Σχόλια του Κώστα Φωτεινού στο Μαραθώνιο διαλογισμό της ακινησίας,
Γλυφάδα, 31 Ιουλίου – 4 Αυγούστου 1992
ΠΡΩΤΟ ΣΧΟΛΙΟ : ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΘΕΜΑ
Για ποιό θάνατο μιλούν οι παραδόσεις, όταν ζητούν να πεθάνουμε; Για ποιό θάνατο μιλάει το Άγιο Όρος, όταν αναφέρεται στον έρωτα θανάτου; Για ποιό θάνατο μιλούν οι Ανατολίτες, όταν λένε ότι πρέπει να πεθάνουμε ενώ ακόμα ζούμε; Τί εννοούμε με το θάνατο και τι εννοούμε με την ανάσταση; Ο πιο πρόχειρος ορισμός του θανάτου είναι ο ακόλουθος: "Ο άνθρωπος πεθαίνει, όταν η βιολογική μηχανή του έχει πάψει να λειτουργεί". Και από νομικής απόψεως η πολιτεία αναγνωρίζει τον άνθρωπο νεκρό, όταν έχει πάψει να λειτουργεί η βιολογική μηχανή του. Οι συνέπειες που ακολουθούν ένα θάνατο από κληρονομικά μέχρι οτιδήποτε άλλο, αρχίζουν και ισχύουν εφόσον η βιολογική μηχανή έχει σταματήσει. Συνεπώς, ο πρώτος και ο πιο κοινός ορισμός που έχουμε για το θάνατο είναι οτι σταματά η βιολογική μηχανή. Ότι, δηλαδή, το σώμα παύει να λειτουργεί. Κι ας μην μπούμε στις λεπτομέρειες που απασχολούν την νομοθεσία σήμερα, εξαιτίας της εξέλιξης της ιατρικής και της τεχνολογίας που χρησιμοποιεί. Σαν παράδειγμα, ας πούμε μόνο οτι, όταν σταματήσει η καρδιά η ιατρική σήμερα συνδέει τον άνθρωπο με ένα μηχάνημα και συνεχίζει να ζει. Πολλές φορές, με το νου σταματημένο, τη λογική ανύπαρκτη, ο άνθρωπος ζει και, μάλιστα, χωρίς μηχάνημα. Όλοι ξέρουμε πια τους τρόπους με τους οποίους η ιατρική κρατά τον άνθρωπο στη ζωή. Κι όλοι ξέρουμε οτι από το νόμο θεωρείται ζωντανός.
Εκείνο όμως που για μένα είναι πιο σημαντικό είναι οτι όλοι μας πιστεύουμε πως ο θάνατος επέρχεται μόνο όταν η βιολογική μηχανή έχει πάψει να λειτουργεί. Και φαίνεται οτι η πίστη αυτή δεν βασίζεται σε κάποια γνώση ενταγμένη στις διανοητικές λειτουργίες και τη Συνείδηση του Εγώ. Πρόκειται μάλλον, για γεγονός ενταγμένο μέσα στα αρχέτυπα του ομαδικού ασυνείδητου, από όπου το αντλεί το ατομικό ασυνείδητο κι από εκεί αναδύεται στο υποσυνείδητό μας, περνά στη συνείδηση και φθάνει ως το υπερσυνειδητό. Καλύπτει, δηλαδή, η πεποίθηση αυτή όλο το φάσμα της συνείδησης του ανθρώπου.
Συνεπώς, η εικόνα που έχουμε για το θάνατο είναι οτι συνδέεται άμεσα και μόνο με το σώμα. Και αρνιόμαστε να καταλάβουμε οτι μπορεί να έχουμε πεθάνει σε άλλα επίπεδα – το ψυχοδιανοητικό ή το πνευματικό – ενώ το σώμα μας λειτουργεί και κυκλοφορεί μια χαρά. Διότι το ασυνείδητό μας λέει οτι, εφόσον το σώμα μας συνεχίζει και κινείται , είμαστε ζωντανοί.
Όπως, όμως, έχουμε πει πολλές φορές, τόσο η σύγχρονη επιστήμη, όσο και οι παραδόσεις έχουν πολλά και σημαντικά επιχειρήματα που αποδεικνύουν οτι ο άνθρωπος (όπως και το Σύμπαν) αποτελείται από πυκνή ύλη – το σώμα του, δηλαδή – όπως και από λεπτή ύλη ή ενέργεια – το ψυχοδιανοητικό του σώμα – όσο και από άτυπη, άμορφη πολύ λεπτή ύλη – το πνεύμα ή την ψυχή του.
Θεωρητικά, λοιπόν, για να πούμε οτι ο άνθρωπος έχει πεθάνει, πρέπει ο θάνατος – το σταμάτημα της λειτουργίας και της κίνησης – να συμβεί και στα τρία αυτά σώματα.
Ξέρουμε, ακόμη, οτι τα τρία αυτά σώματα είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους κι όταν κανείς έχει ασκηθεί, μπορεί και βλέπει αυτή τη σύνδεση. Και θέλω να τονίσω οτι δεν πρόκειται για τίποτε το θαυματουργό ή το μυστηριακό. Είναι, απλά και μόνο, θέμα άσκησης.
Τη στιγμή, λοιπόν, του φυσικού, του σωματικού θανάτου, το δεύτερο σώμα, το ενεργειακό, βγαίνει από το πρώτο, το φυσικό, και αρχίζει να απομακρύνεται. Και τότε βλέπουμε την σύνδεσή τους, που είναι, λέει σαν ασημένια κλωστή. Όταν το υλικό σώμα ακινητοποιηθεί, σπάει αυτή η κλωστή κι ελευθερώνεται το δεύτερο σώμα. Στη συνέχεια, πρέπει να ακινητοποιηθεί το δεύτερο σώμα, και τότε σπάει η κλωστή κι ελευθερώνεται το τρίτο σώμα, το πνευματικό ή μεταφυσικό. Τέλος, πρέπει να ακινητοποιηθεί και το τρίτο σώμα, για να ελευθερωθεί εντελώς ο άνθρωπος και , πιθανώς, να περάσει από την άλλη μεριά, εκεί που είναι το μη-εκδηλωμένο. Δηλαδή, να πάει στο Θεό, τον Πατέρα του.
Αλλά ξέρουμε ακόμη οτι μπορούμε να έχουμε θάνατο βιολογικό, χωρίς να συμβούν οι άλλοι θάνατοι, όπως μπορεί να έχουμε θάνατο του δεύτερου σώματος, του ψυχοδιανοητικού, χωρίς να έχει πεθάνει το σώμα το βιολογικό. Ή μπορεί να έχουμε θάνατο του τρίτου σώματος, χωρίς να έχει πεθάνει ούτε το ψυχοδιανοητικό ούτε το φυσικό σώμα.
Είναι δυνατό, δηλαδή, να πάψουμε να λειτουργούμε στο επίπεδο της λεπτής ύλης, που είναι αυτό που ονομάζουμε ψυχοδιανοητικό σώμα. Ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει σταματήσει ουσιαστικά να λειτουργεί στην ψυχολογική, την ψυχοδιανοητική του μηχανή – και υπάρχουν περιπτώσεις, όπως το κώμα, ή η κατατονία, που μπορεί να σταματήσει εντελώς – είναι νεκρός ψυχολογικά. Στην λεπτή του ύλη, δηλαδή, είναι πεθαμένος. Ενώ η πυκνή ύλη από την οποία αποτελείται, που είναι το σώμα το υλικό, συνεχίζει να λειτουργεί. Αυτό το θάνατος δεν τον αναγνωρίζουμε – μας διαφεύγει - και νομίζουμε οτι ζούμε.
Κι ακόμα, μπορεί το τρίτο σώμα το μεταφυσικό, να έχει πεθάνει. Κι είναι πιο δύσκολο να αντιληφθούμε το θάνατο αυτό. Διότι και το ψυχολογικό σώμα συνεχίζει να έχει κάποιες λειτουργίες και το βιολογικό συνεχίζει να έχει τις βασικές λειτουργίες. Και μας διαφεύγει ο θάνατος αυτός και νομίζουμε οτι ζούμε.
Κι όμως, έχουμε τα κριτήρια για να ξέρουμε πότε δεν λειτουργεί το μεταφυσικό μας σώμα. Γιατί τα βασικά χαρακτηριστικά, οι λειτουργίες του, τα όργανά του θα μπορούσαμε να πούμε, μας είναι γνωστά. Πρόκειται για την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα, που ήδη στην Αρχαία Ελλάδα θεωρούνταν οι κόρες της σοφίας. Κι ο Μάξιμος ο Ομολογητής λέει οτι αυτές είναι οι λειτουργίες του μεταφυσικού σώματος.
Συνεπώς, όταν ο άνθρωπος ζει χωρίς ελπίδα, χωρίς αγάπη και δίχως πίστη μπορούμε να πούμε οτι στο τρίτο του επίπεδο, στο μεταφυσικό του σώμα, είναι νεκρός. Ενώ φαίνεται σαν να λειτουργεί μια χαρά στα δύο άλλα επίπεδα, αφού τρώει, κοιμάται, σκέφτεται, μιλά, φοβάται ή θυμώνει.
Εντούτοις, εμείς επιμένουμε να νομίζουμε οτι ο θάνατος είναι μόνο βιολογικός. Και μόνο όταν δεν μπορώ να φάω, να πιω, να ερωτευθώ, να κουβεντιάσω, να κοιμηθώ μόνο τότε μόνο αναγνωρίζω οτι είμαι πεθαμένος.
Αυτό το θάνατο που δεν φαίνεται, είχαμε βάλει στόχο να πολεμήσουμε στο Καφέ-Σχολειό. Αυτό το θάνατο που είναι φοβερός. Και δεν μας επιτρέπει να πεθάνουμε ούτε τον τελικό μας θάνατο, το βιολογικό. Δεν μας το επιτρέπει.
Αυτόν είχαμε πει να πολεμήσουμε. Και πολλές φορές νομίζω οτι το μήνυμά μου δεν πέρασε καλά ή εγώ δεν το είπα καλά. Γιατί δεν βλέπω το θείο φόβο που πρέπει να μας κατέχει, όταν μας απειλεί ο θάνατος. Ούτε καν όταν μας απειλεί στο σώμα μας το φυσικό, δεν βλέπω αυτό το θείο φόβο. Ακόμα περισσότερο όταν μας απειλεί στο σώμα μας το ψυχοδιανοητικό. Δεν τον βλέπω στα πρόσωπα των ανθρώπων. Κι ακόμα λιγότερο τον βλέπω, όταν μας απειλεί ο τρίτος θάνατος, ο θάνατος ο μεταφυσικός.
Για το θάνατο που δεν αντιλαμβανόμαστε – τον ψυχοδιανοητικό και το μεταφυσικό – μιλούν οι παραδόσεις, όταν λένε οτι πεθαίνουμε, ενώ είμαστε ακόμα ζωντανοί. Και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και μας ειδοποιούν να προσέξουμε μην τύχει και πεθάνουμε, ενώ είμαστε ζωντανοί. Και εμείς δεν καταλαβαίνουμε , γιατί η λογική μας δεν μπορεί να συλλάβει αυτή τη φράση. Κι ακόμη, ο υλιστικός πολιτισμός μας έχει συντελέσει στο να μη θυμόμαστε οτι πέρα από το υλικό μας επίπεδο διαθέτουμε το ψυχοδιανοητικό – που τουλάχιστον από τα αποτελέσματα της λειτουργίας του ξέρουμε οτι υπάρχει – και το μεταφυσικό που πολύ λίγοι ξέρουμε ποιές είναι οι λειτουργίες του
(η πίστη, η ελπίδα κι η αγάπη) κι έτσι δεν έχουμε κανένα τρόπο για να αντιληφθούμε την ύπαρξή του.
Παράλληλα όμως, οι ίδιες αυτές παραδόσεις μας λένε οτι για την απελευθέρωσή του ο άνθρωπος πρέπει να πεθάνει πριν πεθάνει. Κι η λογική μας δεν μπορεί να συλλάβει τη διπλή – την αντιφατική φαινομενικά – εντολή όλων ανεξαιρέτως των παραδόσεων. Την εντολή που λέει:
α) Προσέξτε μην πεθάνετε ενώ ζείτε και συγχρόνως λέει
β) Πρέπει να πεθάνετε, ενώ ζείτε. Και δεν πρόκειται για σχήμα λόγου. Κι αφού για το πρώτο μέρος της εντολής είπα δυο λόγια, ας δούμε τι μπορεί να σημαίνει το δεύτερο μέρος της.
Όταν, λοιπόν, είχαμε πάει στο Άγιο Όρος και μελετούσαμε την άσκηση των μοναχών, διαπιστώσαμε οτι κι εκείνοι προσπαθούν να πεθάνουν πριν πεθάνουν, γιατί μόνο τότε μπορούν να πεθάνουν. Τί θα πει αυτό; Θα πει οτι μόνο όταν γνωρίσω το συνειδησιακό μου θάνατο, τότε, όταν έρθει η ώρα του βιολογικού θανάτου, ξέρω πώς να απελευθερώσω το πνεύμα μου, για να πάει να κατοικήσει πέρα από την ύλη, εκ δεξιών του Πατρός. Γι' αυτό, όμως θα μιλήσουμε ξανά αργότερα.
