί». «Δεν ξέρω πού να ξέρω;» μου απάντησε «Ε, πώς θέλεις να ξέρω ή να ξέρεις τι θα γίνει σε μια τάξη με τριάντα ανθρώπους που δεν τους έχω δει ακόμα; Θα το δούμε μαζί όταν θα φτάσουν».
Γιατί ο δάσκαλος δεν πρέπει να είναι τεχνολόγος. Πρέπει να είναι μάστορας. Ο δάσκαλος, ο μπαμπάς, η μαμά πρέπει να είναι μάστορες. Οι αρχηγοί των επιχειρήσεων πρέπει να είναι μάστορες. Ξέρετε τι θα πει μάστορας; Αυτός ο οποίος χρησιμοποιείτο υλικά που βρίσκονται γύρω και με αυτά συνθέτει. Δεν είναι ο καλλιτέχνης που για να κάνει άγαλμα ζητάει μάρμαρο από την Ιταλία και ειδική λάσπη από την Ιαπωνία, που είναι ηφαιστειώδης. Λέει ο μάστορας: «Πού ζω; Εδώ. Θέλω να κάνω ένα έργο. Τι έχουμε εδώ;» Αρχίζει και διαλέγει. «Αυτό μου κάνει, αυτό δεν μου κάνει, αυτό μου κάνει...». Συνθέτει με το περιβάλλον. Αυτός είναι ο μάστορας. Χρειαζόμαστε μάστορες. Δεν χρειαζόμαστε καλλιτέχνες. Κι ακόμα λιγότερο, δεν χρειαζόμαστε τεχνολόγους. Αυτοί που με τα κεφάλια τα φουσκωμένα έχουν τους λογαριασμούς, έχουν τα σχέδια και νομίζουν ότι προγραμματίζουν την ζωή. Τι ζωή να προγραμματίσουν; Η ζωή είναι ασύλληπτη. Εδώ με όλα τους τα κομπιούτερς, με όλες τους τις επιστήμες, οι οικονομολόγοι δεν μπορούν και κάθε δύο - τρία χρόνια υπάρχει και οικονομική κρίση. Τους λέω: «Ρε σείς, τι σκατά - με συγχωρείτε - πρόβλεψη κάνατε εσείς οι μεγάλοι οικονομολόγοι, ακόμα δεν τελείωσε η προηγούμενη οικονομική κρίση και ήρθε η επόμενη». Αλλά και οι μετεωρολόγοι με όλα τα μέσα που διαθέτουν - και διαθέτουν τεράστια μέσα για στρατιωτικούς λόγους - δεν μπορούν να προβλέψουν τον καιρό πέρα από 48 ώρες. Και μου λέτε να μπω σε μια τάξη με 30 παιδιά και να προγραμματίσω τι θα γίνει; Αυτά εγώ δεν τα κάνω». Και ξεκινάμε έτσι. Όταν κατεβήκαμε στην τάξη είδαμε, βέβαια, μεγάλες ελλείψεις. Παραδείγματος χάρη για να ξεκινήσουμε από τα πιο απλά: Δεν ξέραμε να μιλήσουμε. Τι θα πει «δεν ξέραμε να μιλήσουμε»; Όταν κάτι από σένα δεν μου αρέσει ή όταν κάνεις ένα λάθος, η πρώτη τάση του ανθρώπου είναι να σου πω «εσύ έκανες λάθος και δεν τα κατάφερες». Αυτό το ονομάσαμε «μήνυμα εσύ» και είπαμε ότι αυτό το μήνυμα είναι τραυματικό και πρέπει να εκλείψει. Πώς θα το αντικαταστήσουμε; Θα το αντικαταστήσουμε με ένα «μήνυμα εγώ», σύμφωνα με το οποίο θα λέω: «Εγώ, αγάπη μου, με αυτό που έκανες νιώθω άσχημα. Αλλά αυτό δεν έχει σχέση μαζί σου, η αξιολόγηση είναι δική μου ». Οπότε αυτομάτως, εσύ δε νιώθεις άσχημα. Δεν σε κατηγόρησα. Δεν σε απέρριψα. Αυτό είναι το «μήνυμα εγώ». Και δουλεύουμε μαζί με τους καθηγητές, δυο - τρεις μήνες για να τους μάθουμε όπου έχουν δυσκολία. Στο τέλος φέρνουμε τους μαθητές τους στην τάξη, με τους οποίους έχουν τσακωθεί, και τους βάζουμε όλους στο ίδιο εργαστήριο. «Μίλα του», λέμε στους καθηγητές. «Να, είδες; Έκανες μήνυμα εσύ. Τον κατηγόρησες. Πάρε πίσω τη φράση. Ξαναφτιάχτην». Και μαθαίνουμε σιγά - σιγά να μιλάμε.
Όταν έχουμε σύγκρουση, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι ποιος θα νικήσει. Λέω, «θα σε νικήσω ή θα με νικήσεις». Και δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι η σύγκρουση πρέπει να λύνεται χωρίς χαμένους. Μαθαίνουμε λοιπόν στους καθηγητές πώς να λύνουν τις συγκρούσεις χωρίς χαμένους.
Και μετά παίρνουμε σιγά - σιγά όλες τις συμπεριφορές και τους εκπαιδεύουμε σιγά - σιγά στις συμπεριφορές. Όταν φτάνουμε να κάνουμε τον κύκλο των συμπεριφορών σε αυτό το Εργαστήριο Ζωής αρχίζουμε και πηγαίνουμε πιο βαθιά. Στις ενδοψυχικές δομές. Γιατί ξέρουμε ότι η εξωτερική συμπεριφορά, το έχουμε μάθει πια, είναι αποτέλεσμα της ενδοψυχικής δομής. Ποιες είναι οι ενδοψυχικές δομές; Κανένας δεν τις ξέρει για τον εαυτό του. Γιατί, για να μπορεί να λειτουργεί, τις κρύβει απ' τον εαυτό του. Δεν μπορεί να τις ξέρει. Γιατί μόλις τις γνωρίσει, αναιρούνται. Συνεπώς, τι κάνουμε; Τις κρύβουμε. Όλοι έχουμε αυτή την άμυνα. Έχουμε φοβερά συστήματα άμυνας. Και τα θέλουμε, γιατί άμα μάθω κάτι, η άμυνα έχει αναιρεθεί. Οπότε το κρύβω, για να μπορεί να λειτουργήσει. Κι απαγορεύω στον εαυτό μου να γνωρίσει τον εαυτό μου.
Ε.Β.: Συμβαίνει πάντα αυτό το πράγμα;
Κ.Φ.: Πάντα. Γι΄ αυτό έχουμε ανάγκη πάντα έναν δεύτερο που θα μας ακούσει.
Όπως λέει ο λαός άμα κάποιος έχει ένα πρόβλημα, παίρνει το φίλο του και πάει να μιλήσει μαζί του.
Ε.Β.: Έναν καθρέφτη στον οποίο...
Κ.Φ.: Έναν καθρέφτη. Γιατί λέει: «Έλα μάτια μου, έχω κάτι να σου πω. Θέλω να σου εξομολογηθώ». Η εξομολόγηση στην εκκλησία, είναι ακριβώς το ίδιο. Δεν μπορούμε μόνοι μας. Πρέπει να την κάνουμε με την παρουσία κάποιου άλλου τον οποίο σεβόμαστε, αγαπάμε.
Αρχίζουμε λοιπόν και διερευνούμε τις ενδοψυχικές δομές, μαζί με όλη την Αντλεριανή θεωρία, την οποία την ξέραμε πολύ καλά σαν ψυχοθεραπευτές... Υπάρχουν πολλές θεωρίες που μελετούν τις δομές του ανθρώπου, αλλά είναι θεωρίες που πέφτουν στις λεπτομέρειες και για να ξέρουμε έναν άνθρωπο, θέλουμε ένα βιβλίο 300 σελίδων. Αυτό δεν είναι εργαλείο. Εγώ θέλω τον άνθρωπο να τον ξέρω μέσα σε μία σελίδα. Είναι δυνατόν; Υπάρχουν πολλές σχολές και θεωρίες - μεταξύ των οποίων και οι Αντλεριανοί μέσα από τις οποίες οι ενδοψυχικές δομές του ανθρώπου περιορίζονται σε τρία προφίλ.
Στην εικόνα που έχω για τον εαυτό μου, με τον τρόπο που μεγαλώνω. Δηλαδή πείθομαι ότι είμαι κάποιος. Ότι είμαι ωραίος, ότι είμαι κακός, ότι είμαι δυσκίνητος, ότι είμαι τεμπέλης, ότι είμαι πρώτος, ότι είμαι τελευταίος, ότι είμαι χαζός, ότι είμαι σαΐνι, ότι είμαι... Εμένα με λέγανε «ο Κώστας ο μέτριος». Με είχανε κατατάξει σε μέτριο. Είχα έναν ξάδερφο τον οποίο θεωρούσαν σαΐνι. Έλεγαν: «Αυτός πιάνει πουλιά στον αέρα. Ο Κώστας, θα δούμε τι θα γίνει». Ακούγοντας αυτό, εγώ βγήκα στη ζωή έξω λέγοντας: «Ότι μπορέσω θα κάνω». Άρα είχα μια εικόνα για τον εαυτό μου, αρνητική.
Δεύτερο προφίλ, είναι η εικόνα που έχω για τους άλλους. Όταν έχω μια εικόνα αρνητική, αμέσως για τους άλλους έχω μια εικόνα...
Ε.Β.: Διαστρεβλωμένη;
Κ.Φ.: Βεβαίως! Είναι κίνδυνος. Άμα είμαι αδύναμος, μπορείτε όλοι να με κάνετε ό,τι θέλετε. Αμέσως φοβάμαι τους άλλους. Τους σπρώχνω τους άλλους. Για να αμυνθώ, τους κατηγορώ του άλλους. Για να αμυνθώ, επιτίθεμαι στους άλλους. Και έτσι γίνονται «οι ωραίες σχέσεις».
Και η τρίτη εικόνα, το τρίτο προφίλ, είναι η εικόνα για τη ζωή. Οποιονδήποτε από μας, αν ρωτάγαμε τώρα στο στούντιο: «Τι εικόνα έχεις για τη ζωή», θα μας πει την εικόνα του για τη ζωή. Μπορεί να μας πει: «Ω, η ζωή είναι δύσκολη. Πρέπει να παλεύεις», ή κάποιος άλλος «Η ζωή είναι εύκολη», ή άλλος «Μια χαρά», ή «Τα βρίσκω όλα έτοιμα» ή «Μην προσπαθείς να κάνεις τίποτα, είσαι χαμένος απ' την αρχή».
Μέσα σ' αυτά τα τρία προφίλ επενδύεται ο άνθρωπος κι οι ενδοψυχικές του δομές. Πειραματιστήκαμε πάνω από 8 χρόνια για να δούμε, αν πραγματικά αυτές οι ενδοψυχικές δομές, αυτά τα τρία προφίλ, καθορίζουν την συμπεριφορά. Και τα αποτελέσματα μας μαζί με του Άντλερ-που είναι ήδη 70 χρονών παλιά κι εμείς τα ξανακάνουμε απ' την αρχή - λένε ότι πραγματικά είναι έτσι. Οπότε είπαμε: «Στο εργαστήριο μας αυτό οι άνθρωποι θα πρέπει να μάθουν να μιλάνε, να μάθουν να συμπεριφέρονται και να μάθουν ποιοι είναι. Αυτό τι θα αποδώσει; Θα αποδώσει έναν άνθρωπο ο οποίος είναι αυτόνομος. Ο οποίος λειτουργεί μόνος του. Μόνος του... δηλαδή, δεν έχει ανάγκη από «πατερίτσες». Όλη μας η παιδεία είναι έτσι φτιαγμένη, ώστε να προσφέρει «πατερίτσες».
Ε.Β.: Πώς συμβαίνει να υπάρχει τόση έλλειψη επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, όταν όλοι την έχουμε ανάγκη αυτή την επικοινωνία. Πώς γίνεται, οι άνθρωποι να μην επικοινωνούν, να μην αγαπάει ο ένας τον άλλο;
Κ.Φ.: Η απάντηση είναι πολύ απλή. Η αγάπη είναι τέχνη, και η τέχνη μαθαίνεται. Μαθαίνω ν' αγαπάω. Η τάση μου να αγαπήσω είναι έμφυτη. Όμως οι συμπεριφορές της αγάπης του καθενός δεν είναι έμφυτες, πλάθονται. Μπορεί να σε δέρνω γιατί σε αγαπάω. Ας πούμε οι Σλάβοι λένε, «Δεν με αγαπάς;», «Εγώ δε σε αγαπάω;» «Ναι, αφού την περασμένη βδομάδα δεν με έδειρες».
Ε.Β.: Τέλος πάντων. Αυτό είναι λίγο τραβηγμένο.
Κ.Φ.: Όχι για τους Σλάβους. Γι΄ αυτούς ισχύει.
Ε.Β.: Μπορεί, μπορεί να ισχύει. Σαν συμπεριφορά.
Κ.Φ.: Θέλω να πω ότι η αγάπη είναι έμφυτη. Οι συμπεριφορές που την εκδηλώνουν δεν είναι έμφυτες, είναι κοινωνικά φτιαγμένες. Και τις κληρονομούμε από το περιβάλλον. Ξεκινώντας από τον μπαμπά και τη μαμά. Και λέω πάρα πολλές φορές: «Ο μπαμπάς με είχε μαλώσει, γιατί με έπιασε να φιλάω την γειτονοπούλα μου, ενώ εκείνος ξέρω πολύ καλά ότι είχε σχέσεις με τη μαμά της γειτόνισσας» Τι σεβασμό να έχω εγώ για τον πατέρα μου;
Αυτό που μου απαγόρευε εμένα, εκείνος το επέτρεπε στον εαυτό του.
Όλοι οι άνθρωποι που έχουν ευθύνη στον κόσμο κάνουν ακριβώς αυτό το πράγμα. Το ονομάζουμε διπλή αντίθεση. Δηλαδή άλλα λέω και άλλα κάνω. Και από εκεί γεννιόνται οι νευρώσεις και όλες οι ψυχοπαθολογικές καταστάσεις.
Ε.Β.: 'Άλλα σκεφτόμαστε, άλλα νιώθουμε και άλλα λέμε.
Κ.Φ.: Βεβαίως. Το εργαστήριο της ζωής αναπτύχθηκε πολύ στον Καναδά. Πολλαπλασιάστηκαν τα μαθήματα μέσα στο σχολείο και άρχισαν να μας καλούν στο εξωτερικό για επιδείξεις. Κάναμε επιδείξεις στο Μπέρκλεϋ στην Καλιφόρνια, στην Αφρική πολλές φορές, στο Παρίσι, στο Πουατιέ, στη Μόσχα, στο Τόκιο. Και βέβαια, επειδή κατάλαβα ότι δεν μπορούσαμε να γυρίζουμε σε όλα αυτά τα μέρη ούτε εγώ ούτε οι συνεργάτες μου, είπαμε να φτιάξουμε ένα τέτοιο εργαστήριο στην πατρίδα μας. Κι έτσι ήλθαμε εδώ στην Ελλάδα πριν 20 χρόνια και φτιάξαμε ένα τέτοιο εργαστήριο.
Ε.Β.: Ξεκινήσατε τα σεμινάρια.
Κ.Φ.: Ναι, εκπαιδεύσαμε πάρα πολλούς. Εκπαιδεύσαμε την πρώτη ομάδα εκπαιδευτικής τηλεόρασης του Υπουργείου, εκπαιδεύσαμε με το Υπουργείο πάρα πολλούς δασκάλους. Στο Κεμπέκ έχουμε μετεκπαιδεύσει όλους τους διευθυντές σχολών στις συμπεριφορές αυτές. Τους έχουμε μάθει δηλαδή πώς να φέρονται για να μην έχουμε προβλήματα στα σχολεία.
Ε.Β.: Έχετε κάποια γνώση των αποτελεσμάτων στη συμπεριφορά των ανθρώπων; 'Άλλαζαν συμπεριφορά κάποιοι άνθρωποι; Αγαπάνε περισσότερο;
Κ.Φ.: Όταν κάνουμε μία έρευνα, η έρευνα προβλέπει μια συνέχεια. Δε σε αφήνω, σε παρακολουθώ συνέχεια, στη ζωή σου. Και έρχομαι στο χώρο που δουλεύεις και παρατηρώ και ρωτάω εσένα και ρωτάω τους άλλους και όλα αυτά είναι καταγραμμένα στο αρχείο του εργαστηρίου στον Καναδά. Διαθέσιμα για οποιονδήποτε ερευνητή θέλει να τα πάρει, να τα αναλύσει και να τα μελετήσει. Αυτή την περίοδο γίνονται τρία ντοκτορά που διευθύνω εγώ πάνω στη μέθοδο αυτή. Έτσι λοιπόν από την έρευνα έχει αναπτυχθεί μία μέθοδος για την μετεκπαίδευση των ανθρώπων στην τέχνη της ζωής. Η ζωή θέλει να την μάθουμε. Είναι τέχνη. Είναι πολύ λεπτή τέχνη και είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να κατακτήσουμε την ποιότητα της ζωής. Αλλιώς θα χτυπιόμαστε μέσα στις συγκρούσεις.
Ε.Β.: Θα καταστρέφουμε ο ένας τον άλλο... Θα είμαστε όλοι δυστυχείς.
Κ.Φ.: Ευτυχώς νομίζω ότι τώρα έρευνες σαν τη δικιά μας και εργαστήρια έχουνε πληθύνει στον κόσμο και φαίνεται ότι κάτι καινούριο γίνεται... Και γίνεται διότι φτάσαμε σε αδιέξοδο. Από τις στατιστικές φαίνεται, όπως έλεγα την άλλη φορά, ότι οι αυτοκτονίες είναι κάτι το φοβερό. Οι κοινωνικές αποτυχίες κλπ είναι κάτι το φοβερό. Δεν γίνεται. Πρέπει να βρούμε μία λύση ή θα εξαφανισθούμε. Και ο άνθρωπος δεν έχει γίνει για να εξαφανιστεί. Θα συνεχίσει. Και βρίσκεται τώρα στη φάση της αναγέννησης του. Αυτό είναι μαθηματικά εξακριβωμένο και δεν είναι γνώμη μόνο δική μου, είναι γνώμη όλων των επιστημόνων που δουλεύουμε σ' αυτό το χώρο.
Ε.Β.: Άρα μπορούμε να ελπίζουμε ότι μία καινούρια γενιά ανθρώπων θα γίνει που θα είναι πιο ευτυχισμένη. Πιο χαρούμενη. Όχι πιο τέλεια επιστημονικά, αλλά πιο...
Κ.Φ.: Άσε την επιστήμη και την τεχνολογία τη φουκαριάρα άσε...
Ε.Β.: Θα είναι Άνθρωποι με κεφαλαίο που λέω εγώ, έτσι; Ολόκληροι άνθρωποι. Ολοκληρωμένοι άνθρωποι.
Κ.Φ.: Κοιτάξτε. Ο άνθρωπος έχει το θεό μέσα του. Ο θεός όταν τον έφτιαξε σαν υλικό - φυσικό κατασκεύασμα, έβαλε μέσα του το πνεύμα που είναι αποστολή του θεού. Αυτό το πνεύμα παλεύει για όλη την ιστορία, τα 4.000.000 χρόνια, να μπορέσει να εμφανιστεί μέσα από την ύλη. Και φαίνεται ότι αυτό γίνεται τώρα. Το πνεύμα τελικά θα εμφανιστεί μέσα από την ύλη γιατί η ύλη αρχίζει να γίνεται πλέον όλο και πιο λεπτή, πυκνή λεπτή ύλη και αρχίζει... να πνευματοποιείται.
Ε.Β.: Θα μπορεί δηλαδή το πνεύμα να οδηγεί την ύλη και να μη γίνεται το αντίθετο;
Κ.Φ.: Το πνεύμα την οδηγεί ήδη από τώρα. Απλώς η ύλη δεν ακολουθεί τις οδηγίες του πνεύματος. Αλλά την οδηγεί. Τότε η ύλη θα συνεργαστεί τέλεια με το πνεύμα. Και αυτό είναι ο Παράδεισος.
Ε.Β.: Δηλαδή, λεπταίνοντας οι κραδασμοί της ύλης, θα μπορεί να επικοινωνεί με το πνεύμα, με την ψυχή. Είναι περίπου το ίδιο πράγμα.
Κ.Φ.: Είναι ένα και το αυτό.
Ε.Β.: Είναι η φλόγα του Θεού μέσα μας.
Κ.Φ.: Ο Θεός είναι μέσα μας και απαιτεί τώρα να εμφανιστεί ο Θεός.
Ε.Β.: Αλλά εμείς δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε.
Κ.Φ.: Ο θεός απαιτεί πλέον να εμφανιστεί. Είναι μέσα μας. «Το σώμα μας είναι το σπίτι του Θεού», είπε ο Άγιος Παύλος. Και πρέπει να εμφανιστεί ο θεός. Και θα εμφανιστεί. Διότι έτσι εξηγείται η τεράστια κρίση που περνάμε τα 20 τελευταία χρόνια. Που είναι σίγουρο ότι αν υπήρχε σημαντικός εχθρός από πολιτικής άποψης, θα ήμασταν ήδη στον 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά δεν έχει μείνει πια κανένας.
Ένα άλλο πράγμα που μαθαίναμε σε αυτό το εργαστήριο είναι ότι μαθαίναμε τον κίνδυνο της αφθονίας. Μία φορά θυμάμαι στην Unesco με την οποία συνεργαζόμουν επί χρόνια στην Γαλλία σαν ειδικός, σε μία συνεδρίαση όπου είχαμε μάθει από τις στατιστικές ότι κάθε μέρα πεθαίνουν 40.000 παιδιά από πείνα στον Τρίτο Κόσμο, είπα «Με συγχωρείτε πολύ, καταλαβαίνω και με πονάει, αλλά με τα 40.000 παιδιά που πεθαίνουν από αφθονία στο δικό μας κόσμο ποιος θα ασχοληθεί;» και είπαν «Α! αυτό είναι από τα ωραία καλαμπούρια του Φωτεινού».
Ε.Β.: Δεν είναι καλαμπούρι όμως, διότι αυτή η αφθονία σκοτώνει την ψυχή μας.
Κ.Φ.: Ναι στο δυτικό πολιτισμό πεθαίνουμε από αφθονία.
Ε.Β.: Άρα πρέπει να εκπαιδεύσουμε και τους γονείς και τους δασκάλους. Αναλάβατε μεγάλο έργο, κύριε Φωτεινέ. Θα σας καλέσουμε να μας τα ξαναπείτε άλλη μία φορά, γιατί αυτό δεν τελειώνει.
Κ.Φ.: Να 'στε καλά σας ευχαριστώ.
Ε.Β.: Αλλά κι εγώ είμαι αισιόδοξη και πρέπει να είναι όλος ο κόσμος αισιόδοξος.
Κ.Φ.: Μία φορά θέλω να έλθω για να εγκωμιάσουμε τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο δεν τον αγαπάμε.
Ε.Β.: Σε επόμενη εκπομπή μας λοιπόν θα δοξάσουμε τον άνθρωπο.
Κ.Φ.: Να δοξάσουμε τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος μεγαλώνει με αγάπη και το ανθρώπινο είδος δεν το εκτιμάμε. Όλο λέμε καταστρέφει, καταστρέφει, καταστρέφει. Δεν το αγαπάμε, πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε το ανθρώπινο είδος. Και πρέπει να εγκωμιάσουμε τα καλά του.
Ε.Β.: Στην επόμενη εκπομπή μας θα εγκωμιάσουμε τον άνθρωπο. Σας ευχαριστούμε πολύ που ήρθατε απόψε.
Κ.Φ.: Εγώ ευχαριστώ.
Ε.Β.: Καληνύχτα σας φίλοι τηλεθεατές, θα τα ξαναπούμε άλλη φορά.