Τώρα θα ήθελα να πω οτι στο Άγιο Όρος διαπιστώσαμε οτι η Χριστιανική παράδοση δεν μισεί το σώμα, αλλά τα πάθη – τις υπερβολές, δηλαδή, και την έλλειψη μέτρου. Κι είδαμε, ακόμη, οτι για να ετοιμασθεί ο άνθρωπος για το βιολογικό του θάνατο, η παράδοσή μας ζητά με την εγκράτεια να επαναφέρουμε τη βιολογική μας μηχανή στο μέτρο και στη τάξη. Γιατί τότε μόνο είναι δυνατό να προχωρήσει η άσκηση. Βέβαια αυτή η επέμβαση στο βιολογικό σώμα σε πολλές παραδόσεις προχώρησε πέρα από τα όρια που ανέφερα και έφθασε στο σημείο να περιορίζει τόσο ορισμένες λειτουργίες, ώστε το σώμα να υπολειτουργεί. Κι εκτός από την εγκράτεια – το μέτρο δηλαδή – στη διατροφή, τον ύπνο ή τον έρωτα πρόσθεσε και στοιχεία που πονούν και ταλαιπωρούν το σώμα. Κατά την γνώμη μου, σε ένα σεμινάριο σαν το δικό μας είναι απαραίτητο να επέμβουμε στο σώμα τόσο, όσο χρειάζεται, για να το φέρουμε στα όρια του μέτρου και της τάξης, ώστε να μην μας απασχολεί και να μπορέσουμε στη συνέχεια να προχωρήσουμε την άσκησή μας. Γι' αυτό η διατροφή μας αυτές τις μέρες θα είναι λιτή, ο ύπνος μας ο ελάχιστος απαραίτητος κι η ανάπαυση όσο το δυνατόν λιγότερη. Χωρίς, όμως, υπερβολές που ταλαιπωρούν το σώμα και το κάνουν να θυμώνει. Κι έτσι συνεχίζει με τους πόνους και τις ανάγκες του τις ανικανοποίητες να μας απασχολεί. Το σώμα, λοιπόν, πρέπει να είναι πληρωμένο, να είναι, δηλαδή, ικανοποιημένες οι βασικές του ανάγκες, για να μπορέσουμε με την άσκηση να το κάνουμε να λειτουργήσει ΣΑΝ να ήταν νεκρό (as if).
Κι αυτό είναι που σας προτείνω να κάνουμε εδώ και το οποίο μπορεί να δοκιμαστεί με την ηθελημένη, επιβεβλημένη και επιθυμητή ακινησία εκ μέρους σας. Διότι εφόσον το σώμα εκφράζει τη ζωή του με κίνηση στο φυσικό χώρο, όταν του αφαιρέσουμε την κίνηση είναι σαν να πέθανε. Μετά, στον ψυχικό χώρο, θα αρχίσουμε να αφαιρούμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα, τους καρπούς που μας δίνει η λειτουργία του σώματός μας. Και μιλώ για ένα σώμα το οποίο το έχουμε σεβασθεί και το οποίο λειτουργεί βασικά πλήρως. Το έχουμε ταΐσει κατά το μέτρο, του έχουμε επιτρέψει να ερωτευθεί κατά το μέτρο, το έχουμε αφήσει να κοιμηθεί κατά το μέτρο, το έχουμε χαϊδέψει κατά το μέτρο, το έχουμε αφήσει να μιλήσει κατά το μέτρο. Αυτό το σώμα είναι έτοιμο να δεχθεί την περιστασιακή άσκηση της απελευθέρωσης μας από αυτό.
Κι εδώ έρχεται η άσκηση, που προτείνει ακριβώς τα αντίθετα από εκείνα τα σημεία που σημαίνουν ζωή σωματική. Αντί για κίνηση προτείνουμε ακινησία. Αντί για σωματικά αισθήματα , προτείνουμε έλλειψη σωματικών αισθημάτων, αντί για το λόγο προτείνουμε σιωπή. Όμως, η άσκηση – η σιωπή, η ακινησία κι όλα τα αλλά – δεν είναι από μόνη της αρκετή, για να ζήσουμε το θάνατο πριν πεθάνουμε. Για να φθάσουμε έστω και για ένα δευτερόλεπτο σε αυτό το βίωμα, πρέπει να μας κατέχει "έρως θανάτου". Πρέπει να νιώθουμε επιθυμία παρόμοια με αυτήν που νιώθουμε όταν είμαστε ερωτευμένοι.
Και τότε, όταν αναιρεθεί το σώμα με την ακινησία, ελευθερώνεται και αρχίζει να λειτουργεί το δεύτερο σώμα (τα συναισθήματα και οι σκέψεις) χωρίς, βέβαια, να χάσει τη σύνδεσή του με το πρώτο. Κι όταν ακινητοποιηθεί και αυτό με την σειρά του, τότε ελευθερώνεται κι αρχίζει να λειτουργεί μόνο του το τρίτο σώμα, το μεταφυσικό. Κι όταν βρεθούμε εκεί, και είναι δυνατό να βρεθούμε εκεί νιώθουμε σαν να πετάμε. Σαν να έχουμε χάσει την υλική μας βάση, την υλική μας αναφορά. Αυτό το θάνατο προτείνω να ζήσουμε εδώ. Αυτό το θάνατο πρότεινα πάντα να ζήσουμε στα σεμινάρια διαλογισμού. Κι αυτός βιώνεται μόνο με απόλυτη ησυχία, με απόλυτη ακινησία, αλλά όχι μόνο με αυτό. Κυρίως βιώνεται με απόλυτη επιθυμία θανάτου, με έρωτα θανάτου. Για να κατακτήσετε αυτό το βίωμα, πρέπει να το επιδιώκεται ενεργητικά. Κάθε φορά που ξεφεύγετε από αυτό, που σηκώνεστε και πάτε έξω, που γελάτε, που κουβεντιάζετε, δημιουργείτε θόρυβο και αταξία. Και ξέρετε τί κάνετε; Δημιουργείτε θάνατο στο δεύτερο επίπεδο, ενώ έχετε την εντύπωση οτι το πρώτο, το υλικό σώμα, δηλαδή, ζει πιο έντονα.
Γιατί και στην καθημερινή μας ζωή πεθαίνει το δεύτερο, το ψυχοδιανοητικό επίπεδο συνέχεια. Όταν δεν σας αγαπάω, πεθαίνει. Όταν σας ξεγελάσω, πεθαίνει. Όταν νομίζω οτι είμαι δυνατός, το ψυχοδιανοητικό επίπεδο πεθαίνει. Όταν νομίζω οτι είμαι διάσημος, πεθαίνει. Όταν νομίζω οτι είμαι πλούσιος, πεθαίνει. Όταν νομίζω οτι έχω δικαίωμα να σας πω τι να κάνετε, πεθαίνει. Και πεθαίνει το δεύτερο επίπεδο συνέχεια στον πολιτισμό μας. Και έχετε την τάση το ίδιο να κάνουμε και εδώ. Κάθε φορά που σηκώνεστε και βγαίνετε έξω, σκοτώνετε άλλη μια φορά το σώμα σας το ψυχοδιανοητικό. Και ολοκληρώνετε, σιγά – σιγά, το θάνατο ο οποίος μας κάνει να είμαστε πτώματα κινούμενα. Εάν βλέπαμε καθαρά γύρω μας και στο δρόμο που περπατάμε και στα υπουργεία που μπαίνουμε και στις δουλειές που πάμε, κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό γύρω μας κυκλοφορούν πτώματα που κινούνται.
Για να μπορέσει να θεραπευθεί το δεύτερο σώμα, πρέπει να πάψει να τρέφεται η έπαρσή του. Γι' αυτό πρέπει να μπει σε τάξη και μέτρο η λειτουργία του πρώτου σώματος, του υλικού. Εκεί πρέπει να γίνει η δουλειά, καταρχήν εκεί πρέπει να γίνει. Και γίνεται με τον τρόπο που σας προτείνω. Με μετρημένο φαγητό, με μετρημένο ύπνο, με μετρημένη κίνηση καθημερινή κι ύστερα ερχόμαστε στο εργαστήριο εδώ ή πάμε στην εκκλησία ή σε κάποιο άλλο ιερό χώρο και ζούμε το σωματικό θάνατο. Αυτός είναι ο θάνατος πριν από το θάνατο. Κι όταν το βίωμα συμβεί, στην αρχή είναι φοβερά απειλητικό. Μερικοί από σας το έχουν ήδη βιώσει σε προηγούμενα σεμινάρια. Έχουν, δηλαδή, χάσει την αίσθηση του σώματός τους, την αίσθηση της διάστασής του, του βάρους του. Χάνουμε την αίσθηση οτι έχουμε μια υλική βάση πάνω στην οποία στεκόμαστε και νιώθουμε μετέωροι στο κενό. Κι είναι φοβερά απειλητική αυτή η αίσθηση.
Κι όμως, αυτός πρέπει να είναι ο στόχος μας και χρειάζεται να τον επιδιώκουμε συστηματικά και να επιθυμούμε την πραγματοποίησή του. Έτσι μόνο, αν έχουμε ένα πρώτο σύντομο βίωμα, αν λόγου χάρη νιώσουμε για μια στιγμή οτι χάσαμε το βάρος μας, ακόμη κι αν τρομάξουμε πρέπει να συνεχίσουμε. Και σε ένα δεύτερο ή δέκατο βίωμα θα χάσουμε εντελώς την αίσθηση του υλικού, του βιολογικού μας σώματος. Κι έπειτα ή παράλληλα, όταν πάψουμε να έχουμε σκέψεις και συναισθήματα, τότε μόνο θα έχουμε χάσει την αίσθηση του ψυχοδιανοητικού μας σώματος. Όταν καταφέρουμε να μην φοβηθούμε, γιατί δεν αισθανόμαστε οτι έχουμε τα δύο αυτά επίπεδα της ύπαρξής μας, τότε ελευθερώνεται το τρίτο σώμα, το μεταφυσικό και συνειδητοποιούμε τη λειτουργία του – τη γνωρίζουμε, δηλαδή.
Και τότε μπορούμε να πούμε οτι έχουμε πεθάνει ενώ ζούμε. Κι έχουμε καταλάβει τί εννοούν οι παραδόσεις, όταν μας ζητούν αυτό το θάνατο. Το βίωμα αυτό δεν εκφράζεται με λόγια και συνεπώς δεν μπορώ να σας πω τίποτε σχετικά με αυτό. Όταν το βιώσετε, θα ξέρετε άμεσα τι σημαίνει.
Κι έπειτα, όταν τελειώσει το βίωμα και νιώσουμε ξανά την ύπαρξη και τη λειτουργία του βιολογικού μας επιπέδου, τότε μπορούμε να πούμε οτι αναστηθήκαμε. Κι είναι πραγματική ανάσταση αυτή η επιστροφή στο σώμα μας. Γιατί είναι σαν να το βλέπουμε για πρώτη φορά, αφού, ώς τώρα, δεν το είχαμε κοιτάξει ποτέ με καθαρή ματιά, που δεν παραμορφώνουν φόβοι, έτοιμες εικόνες και μοντέλα που μας φορτώνει ο πολιτισμός μας και πάνω από όλα η έπαρση που αυτός μας έχει διδάξει. Όσο μας βαραίνουν οι προκαταλήψεις κι οι φόβοι κι η έπαρση, δεν το έχουμε δει το σώμα μας.
Κι όταν το δούμε για πρώτη φορά με καθαρή ματιά είναι σαν να έχουμε αναστηθεί. Και τότε, αυτομάτως, δεν μπορεί να είναι παχύ, δεν μπορεί να είναι αδύνατο, δεν γίνεται να είναι άσχημο. Κι ούτε μπορεί να είναι θυμωμένο ούτε υπέρμετρα χαρούμενο. Και τότε έχουμε αναστηθεί.
Αυτή είναι η ανάσταση που σας προτείνω να βιώσετε στο σεμινάριό μας. Κι αυτός είναι ο θάνατος πριν από το θάνατο, που είναι απαραίτητος, για να φθάσουμε στην ανάσταση.
Πριν κλείσουμε το σημερινό μας σχόλιο, πρέπει να πούμε οτι, όταν καταφέρουμε να πεθάνουμε στο πρώτο επίπεδο, το σωματικό, το βιολογικό – κι αυτό, όπως είπα και πιο πριν, μπορεί να συμβεί στην εκκλησία, σε ένα ιερό χώρο ή να το βιώσουμε εργαστηριακά σε ένα σεμινάριο – και πριν φθάσουμε στο μεταφυσικό μας επίπεδο περνούμε από τη φάση που το ψυχοδιανοητικό μας επίπεδο λειτουργεί ελεύθερα, χωρίς τα όρια που του θέτει το βιολογικό επίπεδο. Και τότε για πρώτη φορά αποκαλύπτεται σε μας με όλες τις δυνατότητες της λειτουργίας του, που μόνο περιστασιακά και πολύ σύντομα και αποσπασματικά είχαμε αντιληφθεί ως τώρα. Και είναι εντελώς φυσικές αυτές οι δυνατότητές του, μολονότι όταν μας εμφανιστούν καθαρά για πρώτη φορά μας ξαφνιάζουν, μας φοβίζουν κι άλλοτε νομίζουμε οτι "δεν είμαστε στα καλά μας" κι άλλοτε πιστεύουμε οτι πρόκειται για "θαύμα".
Για παράδειγμα σας λέω οτι μπορούμε να βλέπουμε πολύ μακριά – πολύ πιο πέρα από όσο επιτρέπει η όρασή μας. Κι αυτό είναι εντελώς φυσικό κι είναι ικανότητα που την έχουν όλοι οι άνθρωποι, αλλά δεν το ξέρουν. Μπορούμε, ακόμη, να βλέπουμε πίσω από τον τοίχο. Να τον διαπερνά, δηλαδή, το βλέμμα μας, σαν να ήταν διαφανής. Μπορούμε να ξέρουμε τι θα συμβεί αύριο, μια και το αύριο δεν υπάρχει, αφού όπως έχουμε ξαναπεί, το αύριο και το σήμερα και το χθες είναι συγχρονικά.
Μπορούμε να ξέρουμε τα πάντα. Κι είναι αυτό, επίσης, ανάσταση στο δεύτερο επίπεδο, το ψυχοδιανοητικό. Και μπορούμε να ζήσουμε την ανάσταση αυτή μόνο αφού ασκηθούμε συστηματικά και μάθουμε να ελευθερωνόμαστε από το φυσικό, το βιολογικό μας σώμα. Γιατί τότε μόνο το ψυχοδιανοητικό μας σώμα μπορεί να μπει σε πλήρη λειτουργία και να εμφανίσει όλες του τις δυνατότητες. Αλλά πρέπει να φθάσουμε στο σημείο να του επιτρέψουμε να λειτουργεί όσο γίνεται πιο ανεξάρτητα από το βιολογικό σώμα, σχεδόν αυτόνομα θα μπορούσα να πω.
Αυτή την ανάσταση μπορεί να μας προσφέρει η άσκηση που σας προτείνω τόσο στο βιολογικό όσο και στο ψυχοδιανοητικό επίπεδο. Και για όσους την επιθυμούν, αξίζει πολλά. Και όσοι την έχουν γνωρίσει έστω και στιγμιαία ξέρουν οτι μας χαρίζει μια υπέροχη αίσθηση ελευθερίας για όλη μας τη ζωή. Όμως, ένα ακόμη θαύμα συμβαίνει στον ασκημένο άνθρωπο, όταν έρχεται η ώρα του σωματικού, του βιολογικού του θανάτου. Εκείνου που η κοινωνία μας κι η νομοθεσία θεωρεί ως το μόνο θάνατο. Επειδή, λοιπόν, με την άσκηση ο άνθρωπος αυτός έχει συνηθίσει να λειτουργεί στο ψυχοδιανοητικό επίπεδα – και αργότερα στο μεταφυσικό – ανεξάρτητα από το βιολογικό του σώμα, ο θάνατος αυτός είναι μόνο μια εισπνοή, ένα "ααα" και τελείωσε. Χωρίς αρρώστια, χωρίς πόνο, χωρίς φόβο, χωρίς αγωνία. Επειδή η βιολογική μας μηχανή έχει εξαντλήσει τα όρια της λειτουργίας της, γι'αυτό το βιολογικό μας σώμα παύει πια να λειτουργεί. Κι επειδή ξέρουμε πού πάμε – το έχουμε ήδη βιώσει και αυτό ως κάποιο σημείο – δεχόμαστε την απομάκρυνσή μας από το υλικό μας σώμα με πλήρη επίγνωση και ησυχία. Κι είναι τότε ο θάνατός μας "ειρηνικός και αναμάρτητος".
Και πως ξέρουμε οτι ένας δικός μας άνθρωπος πέθανε ειρηνικά ή όχι; Η αταξία του ψυχοδιανοητικού επιπέδου είναι φανερή την ώρα που ξεψυχά. Έχουμε δει ή έχουμε ακούσει πολλές φορές οτι κάποιοι άνθρωποι "τυραννήθηκαν, ώσπου να βγει η ψυχή τους". Και αυτό σημαίνει οτι πέρασαν αγωνία φανερή σε όσους τους παράστεκαν.
Όμως και στο σωματικό επίπεδο υπάρχουν φανερά σημάδια που μας πληροφορούν αν ο θάνατος ήταν ειρηνικός ή όχι. Μετά το θάνατο, το σώμα που έχει αταξία σε λίγες ώρες σκληραίνει, για να μαλακώσει ξανά μετά από ώρες. Αντίθετα, το σώμα που έχει τάξη μένει μαλακό από την αρχή κι ώς τον ενταφιασμό του. Κι ακόμη, το σώμα που έχει αταξία δεν λιώνει. Και δεν μιλώ για την κατάσταση των σημερινών νεκροταφείων των μεγάλων πόλεων, όπου το χώμα έχει κορεσθεί και γι' αυτό δεν λιώνουν τα σώματα που ενταφιάζονται εκεί.
Κι όταν το βιολογικό σώμα έχει τάξη, το δεύτερο σώμα πεθαίνει και αυτό με τη σειρά του πολύ εύκολα. Και τονίζω οτι πρέπει να πεθάνει, να διαλυθεί, να πάψει να λειτουργεί και το δεύτερο σώμα. Και θα επαναλάβω οτι το δεύτερο σώμα δεν πεθαίνει αυτόματα, μόλις πάψει να λειτουργεί η βιολογική μηχανή.
Όταν το βιολογικό σώμα έχει τάξη, τότε έχει τάξη και το δεύτερο, το ψυχοδιανοητικό σώμα. Αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο κι έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία. Και τότε, μόλις το πρώτο σώμα πεθάνει, διαλύεται και το δεύτερο σε πολύ σύντομο διάστημα. Αν όμως υπάρχει αταξία, τότε και το δεύτερο σώμα δύσκολα διαλύεται. Κι επειδή το δεύτερο σώμα για να εκφραστεί – να διατυπώσει σκέψεις, να εκδηλώσει συναισθήματα – χρειάζεται το υλικό σώμα, όταν το στερηθεί και όσο το ίδιο δεν διαλύεται, τυραννιέται. Γι' αυτή την τυραννία μιλούν όλες οι παραδόσεις, όταν αναφέρονται στην κόλαση.
Κι όταν λέω οτι το δεύτερο σώμα, το ψυχοδιανοητικό, έχει αταξία, εννοώ οτι ώς τη στιγμή του θανάτου ο άνθρωπος δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τα ελαττώματα που είχε σε όλη του τη ζωή. Είναι ακόμη ανικανοποίητος, γιατί δεν χόρτασε δόξες ή πλούτη – ακόμη κι αν τα είχε. Κι είναι γεμάτος φθόνο για όσους είχαν αυτά που επιθυμούσε. Κι είναι γεμάτος θυμούς με τον εαυτό του, για όσα δεν κατάφερε και με τους άλλους που δεν τον βοήθησαν ή τον εμπόδισαν. Κι έτσι δεν μπόρεσε να απαλλαχθεί κι από τους φόβους και το άγχος που ένιωθε σε όλη τη ζωή του, γιατί πίστευε οτι χωρίς τις κοινωνικές επιτυχίες – κι όλο και πιο πολλές και πιο μεγάλες επιτυχίες – δεν αξίζει σαν άνθρωπος. Πεινασμένος, φοβισμένος και θυμωμένος πεθαίνει ο άνθρωπος αυτός.
Κι αφού πεθάνει, το ψυχοδιανοητικό του σώμα συνεχίζει να κουβαλά όλα αυτά τα "ελαττώματα" που προκαλούν μεγάλη αταξία και δεν του επιτρέπουν να διαλυθεί. Και τυραννιέται γιατί θέλει να συνεχίσει να κάνει πράξεις, μήπως και χορτάσει, επιτέλους. Όμως, χωρίς το υλικό του σώμα είναι αδύνατο να "πράξει".
Κι επειδή το δεύτερο σώμα, το ψυχοδιανοητικό, αποτελείται από ύλη πολύ πιο λεπτή από το βιολογικό – από ενέργεια, όπως την ονομάζουν οι επιστήμονες - κανονικά διαλύεται στο ενεργειακό πεδίο που περιβάλλει τον υλικό μας κόσμο. Κι όπως δεν διαλύεται το υλικό σώμα στο χώμα, γιατί το χώμα έχει τάξη και δεν απορροφά εύκολα το σώμα που έχει αταξία, έτσι και το ενεργειακό πεδίο γύρω μας, που κι αυτό έχει τάξη, δεν απορροφά εύκολα το ψυχοδιανοητικό σώμα που έχει αταξία. Κι όσο μεγαλύτερη είναι η αταξία, τόσο πιο δύσκολα απορροφιέται. Κι όσο δεν διαλύεται το δεύτερο σώμα, τόσο δεν ελευθερώνεται το τρίτο, το μεταφυσικό, για να περάσει "από την άλλη", πέρα από τα πλαίσια του υλικού μας κόσμου, εκεί όπου κατοικεί το άυλο, άμορφο Πνεύμα.
Όταν οι παραδόσεις μιλούν για φαντάσματα, αναφέρονται σε όσα περιγράψαμε πιο πάνω. Βέβαια, όπως το συνηθίζουν σε όλα τα θέματα μιλούν με τη γλώσσα του παραμυθιού. Έτσι, τα "φαντάσματα" των παραδόσεων "στοιχειώνουν" στους πύργους της Σκωτίας επί αιώνες κι ο Δράκουλας στα Καρπάθια ζει από το αίμα των ζωντανών και αυτοί με τη σειρά τους γίνονται Δράκουλες.
Όμως, πίσω από τα παραμύθια των παραδόσεων, κρύβονται αλήθειες, που απομονώνονται πια με καθαρά επιστημονικές μεθόδους, όπως της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της ανθρωπολογίας. Στο παραμύθι της Ιλιάδας βασίστηκε ο Σλήμαν κι από τις ανασκαφές που εκείνος άρχισε αποκαλύφθηκε ολόκληρος πολιτισμός κι η ιστορική αλήθεια της Τροίας που πυρπολήθηκε. Βασισμένοι στο παραμύθι της Οδύσσειας άλλοι επιστήμονες ανακαλύπτουν οτι πριν από τον 10ο αιώνα π.Χ. Οι Αχαιοί ταξίδευαν στη Μεγάλη Βρετανία κι ως τα φιόρδ των Σκανδιναβικών χωρών. Κι άλλοι επιστήμονες αναζητούν – κι ίσως ανακαλύψουν – την χαμένη Ατλαντίδα.
Κι αφού όλες οι παραδόσεις, χωρίς εξαίρεση, μιλούν για φαντάσματα, με καθαρά επιστημονικές μεθόδους απομονώνονται τα χαρακτηριστικά των φαντασμάτων που όλοι οι λαοί τους αποδίδουν. Κι είναι τα χαρακτηριστικά που σας ανέφερα παραπάνω. Ανικανοποίητες, θυμωμένες ενεργειακές συμπυκνώσεις, που πλανιούνται ανάμεσά μας και βασανίζονται, γιατί δεν μπορούν να διαλυθούν, να πεθάνουν, δηλαδή.
Και κυκλοφορούν τα φαντάσματα στους χώρους όπου είχαν ζήσει, προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τους ανθρώπους που είχαν σχέση κι οι "αλαφροΐσκιωτοι" βλέπουν τα φαντάσματα κι ακούνε τη φωνή τους. Κι ακόμη, έτσι λένε οι παραδόσεις, οι κολασμένες ψυχές προσπαθούν να μπουν μέσα στο σώμα κάποιου ζωντανού που τους μοιάζει, να το κατοικήσουν και, μέσα από αυτό να μπορέσουν να εκφραστούν. Κι αν βρεθεί κάποιος άνθρωπος με αγνή ψυχή και μεγάλη καλοσύνη και αγαπήσει ή δώσει συγχώρεση στο φάντασμα, τότε αυτό ελευθερώνεται από την κακία του κι επιτέλους πεθαίνει ειρηνικά. Θα ήθελα να επισημάνω οτι σε όλες τις χώρες του πολιτισμού μας κάποιοι συγγραφείς αντλούσαν υλικό από τις παραδόσεις κι έγραψαν θεατρικά έργα ή μυθιστορήματα με φαντάσματα. Να σας θυμίσω για παράδειγμα τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Αλλά – το θεωρώ σημαντικό – στην εποχή μας που οι μεταφυσικές αναζητήσεις του μέσου ανθρώπου έχουν κορυφωθεί, έχει δημιουργηθεί ξεχωριστή κατηγορία μαζικής θα έλεγα παραγωγής μυθιστορημάτων και ταινιών επιστημονικής φαντασίας. Και βρίσκουμε εκεί, παραποιημένες ή κακοποιημένες έννοιες της σύγχρονης επιστήμης, όπως τα ταξίδια στο χρόνο, και των παραδόσεων, όπως τα ζόμπι. Και γεμίζουν τα προγράμματα των τηλεοράσεων από κακά πνεύματα και από δαιμονισμένους και δράκουλες και άλλες αγριότητες. Κι όλα αυτά και τα μυθιστορήματα έχουν ανταπόκριση στο πλατύ κοινό, γιατί παρά την κακή τους ποιότητα, ικανοποιούν κατά κάποιο αρνητικό τρόπο το δέος που αισθάνεται ο σημερινός άνθρωπος του δυτικού πολιτισμού, καθώς αφυπνίζεται μέσα του η ανάγκη για μεταφυσικές αναζητήσεις.