Η ικανότητα που έχει ο άνθρωπος να θεραπεύεται μόνος του
Αποσπάσματα από ομιλία του Κώστα Φωτεινού, 2002
Φίλοι μου, καλώς ήρθατε. Χαίρομαι που σήμερα μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσουμε ξανά για ένα από τα όνειρά μου και μάλιστα το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου. Πρόκειται για την ικανότητα που έχει ο άνθρωπος να θεραπεύεται μόνος του.

Η έννοια της αυτοθεραπείας ήταν για μένα μια αποκάλυψη, πριν από αρκετά χρόνια. Γιατί, στην αρχή της σταδιοδρομίας μου, σαν άνθρωπος του Δυτικού πολιτισμού, είχα δώσει εντολή στον εαυτό μου, να μπορώ να βοηθώ ΕΓΩ τους άλλους να θεραπεύονται και να ζουν καλύτερα...

Ειδικά ξεκίνησα από τους φοιτητές μου -εκπαιδευτικούς που έκαναν μεταπτυχιακές σπουδές-που έρχονταν στα μαθήματα μου κάθε χρόνο όλο και πιο πολλοί, επειδή άκουγαν πόσο ενδιαφέροντα ήταν αυτά που δίδασκα. Ήθελαν, βλέπετε, κι ΕΚΕΙΝΟΙ με τη σειρά τους, να βοηθούν τους μαθητές τους ν' αλλάξουν.

Μετά από χρόνια δουλειάς, και παρά την καλή μου διάθεση και τις προσπάθειές μου, τα αποτελέσματα δεν ήταν σημαντικά. Πέρασα τότε δυο τρία χρόνια σε σύγχυση, γιατί δεν ήξερα τι να κάνω. Να σταματήσω; Να συνεχίσω; Πώς να βοηθήσω;

Σιγά-σιγά, διαπίστωσα ότι ο άνθρωπος εκ γενετής έχει την ικανότητα να θεραπεύεται μόνος του. Κι έκανα τότε το πιο ωραίο δώρο στον εαυτό μου. Γιατί άρχισα να ασχολούμαι με την αυτοθεραπεία.

Πριν, όμως, αρχίσω να τη διδάσκω, κι όπως έκανα πάντα όταν άρχιζα να διδάσκω μια καινούρια ιδέα, βάλθηκα να ερευνήσω, όσο πληρέστερα μπορούσα, το θέμα της αυτοθεραπείας...