Για να τελειώσουμε, ας σκεφτούμε τι εννοούν οι παραδόσεις, όταν λένε οτι το φάντασμα ελευθερώνεται, όταν το αγαπήσει ένας καλός, αγνός άνθρωπος. Η αγάπη, όπως ξέρουμε βάζει τάξη στο ενεργειακό, το ψυχοδιανοητικό μας σώμα. Και το ίδιο μας λένε κι οι παραδόσεις με τη γλώσσα του παραμυθιού: Αν μόνοι μας δεν βάλουμε τάξη μέσα μας, έχουμε ανάγκη από κάποιον που με την αγάπη του, θα μας απαλλάξει από την "κακία" μας – το ανικανοποίητο, τους φόβους, το άγχος, τους θυμούς – από την ενεργειακή αταξία, αν θέλουμε να μιλήσουμε με την γλώσσα της επιστήμης. Και βλέπουμε για μια ακόμα φορά, πως οι επιστήμες κι οι παραδόσεις συναντιούνται στην εποχή μας.
Στόχος, λοιπόν, του σεμιναρίου μας είναι να πεθάνουμε και να αναστηθούμε. Να μάθουμε, δηλαδή, να απελευθερώνουμε το ψυχοδιανοητικό μας σώμα από το βιολογικό, όπως και το μεταφυσικό μας σώμα από τα δύο προηγούμενα. Έτσι θα ζήσουμε μια ζωή πολύ πιο πλούσια σε εμπειρίες, με τάξη και ειρήνη σε όλα μας τα επίπεδα. Κι όταν έρθει η ώρα να πεθάνουμε, τότε, χωρίς καμιά δυσκολία θα απελευθερωθεί πρώτα το ενεργειακό μας σώμα από το βιολογικό και έπειτα το μεταφυσικό μας σώμα από το ενεργειακό. Κι όπως τα αστέρια στο Σύμπαν, όταν "πεθάνουν", περνούν από τη μαύρη τρύπα (έτσι λένε οι επιστήμονες) και πάνε από την άλλη μεριά του Σύμπαντος, όπου δεν ξέρουμε τι γίνεται ή τι υπάρχει εκεί, έτσι και το μεταφυσικό, το πνευματικό μας σώμα θα περάσει από την "άλλη μεριά" και θα πάει να κατοικήσει στο χώρο του Πνεύματος. Κι όπως είπαμε, δεν ξέρουμε τι γίνεται εκεί. Έχουμε, όμως, επαρκείς αποδείξεις οτι υπάρχει.
Κι όπως ξαναείπα, σε προηγούμενα σεμινάρια διαλογισμού, σχεδόν όλοι αποφύγατε να βιώσετε αυτό το θάνατο. Κι όσοι τον αγγίξατε κάποια στιγμή, δεν συνεχίσατε. Κι αφού, όπως σας είπα, αυτό είναι το τελευταίο σεμινάριο διαλογισμού που κάνουμε μαζί, σας ζητώ να μη χάσετε αυτή την ευκαιρία. Με πειθαρχία, σιωπή, ακινησία και έρωτα θανάτου, συγκεντρωθείτε και δουλέψτε συστηματικά. Κι αν κάποιοι δεν επιθυμείτε να συγκεντρωθείτε στους στόχους του σεμιναρίου, πολύ σας παρακαλώ να αποχωρήσετε. Σέβομαι απόλυτα το δικαίωμά σας αυτό και σας αγαπώ και σας εκτιμώ βαθιά. Όμως, δεν θα δεχθώ να μείνετε και να προκαλέσετε θόρυβο και αταξία στο χώρο μας, όπου όσοι μείνουν θέλουν να συγκεντρωθούν και να δουλέψουν σοβαρά. Σας ευχαριστώ.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΧΟΛΙΟ: Η ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ
ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Οι τεχνικές που χρησιμοποιούν οι διάφορες παραδόσεις για να επιτύχουν την έξοδο από το σώμα – ή τη μύηση στο θάνατο, πριν από το θάνατο – παρά τις διαφορές τους, έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Το κυριότερο είναι οτι μειώνουν την έκταση και τη συχνότητα της αναπνοής. Κι ακόμα, οτι παύουν να κοιτάζουν τον εξωτερικό κόσμο. Κι ας πάρουμε για παράδειγμα την "ομφαλοσκόπηση" που ήταν η τεχνική των Ησυχαστών, στο 14ο αιώνα στο Βυζάντιο. Αυτοί οι μοναχοί έσκυβαν τόσο, ώστε το βλέμμα τους να φθάνει στο ύψος του αφαλού τους. Στη στάση αυτή, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, έπεφταν σε ύπνωση και, στη συνέχεια, έφθαναν σε έκσταση. Εξετάζοντας τη στάση των ομφαλοσκόπων διαπιστώνουμε οτι, οπωσδήποτε, η όρασή τους, λόγω και της μικρής απόστασης από το σώμα, έπαυε να τροφοδοτεί τον εγκέφαλο με εξωτερικά ερεθίσματα. Έτσι, η λογική, η Συνείδηση του Εγώ, λειτουργούσε στο ελάχιστο, ώσπου σε λίγο έπαυε να λειτουργεί. Αλλά η πιο σημαντική αλλαγή που προκαλούσε η στάση αυτή συνέβαινε στην αναπνοή. Δηλαδή, καθώς έσκυβαν, πίεζαν το θώρακα κι η αναπνοή γινόταν λαρυγγική. Ο αέρας δεν ήταν δυνατό να μπει άφθονος και βαθιά. Αυτή η ελαχιστοποίηση της αναπνοής συντελούσε στο να πιέσουν σε ύπνωση και να φθάσουν σε έκσταση. Κι αυτό σημαίνει οτι έβγαιναν από το σώμα τους.
Σε κατάσταση έκστασης φθάνει μέχρι σήμερα ένα κλάδος των Σουφί με παρόμοια επέμβαση στην αναπνοή. Ασκούνται, δηλαδή, συστηματικά να μειώνουν την αναπνοή τους στο ελάχιστο. Κι οι Δερβίσηδες με άλλο τρόπο πάλι στην αναπνοή τους επεμβαίνανε.
Επιστημονικά, λοιπόν, έχει ελεγχθεί ο τρόπος, η τεχνική με την οποία κάθε άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε έκσταση. Κι έχει αποδειχθεί οτι το φαινόμενο είναι φυσιολογικό, άρα δεν είναι ιδιαίτερο χάρισμα ή σπουδαία λειτουργία. Σπουδαία είναι όσα συμβαίνουν, αφού ο άνθρωπος φθάσει σε έκσταση – οι αποκαλύψεις που έχει, όταν μπει στην κατάσταση αυτή.
Κι εμείς στο σεμινάριό μας θα επέμβουμε στο σώμα μας περιορίζοντας την αναπνοή μας συνειδητά. Η τεχνική μας, όμως, είναι απλή, γιατί δεν έχουμε ασκηθεί, όπως οι μοναχοί, κι έτσι θα ήταν επικίνδυνο να δοκιμάσουμε τις δικές τους τεχνικές.
Κάνουμε, λοιπόν, εισπνοή και εκπνοή από τη μύτη, τόσο μαλακά, ώστε να μη νιώθουμε οτι ο αέρας αγγίζει τα ρουθούνια. Κι εισπνέουμε τόσο λίγο, ώστε να μη νιώθουμε οτι ο θώρακας αλλάζει σχήμα. Δεν πρέπει συνεπώς, ούτε να φουσκώνει ούτε να ξεφουσκώνει. Μένει σχεδόν ακίνητος.
Κι ακόμη, ενώ καθόμαστε εντελώς ακίνητοι, πρέπει να έχουμε τα μάτια μας κλειστά, για να πάψει να μας απασχολεί ο υλικός κόσμος γύρω μας. Όταν κλείνουμε τα μάτια, στην αρχή κάποιες εικόνες, σχήματα ή σκιές συνεχίζουν να προβάλλονται στα βλέφαρά μας. Όμως σε λίγο χάνονται και βυθιζόμαστε στο σκοτάδι. Εάν έχουμε προετοιμαστεί καλά, τότε, σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα η αίσθηση του πρώτου σώματος, του υλικού, του βιολογικού ακυρώνεται κι ελευθερώνεται το δεύτερο σώμα, το ψυχοδιανοητικό.
Μόλις ελευθερωθεί το ψυχοδιανοητικό σώμα, εμφανίζονται κάποια φαινόμενα καθαρά ψυχολογικά. Και το τονίζω αυτό, γιατί μπορεί να κάνουμε το λάθος που πολλοί κάνουν και να τα θεωρήσουμε μεταφυσικά ή ακόμη υπερφυσικά φαινόμενα. Και θέλω να θυμίσω οτι όσο το βιολογικό μας σώμα είναι ζωντανό, όσο δηλαδή ανήκουμε στον κόσμο της ύλης, είναι αδύνατο να έχουμε επαφή με το υπερφυσικό-το καθαρό Πνεύμα. Μπορούμε, μόνο να έχουμε κάποιες μεταφυσικές εκλάμψεις, όπου συλλαμβάνουμε κάποια ελάχιστα στοιχεία από όσα υπάρχουν πέρα από την ύλη. Κυρίως, μπορούμε να γνωρίσουμε αρκετά το ενεργειακό επίπεδο, που δεν παύει να είναι ύλη – λεπτή ύλη.
Συνεπώς, τα πρώτα φαινόμενα που εμφανίζονται, όταν ακυρωθεί η αίσθηση του βιολογικού μας σώματος, είναι ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ. Άλλοτε με κλάμα κι άλλοτε με κινήσεις του σώματος που γίνονται αυτόματα, χωρίς εμείς να τις αποφασίζουμε, βγαίνει από μέσα μας η αταξία που έχει συσσωρευτεί στο δεύτερο επίπεδό μας, το ψυχοδιανοητικό, που είναι λεπτή ύλη ή ενέργεια. Η αταξία αυτή που εκφράζεται πρώτη οφείλεται σε πρόσφατα γεγονότα κι όχι σε παλιά ψυχικά τραύματα. Ακόμη κι αν έχουμε κάνει σοβαρή ψυχολογική δουλειά κι έχουμε απαλλαχθεί από παλιούς φόβους και θυμούς, μόλις μπούμε σε διαλογισμό εκτονώνεται το ψυχοδιανοητικό μας σώμα απο την πρόσφατη αταξία που έχει μαζευτεί μέσα του από γεγονότα της καθημερινής μας ζωής. Και πρέπει να αφήσουμε να βγει από μέσα μας με όποιο τρόπο εκείνη διαλέξει. Κι αυτό σημαίνει οτι δεν τρομάζουμε, δεν ντρεπόμαστε αλλά, αν μας βγαίνει κλάμα ή βογγητό ή κάποια κίνηση των χεριών ή του κεφαλιού, αφήνουμε να συμβεί χωρίς δική μας συνειδητή επέμβαση ή απαγόρευση. Γιατί μόνο τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στις επόμενες φάσεις της δουλειάς που αποτελούν τον κύριο στόχο του σεμιναρίου μας.
Κι είναι Μαραθώνιος Καθιστού Διαλογισμού, όπως είναι αυτό το σεμινάριο, δεν είναι εύκολη δουλειά. Όπως φαίνεται, όμως, τουλάχιστον από τις εξωτερικές ενδείξεις δουλεύουμε καλά. Αλλά, επειδή οι εξωτερικές ενδείξεις, όπως η ακινησία, η σωστή στάση του σώματος, η αναπνοή και τα κλειστά μάτια αν και διευκολύνουν δεν είναι αρκετά, για να επιτύχουμε το στόχο μας, γι' αυτό σας ζητώ να ελέγχετε συνέχεια όσα συμβαίνουν μέσα μας γιατί η διάθεσή σας, η επιθυμία σας, η πρόθεσή σας, ο έρωτάς σας είναι εκείνα που θα προκαλέσουν την αλλαγή. Κι αυτό είναι θέμα συνείδησης.
Κι επειδή θέλω να σας αφήσω να συνεχίσετε την δουλειά σας, απόψε θα μιλήσω σύντομα για ένα μόνο θέμα : το θέμα της Συνείδησης.
Αν κάτι υπάρχει στο Σύμπαν, είναι η Κοσμική Συνείδηση. Αν έξω από το Σύμπαν, στο Μη – εκδηλωμένο υπάρχει κάτι, αυτό είναι μια Συνείδηση. Και η Συνείδηση αυτή στις Άγιες Γραφές ονομάζεται Λόγος. Κι είναι αυτή που έχει την πρόθεση και την επιθυμία, τον έρωτα και την απόφαση. Αυτή ουσιαστικά δημιούργησε τον κόσμο, κι αυτή μπορεί να δημιουργήσει οποιαδήποτε κατάσταση. Κάθε δημιουργία είναι θέμα συνείδησης.
Στη δημιουργία του Σύμπαντος, όπως έχουμε ξαναπεί, κατεβαίνοντας από το εκδηλωμένο και άτυπο, στο εκδηλωμένο και τυπικό λεπτό και μετά στο εκδηλωμένο και τυπικό πυκνό που είναι τα στερεά σώματα, κάθε φορά η συνείδηση κατεβαίνει μαζί. Αυτή ουσιαστικά αποφασίζει μέσα στο χώρο και στο χρόνο τη δημιουργία. Και μπαίνει μέσα στο υλικό σώμα. Η πρώτη συνείδηση, λοιπόν, που δημιουργείται είναι η μεταφυσική συνείδηση. Αυτή ανήκει στο εκδηλωμένο και άτυπο και βέβαια παίρνει πάντα τη μορφή του σώματος. Είναι κομμάτι από την κοσμική συνείδηση, είναι αυτό που φύσηξε ο Θεός μέσα μας. Αφού δημιούργησε τον άνθρωπο από χώμα. Όπως λένε οι Γραφές, φύσηξε μέσα του τη συνείδηση. Θα μπορούσαμε να πούμε το Άγιο Πνεύμα. Επιστημονικά το ονομάζουμε συνείδηση. Από εκεί έχει δημιουργηθεί ο πρώτος Λόγος μέσα στο κλειστό Σύμπαν και αυτό στη συνέχεια αποφασίζει να γεμίσει το δεύτερο επίπεδο, που είναι το ψυχοδιανοητικό, δηλαδή η λεπτή ύλη του Σύμπαντος και που για πρώτη φορά από άτυπο γίνεται τυπικό, αποκτά μορφή. Και κλείνεται πάλι μέσα στο σώμα αυτό, το δεύτερο σώμα, όταν κατεβαίνουμε από πάνω, ενώ ταυτοχρόνως κρύβει βαθιά μέσα της την πρώτη συνείδηση, όπως επίσης κρύβει και την κοσμική συνείδηση. Είναι σαν ρώσικες κούκλες που η μια είναι μέσα στην άλλη. Και όσο πιο μέσα βρίσκεται, φαίνεται σαν να κοιμάται, είναι εν ύπνω.