Μια από τις πρώτες ιδέες που έγινε οδηγός στις έρευνες μου ήταν η ακόλουθη : «Δεν γίνεται ο Δημιουργός μας να μην έχει προβλέψει, να μπορούμε να θεραπευόμαστε, όταν αρρωσταίνουμε για οποιοδήποτε λόγο. Εκείνος μας προίκισε με το ανοσοποιητικό σύστημα. Εμείς τι κάνουμε;»...

Είδα, τότε, πως εμείς οι ίδιοι, με την κακή μας διατροφή, με το ποτό, με το κάπνισμα, με τον κακό ή λίγο ύπνο με την υπερβολική δουλειά, με τα ψυχολογικά μας προβλήματα, καταστρέφουμε τον οργανισμό μας και δημιουργούμε τις αρρώστιες μας.

Είδα ακόμα, πως παραδινόμαστε, άνευ όρων, στους ειδικούς, για να μας επισκευάσουν. Και πως εκείνοι μας αντιμετωπίζουν σαν αντικείμενα ή σαν σκλάβους, που θα μας πουν αν πρέπει να πάρουμε κάποια φάρμακα ή να κάνουμε κάποια χειρουργική επέμβαση κι εμείς θα υπακούσουμε, χωρίς καν να τους ρωτήσουμε γιατί.

Κι είναι σαν να σας ρωτάω: «Τι έχω μέσα στο αριστερό συρτάρι του γραφείου μου;» και να περιμένω να ξέρετε και να μου απαντήσετε. Αν κανείς εκτός από μένα δεν μπορεί να ξέρει τι έχω στο συρτάρι μου, πώς είναι δυνατό να ξέρει τι έχω μέσα μου, στο σώμα ή στην ψυχή μου;. Κι όμως, αυτό ακριβώς κάνω όταν πηγαίνω στους ειδικούς. Περιμένω να μου πουν εκείνοι τι έχω μέσα μου. Κι ΕΚΕΙΝΟΙ παίρνουν την ευθύνη και το κάνουν.

Παράλληλα, ψάχνοντας, ανακάλυψα ένα σημαντικό αριθμό γιατρών που έχουν γράψει αξιόλογα βιβλία με θέμα την αυτοθεραπεία. Και μιλούν για περιπτώσεις ασθενών που θεραπεύθηκαν μόνοι τους από πολύ σοβαρές αρρώστιες. Κι είναι σημαντικός ο αριθμός τους, όχι γιατί είναι πολλοί, αλλά γιατί καθένας από αυτούς έκανε την ίδια ανακάλυψη χωριστά, σε διαφορετικό τόπο, έψαξε μόνος του, και κατέληξε στην πεποίθηση ότι ο άνθρωπος έχει την ικανότητα της αυτοθεραπείας. Κι έπειτα δημοσίευσε τα αποτελέσματα της ερευνάς του.

Ήταν μεγάλη η χαρά μου, όταν ένα ακόμη από τα βιβλία αυτά έπεφταν στα χέρια μου. Είναι ωραίο να βλέπει κανείς ότι το όνειρο του το μοιράζεται με άλλους κι όσο το δυνατόν περισσότερους.

Άρχισα τότε να αγοράζω πολλά αντίγραφα από το καθένα από τα βιβλία αυτά και ξεκίνησα να μιλώ για την αυτοθεραπεία με όσους γιατρούς συναντώ. Έχω κάνει ομιλίες και σεμινάρια, σε γιατρούς και νοσοκόμους, όσες φορές μου δόθηκε η ευκαιρία. Κι έχω χαρίσει τα βιβλία αυτά σε πολλούς από αυτούς.

Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, δεν βλέπω αποτελέσματα. Οι γιατροί στους οποίους χαρίζω τα βιβλία, συνήθως δεν τα διαβάζουν καν. Κι αν τα διαβάσουν, διαφωνούν ριζικά κι είναι αμετακίνητοι στις θέσεις τους. Γιατί στην πολύ μεγάλη πλειοψηφία τους, δεν επιθυμούν να αφήσουν τη θέση εξουσίας που κατέχουν στην αυταρχική κοινωνία μας. ΕΚΕΙΝΟΙ ΞΕΡΟΥΝ. Εκείνοι θα μας πουν. Εκείνοι θα μας θεραπεύσουν. Κι εμείς, οι πελάτες τους, μαθημένοι να υπακούμε τυφλά κι ανερώτητα κάθε είδους ειδικούς για κάθε είδους πρόβλημα μας -τους δικηγόρους, τους μηχανικούς, τους ηλεκτρονικούς κτλ.- δεν συμβάλλουμε στην αλλαγή.
Έτσι, όταν κάποιος από εμάς ζητά από το γιατρό του να του εξηγήσει ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα του και γιατί η αγωγή που του δίνει θα του κάνει καλό, συνήθως θεωρείται ενοχλητικός και με δυσκολία αποσπά κάποιες απαντήσεις.

Πρέπει να προσθέσω εδώ ότι η σύγχρονη ιατρική ασχολείται μόνο με τα συμπτώματα του κάθε ασθενή κι αυτά εξαλείφει τουλάχιστον προσωρινά.

Δεν ασχολείται με τον ασθενή σαν άνθρωπο, δεν πιστεύει ότι η συγκεκριμένη αρρώστια προκλήθηκε από τον άνθρωπο αυτό, σαν ΌΛΟ κι ότι πρέπει να τον αντιμετωπίσει ΟΛΙΣΤΙΚΑ. Κι η ολιστική ιατρική στις μέρες μας είναι περιθωριακή κι όσοι γιατροί την ασκούν αντιμετωπίζουν τουλάχιστον την περιφρόνηση, αν όχι και την εχθρότητα της επίσημης ιατρικής. Κι όμως, η ολιστική ιατρική είναι η ελπίδα μας για το μέλλον.

Πάντως, η επίσημη ιατρική που διαθέτει -φάρμακα, εμβόλια και τεχνολογικό εξοπλισμό- έχει πολύ χαμηλό ποσοστό θεραπείας. Και συχνά θεραπεύει μια αρρώστια κι ο άνθρωπος που την είχε μεταθέτει το πρόβλημα σε άλλες λειτουργίες ή όργανα, γιατί τα αίτια που τον κάνουν κι αρρωσταίνει δεν έχουν πάψει να υπάρχουν και να κατοικούν μέσα του.

ΚΑΤΗΓΟΡΩ αυτού του είδους την ιατρική, γιατί δεν ενδιαφέρεται για τον ασθενή. Ενδιαφέρεται για το κύρος, τις επιτυχίες και την καριέρα των γιατρών. Ενδιαφέρεται για την οικονομική επιτυχία των βιομηχανιών που παράγουν φάρμακα και μηχανήματα. Ενδιαφέρεται πάνω από όλα για τη θεραπεία κι όχι για την πρόληψη.
Κι είναι γεγονός -και το έχω ερευνήσει συστηματικά- ότι κανένας άνθρωπος, όταν υποχρεώνεται να υπακούει τυφλά, όταν δεν μπορεί να ρωτήσει και να πάρει απαντήσεις, γι' αυτό που του ζητιέται να κάνει και τον αφορά, που δεν μπορεί να έχει δική του άποψη και απόφαση, που δεν έχει δικαίωμα απόφασης και επιλογής, ΚΑΝΕΝΑΣ μα κανένας, δεν είναι χαρούμενος άνθρωπος. Κι αναζητά απελπισμένα τον τρόπο και τα μέσα για να μπορεί κι αυτός με τη σειρά του, στην ειδικότητα του, να διατάζει και να τον υπακούν, όχι για να χαρεί, αλλά για να νιώσει ότι κάτι αξίζει κι αυτός.

Κι είναι επίσης γεγονός ότι στην εποχή μας ολοένα και πιο πολλοί άνθρωποι βγαίνουν όσο πιο πολύ μπορούν από αυτό το νοσηρό παιχνίδι της διαταγής και της υπακοής. Κι όχι μόνο στη σχέση τους με τους γιατρούς, αλλά σε όλες τις κοινωνικές τους σχέσεις.

Και λέω στους γιατρούς: « Δεν χρειάζεται να δείτε τώρα, στη σχέση σας με τους ασθενείς, τι κακό κάνει στον άνθρωπο η τυφλή υπακοή. Δεν έχετε παρά να θυμηθείτε πώς νιώθατε όταν είσαστε μικρά παιδιά. Τότε που οι γονείς παίρνουν τα παιδιά τους από το χέρι και τα οδηγούν εκεί που πιστεύουν ότι είναι το καλό τους. Και τα παιδιά θυμώνουν κάθε τόσο κι αντιδρούν. Αλλά οι γονείς δεν τα ακούνε. Κι όμως, το κάνουν από αγάπη. Και τα παιδιά, για να μη χάσουν την αγάπη, θάβουν το θυμό τους και συμμορφώνονται. Και δεν τα ακούνε ούτε όταν, νέοι πια, θέλουν να διαλέξουν τι θα σπουδάσουν ή ποιος θα είναι ο σύντροφος τους».

Έτσι μας μεγάλωσαν οι γονείς μας και, δυστυχώς, έτσι μεγαλώνουμε κι εμείς τα παιδιά μας. Κι είμαστε μια κοινωνία θυμωμένων ανθρώπων, που δεν επιτρέπεται να εκφράσουμε το θυμό μας και τον απωθούμε-τον θάβουμε στα βάθη της ψυχής μας ή τον εκφράζουμε με ένα σωρό παθητικούς τρόπους. Για παράδειγμα, τα παιδιά που αποτυχαίνουν στο σχολείο δεν είναι ούτε ανίκανα ούτε αδιάφορα ούτε τεμπέλικα. Είναι θυμωμένα. Και ξεπερνά το 30% το ποσοστό των μαθητών που εγκαταλείπουν τη μέση εκπαίδευση. Κι ούτε οι καλοί μαθητές δεν αγαπούνε το σχολειό, όπου είναι υποχρεωμένοι να μαθαίνουν ότι αποφασίζουν κάποιοι άλλοι κι όπως το αποφασίζουν οι άλλοι.

Κι έχω επιχειρήσει στη ζωή μου πολλές φορές -συστηματικά θα μπορούσα να πω- να προσφέρω τις υπηρεσίες μου σε Σχολές Γονιών και να πω στους γονείς ότι ο άνθρωπος από την ίδια τη φύση είναι προικισμένος και ΞΕΡΕΙ τι θέλει και τι του κάνει καλό. Φθάνει να του επιτρέψουμε από την παιδική του ηλικία να αποφασίζει εκείνος και να επιλέγει ελεύθερα. Κι έχω πολλές φορές ακούσει γονείς να μου λένε : «Δικό μου είναι το παιδί και θα κάνει ότι θέλω εγώ». Κι όσοι δεν το λένε το σκέφτονται.
Τα ίδια λέω και στους δασκάλους: «Αφήσετε τους μαθητές σας να αυτενεργήσουν. Να διαλέξουν. Να αποφασίσουν». Δείχνω πιθανούς τρόπους, προτείνω μέσα. Και μου απαντούν. «Και πώς θα καλύψουμε την ύλη; Πώς θα πετύχουν οι μαθητές μας στις εξετάσεις; Πώς θα μπουν στο πανεπιστήμιο;». Και, δυστυχώς μιλώ για δασκάλους που ήρθαν και παρακολούθησαν σεμινάρια που έχω δώσει στην Ευρώπη, στην Αφρική, στην Αμερική. Είναι παγκόσμιο, θα έλεγα, το πρόβλημα και πολύ λίγοι αναζητούν και επιχειρούν να το λύσουν.

Και τι γίνεται με το θυμό που κρύβουμε μέσα μας και, τις περισσότερες φορές δεν τον βλέπουμε ούτε εμείς οι ίδιοι; Πρώτα από όλα μας προκαλεί μια δυσαρέσκεια γενική και σχεδόν μόνιμη. Αποφασίζουμε ότι η ζωή δεν είναι ωραία και δεν αξίζει να τη ζήσουμε. Και γεννιέται υποσυνείδητα η επιθυμία να απαλλαχθούμε από αυτήν. Κι αρχίζουμε τις αρρώστιες. Κι όταν κάποιοι πεθαίνουν, δεν λέμε ότι πέθαναν από απελπισία που τους προκάλεσε ο τρόπος που ζούσαν. Λέμε ότι έφταιγε η αρρώστια.
Πολύ απλά ακούγονται όσα είπα παραπάνω. Όμως ήταν για μένα ένα θέμα που με παίδεψε χρόνια και μου στοίχισε χρόνο και συστηματική έρευνα για να το ξεκαθαρίσω και να λέω με βεβαιότητα ότι ελάχιστοι άνθρωποι πεθαίνουν φυσικά, από γεράματα. Οι περισσότεροι πεθαίνουν από απελπισία, γιατί δεν τους αρέσει η ζωή τους.

Η έρευνα αυτή έγινε στον Καναδά και στόχο είχε να πλησιάσουμε ασθενείς με τερματικές αρρώστιες και να καταλάβουμε γιατί και πότε αρρώστησαν. Στην ομάδα μας υπήρχαν γιατροί από πολλές ειδικότητες και κυρίως ογκολόγοι και ψυχίατροι κι εγώ κι οι συνεργάτες μου σαν ψυχοθεραπευτές.

Ναι από απελπισία πέθαιναν οι ασθενείς που δέχονταν να μας μιλήσουν. Κι όποτε κάποιοι από αυτούς, με τη συνεργασία μας κέρδιζαν ξανά την ελπίδα να ζήσουν καλά, ήταν εντυπωσιακό πως θεραπεύονταν. Κι η ελπίδα γεννιόταν μέσα τους, όταν πείθονταν ότι είναι σημαντικοί και ικανοί να θεραπεύσουν τον εαυτό τους. «Εσύ δημιούργησες την αρρώστια σου και συ μπορείς να τη θεραπεύσεις», ήταν η φράση κλειδί της ψυχοθεραπείας τους. Κι αυτή οδηγούσε στη θεραπεία του σώματός τους.

Κι είχαμε μπρος μας δυο απαντήσεις. Η πρώτη έλεγε ότι ο άνθρωπος είναι ένα ενιαίο όλο. Κι ότι η αρρώστια του ξεκινά από το πνεύμα, όταν χάνεται η πίστη. Γιατί η πίστη είναι ιδιότητα του πνεύματος. Μετά το πνεύμα αρρωσταίνει η ψυχή και χάνεται η ελπίδα και η διάθεση για ζωή. Και τελευταίο αρρωσταίνει το σώμα. Κι επειδή δεν υπάρχει διάθεση για ζωή, δεν λειτουργεί το ανοσοποιητικό σύστημα κι η αρρώστια εγκαθιδρύεται στο σώμα. Κι η δεύτερη απάντηση έλεγε ότι ο άνθρωπος μπορεί κι αυτοθεραπεύεται, φθάνει να αποκτήσει ξανά την ελπίδα και να χτίσει και πάλι την αυτοεκτίμησή του.

Και με την πρόληψη τι γίνεται; Πιστεύω ότι καθένας μας έχει να δουλέψει σε δυο μέτωπα : το ατομικό και το κοινωνικό.

Σε ατομικό επίπεδο, καθένας μας μπορεί να αφήσει τον εαυτό του να ακολουθήσει τις επιταγές της φύσης. Να επιτρέψει να λειτουργήσει σωστά και σύμφωνα με τις προδιαγραφές που ο Δημιουργός προίκισε τον άνθρωπο. Και γι' αυτό χρειάζεται επανεκπαίδευση. Μια επανεκπαίδευση που θα μας επιτρέψει να αναπνεύσουμε σωστά και πλήρως, να τραφούμε σωστά, να ντυθούμε, να κινηθούμε, να κοιμηθούμε, να κάνουμε έρωτα σύμφωνα με τις πραγματικές μας ανάγκες, ανάλογα με τις εποχές και το κλίμα του τόπου μας. Μια επανεκπαίδευση που θα αλλάξει τις σχέσεις μας με τα παιδιά μας, με το σύντροφο μας.

Μέρος της επανεκπαίδευσης μας αποτελεί και η γνωριμία μας με την ενέργεια που κυκλοφορεί μέσα μας και γύρω μας και τη σημασία της για την καλή μας σωματική και ψυχική υγεία. Να διδαχθούμε ακόμη τις ασκήσεις που τη βάζουν σε τάξη, που ρυθμίζουν τη ροή της, που αποκαθιστούν την όποια διαταραχή της προκαλούν οι συνθήκες της ζωής και του περιβάλλοντος μας. Κι ακόμη, στο επίπεδο της πρόληψης της αρρώστιας, τη σημασία που έχει η ενεργειακή φωτογράφηση για την οποία διαθέτουμε εργαστήριο, εδώ στους χώρους του Καφέ-Σχολειού.

Για όλα τα παραπάνω έχω μιλήσει διεξοδικά κι έχουμε κάνει και κάνουμε σεμινάρια και διάλογους και διαθέτουμε ομάδες που λειτουργούν χρόνια τώρα στους χώρους μας. Τέλος θα τα βρείτε γραμμένα στα βιβλία μου.

Παράλληλα, σε κοινωνικό επίπεδο, πρέπει καθένας μας στο χώρο του να δοκιμάσει να αλλάξει όσα περισσότερα μπορεί. Για παράδειγμα, όταν άρχισα να διδάσκω, αποφάσισα ότι οι σπουδαστές μου δεν θα υπέφεραν όσα εγώ είχα υποστεί στις δικές μου σπουδές. Κι έχω σπουδάσει 25 χρόνια κι έχω πάρει ένα σωρό πτυχία, αλλά από όλες τις σπουδές μου έμενα πάντα λυπημένος κι απογοητευμένος από τον τρόπο που είχα διδαχθεί. Δίδασκα επί 35 χρόνια και κατάφερα να μη φεύγουν οι φοιτητές μου απογοητευμένοι. Στη χειρότερη περίπτωση, έφευγαν με την πεποίθηση ότι είναι ικανοί να κάνουν τη ζωή τους όπως τη θέλουν. Κι αν δεν το πέτυχαν ακόμη, θα τα καταφέρουν σιγά-σιγά.

Τελειώνοντας, θέλω να πω με χαρά μου, ότι ευτυχώς καθημερινά πληθαίνουν εκείνοι που, όπως κι εμείς, πιστεύουν στην αυτοθεραπεία και στην πρόληψη, που βασίζεται στην ολιστική αντίληψη του ανθρώπου και στη βαθιά πεποίθηση ότι ο Δημιουργός έχει προικίσει όλα τα πλάσματα του με εκείνες τις λειτουργίες και τις ικανότητες που εξασφαλίζουν τη ζωή και τη διαιώνιση του είδους τους. Κι ότι δεν είναι δυνατό να μην έχει κάνει το ίδιο και για τον άνθρωπο, ο οποίος πιθανότατα είναι το πιο σύνθετο δημιούργημα του και το μόνο που του χάρισε νου και γνώση. Κι έχουμε χρέος να σεβόμαστε και να προστατεύουμε τον εαυτό μας, όπως κι όλα τα άλλα δημιουργήματα του κόσμου μας.

Ο φόβος της αλλαγής
Γιατί δεν είμαστε ευχαριστημένοι από τη ζωή μας.
Του Κώστα Φωτεινού
Από τις βραδιές διαλόγων με θέμα: Ποιος είμαι;
Σεπτέμβριος 2000.
Εμείς, οι άνθρωποι του δυτικού πολιτισμού δεν είμαστε ποτέ απόλυτα ικανοποιημένοι από τη ζωή μας. Κι ίσως δεν έχουμε άδικο. Γιατί, αν δεν μας λείπουν οι χαρές, που για άλλους είναι λιγότερες και για άλλους περισσότερες, συνήθως μοιάζουν με σύντομα διαλείμματα, σε μια ζωή γεμάτη στεναχώριες και δυσκολίες.

Κι όμως παλεύουμε κι αγωνιζόμαστε για να κάνουμε όλα όσα πρέπει με στόχο να ζήσουμε καλά. Κι άλλοτε καταφέρνουμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε και χαιρόμαστε για λίγο.

Κι έπειτα, κάποιες συνθήκες καταστρέφουν τη χαρά και μας οδηγούν ξανά στον αγώνα, με την ελπίδα να την κατακτήσουμε και πάλι. Άλλοτε, όμως, οι προσπάθειές μας δεν οδηγούν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν έχουμε αυτά που επιθυμούμε, νιώθουμε αποτυχημένοι και, φυσικά, μόνο χαρά δεν νιώθουμε.

Κι είμαι σίγουρος ότι, αν αυτή τη στιγμή βγαίναμε στο δρόμο και ρωτούσαμε τους περαστικούς τι νιώθουν για τη δική τους ζωή, στην καλύτερη περίπτωση θα μας έλεγαν: «Δόξα τω Θεώ, καλά είμαι. Έχω την οικογένειά μου, έχω τη δουλειά μου. Μόνο που δεν μας μένει αρκετός χρόνος για να βλεπόμαστε, να κάνουμε αυτά που μας ευχαριστούν. Όλοι δουλεύουμε πολύ. Τα παιδιά έχουν τα σχολειά και τα φροντιστήριά τους. Η γυναίκα μου έχει τη δουλειά και το σπίτι. Κι εγώ έχω δυο δουλειές. Τι να κάνουμε; Αν δεν αγωνιστούμε τώρα, πώς θα γίνει η ζωή μας καλύτερη;»

Κάθε άνθρωπος που έχει ζήσει συνειδητά αυτόν τον αγώνα, για να «φτιάξει τη ζωή του», διαπιστώνει ότι κάνει πάρα πολλά πράγματα κι έχει λίγα αποτελέσματα.

Κάποτε, μάλιστα, φτάνει στο σημείο να νοιώθει απογοητευμένος και δεν καταλαβαίνει το λόγο. Κι ενώ αναγνωρίζει ότι η ζωή του έχει πολλά θετικά στοιχεία, δεν μπορεί να επιτύχει αυτά που θέλει, για να την αλλάξει, έτσι ώστε να μπορεί συνήθως να τη χαίρεται κι οι στεναχώριες να είναι σπάνιες και περιστασιακές.
Σαν συγκεκριμένο παράδειγμα, θα σας πω αυτό που συνέβηκε σε μένα στη δουλειά μου, στο πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, όπου δούλεψα τριάντα χρόνια. Δίδασκα στη Σχολή των επιστημών Αγωγής, αλλά πήρα και θέσεις διοικητικές, όπως το προβλέπει ο κανονισμός του πανεπιστημίου. ‘Έκανα δηλαδή τη θητεία μου και σαν διευθυντής της σχολής και διπλή θητεία σαν κοσμήτορας.

Ονειρευόμουνα, λοιπόν, με τη δουλειά μου να προκαλέσω στο χώρο κάποιες αλλαγές, έστω και μικρές, που να κάνουν τη ζωή των φοιτητών, αλλά και των καθηγητών και την δικιά μου καλύτερη. Ήθελα, δηλαδή, να δημιουργηθούν συνθήκες που να προκαλούν τη διάθεση για μάθηση. Ή, αν θέλετε, να κάνουν τη μάθηση δημιουργική, ενεργητική, αντί για την παθητική συσσώρευση πληροφοριών.

Κι εγώ κι οι συνεργάτες μου δουλέψαμε σκυλίσια και καταφέραμε να γίνουν πολλές αλλαγές. Όμως, τελικά, δεν πέτυχα αυτό που ήθελα. Να αλλάξει, δηλαδή, οριστικά το πνεύμα στη σχολή μας. Όποτε έλειπα, στο γυρισμό έπρεπε να ξαναρχίσω από την αρχή. Κι όταν πια πήρα τη σύνταξή μου, τα πράγματα ξαναγύρισαν στη μορφή που είχαν πάντα. Οι φοιτητές κάνουν υπομονή, ώσπου να πάρουν το πτυχίο τους. Οι καθηγητές και το διοικητικό προσωπικό περιμένουν να τελειώσει ο μήνας για να πάρουν το μισθό τους, να περάσουν τα χρόνια για να πάρουν τη σύνταξή τους. Κι η γενική δυσαρέσκεια γεννά συγκρούσεις μεταξύ των φοιτητών, των καθηγητών και των αρχών του πανεπιστημίου. Κι όλοι είναι θυμωμένοι με όλους, κάποιοι καθηγητές, μάλιστα, που ανεξάρτητα από μένα δοκίμασαν κι αυτοί να κάνουν διαφορετικά τη δουλειά τους, με παρόμοιους στόχους, νιώθουν την ίδια απογοήτευση. Κι ένας φίλος μου γλωσσολόγος πήρε πρώιμα τη σύνταξή του γιατί δεν άντεχε άλλο την απογοήτευση που προκαλούσε ο μάταιος αγώνας του.

Δεν θα έπρεπε να παραλείψω να σας πω ότι σε ατομικό επίπεδο οι προσπάθειές μου είχαν αποτέλεσμα. Βλέπω ακόμη φοιτητές μου, που είναι οι ίδιοι εκπαιδευτικοί και μου μιλούν για τις αλλαγές που έχουν εφαρμόσει στα σχολειά τους. Κάποιοι, μάλιστα, με καλούν και τους επισκέπτομαι στις τάξεις τους και χαίρομαι.

Για το θέμα της αλλαγής στην παιδεία και την κοινωνία γενικότερα, έγραψα συστηματικά τις σκέψεις μου στο βιβλίο «Η μη-βίαιη επανάσταση στην Παιδεία. Κουβεντολόι ενός γέρο-καθηγητή με τον εγγονό του». Αλλά και έπειτα από αυτό, και στο Καφέ Σχολειό της Αθήνας και μόνος μου στο μοναστήρι μου (όπως λέω το σπίτι μου στο Μόντρεαλ) συνέχιζα να σκαλίζω το θέμα. Γιατί οι άνθρωποι δεν αλλάζουν; Γιατί οι συνθήκες της ζωής μας δεν αλλάζουν;

Κάποια μέρα, καθώς κοίταζα ένα δέντρο που έχω στον κήπο μου σκέφτηκα: «Αν έλειπα πέντε χρόνια, όταν επέστρεφα, θα είχε τόσο μεγαλώσει, που δεν θα το αναγνώριζα. Μόνο επειδή βρίσκεται στον κήπο μου θα ήξερα ότι είναι το δικό μου το δέντρο. Αν κάποιος το μεταφύτευε ανάμεσα σε άλλα δέντρα, δεν θα μπορούσα να το ξεχωρίσω». Έναν άνθρωπο, όμως, ακόμα κι αν δεν τον δούμε για πολλά χρόνια, συνήθως τον αναγνωρίζουμε. Γιατί, παρά τις κάποιες αλλαγές στην εμφάνισή του, σαν άνθρωπος, στις συμπεριφορές, στη σκέψη, στις πεποιθήσεις του είναι πάντα ίδιος. Τα δέντρα αλλάζουν, ο καιρός αλλάζει, τα πάντα στη φύση αλλάζουν, ακόμα και τα βράχια στην ακρογιαλιά και στα βουνά κάθε τόσο αλλάζουν. Γιατί ο άνθρωπος και ο κόσμος που ο ίδιος έχει κατασκευάσει δεν αλλάζουν; Αυτή είναι η μεγάλη ερώτηση που έπρεπε να με είχε απασχολήσει στην αρχή της σταδιοδρομίας μου, για να μην περάσω όσα πέρασα, καθώς επιθυμούσα να αλλάξω κάποια λίγα πράγματα στο χώρο της δουλειάς μου. Όμως, δεν ήμουν έτοιμος.