Ο Λόγος που αναπτύχθηκε στο δεύτερο επίπεδο, στο ψυχοδιανοητικό, κάποια στιγμή κι αυτός, για τους ίδιους λόγους, από επιθυμία, από πρόθεση, από έρωτα, αποφάσισε να δημιουργήσει το επόμενο σώμα, που είναι το πυκνό σώμα. Και μέσα του ενέταξε και πάλι ή εμφύσησε τη συνείδηση. Το τρίτο σώμα έχει μέσα εν ύπνω όλες τις προηγούμενες συνειδήσεις. Και λένε κάποιες παραδόσεις οτι δεν ξέρουμε πώς θα συνεχιστεί στο μέλλον η δημιουργία αυτή. Δεν αποκλείεται όμως, να υπάρχουν κι άλλα επίπεδα.
Όταν μιλάμε για την έξοδο από το σώμα μας, όταν λέμε οτι πρέπει να "πεθάνουμε πριν πεθάνουμε", κι οτι πρέπει να αναιρέσουμε όλες τις βιολογικές λειτουργίες, για να ελευθερωθεί το δεύτερο σώμα, ουσιαστικά επιδιώκουμε να ελευθερωθεί η συνείδηση που είναι μέσα σε αυτό. Αυτή ελευθερώνεται και βγαίνει μαζί με το σώμα το ψυχοδιανοητικό. Κι όταν αυτή είναι εκπαιδευμένη, είναι αφυπνισμένη, όταν δεν είναι εν ύπνω, έχει αφυπνισθεί, έχει ξυπνήσει, τότε ξέρει τι συμβαίνει. Η ίδια αυτή συνείδηση, όταν έχουμε ασκηθεί, όταν πηγαίνει στο τρίτο σώμα, στο μεταφυσικό, αυτό που ουσιαστικά προσπαθούμε με τη δουλειά μας να αφυπνίσουμε – είναι αυτή που βγαίνει από το δεύτερο σώμα για να πάει στο τρίτο. Και αν είναι αφυπνισμένη, ξέρει.
Με λίγα λόγια, μπορούμε να πεθάνουμε χωρίς να ξέρουμε οτι πεθάναμε, και συνήθως αυτό γίνεται. Και την ώρα του φυσικού θανάτου δεν ξέρουμε οτι πεθάναμε. Αφού πεθάνουμε και μεταφερθούμε στο δεύτερο σώμα, δεν ξέρουμε οτι πεθάναμε. Και πηγαίνοντας προς το τρίτο πάλι δεν ξέρουμε πως πεθάναμε. Και κατά τις παραδόσεις μία συνείδηση η οποία δεν αφυπνισθεί δεν βρίσκει το δρόμο για την επιστροφή, γιατί δεν ξέρει αν πέθανε.
Και είναι γεγονός εξακριβωμένο. Γιατί όσοι έχουνε ζήσει στιγμές κλινικού θανάτου κι έχουν επανέλθει – και είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις – έχουνε βιώσει αυτό το φαινόμενο και το περιγράφουν. Μεταξύ μας είναι η Άννα που το είχε ζήσει αυτό μικρή. Είχε πέσει από μια κούνια στο χώμα κάτω και είδε όλα τα φαινόμενα αυτά που περιγράφουν οι παραδόσεις και μας τα είχε περιγράψει.
Το θέμα έχει ερευνηθεί επιστημονικά αρκετά. Παρ' όλα αυτά, κάποιοι επιστήμονες – και έχει γυριστεί και μία ταινία με το θέμα αυτό – προσπαθούν να προκαλέσουν ηθελημένα κλινικό θάνατο, έχοντας υπ' όψη να επαναφέρουν τη ζωή μέσα στα λεπτά που επιτρέπεται, ώστε να μη γίνουν καταστροφές στον εγκέφαλο. Στόχος τους είναι να μελετήσουν τι συμβαίνει σε αυτή την περίοδο. Και βέβαια δεν χρειάζεται να φθάσουμε σε τέτοια ακραία σημεία, γιατί με τη μύηση στο θάνατο, με αυτό δηλαδή που κάνουμε εδώ, μπορούμε να ζήσουμε όλα αυτά τα φαινόμενα, χωρίς κανένα κίνδυνο.
Ποιά είναι η χρησιμότητα αυτού του βιώματος; είναι φοβερά μεγάλη. Διότι έχει διαπιστωθεί από όλες τις παραδόσεις και από τα ιατρικά χρονικά οτι όταν το άτομο κλινικώς πεθάνει και δεν έχει μυηθεί στο θάνατο, δεν έχει τουλάχιστον πεθάνει μερικές φορές πριν πεθάνει, δεν έχει πεθάνει, δηλαδή, κατά τον τρόπο που περιγράψαμε χθες, μόλις το βιολογικό σώμα πάψει να λειτουργεί , το δεύτερο σώμα, το ψυχοδιανοητικό, ελευθερώνεται, σπάει η ασημένια σύνδεση – και είναι ορατή κατά την ώρα της τελευταίας εισπνοής - και το σώμα αυτό κινείται μέσα στο χώρο, εκεί όπου έχει προκληθεί ο θάνατος του ανθρώπου. Και είναι σίγουρο και είναι ελεγμένο επιστημονικά οτι, επειδή έχει όλα τα χαρακτηριστικά του πρώτου σώματος, βλέπει , ακούει, μετακινείται. Και το περίεργο είναι οτι βλέπει τον εαυτό του κάτω ακίνητο και δεν καταλαβαίνει. Δεν ξέρει, δηλαδή, οτι έχει πεθάνει. Και φαίνεται οτι το βίωμα δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Γι' αυτό και όλες οι νεκρώσιμες ακολουθίες, ειδικά της εσωτερικής θεολογίας στόχο έχουν να δηλώσουν στο δεύτερο σώμα οτι πραγματικά συνέβη θάνατος και πρέπει να αποχωρήσει.
Όταν πέθανε ο παππούς όσοι από σας ήταν εκεί, με είδατε που πήγα στο κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένος, άνοιξα το στόμα του, άνοιξα το δικό μου στόμα και κατά διαστήματα έκανα εισπνοές και εκπνοές. Και πήγαινα στη συνέχεια και διαλογιζόμουν μπροστά του. Στόχος ήταν να πληροφορήσουμε το δεύτερο σώμα της λεπτής ύλης, οτι συνέβηκε θάνατος και οτι πρέπει να πάρει το δρόμο του. Δεν ξέρω τι βαθμό ανάπτυξης είχε ο παππούς. Πρέπει να είχε μεγάλο βαθμό ανάπτυξης, γιατί όπως είδατε στη συνέχεια το σώμα του δεν σκλήρυνε καθόλου. Αυτό συμβαίνει στο Άγιο Όρος σε μερικούς γέροντες. Κι όπως μας είπαν και το λέει κι η επιστήμη αποδεικνύει τεράστια τάξη μέσα στο σώμα, τεράστια τάξη στην ψυχή, τεράστια τάξη στο νου. Αλλά εγώ, μη ξέροντας πόση ήταν η ανάπτυξη του παππού, ήμουν υποχρεωμένος να κάνω τα ελάχιστα αυτά πράγματα, για να τον πληροφορήσω οτι πέθανε και οτι θα έπρεπε να πάρει το δρόμο του.
Εάν ο παππούς είχε μυηθεί, και μπορεί να είχε μυηθεί και δεν το ξέρω, δεν είχε ανάγκη από καμία εξωτερική βοήθεια.
Όταν σκεπάζουν με ένα πανί τα μάτια του πεθαμένου, είναι γιατί συνεχίζει να βλέπει, ακόμα και το υλικό του σώμα. Γιατί για κάποιες ώρες οι περισσότερες από τις λειτουργίες τις σωματικές συνεχίζονται. Γι' αυτό καλύπτουν το πρόσωπο για να μη βλέπει.
Το σώμα της λεπτής ύλης, λοιπόν, γυρίζει γύρω από το σώμα της πυκνής ύλης και δεν καταλαβαίνει τι συνέβηκε και είναι σαν χαμένο. Γι' αυτό πολλές φορές γελώντας οι μοναχοί, οι μυημένοι, το ονομάζουνε ηλίθιο γιατί φέρνεται σαν ηλίθιο. Δεν ξέρει, δεν καταλαβαίνει, πηγαινοέρχεται, προσπαθεί να μπει μέσα στο σώμα στο οποίο ανήκε, δεν τα καταφέρνει, μετά γυρίζει και μιλάει στους ανθρώπους που είναι δίπλα, χαμένο. Στις περιπτώσεις αυτές ξέρουμε οτι το σώμα το φυσικό έχει πεθάνει με αταξία και την έχει μεταβιβάσει και στο ψυχοδιανοητικό σώμα.
Κι ας δούμε πώς δημιουργείται η αταξία στο βιολογικό σώμα και πώς μεταδίδεται στο ψυχοδιανοητικό και το μεταφυσικό. Κι ας δούμε, ακόμη, τί σχέση έχει η αταξία με τις επιθυμίες μας. Αλλά για να το αντιληφθούμε πληρέστερα, ας θυμηθούμε σύντομα όσα έχουμε ξαναπεί για τη γένεση, την κάθοδο και την άνοδο των επιθυμιών. Μια επιθυμία, λοιπόν, γεννιέται στο μεταφυσικό επίπεδο, κατεβαίνει στο ψυχοδιανοητικό κι από αυτό μεταβιβάζεται στο βιολογικό σώμα, όπου και εκφράζεται. Στο σεμινάριο για τον έρωτα που είχαμε κάνει πριν από λίγο καιρό είχαμε μιλήσει γι' αυτήν την κάθοδο. Είπαμε τότε οτι ο έρωτας κατεβαίνει από τον ουρανό, μπαίνει στο σώμα από το ενεργειακό κέντρο που βρίσκεται στο κεφάλι, περνά από τα άλλα κέντρα για να πάει στην κοιλιά, όπου είναι τα κέντρα τα υλικά. Και από κάτω πάλι ξαναφεύγει και ανεβαίνει πάνω για να εκτοξευθεί άλλη μια φορά στο εκδηλωμένο και άτυπο με το οποίο είμαστε συνδεδεμένοι. Οι επιθυμίες, λοιπόν, που γεννιούνται κατ' αυτό τον τρόπο και κατεβαίνουν στο φυσικό σώμα, μοιάζουν με κάποια μικροσυστήματα (globules) με ξεχωριστή οντότητα, ανεξάρτητα σχεδόν. Οπωσδήποτε, αν ικανοποιηθούν στο σώμα το βιολογικό, αυτομάτως λύνονται και στο σώμα το μεταφυσικό.
Κατά το βαθμό που οι θυμοί, οι επιθυμίες, οι συγκρούσεις ή οποιαδήποτε άλλα αρνητικά συναισθήματα δεν έχουν εκδηλωθεί και δεν έχουν καταναλωθεί στο φυσικό σώμα, η αντιστοιχία τους έχει μείνει στο σώμα το ενεργειακό, και αυτό δεν μπορεί με τη σειρά του να διαλυθεί εύκολα. Εκτός του οτι δεν διαλύεται εύκολα, οι επιθυμίες αυτές, οι θυμοί αυτοί θέλουν να εκδηλωθούν και να καταναλωθούν, γιατί νιώθουν πως μόνο έτσι θα ελευθερωθεί και το δεύτερο σώμα. Συνεπώς, επειδή δεν έχουν καμία υλική βάση, προσπαθούν να ξαναπάρουν επαφή με το βιολογικό σώμα του ίδιου του ανθρώπου και εφ' όσον δεν το καταφέρνουν γιατί δεν κινείται καν, προσπαθούν να πάρουν επαφή με κάποια από τα πρόσωπα από το περιβάλλον του και κυρίως με πρόσωπα με τα οποία μοιάζουν ή είχαν σχετική επαφή, είχανε σύνδεσμο. Αυτό, όμως, πραγματικά δεν μπορεί να γίνει και συνεπώς τότε εμφανίζονται κάποιες δυσκολίες. Δηλαδή, επειδή δεν έχει συνείδηση θανάτου και δεν έχει ελευθερωθεί, δεν έχει αφυπνισθεί, η συνείδηση στο δεύτερο σώμα, μόνο τα εξωτερικά γεγονότα, ο προγραμματισμός του Σύμπαντος θα το τραβήξει, για να πάρει το δρόμο του και δεν θα πάει μόνο του.