Το θέμα αυτό της αδυναμίας του ανθρώπου να δεχτεί την αλλαγή για να ζήσει καλύτερα, απασχόλησε όλους τους μεγάλους δασκάλους. Για παράδειγμα, ας θυμηθούμε τον Βούδα. Καθώς πιθανότατα ξέρετε, ήταν πριγκιπόπουλο. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να βλέπει τους ανθρώπους να υποφέρουν, τόσο τους πλούσιους και ισχυρούς μέσα στο παλάτι, όσο και τους απλούς πολίτες – πλούσιους και φτωχούς – έφυγε από τον τόπο του και άρχισε να ταξιδεύει, να βλέπει, να μελετάει. Στο τέλος βρήκε ένα δέντρο κι έκατσε κάτω από αυτό επί σαράντα χρόνια, ακίνητος κι αμίλητος, σε διαλογισμό για να μπορέσει να βρει απάντηση στο ερώτημα: γιατί οι άνθρωποι δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους. Και βρήκε την απάντηση που βρήκαμε κι εμείς, στις τελευταίες συναντήσεις μας, στις «Βραδιές Διαλόγων» στο Καφέ-Σχολειό της Αθήνας. Εμείς με το δικό μας τρόπο, εκείνος με το δικό του κι άλλοι δάσκαλοι με το δικό τους. Κι αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι εμείς είμαστε μεγάλοι δάσκαλοι. Αλλά κι εμείς, όπως κι άλλοι απλοί άνθρωποι, θέσαμε το ίδιο ερώτημα κι αφού το διερευνήσαμε επίμονα, η απάντηση δεν μπορούσε παρά να είναι η ίδια: η ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, εμείς οι ίδιοι, τα πράγματα που φτιάχνουμε, όλοι και όλα είναι κλεισμένα μέσα στον υλικό κόσμο, ή, αν προτιμάτε, είναι κολλημένα πάνω του. Αυτή ήταν η πρώτη αποκάλυψη που μου έγινε: ΟΛΑ ΤΑ ΕΧΟΥΜΕ ΚΟΛΛΗΣΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΥΛΙΚΟ ΚΟΣΜΟ. Όλα όσα κάνουμε έχουν έδρα τον υλικό κόσμο. Στη συνέχεια πλησίασα κι άρχισα να παρατηρώ τον υλικό κόσμο, αφού όσα στηρίζονται πάνω του έχουν την ίδια τύχη με αυτόν.
Τον υλικό κόσμο, αυτόν μέσα στον οποίο ζούμε (και δεν εννοώ τα δικά μας ανθρώπινα κατασκευάσματα) τον δημιούργησε ο Θεός. Ο Θεός, που κατοικεί στο πνευματικό επίπεδο, έξω από την ύλη, το χώρο και το χρόνο, όπως λένε οι Γραφές, κάποια στιγμή, από αγάπη, θέλησε να δημιουργήσει τον υλικό κόσμο, για να δει (όχι να γνωρίσει, αλλά για να δει) ο ίδιος τον εαυτό του. Κι είναι θαυμάσια η περιγραφή της δημιουργίας. Έκανε το φως και τη γη και τα ζώα και τα πουλιά και τα είδε και είπε ότι όλα είναι καλά.

Και στην πρώτη τους εκείνη φάση ήταν καλά. Στη δεύτερη φάση τους, πάντα σύμφωνα με τις Γραφές, ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ. Κι έτσι άρχισε η ιστορία των ανταγωνισμών και των πολέμων. Και η ερώτηση είναι: «γιατί;»
Ο κόσμος που δημιούργησε ο θεός έχει τους δικούς του νόμους. Οι νόμοι αυτοί ξεπερνούν τα στενά όρια της ανθρώπινης νοημοσύνης. Κι επειδή δεν τους καταλαβαίνουμε, νιώθουμε απειλημένοι. Δεν καταλαβαίνουμε, λόγου χάρη, γιατί αρρωσταίνουμε ή γιατί πεθαίνουμε εμείς οι ίδιοι ή οι αγαπημένοι μας. Δεν καταλαβαίνουμε γιατί γίνονται οι σεισμοί κι οι πλημμύρες, γιατί καταστρέφεται η σοδειά μας ή γιατί στη φουρτούνα καταστρέφονται τα πλεούμενά μας.

Μας λείπει η πίστη του Ιώβ και μας κατακυριεύει ο φόβος.
Για να προστατευτούμε από τον ανοιχτό υλικό κόσμο, που δεν μπορούμε να τον ελέγξουμε, κατασκευάσαμε κομμάτι- κομμάτι ένα δεύτερο υλικό κόσμο, τον κόσμο του πολιτισμού μας. Τότε έκανα μια ακόμη διαπίστωση που με συγκλόνισε. Αφού τόσο ο ίδιος ο άνθρωπος, όσο και όλα τα δημιουργήματά του έχουν υλική υπόσταση και υπάρχουν μέσα στα πλαίσια του υλικού κόσμου που δημιούργησε ο Θεός, για να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους, έπρεπε πρώτα να καταλάβω τους νόμους που διέπουν την ύλη και τα χαρακτηριστικά της.

Κι αφού ο άνθρωπος διαθέτει και μια πνευματική διάσταση, έπρεπε να καταλάβω τους νόμους που διέπουν το πνεύμα και τα δικά του χαρακτηριστικά.

Ο πρώτος νόμος, λοιπόν, που διέπει την ύλη είναι η κίνηση. Και φυσικά, κίνηση είναι τόσο η μετατόπιση μέσα στο χώρο, όσο και η ανάπτυξη. Ένα δέντρο, για παράδειγμα, κινείται χωρίς να μετακινείται. ‘Όταν ψηλώνει, όταν βγάζει φύλλα, άνθη και καρπούς κινείται. Τα ζώα και οι άνθρωποι και μετακινούνται, αλλά και αλλάζουν όπως τα φυτά, αφού συνεχώς αποκτούν νέα χαρακτηριστικά κι αποβάλλουν άλλα.

Διαπίστωσα, λοιπόν, τότε, ότι μέσα στο υλικό σύμπαν η κίνηση εκφράζεται με έναν και μοναδικό τρόπο: με την ΑΛΛΑΓΗ.

Η επόμενη ερώτηση, φυσικά, ήταν: Ποια μορφή παίρνει η αλλαγή μέσα στο φυσικό κόσμο; Την απάντηση στην ερώτηση αυτή την βρήκα έτοιμη. Οι κινέζοι μιλούν για το Γιν και το Γιαγκ, ένα ζευγάρι από αντίθετα, που αποτελούν τους δύο πόλους της κάθε αλλαγής. Κάθε αλλαγή, λοιπόν, ξεκινά από ένα σημείο και πορεύεται προς το αντίθετό του. Κι ακόμη, μέσα στο Γιν υπάρχει πάντα το Γιαγκ και μέσα στο Γιαγκ υπάρχει πάντα το Γιν. Κι όσο, ξεκινώντας από το Γιν προχωρούμε προς το Γιαγκ, το ελάχιστο Γιαγκ που υπήρχε στο Γιν ολοένα αυξάνει. Κι όταν ολοκληρωθεί η αλλαγή, όταν δηλαδή το Γιν έχει γίνει Γιαγκ, μέσα στο Γιαγκ μένει πάντα ένα ελάχιστο Γιν.

Η αλλαγή, λοιπόν, στον υλικό κόσμο, πραγματοποιείται με την κίνηση και οδηγεί από τη θέση στην αντίθεση και από την αντίθεση στη θέση. Άρα, η ΑΝΤΙΘΕΣΗ είναι βασική προϋπόθεση για την αλλαγή.

Κι ήρθε στη συνέχεια ο ανθρώπινος νους – η διανόηση – να προσθέσει ένα ακόμη στοιχείο, για να μπορεί να βάζει τάξη και να αντιλαμβάνεται την αλλαγή. Και το στοιχείο αυτό είναι ο ΧΡΟΝΟΣ.

Συνεπώς το ανθρώπινο είδος στην υλική του διάσταση, βασίζεται πάνω στην ύλη, μέσα στη διάσταση του χρόνου μεταβάλλεται και γίνεται το αντίθετο από αυτό που ήταν, Κι είπα τότε: «Καταλαβαίνω γιατί τίποτε το ανθρώπινο δεν παραμένει σταθερό κι όλα αλλάζουν συνεχώς. Κι ακόμη καταλαβαίνω γιατί κάτι που στην αρχή μου άρεσε, φθάνει στην άλλη άκρη, γίνεται ακριβώς το αντίθετο από ότι ήταν και, φυσικά, δεν το θέλω». Να, λοιπόν, ένας λόγος για τον οποίο δεν θέλουμε τις αλλαγές και δεν είμαστε ποτέ ευχαριστημένοι.
Στη συνέχεια σκέφτηκα ότι, αφού ο άνθρωπος προέρχεται από το πνευματικό επίπεδο κι έχει και μια πνευματική διάσταση, θα έπρεπε να καταλάβω και τα χαρακτηριστικά της διάστασης αυτής και να δω μήπως αι αυτά συμβάλλουν στο φόβο της αλλαγής και στη δυσαρέσκεια που μας προκαλεί.

Στο πνευματικό επίπεδο, λοιπόν, τα πάντα είναι ακίνητα, σε σιωπή και άχρονα. Η γοητεία του σταθερού, του αμετάβλητου, του άχρονου κατοικεί μέσα μας. Και τότε κάνουμε το λάθος να μεταφέρουμε στο υλικό επίπεδο τα χαρακτηριστικά του πνευματικού επιπέδου. ‘Έτσι, κάθε φορά που δημιουργούμε κάτι στο υλικό επίπεδο – προπάντων όταν μας ευχαριστεί – θέλουμε να παραμείνει σταθερό και αμετάβλητο.

Και είναι αυτός ο δεύτερος – κι ίσως ο κυριότερος – λόγος, για τον οποίο ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένος από τη ζωή του. Κι αφού οι σχέσεις των ανθρώπων με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα, αναζήτησα παραδείγματα τέτοιων σχέσεων για να επιβεβαιώσω τις παραπάνω σκέψεις μου. Ας δούμε, λοιπόν, σαν παράδειγμα, την περίπτωση του φίλου και συναδέλφου μου από το πανεπιστήμιο, του καθηγητή της γλωσσολογίας που ανέφερα πιο πάνω. Ο άνθρωπος αυτός παντρεύτηκε δύο φορές. Και, κάποια στιγμή, θέλησε να μιλήσουμε για τα προβλήματά του στο δεύτερο γάμο του, που ήταν περίπου τα ίδια, όπως και στον πρώτο.

«Δεν καταλαβαίνω», μου είπε, «γιατί, για δεύτερη φορά, συμβαίνουν τα ίδια».
Συζητήσαμε διεξοδικά το θέμα και σιγά-σιγά αποκαλύφτηκαν τα εξής: στη δεύτερη προσπάθειά του να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή, δημιούργησε μια καινούρια κατασκευή, που τη βάσισε πάνω στην ύλη, όπως είχε κάνει και στον πρώτο του γάμο. Κι αφού ήταν ύλη, άλλαζε μέσα στο χρόνο και βάδιζε σταθερά προς το αντίθετό της. Ο φίλος μου, όμως, επιθυμούσε και πίστευε ότι η σχέση με τη γυναίκα του, η κοινή τους ζωή, μένει αναλλοίωτη κι αρνιόταν να δει τις αλλαγές που συνέβαιναν. Συνεπώς, δεν φρόντιζε να αλλάξει και ο ίδιος, για να τις αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Κι είχε τόσο προχωρήσει η αλλαγή, που ήταν πια πολύ κοντά στο αντίθετό της – στο σημείο όπου κι ο φίλος μου και η γυναίκα του ήταν δυσαρεστημένοι κι απογοητευμένοι, μολονότι είχαν πετύχει πολλά στο υλικό επίπεδο. Είχαν αποκτήσει ένα ωραίο σπίτι στην πόλη, ένα ωραίο εξοχικό, αλλά δεν κουβέντιαζαν πια, δεν γελούσαν κι ούτε ονειρεύονταν. Εκείνο που τους έμενε, τουλάχιστον αυτό πίστευε ο φίλος μου, ήταν το διαζύγιο ή να αποφασίσουν ότι θα συνεχίσουν να ζουν μαζί σαν συγκάτοικοι, ενώ ουσιαστικά ήταν πια χώρια.

Κι έπειτα, σαν παράδειγμα μιας σχέσης που κράτησε ζωντανή και γεμάτη χαρές, σκέφτηκα τη σχέση των γονιών μου. Όταν γιορτάσαμε τα εξήντα χρόνια του γάμου τους, η αγάπη τους ήταν πάντα ζωντανή κι ένιωθαν βαθιά ικανοποίηση για τα χρόνια που πέρασαν μαζί. Κι όμως, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει στη ζωή τους. Πώς η σχέση τους δεν έγινε το αντίθετο από ότι ήταν στην αρχή, ώστε να νιώθουν δυσαρεστημένοι, ανικανοποίητοι, και να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλον;

Στάθηκα κι αναλογίστηκα κάποιες από τις αλλαγές αυτές. Στην αρχή του γάμου τους, ο πατέρας μου πρότεινε ότι ο θείος Βασίλης, ο αδελφός της μάνας μου, έπρεπε να μείνει μαζί τους. Κι είναι γεγονός ότι ο θείος μου ήταν αξιολάτρευτος άνθρωπος. Κι όταν γύρισε από τον πόλεμο του 1914-1922 με κρυοπαγήματα, αγκύλωση στον αυχένα και χρόνια βρογχίτιδα έζησε με τη μητέρα μου και τη φρόντιζε ως το γάμο της. Τόσο η μάνα μου, όσο κι ο θείος Βασίλης δέχτηκαν την πρόταση του πατέρα μου με χαρά. Κι ο θείος έγινε ο καλύτερος φίλος του πατέρα μου. Κι όταν γεννηθήκαμε πρώτα εγώ και μετά η αδελφή μου, ξανά και ξανά οι γονείς μου αγκάλιασαν με αγάπη κάθε νέο μέλος της οικογένειάς τους. Δέχτηκαν ακόμα τις αλλαγές που κάθε νέα παρουσία προκαλούσε στις συνθήκες ζωής τους.

Και τι σήμαινε αυτό; Σήμαινε ότι βλέπανε τις αλλαγές και τις ονόμαζαν. Λόγου χάρη, ο πατέρας μου είχε πει: «Όταν η γυναίκα αποκτήσει παιδιά, τη χάνει ο άντρας της». Σίγουρα, δήλωνε κάποιο φόβο και ίσως κάποιο παράπονο η φράση αυτή.

Τι έκανε στη συνέχεια; Αποδέχτηκε την αλλαγή, εντάχθηκε μέσα της και τότε η αλλαγή έγινε προς όφελός του. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να πω ότι ο πατέρας μου άρχισε να βοηθάει τη μητέρα μου στη φροντίδα μας. Κι ήταν γλυκές αυτές οι στιγμές που παίζαμε όλοι μαζί.

Κι όταν εμείς κοιμόμαστε, ήταν κι η μάνα μου πιο ξεκούραστη και σίγουρα ικανοποιημένη από τη συνεργασία τους κι είχε τη διάθεση να ξαναγίνει η «κοπέλα» του, όπως την έλεγε ως το τέλος της ζωής τους. Και χαίρονταν τα μεζεδάκια και τη μπύρα τους κι έλεγαν τα δικά τους. Κι άλλες φορές, μας άφηναν με το κορίτσι του σπιτιού κι έβγαιναν. Ή έρχονταν στο σπίτι φίλοι ή συγγενείς και κάνανε παρέα.

Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να κρατήσει μια σχέση και να την κάνει «άχρονη» και στους έξω μοιάζει αναλλοίωτη. Ενώ δεν είναι. Γιατί, όσο ζούμε στο επίπεδο της ύλης, η αλλαγή είναι αναπόφευκτη. Από μας εξαρτάται, όμως να την κάνουμε ευεργετική ή καταστροφική για μας και τις σχέσεις μας. Μόνο από εμάς.

Ακροατής: Όπως ξέρουμε, τα διαζύγια παλαιότερα ήταν σπάνια. Ενώ στην εποχή μας και πολλοί γάμοι διαλύονται και το ποσοστό των διαζυγίων κάθε χρόνο αυξάνει. Και σκέφτομαι ότι τον καιρό του παππού και της γιαγιάς μου, η ζωή ήταν πιο απλή, οι ανάγκες λιγότερες κι ίσως γι’ αυτό και οι σχέσεις των ζευγαριών ήταν πιο ικανοποιητικές.

Κ.Φ.: Δεν συμφωνώ. Δεν χωρίζανε γιατί το διαζύγιο θεωρείτο πολύ μεγάλη ντροπή. Κι ακόμα, ένας χωρισμός είχε σοβαρές οικονομικές συνέπειες για την γυναίκα και την πατρική της οικογένεια. Γι’ αυτό συνέχιζαν να ζουν μαζί ενώ η σχέση τους είχε πεθάνει. Ζούσαν μαζί και χώρια. Λόγου χάρη, η γιαγιά της μάνας μου έτρωγε άγριο ξύλο από τον άντρα της επειδή αρνιόταν να κάνει έρωτα μαζί του. Είχε, λέει, βλαστημήσει τη την κόρη τους κι εκείνη πέθανε. Κι αρνιόταν τον έρωτα, σαν αυτοτιμωρία. Και δεχόταν και το ξύλο χωρίς να διανοηθεί καν να χωρίσει.

Ακροατής: ίσως όμως αυτοί οι άνθρωποι να ήταν η εξαίρεση. Γιατί έχω δει πολλούς γέροντες που δεν χώρισαν, αλλά ζούσαν καλά μαζί.

Κ.Φ.: Όταν βλέπουμε απ’ έξω τις σχέσεις των ανθρώπων, δεν ξέρουμε τι πραγματικά συμβαίνει μεταξύ τους. Και σήμερα βλέπεις ζευγάρια που συμπεριφέρονται, τουλάχιστον δημόσια, σαν «τέλεια ικανοποιημένοι», γιατί δεν θέλουν να μιλήσουν ή να δείξουν πόσο δεν ζουν καλά. Κάποιες φορές, μάλιστα, νιώθουμε έκπληξη όταν πληροφορηθούμε ότι χωρίζουν. Κι άλλες φορές, ακόμα και σήμερα, δεν χωρίζουν, ενώ δεν νιώθουν πια ότι είναι μαζί. Σας είπα πριν, ότι ο φίλος μου ο γλωσσολόγος, σκεφτόταν σοβαρά να μην χωρίσει για δεύτερη φορά, ενώ ένιωθε ότι θα είναι με την γυναίκα του απλοί συγκάτοικοι. Η σχέση πάντα βασιζόταν στην ύλη, ακολουθεί τους νόμους που την διέπουν. Κι αλλαγή είναι αναπόφευκτη. Και γίνεται κυρίως μέσα μας.
Για παράδειγμα, όταν αρχίζει μια σχέση, αρχίζει επειδή τη θέλω και βρίσκω ότι ο σύντροφός μου μού αρέσει και περνάμε ωραία μαζί. Με τον καιρό, φυσικά, η εμφάνισή του παρουσιάζει κάποιες αλλαγές. Κι εγώ δεν τις θέλω κι αρχίζω να βλέπω ότι δεν μου αρέσει όσο στην αρχή. Είναι όρος μου, ανάγκη δικιά μου και απαίτησή μου, να μην αλλάξει γιατί εγώ φοβάμαι την αλλαγή.

Θυμάμαι ένα ζευγάρι που ήταν, βέβαια, ακραία περίπτωση, όταν στη δέκατη τέταρτη επέτειο του γάμου τους, παραβρέθηκα στην ακόλουθη τελετή - γιατί πώς αλλιώς να την ονομάσω; Εκείνη φόρεσε το νυφικό της και 'κείνος ήταν πασίχαρος, γιατί της έμπαινε πάντα το ίδιο καλά, όπως και την πρώτη φορά που το φόρεσε. Είχε κι άλλες απαιτήσεις ο κύριος αυτός.

Για να την παντρευτεί, έπρεπε εκείνη να βάφει τα μαλλιά της ξανθά, να τα κάνει κότσο και να φορά τακούνια δέκα πόντους ψηλά. Και 'κείνη το έκανε, ώσπου, σε ηλικία 60 ετών, επαναστάτησε. Πρώτα έκοψε τα μαλλιά της. Μετά έπαψε να τα βάφει. Μετά κατάργησε τα τακούνια. Μόνο κιλά δεν έβαλε.

Και κόντεψαν να χωρίσουν. Γιατί μαζί, έτσι έλεγε εκείνος, άλλαξε κι ο χαρακτήρας της. Παλιά, λέει, εκείνη είχε τα ίδια γούστα και τις ίδιες επιθυμίες, όπως κι εκείνος. Και τώρα, εκείνη ήθελε να πηγαίνει στο θέατρο κι επειδή εκείνος δεν ήθελε, άρχισε να πηγαίνει με φίλες της. Και παλιά ήταν γλυκομίλητη και τώρα μιλούσε απότομα. Και άλλα τέτοια. Ποια ήταν η αλήθεια;
Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους και οι δύο είχαν δει κάποια χαρακτηριστικά στο σύντροφό του που δεν τα επιθυμούσαν. Και περίμεναν ότι θα κάνουν το σύντροφό τους να τα αλλάξει, για να είναι οι ίδιοι ευχαριστημένοι. Και εκείνος απαίτησε τις αλλαγές αυτές για να την παντρευτεί. Και κείνη περίμενε να τον αλλάξει μετά το γάμο.

Προσοχή. Δεν μιλούμε εδώ για την αναπόφευκτη αλλαγή που οφείλεται στα χαρακτηριστικά της ύλης. Μιλούμε για την επιβολή των δικών μας προτιμήσεων στον άλλον άνθρωπο. Αυτές οι αλλαγές, αντίθετα από τις άλλες, όταν δεν πραγματοποιηθούν, μας κάνουν να νιώθουμε ανικανοποίητοι. Ενώ για τις φυσικές αλλαγές, νιώθουμε ανικανοποίητοι όταν πραγματοποιούνται.

Ακροατής: Θα ήθελα να μας εξηγήσετε λίγο ακόμα πως γίνεται να αγαπήσουμε τις φυσικές αλλαγές του συντρόφου μας και τις δικές μα, ώστε να μη διαλύεται η σχέση.

Κ.Φ.: Ας το πω κάπως αλλιώς. Ας πούμε πως έχει λιακάδα. Η λιακάδα μας αρέσει και θα θέλαμε να διατηρηθεί. Όμως, μετά βρέχει και εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε ηλιοθεραπεία, δεν μπορούμε να κολυμπήσουμε και μετά θυμώνουμε. Και λέω κάθε φορά σε όσους μου κάνουν ερώτηση παρόμοια με τη δικιά σας: «Θα πρέπει να φτάσουμε στο σημείο όπου, όταν έχει λιακάδα χαιρόμαστε τη λιακάδα και κάνουμε όσα γίνονται στη λιακάδα. Κι όταν βρέχει, χαιρόμαστε γιατί βρέχει και κάνουμε όσα γίνονται με τη βροχή». Γιατί, όταν βρέχει, μπορούμε να χαρούμε τη χουχουλιά του σπιτιού μας. Ή να περπατήσουμε στη βροχή, να πλατσουρίσουμε στις λακκούβες με το νερό. Ή να δούμε πως ξεδιψά η γη ή πως πλένονται τα πεζοδρόμια και τόσα άλλα.

Το ίδιο ακριβώς γίνεται με τις σχέσεις μας. Λέμε: «Όταν σε γνώρισα, εσύ είχες λιακάδα. Τώρα μου βγάζεις βροχή ή άνεμο. Που το είχες κρυμμένο αυτό το χαρακτηριστικό; Γιατί δεν ήσουν ειλικρινής; Γιατί με ξεγέλασες;

Ακροατής: υπάρχει όριο στην ανοχή μας στην αλλαγή;

Κ.Φ.: Φυσικά υπάρχει. Αν για να δεχθώ την αλλαγή του άλλου, πρέπει να παραβιάσω ορισμένες ηθικές μου αρχές, αν χρειάζεται να μην ικανοποιώ βασικές μου ανάγκες, τότε γίνομαι ανελαστικός και δεν μπορώ κι ούτε πρέπει να δεχτώ τις αλλαγές αυτές.

Φόβοι και επιθυμίες

Για να γίνει ακόμα πιο σαφές σε τι οφείλονται οι χαρές ή οι στενοχώριες μας, σε κάποια από τις προηγούμενες "Βραδιές" μας είχαμε πει τα ακόλουθα:
Όταν κάτι δεν πάει καλά στη ζωή μας και επιχειρούμε νa το αλλάξουμε για να ζήσουμε καλύτερα, ή, αν θέλετε, έπειτα από μία αποτυχία στο επάγγελμα ή στο γάμο, δοκιμάζουμε ξανά, η απόπειρα για αλλαγή βασίζεται στην ακόλουθη λειτουργία.

Η σκέψη μας ανατρέχει στη μνήμη κι αναζητά μοντέλο δράσης. Κι αν κάποιο μοντέλο στο παρελθόν μας προκάλεσε πόνο, από φόβο δεν το χρησιμοποιούμε ξανά. Κι αν πάλι μας προκάλεσε χαρά, τότε το επαναλαμβάνουμε.