Η μύηση, ο θάνατος πριν από το θάνατο και όλες οι μυήσεις του θανάτου που γίνονταν ήδη στην Αρχαία Ελλάδα, κι ώς σήμερα, έχουν στόχο να αφυπνίσουν τη συνείδησή μας, και πρώτα από όλα να αφυπνίσουν τη βιολογική συνείδηση. Στη συνέχεια να αφυπνίσουν την ψυχοδιανοητική, την ενεργειακή συνείδηση και τρίτον να αφυπνίσουν την μεταφυσική συνείδηση. Έτσι, όταν συμβεί το φαινόμενο του θανάτου, θα ξέρει ο άνθρωπος τι έγινε και θα διευκολύνει το δρόμο του. Κι ακόμη, σε αυτή τη μύηση μαθαίνουμε ολόκληρα κείμενα απ' έξω, που τα επαναλαμβάνουμε ενόσω ζούμε, για να θυμόμαστε και να τα επαναλαμβάνουμε μετά θάνατο, για να μπορέσουμε να διευκολύνουμε τη ζωή προς τα πάνω. Αυτά όλα τα έχουν διαπιστώσει και τα μαρτυρούν οι Μεγάλες Παραδόσεις, οι αποκαλύψεις από ανθρώπους έκτακτους που τα έχουν βιώσει, οι επιστήμες και τα κλινικά γεγονότα του θανάτου που έχουμε μέχρι σήμερα.
Με λίγα λόγια, στη μύηση αφυπνίζουμε τη συνείδηση μας. Τίποτε άλλο. Αφυπνίζουμε τη συνείδηση, ούτως ώστε όταν πεθάνουμε να ξέρουμε οτι πεθαίναμε. Να είμαστε μάρτυρες του θανάτου μας και να μπορούμε να διευκολύνουμε το δρόμο που πρέπει να πάρουμε, για να γυρίσουμε πίσω και να ελευθερώσουμε σιγά-σιγά το ένα σώμα μετά το άλλο. Αυτό το σκοπό έχει ο θάνατος πριν από το θάνατο. Είναι αφύπνιση της συνείδησης.
Θα μου πείτε : μόνο με αυτό τον τρόπο μπορούμε να αποκτήσουμε συνείδηση; Να ελευθερώσουμε, δηλαδή, τη συνείδησή μας, για να μπορέσουμε να φτάσουμε να βιώσουμε το θάνατο πριν από το θάνατο; Πρέπει, δηλαδή, να μυηθούμε ή πρέπει να έχουμε παρακολουθήσει κάποιο εργαστήριο; Θα ήταν άδικο, γιατί αυτό θα ανήκε στους λίγους, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα ή έχουν την τύχη να βρίσκονται σε επαφή με ανθρώπους μυημένους ή ανθρώπους οι οποίοι έχουν ήδη κάνει αυτό το δρόμο. Θα ήταν άδικο και αυτό δεν μου άρεσε ποτέ. Δεν είναι αλήθεια οτι γίνεται μόνο έτσι. Μπορεί να γίνεται μια ολόκληρη ζωή πάρα πολύ πιο εύκολα. Και γίνεται με τις αρετές, με τις καλές πράξεις. Όταν μοιραζόμαστε τα πράγματά μας. Όταν δίνουμε όχι από αυτά που μας περισσεύουν, αλλά από αυτά που είναι απαραίτητα για μας. Όταν τρέχουμε να βοηθήσουμε, μόλις νιώσουμε οτι κάποιος έχει ανάγκη. Όταν συμπάσχουμε με το πόνο των ανθρώπων και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχοι το βράδυ.
Αυτές είναι οι αρετές, οι καλές πράξεις. Και μόνο η Χριστιανική Θρησκεία για τη γνώμη μου κι η Χριστιανική Παράδοση έβαλε όλο το βάρος στις καλές πράξεις και δεν χρησιμοποιεί καμιά από τις τεχνικές οι οποίες είναι πάμπολλες και οι οποίες είναι κι αυτές χρήσιμες. Μόνο η Χριστιανική Θρησκεία έβαλε το βάρος στην καθημερινή πράξη.
Ένα από τα επόμενα βιβλία που θέλω να γράψω είναι ο "διαλογισμός πάνω στην καθημερινή πράξη". Ο διαλογισμός μέσα από την καθημερινή ζωή, χωρίς να χρειάζεται να κλειστούμε σε ένα εργαστήριο, χωρίς να χρειάζεται να πάμε στο βουνό, χωρίς να χρειάζεται να αναζητούμε ένα δάσκαλο, χωρίς να χρειάζεται να έχουμε έκτακτες συνθήκες. Για να έχουμε κι εμείς το δικαίωμα, που είναι το ελάχιστο δικαίωμα του ανθρώπου, να μπορούμε να είμαστε παρόντες στο θάνατό μας. Γιατί είναι σημαντικό να είναι κανείς παρών στο θάνατό του. Γιατί τότε είναι αθάνατος.
Λέει ο Οδυσσέας στο Γέροντα (στο βιβλίο μου που σύντομα θα εκδοθεί).
- Γέροντα ο άνθρωπος είναι θνητός, από ότι καταλαβαίνω.
- Βέβαια.
- Τότε τί μου λες, πως είναι αθάνατος ο άνθρωπος;
- Σου είπα οτι γεννιέται θνητός.
- Ε, αφού γεννιέται θνητός, δεν είναι θνητός;
- Όχι, γεννιέται θνητός, αλλά μπορεί να γίνει αθάνατος.
Και η φράση κλειδί είναι αυτή που λέει σαν απάντηση ο γέροντας στην ερώτηση του Οδυσσέα.
- Και πως μπορεί να γίνει αθάνατος;
- Με τις καθημερινές πράξεις γίνεται αθάνατος.
Και τι συμβαίνει όταν γινόμαστε αθάνατοι;
Όταν γινόμαστε αθάνατοι, αφυπνίζεται η συνείδηση αυτή. Και όταν αφυπνιστεί και είναι ενεργητική και μπορούμε να παρακολουθήσουμε το θάνατο σε όλες τις βαθμίδες, μέχρι που να ενταχθούμε στο απόλυτο, στο μη εκδηλωμένο, τότε ο άνθρωπος παραμένει αθάνατος γιατί παραμένει πρόσωπο. Η συνείδηση του, δηλαδή, εντάσσεται μέσα στην κοσμική συνείδηση, γίνεται ένα με αυτήν, χωρίς να χάσει ο ίδιος αυτό που είναι. Παραμένει πρόσωπο και γι' αυτό γίνεται αθάνατος.
Εάν δεν έχουμε κάνει αυτή τη δουλειά, πεθαίνουμε και ανακυκλωνόμαστε. Όπως το σώμα μας ανακυκλώνεται, όπως το ενεργειακό μας σώμα ανακυκλώνεται και η συνείδησή μας ανακυκλώνεται και χανόμαστε σαν πρόσωπα.
Είναι σημαντικό να γίνουμε αθάνατοι;
Είναι σημαντικό, όχι όμως για μας, αλλά γιατί, όπως λέγαμε, ο Θεός για να μας δώσει αυτή τη συνείδηση – είναι γιατί μας θέλει να συνεργαστούμε μαζί του, να είμαστε πλάι του. Και για αυτό λέγεται "εκ δεξιών του Πατρός". Μόνο όταν είμαστε πρόσωπα μπορούμε να συνεργαστούμε μαζί του. Και είναι πολύ σημαντικό να γίνουμε αθάνατοι. Αλλά, για να γίνουμε αθάνατοι, πρέπει να βιώσουμε το θάνατο πριν πεθάνουμε.
ΤΡΙΤΟ ΣΧΟΛΙΟ: ΚΑΙ ΠΑΛΙ Η ΤΕΧΝΙΚΗ
Ας μιλήσουμε λίγο ακόμη για την τεχνική την απαραίτητη που θα σας βοηθήσει να οδηγηθείτε πιο γρήγορα στο ζητούμενο, που είναι η αναίρεση της αίσθησης του σώματος, με τις συνέπειες εκείνες που είπαμε χθες, για να μπορέσουμε να ελευθερωθούμε από αυτό το επίπεδο, να εμφανισθεί το δεύτερο σώμα καθαρό και να νιώσουμε αυτό το μεγάλο φαινόμενο, το μυστήριο του περάσματος από το φυσικό σώμα, από την πυκνή ύλη, στη λεπτή ύλη, που είναι και ο πρώτος θάνατος, όπως είπαμε.
Περιττό να πούμε οτι τον πρώτο αυτό θάνατο λίγοι μπορούν να τον ζήσουν. Γιατί είναι αποτέλεσμα δουλειάς και πολύ περισσότερο αποτέλεσμα έρωτα. Γι' αυτό το θάνατο μιλάμε, αυτός μας ενδιαφέρει, γιατί για τον άλλο δεν έχουμε απόλυτα καμία εκλογή: θα τον ζήσουμε οπωσδήποτε. Μιλάμε για το θάνατο πριν από το θάνατο, που έχει σαν συνέπεια την ανάσταση, που σημαίνει άλλη μία φορά οτι όταν επανερχόμαστε, ο κόσμος είναι ο ίδιος κι είναι εντελώς διαφορετικός και δεν γίνεται ποτέ πια ο ίδιος. Είναι σαν το ασημένιο βουνό για το οποίο έχουμε μιλήσει πολλές φορές και που, όπως λέει το παραμύθι, ανεβαίνουμε την κορυφή του και ξανά βλέπουμε την ίδια πεταλούδα που είχαμε δει κάτω στους πρόποδες. Και διερωτόμαστε τι γίνεται και γιατί τόσος δρόμος. Είναι η ίδια πεταλούδα, είναι ο ίδιος κόσμος αλλά έχει γίνει άλλος κόσμος. Αυτό μόνο όταν το ζήσει κανείς μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει. Γι' αυτό το θάνατο μιλούμε. Και με αυτό το θάνατο, η συνείδηση που αποκτούμε μας κάνει να νιώθουμε πότε ο θάνατος προχωράει στα άλλα σώματα ενώ ζούμε, και να τον αποφύγουμε. Στο δεύτερο σώμα το ψυχολογικό και στο τρίτο, το μεταφυσικό σώμα. Και είναι θέμα άσκησης, επιμονής, θέλησης αλλά πολύ περισσότερο είναι θέμα έρωτα η αφύπνιση της συνείδησής μας. Δυστυχώς, έχουμε συγκεντρώσει την ερωτική λειτουργία μόνο στο σεξουαλικό και στο άλλο φύλο. Κι έτσι έχουμε δυσκολία να την εφαρμόσουμε εκεί όπου της ανήκει, γιατί είναι απαραίτητη παντού, όπου πραγματοποιείται μια ένωση. Και για το θάνατο αυτό χρειάζεται πολύς έρωτας και είναι ο έρωτας που αναφέρουν όλες οι παραδόσεις, "έρως θανάτου". Και δεν καταλαβαίνουμε οτι αυτός δεν είναι ο έρως του τελευταίου θανάτου. Είναι ο έρως αυτού του θανάτου, που πεθαίνουμε ενώ ζούμε.
Το σεμινάριο αυτό, ο μαραθώνιος του καθιστού διαλογισμού, είναι από τα πιο βαριά σεμινάρια. Γιατί εκτός του οτι είναι ο μαραθώνιος της ακινησίας, είναι ταυτοχρόνως και ο μαραθώνιος της αυτορύθμισης του καθενός. Γιατί ο καθένας μένει ελεύθερος μόνος του, με ελάχιστες επεμβάσεις από έξω. Πρέπει να μείνετε μόνοι σας με τον εαυτό σας. Κατά την ώρα που προετοιμάζεστε να διαλογιστείτε, κατά το διαλογισμό, μετά το διαλογισμό, με ελάχιστες ενδείξεις από έξω για να αρχίζουμε όλοι μαζί και να τελειώνουμε όλοι μαζί. Κι ακόμα κι όταν εμφανίζονται φαινόμενα σαν αυτά που είδαμε προηγουμένως, πάλι δεν επεμβαίνουμε εμείς. Γιατί χρειάζεται να αυτορυθμισθούν και δεν βοηθάει καθόλου να ασχοληθείτε άλλοι από δίπλα. Και ακόμα φοβερότερο, τα μάτια σε όλη τη διάρκεια του σεμιναρίου είναι κλειστά, είναι εντελώς κλειστά. Δεν είναι σαν τα άλλα σεμινάρια όπου είναι μισάνοιχτα και που πρέπει να έχουμε επαφή και με την πραγματικότητα έξω από εμάς. Εδώ δεν έχουμε καμία επαφή με την εξωτερική πραγματικότητα. Τα μάτια σας θα είναι εντελώς κλειστά. Μόνο όταν φθάνετε σε σημείο απελπισίας θα ανοίγετε λιγάκι τα μάτια και θα τα ξανακλείνετε. Πρέπει να βλέπετε μέσα σας. Μόνο μέσα σας.