Έτσι, μέσα στον υλικό κόσμο, κινούμαστε ανάμεσα σε δύο παραμέτρους: την επιθυμία και το φόβο. Όμως, και στις δύο περιπτώσεις έχουμε κάνει λάθος. Κι ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση της επιθυμίας. Όταν, μέσα στον υλικό κόσμο, επιθυμώ να επαναλάβω στο παρόν και στο μέλλον ένα μοντέλο του παρελθόντος, αυτό σημαίνει ότι δεν έχω δεχτεί ή αντιληφθεί ότι ο υλικός κόσμος, μέσα στη διάσταση του χρόνου, κινείται και αλλάζει. Συνεπώς, για να ζήσω καλά, δεν μπορώ να εφαρμόσω στο παρόν και πολύ περισσότερο στο μέλλον τα μοντέλα του παρελθόντος, όσο κι αν τότε αυτά με οδήγησαν προσωρινά στην επιτυχία και τη χαρά. Κι αν τα χρησιμοποιήσουμε, κι αν στην αρχή μας δώσουν θετικά αποτελέσματα, για άλλη μια φορά, αναπόφευκτα, μέσα στο χρόνο γίνονται αλλαγές. Αν εμείς δεν αναπροσαρμόσουμε τα μοντέλα μας σε αυτές, αν βρεθούμε εκτός αλλαγής, θα φτάσουμε πάλι στο σημείο όπου το θετικό θα έχει γίνει αρνητικό. Θα ζήσουμε έναν ακόμα φαύλο κύκλο.

Και κάθε φορά, με κάθε επανάληψη του φαύλου κύκλου, μεγαλώνει ο φόβος και η αποθάρρυνσή μας. Τόσο ώστε, κάποιοι από εμάς, φτάσουμε στο σημείο της αυτοεγκατάλειψης και δεν επιθυμούμε να δοκιμάσουμε ξανά. Κι ενώ ως κάποιο σημείο λέγαμε: «Καλά τα πάω. Είμαι ωραίος άνθρωπος. Αλλά έχω και αποτυχίες», φθάνουμε στο σημείο να πούμε: «Είμαι αποτυχημένος. Δεν αξίζω τίποτα. Δεν αξίζει να ζω και να αγωνίζομαι». Και περιμένουμε το θάνατο να μας ελευθερώσει.

Ο χρόνος

Η επόμενη και τελική ερώτηση που με απασχόλησε ήταν: «Πώς μπορούμε να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο;»

Είπαμε ότι τα πράγματα στον υλικό κόσμο βασίζονται στην ύλη. Στον κόσμο αυτό η αλλαγή συμβαίνει μέσα στο χρόνο. Κι ο χρόνος είναι κατασκευή της ανθρώπινης διανόησης. Κι αφού εμείς κατασκευάσαμε το χρόνο, εμείς μπορούμε και να τον καταργήσουμε. Ακριβώς όπως ένα σπίτι που έχουμε κτίσει και μπορούμε να το γκρεμίσουμε.

Το θέμα της κατάργησης του χρόνου με είχε απασχολήσει από παλιά κι είχα μελετήσει πολλές θεωρίες μεγάλων σοφών που ασχολήθηκαν με αυτό. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ήταν, κατά τη γνώμη μου, όσα διάβασα στους διάλογους του Κρισναμούρτι με τον Bohm. Μολονότι όμως και αυτοί οι δύο, όπως και πολλοί άλλοι, λένε ότι πρέπει να καταργήσουμε το χρόνο, κατά τη γνώμη μου, δεν μας είπαν με σαφήνεια, γιατί αυτή η κατάργηση θα αποτελούσε τη λύση των προβλημάτων μας. Όπως δε μας είπαν, πώς θα είναι ο άνθρωπος όταν ζήσει έξω από το χρόνο.

Ακροατής: Αν κατάλαβα καλά, πρόκειται για δύο ερωτήσεις. Η πρώτη είναι: "Πώς θα βγούμε έξω από το χρόνο" κι η δεύτερη: "Πώς θα είμαστε έξω από το χρόνο".

Κ.Φ.: Προς το παρόν, θέλω να εξετάσουμε πώς θα είμαστε έξω από το χρόνο. Όπως λοιπόν μας λένε οι μαρτυρίες όλων των μεγάλων δασκάλων, το πρώτο πράγμα που συμβαίνει είναι ότι ο άνθρωπος ενώνεται με την κοσμική συνείδηση. Γιατί μέσα στο χρόνο λειτουργούμε με την κατώτερη συνείδηση. Και η κατώτερη συνείδηση λειτουργεί σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της ύλης: την αντίθεση, την αλλαγή, το χρόνο, τη σκέψη, τη μνήμη. Ή καλύτερα, το σύνολο αυτών των λειτουργιών το ονομάζουμε κατώτερη συνείδηση.

Η κοσμική συνείδηση

Η κοσμική συνείδηση λειτουργεί σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του πνεύματος. Κι όπως είπαμε, στο πνευματικό επίπεδο δεν υπάρχει χρόνος, όπως δεν υπάρχει ύλη, αντίθεση, αλλαγή.

Και τότε φυσικά δεν θα μπορούμε, μέσα στο φυσικό υλικό κόσμο, να κτίσουμε το δικό μας υλικό κόσμο με όλες τις κατασκευές του, τόσο τις υλικές όσο και τις διανοητικές. Και τι θα μας συμβεί; Πώς θα είμαστε;

Στο σημείο αυτό μου συνέβη μια μερική αποκάλυψη. Είδα στον εαυτό μου αυτό που έλεγαν όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι: «Όταν είσαι σε επαφή με την κοσμική συνείδηση, δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα».

Τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού δε χρειάζεται να κάνουν τίποτα για να ζήσουν, να τραφούν, να αναπαραχθούν. Δεν έχουν ανάγκη να σκεφτούν, να σχεδιάσουν, να προγραμματίσουν, να κρίνουν, να επιλέξουν, να επιτύχουν ή να αποτύχουν, να χαρούν ή να πονέσουν.

Έτσι κι ο άνθρωπος δεν χρειάζεται να κάνει κάτι. Γιατί, αν αυτό που χρειάζεται είναι βασική, λειτουργική ανάγκη του, τότε αυτό γίνεται από μόνο του.

Για παράδειγμα, όταν ο άνθρωπος θέλει να γίνει πλούσιος, δεν μπορεί να το επιτύχει λειτουργώντας σύμφωνα με την κοσμική συνείδηση. Γιατί η συσσώρευση αγαθών δεν είναι απαραίτητη για την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών. Και ακόμα, η συσσώρευση αυτή γεννά σε άλλους ανθρώπους στέρηση. Και είναι η αιτία της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Και προκαλεί τοπική ανισορροπία στο σύμπαν.

Και είναι πολλοί οι τρόποι με τους οποίους ο άνθρωπος διαταράσσει την κοσμική ισορροπία. Ένας από αυτούς είναι και ο πόλεμος. Για τον Δεύτερο παγκόσμιο Πόλεμο έχουν γίνει συστηματικές έρευνες κι έχουν αποδείξει ότι έχει προκαλέσει τεράστια ανισορροπία στον πλανήτη μας. Κι οι πόλεμοι, από τότε κι ως σήμερα, δεν έχουν σταματήσει ούτε μία μέρα.

Πολύ σύντομα, ας θυμηθούμε μερικούς ακόμα τρόπους, με τους οποίους ο άνθρωπος προκαλεί ανισορροπία στον πλανήτη μας. Με τις προόδους της ιατρικής λόγου χάρη, προκλήθηκε ο υπερπληθυσμός. Με τον υπερπληθυσμό γεννήθηκε η ανάγκη παραγωγής περισσοτέρων τροφίμων. Κι έτσι, με λιπάσματα επιβλαβή για την υγεία, παράγουμε περισσότερα δημητριακά, φρούτα και λαχανικά. Και επεμβαίνουμε στη διατροφή και την αναπαραγωγή και το γενετικό υλικό των ζώων και των πουλερικών και, με έναν ακόμα τρόπο, κάνουμε κακό στην υγεία μας.

Ξέρουμε όμως, ότι η ισορροπία αποτελεί βασική λειτουργία του σύμπαντος. Γι΄ αυτό άλλωστε, όπου ο άνθρωπος που λειτουργεί με την κατώτερη συνείδηση προκαλεί ανισορροπία, ή, αν θέλετε, διαταράσσει την κοσμική ισορροπία, το σύμπαν παρεμβαίνει και την αποκαθιστά ξανά. Δεν μας είναι πάντα κατανοητές οι παρεμβάσεις αυτές. Και για αυτό πολλές φορές μας φοβίζουν. Νέες αρρώστιες λόγου χάρη, κυρίως αν είναι επιδημικές, μπορούν να περιορίσουν τον υπερπληθυσμό.

Όταν όμως ο άνθρωπος συνδεθεί με την κοσμική συνείδηση, όχι μόνο δεν προκαλεί ανισορροπία στο περιβάλλον του και στον εαυτό του, αλλά γίνεται συνεργάτης του σύμπαντος για τη διατήρηση της ισορροπίας, όπως και για την αποκατάσταση της, όπου δημιουργείται περιστασιακή ανισορροπία.

Ακροατής: Θυμούμαι δύο παραδείγματα από το ζωικό κόσμο, που μας είχες πει παλιότερα και που επαληθεύουν όσα λέμε τώρα. Μπορώ να τα πω;

Κ.Φ.: Σε ακούμε.

Ακροατής: Το πρώτο έχει σχέση με τον έλεγχο του υπερπληθυσμού. Μας είχες πει λοιπόν ότι τα ποντίκια, όταν αυξηθεί τόσο ο αριθμός τους σε μια περιοχή ώστε να μη μπορούν να τραφούν, πάνε ομαδικά και πνίγονται είτε σε ποτάμι είτε σε λίμνη ή στη θάλασσα. Κι αυτό δεν είναι αυτοκτονία, αλλά έλεγχος του υπερπληθυσμού. Γιατί τα ποντίκια, όπως και όλα τα ζώα, είναι άμεσα συνδεδεμένα με την κοσμική συνείδηση και φροντίζουν νια την αποκατάσταση της ισορροπίας, όπου αυτή διαταράσσεται.

Κ. Φ.: Έτσι, έτσι είναι. Ακροατής: Το δεύτερο παράδειγμα αποδεικνύει πως ο άνθρωπος, με την παρέμβαση του, μπορεί να κάνει ακόμα και τα ζώα να χάσουν την επαφή τους με την κοσμική συνείδηση και να αποκτήσουν συμπεριφορές σαν κι εκείνες που έχει ο άνθρωπος εξαιτίας του ανταγωνιστικού πολιτισμού του. Έτσι, σε μία οικογένεια από γορίλες, κάποιοι ερευνητές, δώσανε πολλές μπανάνες. Πολύ περισσότερες από όσες θα μπορούσαν να φάνε. Κι ο αρχηγός της οικογένειας τις κράτησε δίπλα του και τις έδινε μόνο αν τον προσκυνούσαν, αν έκαναν τούμπες, αν του έγλυφαν τα πόδια κι άλλα τέτοια απαίσια. Η αφθονία δηλαδή, προκάλεσε σε αυτή την οικογένεια συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν τα αυταρχικά καθεστώτα.

Κ.Φ.: Ναι, Αυτά κάνει ο άνθρωπος, όσο λειτουργεί με την κατώτερη συνείδηση, τη συνείδηση του εγώ. Όταν όμως, ανέβει στο ανώτερο επίπεδο, στην κοσμική συνείδηση δηλαδή, οι πράξεις του δεν διαταράσσουν την κοσμική ισορροπία. Είτε γιατί δεν κάνει κάποιες πράξεις - λόγου χάρη δε συσσωρεύει υλικά αγαθά, είτε γιατί ακόμα κι όταν κάνει τις ίδιες πράξεις που έκανε στο κατώτερο επίπεδο, τις κάνει με τρόπο λειτουργικό, ευεργετικό για τον εαυτό του και το σύνολο. Όταν βρισκόμαστε στο δεύτερο επίπεδο, όπως ήδη είπαμε, δεν υπάρχει ο χρόνος. Χωρίς χρόνο δεν υπάρχει η έννοια της αλλαγής. Χωρίς την αλλαγή καταργείται αυτόματα η μνήμη. Γιατί, χωρίς αλλαγή, δεν έχουμε να αποταμιεύσουμε στη μνήμη τον τρόπο που την αντιμετωπίσαμε, ώστε να τον χρησιμοποιήσουμε ξανά σε μια επόμενη αλλαγή.

Όταν καταργηθεί η μνήμη, καταργείται η σκέψη. Γιατί η λειτουργία της σκέψης είναι να επεξεργάζεται το υλικό της μνήμης και να επιλέγει ότι θεωρεί πιο κατάλληλο, για να εξυπηρετήσει τις αλλαγές στο παρόν και στο μέλλον.

Συνεπώς, οι δύο παράμετροι με τις οποίες κινείται ο άνθρωπος, όσο ζει στο κάτω επίπεδο, μόλις ανέβει στο επίπεδο της κοσμικής συνείδησης εξαφανίζονται. Και οι παράμετροι αυτές είναι η επιθυμία και ο φόβος. Γιατί όταν βρίσκεσαι στο πάνω επίπεδο, είσαι ένα με το σύμπαν, είσαι μαζί με το Ένα. Κι όταν είσαι μαζί με το Ένα δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Κι όταν εξαφανίζεται ο φόβος, εξαφανίζεται και η επιθυμία. Όταν λοιπόν ζούμε στο δεύτερο επίπεδο, σε μια πραγματικότητα χωρίς χρόνο, αλλαγή, μνήμη, σκέψη, φόβο και επιθυμία, ζούμε σε πληρότητα, σε ένα κενό που είναι γεμάτο, και έτσι δε χρειάζεται καμιά πράξη για να το γεμίσει.