Πως θα αυτορυθμίζεται και θα ελέγχετε την κατάσταση, μόνοι σας; Σας δίνω μερικές ενδείξεις, - μερικές από αυτές ισχύουν από τον παλιότερο τρόπο που δουλεύαμε, κάποιες άλλες είναι καινούργιες και τις λέω με την σειρά. Εάν δεν τηρείτε την σειρά, σημαίνει ότι δεν θέλετε να κάνετε αυτό το σεμινάριο, γιατί δεν σας ενδιαφέρουν οι στόχοι του. Και αυτό είναι δικαίωμά σας και το σέβομαι. Όμως, στην περίπτωση αυτή, η παρουσία σας εδώ δεν κάνει καλό ούτε σε σας ούτε σε όσους θέλουν να παρακολουθήσουν το σεμινάριο. Γιατί, όταν πιέζετε τον εαυτό σας να μείνει εδώ, γεμίζετε με αρνητική ενέργεια ή αταξία το περιβάλλον. Και αυτή μας κουράζει όλους. Όσοι πάλι, αποφασίσετε να μείνετε, πρέπει να κάνετε τα ακόλουθα: μόλις δοθεί η εντολή οτι αρχίζουμε καθιστό μαραθώνιο διαλογισμού, το πρώτο πράγμα που κάνετε είναι να ελέγξετε αν το σώμα σας νιώθει καλά. Αυτό προϋποθέτει οτι έχετε κοιμηθεί αρκετά: ούτε πολύ ούτε λίγο. Ότι έχετε φάει αρκετά : ούτε πολύ ούτε λίγο. Οτι είστε ντυμένοι καλά και τίποτα δεν σας σφίγγει. Οτι έτσι όπως είναι το σώμα σας το αγαπάτε. Και θα διερωτηθείτε αν το αγαπάτε εκείνη την ώρα. Αν δεν το αγαπάτε, δεν θα προχωρήσετε ούτε βήμα. Αφού βεβαιωθούμε οτι αγαπάμε το σώμα μας, διαλέγουμε τη στάση εκείνη η οποία μας δίνει την περισσότερη άνεση για να μπορούμε να κάτσουμε ακίνητοι όσο είναι δυνατό περισσότερο. Και ξέρετε από προηγούμενα σεμινάρια τις τεχνικές, για να βρείτε την πιο κατάλληλη στάση, ούτως ώστε να μη δημιουργηθεί πρόβλημα σε πέντε ή σε δέκα λεπτά. Να είστε σίγουροι οτι αυτή είναι η στάση όπου το σώμα σας είναι στητό, χωρίς να χρειάζεται καμία μυϊκή προσπάθεια. Αφού το ελέγξετε και αυτό το δεύτερο σημείο, μπορείτε να προχωρήσετε στο τρίτο.
Θα διερωτηθείτε, δηλαδή, αν έχετε σωματικά αισθήματα. Θα διερευνήσετε το σώμα σας από πάνω ώς κάτω, για να δείτε αν κάπου αισθάνεστε θλίψη ή θυμό και κάνετε και κάποιες σκέψεις. Λόγου χάρη, μπορεί να σας ενοχλεί το πόδι σας κα να λυπάστε και να σκέφτεστε πόσο το έχετε κουράσει στη ζωή σας και γι' αυτό πονά. Ή ακόμη, μπορεί να σκέφτεστε οτι εσείς δεν είστε τόσο γεροί όσο θα θέλατε και να συγκρίνεστε με κάποιους άλλους που έχουν μεγαλύτερη αντοχή κα να θυμώνετε γι'αυτό. Κι όσο θυμώνετε ή όσο λυπάστε, τόσο πιο έντονα νιώθετε τον πόνο σας.
Όπως ξέρετε κι από προηγούμενα σεμινάρια διαλογισμού, χρειάζεται λίγη συγκέντρωση, για να εξαφανιστούν τα σωματικά αισθήματα που δεν έχουν πραγματική πηγή το σώμα και μαζί οι σκέψεις και τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτά.
Κι έπειτα ή συγχρόνως, και το ξέρετε κι αυτό, θα εμφανιστούν σκέψεις και συναισθήματα που αφορούν στην καθημερινή μας ζωή του τελευταίου καιρού. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για αναβίωση τραυμάτων της παιδικής μας ηλικίας. Κι η τεχνική για να απαλλαγούμε κι από αυτά είναι να τα αφήνουμε να συμβαίνουν, χωρίς να συγκεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας πάνω τους, αλλά και χωρίς να τους αντιστεκόμαστε και να απαγορεύουμε την εμφάνισή τους. Και τότε, όπως έχουμε ξαναπεί, σαν σύννεφα, θα περάσουν και θα φύγουν μόνα τους. Και το ίδιο αεράκι που τα έφερε θα τα απομακρύνει, χωρίς καμιά δική μας προσπάθεια.
Κι αφού με τη συγκέντρωση απαλλάξουμε το βιολογικό μας σώμα από πόνους – επιφαινόμενα και το ψυχοδιανοητικό μας σώμα από σκέψεις και συναισθήματα του ίδιου τύπου, πάντα με μέσο τη συγκέντρωση, περνούμε στην επόμενη φάση. Είναι, δηλαδή, τώρα η ώρα να βιώσουμε το γεγονός οτι το βιολογικό και ψυχοδιανοητικό μας σώμα είναι μόνο ΕΝΑ. Δύο-τρία λεπτά συγκέντρωσης είναι αρκετά για να επιτύχουμε, αφού πραγματικά τα δύο είναι ΕΝΑ και το έχουμε βιώσει αυτό πολλές φορές. Χρειάζεται, όμως, να γίνει ξανά τώρα, γιατί με τη σκέψη μας τα χωρίσαμε, καθώς προσπαθήσαμε να ελέγξουμε πρώτα το ένα κι έπειτα το άλλο για να τα αδειάσουμε από τα επιφαινόμενα.
Αφού, λοιπόν, τα ενώσουμε ξανά, είμαστε πια έτοιμοι να έρθουμε σε επαφή με το τρίτο σώμα μας, το μεταφυσικό. Αυτός είναι, άλλωστε ο στόχος του Μαραθώνιου του διαλογισμού της ακινησίας. Η βιωματική γνωριμία του τρίτου σώματος, του μεταφυσικού, που ελευθερωμένο από τα δύο σώματα, θα σας δείξει μόνο του τι περιέχει. Και πρέπει να περιέχει τα τρία όργανά του. Και μη σας φαίνεται παράξενο όταν λέω οτι η αγάπη, η ελπίδα και η πίστη είναι τα τρία όργανα του τρίτου σώματος, όπως είναι η καρδιά, το στομάχι και οι πνεύμονες, όργανα του υλικού σώματος. Είναι τα τρία του όργανα. Και ελευθερωμένοι από τα δύο άλλα σώματα, εύκολα έχουμε πρόσβαση σε αυτό το πεδίο το μεταφυσικό. Και πρέπει να διερωτηθούμε τι νιώθουμε σε σχέση με αυτό που πάμε να κάνουμε. Ελπίζουμε τίποτα; Αγαπάμε; Πιστεύουμε; Εάν δεν υπάρχει τίποτα από αυτά, δεν θα προχωρήσει το βίωμα και δεν θα οδηγήσει πουθενά ο διαλογισμός. Πρέπει, δηλαδή, αυτό το οποίο ετοιμαζόμαστε να νιώσουμε, που είναι η ακύρωση, η αναίρεση του σώματος του βιολογικού, για να περάσουμε στα σώματα τα παραπάνω, να το επιθυμούμε σαν ερωτευμένοι. Πρέπει να το αγαπάμε, πρέπει να πιστεύουμε οτι μπορεί να γίνει, να πιστεύουμε οτι εμείς θα το κάνουμε και πρέπει να ελπίζουμε οτι ότι και να συμβεί, ακόμη κι αν δεν το πετύχω τώρα, θα το πετύχω σε δέκα λεπτά. Όταν αισθανόμαστε αγάπη, πίστη κι ελπίδα, τότε μπορούμε να αρχίσουμε το διαλογισμό.
Πριν όμως αρχίσουμε, ενώνουμε ξανά τα τρία σώματα σε ένα. Γιατί μέχρι τώρα, δουλεύοντάς τα το καθένα χωριστά, μπορεί να μας μείνει έστω και αμυδρά η εντύπωση οτι είναι τρία ξεχωριστά πράγματα. Συγκεντρωνόμαστε, λοιπόν, άλλη μία φορά και βιώνουμε το γεγονός οτι και τα τρία είναι μόνο ΕΝΑ.
Και είναι οι φάσεις της προετοιμασίας για το διαλογισμό μια δουλειά που πρέπει να γίνεται κατά τον ίδιο τρόπο που ένας πιλότος πριν απογειώσει το αεροπλάνο έχει τον πίνακα ελέγχου και ελέγχει ένα ένα κάθε μέρος, κάθε μηχάνημα του αεροπλάνου αν λειτουργεί καλά. Ακριβώς το ίδιο πράγμα κάνετε όταν μπείτε στο αυτοκίνητό σας και κοιτάζετε αν έχει βενζίνη, αν οι μπαταρίες είναι γεμάτες, αν οι πόρτες είναι κλειστές, για να μπορείτε να ξεκινήσετε. Κοιτάζετε, λοιπόν, στον πίνακα ελέγχου σας, αν όσα ανέφερα υπάρχουν σαν προϋποθέσεις. Αν δεν υπάρχουν σαν προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Θα κάνετε ένα διαλογισμό, πολλές φορές αρκετά καλό, αλλά δεν θα φθάσουμε σε αυτό που θέλουμε. Να χάσουμε δηλαδή, έστω και για μια στιγμή, την αίσθηση του σώματός μας.
Μετά τον τελικό έλεγχο, κλείνουμε τα μάτια και ρυθμίζουμε την αναπνοή μας. Αρχίζετε με βαθιές αναπνοές, καθολικές αναπνοές, που είναι λαρυγγικές και θωρακικές και διαφραγματικές, από το λάρυγγα περνά ο αέρας και φουσκώνει το θώρακα και μετά φουσκώνει η κοιλιά, αφού το διάφραγμα πιεσθεί από τον αέρα προς τα κάτω. Η εισπνοή, δηλαδή, θα αρχίζει από πάνω και θα γεμίζει ώς κάτω, ενώ με την εκπνοή θα αδειάζει ο αέρας , από κάτω προς τα πάνω. Και θα το προσέξετε πολύ καλά αυτό. Διότι όλη η δουλειά θα γίνει με την αναπνοή, δεν γίνεται με την προετοιμασία. Η προετοιμασία μας προσφέρει τις συνθήκες, για να μπορέσει να λειτουργήσει η αναπνοή. Όμως, όλα γίνονται με την αναπνοή. Στην αρχή οι εισπνοές και οι εκπνοές θα γίνονται από τη μύτη. Τρεις-τέσσερις φορές και αργό ρυθμό. Μετά θα ακολουθήσουν οι ίδιες αναπνοές από το στόμα. Εισπνοή-εκπνοή. Τρεις-τέσσερις φορές. Μετά θα κάνετε άλλες τρεις-τέσσερις, βαθιές αναπνοές που η εισπνοή θα γίνεται από τη μύτη και η εκπνοή από το στόμα. Τρίτες αναπνοές εισπνοή από τη μύτη, εκπνοή από το στόμα.
Αφού νιώσετε οτι έχει τοποθετηθεί όλο το αναπνευστικό σύστημα και ταυτοχρόνως έχει οξυγονωθεί το σώμα και αισθάνεστε άνετα, τότε θα αρχίσετε να χαμηλώνετε την ένταση και την έκταση της αναπνοής σας. Θα παίρνετε λιγότερο αέρα, όλο και λιγότερο. Και αυτό γιατί, όταν ξεκινάει από πάνω η αναπνοή τροφοδοτεί πρώτα τα κέντρα τα πάνω του κεφαλιού, στη συνέχεια τροφοδοτεί τα κέντρα της καρδιάς και του στομαχιού και όταν πάει στο βάθος τροφοδοτεί τα κέντρα της κοιλιάς που είναι τα υλικά κέντρα. Έχουμε υλικά κέντρα, ψυχικά κέντρα και διανοητικά κέντρα. Και τα τροφοδοτούμε όλα. Μια βαθιά καθολική αναπνοή τροφοδοτεί και τα τρία κέντρα, και θέτει σε κίνηση τα κάτω κέντρα που είναι τα υλικά. Μια ρηχή αναπνοή τροφοδοτεί το πάνω κέντρο, δεν προλαβαίνει να φτάσει ούτε καν στην καρδιά και δεν φτάνει καθόλου στην κοιλιά.
Τί πετυχαίνουμε συνεπώς, με τις ρηχές αναπνοές; υπολειτουργεί το κάτω κέντρο που είναι το υλικό κέντρο, και το κέντρο της καρδιάς και υπερλειτουργούν μονάχα τα πάνω κέντρα, που είναι τα κέντρα του της ύλης που είναι κάτω εδώ στην κοιλιά. Ταυτοχρόνως μέσα στο αυτόνομο νευρικό σύστημα, το συμπαθητικό σύστημα μένει σε απραξία, υπολειτουργεί και μπαίνει σε πλήρη λειτουργία το παρασυμπαθητικό σύστημα. Κι όπως ξέρετε, το παρασυμπαθητικό σύστημα είναι το παθητικό σύστημα που επιτρέπει στο σώμα να αφήνεται, να εγκαταλείπεται.
Το συμπαθητικό σύστημα είναι το αρσενικό αν θέλετε και το παρασυμπαθητικό είναι το θηλυκό σύστημα. Πρέπει να τροφοδοτήσουμε το θηλυκό αυτόνομο νευρικό σύστημα, διότι αυτό θα μας επιτρέψει να εγκαταλειφθούμε, και νιώθουμε πρώτα οτι αδειάζει η κοιλιά. Το αίσθημα που έχουμε όταν ο δρόμος πάει καλά, είναι οτι αρχίζουμε και αδειάζουμε από μέσα. Και αρχίζει και αδειάζει εδώ κάτω η κοιλιά , γιατί τροφοδοτείται με λιγότερο αέρα. Και το άδειασμα αυτό, το κενό , αρχίζει και ανεβαίνει προς τα πάνω, μέχρι το λαιμό, απλώνεται στα χέρια, κατεβαίνει στα πόδια. Το μόνο πράγμα που υπάρχει είναι το κεφάλι. Όχι, όμως, σαν υλικό μέρος του σώματος αλλά σαν νους, σαν συνείδηση, η οποία συνείδηση όταν φτάσουμε σε τέλεια "ακινητοποίηση" του σώματος, ελευθερώνεται. Ελευθερώνεται και βγαίνει έξω.