Και εξηγούμαι. Εφόσον στο επίπεδο αυτό είναι όλα εκεί και είναι όλα Ένα, κι αφού και ο άνθρωπος είναι ένα με όλα, δεν του λείπει τίποτα και δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα για να αποκτήσει όσα έχει ανάγκη. Κι αν για κάποια πράγματα χρειάζεται πράξη, αυτή γίνεται από το Σύμπαν κι ο άνθρωπος δεν έχει παρά να είναι παρών σε αυτό που γίνεται. Και δεν έχει παρά να δεχθεί τα πράγματα έτσι όπως είναι. Επειδή όμως έχουμε σώμα, και για όσο καιρό το έχουμε, κι αφού το σώμα είναι πυκνή ύλη, δεν είναι δυνατόν να μείνουμε στο πάνω επίπεδο. Είναι ανάγκη να κατεβαίνουμε στο κάτω επίπεδο, στην κατώτερη συνείδηση. Αλλά η επίσκεψη μας στην ανώτερη συνείδηση, μας επιτρέπει να καταλάβουμε ποια είναι τα προβλήματα που έχουμε στο επίπεδο της ύλης και πώς μπορούμε να τα αποφύγουμε.

Παρενθετικά να θυμίσω ότι ο άνθρωπος, με την ενσάρκωση, κατεβαίνει από το πνευματικό επίπεδο στο επίπεδο της ύλης και ντύνεται την ύλη σαν ένα ρούχο. Με το θάνατο, ο άνθρωπος βγάζει το υλικό του ρούχο και πηγαίνει ξανά στο επίπεδο του πνεύματος. Γι΄ αυτά που γίνονται μετά το θάνατο και την επιστροφή του ανθρώπου στο πνεύμα, θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά.

Και συνεχίζω. Όταν ο άνθρωπος, μετά την επίσκεψη του στο πνευματικό επίπεδο, κατεβαίνει ξανά στο υλικό επίπεδο, μπαίνει και πάλι στα πλαίσια του χρόνου και λειτουργεί με τη μνήμη, τη σκέψη και τη φαντασία. Κι εμφανίζονται και πάλι οι επιθυμίες και οι φόβοι.

Όμως τώρα ο άνθρωπος λειτουργεί διαφορετικά. Και η κυριότερη διαφορά είναι ότι οι φόβοι και οι επιθυμίες δεν μας επιβάλλονται και ούτε καθορίζουν τις πράξεις μας. Δεν μας οδηγούν σε πράξεις μη - λειτουργικές, μη - δημιουργικές, που να διαταράσσουν την κοσμική ισορροπία. Κι ο φόβος της αλλαγής, οποιασδήποτε αλλαγής, ακόμα κι όταν δεν εξαφανίζεται δεν μας εμποδίζει να αποδεχόμαστε το κάθε παρόν και να ζούμε καλά.

Θα ήθελα να μου πείτε μια επιθυμία ή ένα φόβο σας, για να σας δείξω πιο συγκεκριμένα αυτή τη διαφορά.

Ακροατής: ένας πανανθρώπινος φόβος είναι ο φόβος του θανάτου. Κι άλλοι φοβόμαστε τον προσωπικό μας θάνατο κι άλλοι τρέμουμε μην πεθάνουν δικοί μας άνθρωποι.

Κ.Φ. : Πράγματι, ο φόβος του θανάτου στο επίπεδο του υλικού κόσμου, είναι πανανθρώπινος. Κι αυτό γιατί, στο επίπεδο αυτό ο κόσμος μέσα στο χρόνο κινείται και αλλάζει. Κι η κίνηση οδηγεί από τη θέση στην αντίθεση. Όσο ζούμε στο υλικό επίπεδο, η αντίθεση της ζωής είναι ο θάνατος. Κι αν η ζωή είναι κάτι καλό, θετικό, ο θάνατος είναι για μας κάτι αρνητικό κι ανεπιθύμητο.

Κι όπως είπαμε, κάθε κίνηση και αλλαγή μας απειλεί, γιατί μέσα μας ζει πάντα η ανάμνηση του αιώνιου, του ακίνητου, του άχρονου πνευματικού επιπέδου. Κι αφού ο άνθρωπος θεωρεί το θάνατο αρνητικό και προς αποφυγή, προσανατολίζει τη δημιουργία του στην επινόηση και την κατασκευή μέσων και τρόπων που απομακρύνουν το θάνατο. Η ιατρική, η φαρμακολογία, η χημεία τροφίμων και άλλες επιστήμες, αλλά και η τεχνολογία και οι βιομηχανίες, δημιουργήθηκαν για να απομακρύνουν το θάνατο. Κι επειδή είναι δημιουργήματα που μας τα επιβάλλει ο φόβος του θανάτου, δεν είναι συμβατά με την κοσμική οικονομία και την κοσμική συνείδηση και γι΄ αυτό διαταράσσουν την κοσμική ισορροπία. Όταν όμως επισκεφθούμε το πάνω επίπεδο, βλέπουμε ότι ο θάνατος, έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε με την κατώτερη συνείδηση, δεν υπάρχει. Ή, όπως λένε όλοι οι σοφοί γέροντες στο Άγιο Όρος, ο θάνατος δεν είναι χαμός.

Και γιατί δεν είναι ο θάνατος χαμός; Τι βλέπουμε όταν ανεβαίνουμε στο επίπεδο της κοσμικής συνείδησης; Βλέπουμε ότι αυτό που είμαστε είναι κάτι πολύ πιο βαθύ από το υλικό μας σώμα. Κι όταν χάσουμε το σώμα μας, αυτό το βαθύ, το ουσιαστικό μέρος του είναι μας - η πνευματική μας διάσταση - συνεχίζει να υπάρχει.

Και τότε καταλαβαίνουμε για πρώτη φορά ότι το σώμα μας δεν είναι παρά ένα ρούχο, που φορέσαμε όταν, με την ενσάρκωση, κατεβήκαμε από το επίπεδο του πνεύματος στον υλικό κόσμο. Κι όπως όταν βγάζουμε το πουκάμισο μας για να το πλύνουμε, ή το πετούμε γιατί πάλιωσε, εμείς δεν παθαίνουμε τίποτα, έτσι και όταν αποχωριστούμε από το υλικό μας σώμα, δεν χανόμαστε.
Κι ας το πούμε διαφορετικά. Όταν ανεβαίνουμε στο πνευματικό επίπεδο, συνειδητοποιούμε ότι εμείς δεν είμαστε απλά και μόνο το σώμα μας. Είμαστε κάτι πολύ περισσότερο.

Κι αφού το συνειδητοποιήσουμε αυτό, όταν βρισκόμαστε στο κάτω επίπεδο, δεν φοβόμαστε πια το θάνατο.

Κι όταν δεν φοβάμαι το θάνατο εγώ, σαν άτομο, τι κάνω; Στο δικό μου χώρο εγκαθιδρύω ισορροπία: στην προσωπική μου ζωή, στην οικογενειακή μου ζωή, στις φιλικές μου σχέσεις, στον επαγγελματικό μου χώρο, όσο εξαρτάται από εμένα, εγκαθιδρύεται ισορροπία. Ή και πάλι, για να το πω αλλιώς, όσο εξαρτάται από μένα, δεν δημιουργείται ανισορροπία.

Κι ακόμα όταν, από αίτια έξω από μένα δημιουργηθεί ανισορροπία, και πάλι όσο μπορώ και ξέρω, κι όσο λιγότερο με κατακυριεύουν οι φόβοι και οι επιθυμίες μου, αποκαθιστώ ισορροπία.

Και μολονότι μπορεί αυτό μπορεί να ακουστεί σαν αλαζονεία, με την αποκατάσταση της ισορροπίας που πετυχαίνω γίνομαι συνεργάτης του σύμπαντος.

Όμως το θέμα μας δεν έχει εξαντληθεί. Είναι ανάγκη καθένας μας να μπορέσει να απαντήσει στο μεγάλο υπαρξιακό ερώτημα που λέει: "Ποιος είμαι; Και ποια είναι η θέση μου μέσα στο σύμπαν; Ποια η αποστολή μου; Ποιες οι ευθύνες μου;" Τεράστιο το ερώτημα. Ίσως ποτέ να μην μπορέσουμε να απαντήσουμε πλήρως σε αυτό. Πάντως, όσο εξαρτάται από μένα, θα συνεχίσουμε να το διερευνούμε, τόσο στο σεμινάριο διαλογισμού σε λίγες μέρες, όσο και σε επόμενους διάλογους. Κι ο καθένας από την αποψινή μας παρέα μπορεί να συνεχίσει να αναζητά απαντήσεις και μόνος του. Και ξέρω πως όταν ένα ερώτημα τεθεί, δεν γίνεται παρά να βρεθεί η απάντηση του. Χρειάζεται μόνο αγάπη για τον εαυτό μας και τους άλλους ανθρώπους, και η πίστη ότι είναι δυνατό και πρέπει ο κόσμος μας να γίνει καλύτερος και η ζωή μας πιο γλυκιά.

Σας αγαπώ πολύ και σας ευχαριστώ για την όμορφη συνεργασία μας.

Το κοριτσάκι στο δάσος
Από το βιβλίο του Κώστα Φωτεινού
"Παραμύθια για μεγάλα φοβισμένα παιδιά"
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα κοριτσάκι με όμορφα πράσινα μάτια, πήγε να παίξει στο δάσος που ήταν κοντά στο σπίτι του, και χάθηκε. Και δεν ήξερε πώς να γυρίσει πίσω. Τότε φοβήθηκε πολύ και άρχισε να κλαίει. Τα πουλιά του δάσους για να την βοηθήσουν, άρχισαν να της τραγουδούν κι έλεγαν: "Μη φοβάσαι καλή μου. Κοίταξε καλά γύρω σου και θα βρεις αυτό που ζητάς".

Όμως τα πράσινα μάτια του κοριτσιού ήταν γεμάτα δάκρια και δεν μπορούσε να δει τίποτε, πέρα από τα δάκριά της. Κι η καρδιά της ήταν γεμάτη φόβο και δεν μπορούσε να νιώσει την ομορφιά του δάσους. Μόνο το φόβο της ένιωθε.

Τα μεγάλα δέντρα του δάσους άρχισαν τότε να της μουρμουρίζουν κι αυτά: "Μη φοβάσαι, ομορφούλα. Κοίταξε γύρω σου την ομορφιά του δάσους. Ίσως βρεις αυτό που αναζητάς".

Όμως τα πράσινα μάτια του κοριτσιού ήταν γεμάτα δάκρια και δεν μπορούσε να δει τίποτα, πέρα από τα δάκριά της. Κι η καρδιά της ήταν γεμάτη φόβο και δεν μπορούσε να νιώσει την ομορφιά του δάσους. Μόνο το φόβο της ένιωθε και έτσι δεν εύρισκε αυτό που αναζητούσε.

Κι έπειτα και το ρυάκι που διέσχιζε το δάσος άρχισε να την καλεί και να της λέει: "Κοριτσάκι που έχεις χαθεί μέσα στο δάσος κι είναι τα όμορφα πράσινα μάτια σου γεμάτα δάκρια κι καρδιά σου γεμάτη φόβο, ακολούθησέ με. Εγώ θα σου δείξω το δρόμο. Ακολούθησέ με".

Όμως το κοριτσάκι δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα πέρα από τα κλάματά της. Δεν μπορούσε τίποτα να δει πέρα από τα δάκριά της. Δεν μπορούσε τίποτα να νιώσει πέρα από το φόβο της.

Κι όταν πια βράδιασε, το όμορφο κοριτσάκι, εξαντλημένο, πήγε να πιει νερό από μια πηγή που ήταν κρυμμένη μέσα στις φυλλωσιές. Κι όπως γονάτισε κι έπινε το γάργαρο νερό, αποκοιμήθηκε.

Τα ζώα του δάσους που έρχονταν τη νύχτα να πιουν νερό από τη γάργαρη πηγή, κοίταζαν το κοριτσάκι κι αναρωτιόντουσαν: "Γιατί άραγε φοβάται το δάσος; Κι εμάς γιατί μας φοβάται;"

Κι έπειτα ξάπλωναν και κοιμόντουσαν δίπλα της, για να τη ζεσταίνουν, μια και η νύχτα ήταν δροσερή.

Τα χαράματα έφυγαν τα ζώα. Και το μικρό κορίτσι ξύπνησε κι αυτό σε λίγο. Και πριν προλάβουν τα όμορφα πράσινα μάτια της να γεμίσουν δάκρια, κοίταξε γύρω της. Και πριν προλάβει η καρδιά της να γεμίσει φόβο, ένιωσε. Και πριν γεμίσουν τα αυτιά της από το κλάμα της, άκουσε. Και τότε χαμογέλασε, με ένα μεγάλο, πανέμορφο χαμόγελο. Κι αφού ήπιε λίγο γάργαρο νερό από την πηγή, τραγουδώντας ένα χαρούμενο παιδικό τραγούδι, ακολούθησε το ρυάκι και σε λίγο έφτασε στο σπίτι της.

28 Σεπτεμβρίου 1979