Η συνείδηση του σώματος, που είναι ουσιαστικά το σώμα το λεπτό μπορεί να βγει έξω εύκολα. Δεν είναι ανάγκη να κάνομε πειράματα σαν τους γιατρούς ούτε να γίνουμε φακίρηδες, για να το βγάλουμε έξω. Βγαίνει πάρα πολύ εύκολα. Καμιά φορά, όταν είμαστε αφηρημένοι ή φοβισμένοι, πάλι βγαίνει κι εκείνη τη στιγμή βλέπουμε τον εαυτό μας από έξω. Και μας έχει συμβεί σε όλους οπωσδήποτε κάποιες φορές. Απλώς δεν το ξέρουμε το φαινόμενο, δεν το υπογραμμίσαμε και δεν το καταλάβαμε. Αυτή τη στιγμή αν την κρατήσουμε λίγο περισσότερο έχουμε φτάσει στο "θάνατο πριν από το θάνατο" του βιολογικού σώματος.
Εάν σήμερα κατακτήσουμε αυτό το βίωμα, θα πούμε ποιά είναι η δουλειά μας παρακάτω.
Στόχος λοιπόν, για σήμερα και για αύριο είναι να μπορέσετε να βγείτε από το σώμα σας το φυσικό και να βιώσετε την έξοδο του λεπτού σώματος από το πυκνό-υλικό σώμα. Έχει συμβεί πολλές φορές στο εξωτερικό, όπου κάνουμε αυτή τη δουλειά την ίδια πάντα. Ότι κάνουμε εδώ το κάνουμε κι έξω, όπου οι άνθρωποι μέσα σε συνθήκες εργαστηριακές έχουν βιώσει την έξοδο της συνείδησης από το σώμα και λένε οτι νιώθουν πως είναι μπροστά τους και τους βλέπει. Έχει γίνει μερικές φορές το εκπληκτικό φαινόμενο να αρχίσουν διάλογο με τη συνείδησή τους και να ακούμε το διάλογο του ενός με τον άλλο. Κι αυτό δεν είναι ούτε περίεργο ούτε θαύμα. Είναι μέσα στις προδιαγραφές τις φυσικές του ανθρώπου.
Αυτός είναι ο θάνατος πριν από το θάνατο. Κι επειδή είναι φοβερά απειλητικό όταν αρχίζουμε να βγαίνουμε έξω από το σώμα μας, γι' αυτό χρειάζεται άσκηση για να μπορέσουμε να μείνουμε λίγο εκεί. Αλλά αυτά θα τα πούμε αύριο ή μεθαύριο.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΧΟΛΙΟ: Η ΜΥΗΣΗ ΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Μου ζητήσατε να μιλήσουμε για τα μυστήρια που χρησιμοποιούσαν ορισμένες παραδόσεις, για να μυήσουν τους ασκούμενους στο θάνατο. Το θέμα είναι πολύ μεγάλο και γι' αυτό μόνο πολύ συνοπτικά θα μιλήσουμε γι' αυτό, με στόχο να καταλάβουμε τι εννοούσαν, όταν πρότειναν στους ασκούμενους "να πεθάνουν πριν πεθάνουν". Θα δούμε ακόμη με ποιο τρόπο το πετύχαιναν και ποιές ήταν οι σημασίες πίσω από όσα έκαναν. Κι έτσι θα καταλάβουμε περίπου τι σχέση έχουν οι μυήσεις των παραδόσεων με την άσκηση που κάνουμε εδώ σε συνθήκες εργαστηριακές.
Κατ' αρχήν, η μύηση είχε στόχο να μην ξεχνούν οι ασκούμενοι αυτό που διδάχθηκαν και να μεταβιβάζουν από γενιά σε γενιά τη γνώση οτι ο άνθρωπος είναι παραπάνω από αυτό που φαίνεται, είναι παραπάνω από ένα βιολογικό μηχάνημα που κάνει αυτά που είναι ορατά και οτι είναι πολύ σημαντικό να ξέρει οτι είναι πολύ περισσότερο.
Εμμέσως, στόχος τους ήταν να νικήσουν το θάνατο. Αλλά όταν το λέμε αυτό δεν πρέπει να του δώσουμε τη σημασία που δίνουν σήμερα οι γιατροί, ας πούμε, ή οποιοσδήποτε άλλος από τον τεχνολογικό κόσμο το δικό μας. Δεν στόχευαν να τον νικήσουν το θάνατο. Σκοπός τους ήταν να καταλάβουν την πραγματική του σημασία και την πραγματική του λειτουργία. Ο θάνατος νικιέται με το να καταλάβουμε την πραγματική του λειτουργία, με το τι γίνεται όταν κάποιος πεθαίνει.
Και θυμάμαι όταν πέθανε ο παππούς και μετά η γιαγιά που μου λέγανε στον Καναδά: "Δεν λυπάσαι που πέθανε ο πατέρας και η μητέρα σου"; Και απαντούσα : "Σαν άνθρωπος λυπάμαι". Αλλά γιατί να λυπηθώ εφόσον με το θάνατο μεγάλωσαν, έγιναν περισσότερο, αναπτύχθηκαν, δηλαδή; Είναι σαν από παιδιά να έγιναν νέοι, από νέοι να έγιναν ώριμοι, από ώριμοι να έγιναν γέροντες και από γέροντες πέθαναν και έγιναν ακόμη περισσότερο. Και σας ρωτώ, γιατί να λυπηθώ αφού έγιναν παραπάνω από ότι ήτανε;
Κι αυτός ήταν ο στόχος της μύησης στο θάνατο. Να δείξουν στους ασκούμενους αυτό το "περισσότερο" και να διδάξουν τις αόρατες λειτουργίες του. Όμως, στις περισσότερες παραδόσεις η μύηση στο θάνατο πήγαινε μαζί με τη μύηση στον έρωτα. Η μύηση στον ένα συμβάδιζε και συμπλήρωνε τη μύηση στον άλλο. Κι ίσως σας φαίνεται σαν να είναι ο έρωτας αντίθετος από το θάνατο. Έτσι θα το έβλεπα κι εγώ, αν σαν εθνολόγος δεν είχα ασχοληθεί με τη μύηση γενικά και σε πολλές παραδόσεις. Όμως, εξαιτίας των ερευνών μου πάνω στο θέμα των μυστηρίων και της μύησης, μπορώ να σας πω υπεύθυνα οτι και στον έρωτα και στο θάνατο γίνονται ακριβώς οι ίδιες λειτουργίες, που έχουν σαν αποτέλεσμα να γινόμαστε "περισσότερο". Και νομίζω οτι στο σεμινάριο που κάναμε πριν από λίγο καιρό με θέμα τον έρωτα είδαμε πώς ο άνθρωπος γίνεται "περισσότερο".
Η μύηση, λοιπόν, στόχο έχει να μας διδάξει οτι είμαστε "περισσότερο" από αυτό που φαίνεται. Και η διδασκαλία γίνεται βιωματικά. Να μας κάνει να το δούμε οτι είμαστε περισσότερο από το σώμα μας. Οτι δεν περιοριζόμαστε στο σώμα μας. Κι οτι η απαλλαγή μας από το σώμα είναι ένδειξη ανάπτυξης και τίποτε άλλο.
Με ποιό τρόπο μπορούμε να βιώσουμε το θάνατο; Στην Αρχαία Αίγυπτο πριν από 5000 χρόνια που είναι γνωστή η παράδοση αυτή και έχουμε στοιχεία , αλλά και στην Ασία, παντού μιλούσαν για την ψυχή. Η λέξη ψυχή υπήρχε σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς και πάντα μιλούσαν για τη σωτηρία της ψυχής.
Και τι εννοούσαν οι Αιγύπτιοι όταν μιλούσαν για την ψυχή; Έλεγαν οτι η ψυχή προς το παρόν είναι σαν εξόριστη και κατοικεί στο σώμα μας το υλικό. Κι οτι κάποια στιγμή, όταν πληρωθεί ο χρόνος, ελευθερώνεται από το σώμα το υλικό και ξαναγυρίζει στο σπίτι της, που είναι το σώμα μας το πνευματικό. Δηλαδή, η ψυχή έφευγε από την ύλη για να πάει στο πνεύμα.
Ο ίδιος ο μύθος υπήρχε από όσο υπάρχουν άνθρωποι. Ο άνθρωπος ένιωθε διαισθητικά, οτι με το θάνατο κάτι που μπορούμε να το ονομάσουμε ψυχή φεύγει από την κατοικία του τη γήινη και πηγαίνει στην κατοικία του την ουράνια. Όμως παραδεχόντουσαν οτι το ταξίδι από το ένα στο άλλο είναι περίπλοκο- δεν είναι εύκολο, δεν είναι αυτόματο, δεν είναι ίσιος δρόμος-και γι' αυτό χρειάζεται οδηγό. Για να μπορέσει να γίνει το ταξίδι από το σώμα στο πνεύμα πρέπει η ψυχή να έχει ετοιμαστεί όσο ζει. Έπρεπε να μυηθεί, δηλαδή. Να μυηθεί για να ξέρει από ποιούς δρόμους θα περάσει, τι θα συναντήσει και πώς πρέπει να αντιδράσει, για να μπορέσει εκ του ασφαλούς να πάει στο σπίτι της, που είναι το πνεύμα.
Το δεύτερο στοιχείο σε όλες τις παραδόσεις είναι οτι το σώμα παρομοιάζεται με το σκοτάδι, θεωρείται αταξία, ενώ το πνεύμα πάντα συμβολίζεται με το φως, σαν τάξη, ουσιαστικά σαν τάξη. Πήγαινε, λοιπόν, η ψυχή από το σκοτάδι στο φως.
Όλες οι παραδόσεις πιστεύουν κάτι που οι επιστήμες το έχουν πια διαπιστώσει, και το βλέπουμε κάθε μέρα όταν έχουμε μάτια και βλέπουμε. Κι αυτό είναι οτι ο άνθρωπος γύρω από το θάνατο ζει δύο πράγματα: πρώτα, πριν από το βιολογικό θάνατο ζει όλη του τη ζωή από την ημέρα που γεννήθηκε μέχρι τη στιγμή αυτή που τελειώνει η ζωή του. Ζει όλη αυτή την περίοδο σαν να είναι παρόν.
Και θυμάμαι, οτι ενώ ο παππούς δεν είχε κανένα δείγμα οτι θα πεθάνει το ίδιο βράδυ, ήμουνα στο γραφείο στα Πατήσια και ο παππούς ντυμένος όπως ήτανε γιατί θα έφευγε να πάει στη γιαγιά, είχε σταθεί στο σαλόνι, μπρος σε έναν τοίχο, όπου έχουμε κρεμάσει φωτογραφίες του παππού, μερικές παλιές, πριν από το γάμο του, μερικές οικογενειακές, μέχρι τις φωτογραφίες από τη γιορτή για τα πενήντα χρόνια του γάμου του πριν δέκα χρόνια. Και μπήκε μέσα στο δωμάτιο, δεν είναι πως ήμουν στο γραφείο, δεν με πρόσεξε καθόλου και κοίταζε τα κάδρα. Και τα κοίταζε με ένα πολύ περίεργο τρόπο. Δεν έδωσα σημασία. Δεν υπήρχε, βλέπετε, κανένα δείγμα οτι θα πεθάνει το βράδυ. Προφανώς ζούσε εντονότατα όλη του τη ζωή και γι' αυτό πήγε στις φωτογραφίες , για να κινηθεί από αυτές.
Σε όλες τις περιπτώσεις των ανθρώπων που συνοδεύουμε για το θάνατο, στην τελευταία φάση της ζωής τους πριν πεθάνουν, ξυπνάνε από τον ύπνο ή βρίσκονται σε όνειρο ξυπνητό και λένε "Περίεργο! Ξέρεις, ήμουνα στο χωριό μου, είχα την κατσίκα μας, είχα τη μάνα, είχα τον πατέρα". Ξαναζούνε ακριβώς όλες τις καταστάσεις, σαν να είναι εδώ και τώρα. Ελευθερώνονται οι μνήμες και ζούνε το παρελθόν τους, σαν να είναι εδώ και τώρα.
Κι έπειτα, μόλις επέλθει ο βιολογικός θάνατος, φαίνεται οτι ζούνε κάποιο φαινόμενο αντίστοιχα, που είναι η ιστορία του Σύμπαντος από τη Δημιουργία του μέχρι το τέλος, το οποίο δεν έχει συμβεί ακόμη για μας. Αλλά εκείνοι βλέπουν ζωντανά μόλις επέλθει ο κλινικός θάνατος τη δημιουργία του Σύμπαντος και το τέλος του Σύμπαντος. Και φαίνεται οτι είναι φοβερό το θέαμα από ότι ξέρουμε και πάλι από μαρτυρίες και είναι δύο φαινόμενα που αγκαλιάζουνε το φαινόμενο του κλινικού θανάτου.
Όταν πεθαίνει κάποιος μυημένος άνθρωπος, και έχω παρακολουθήσει τέτοιο θάνατο, ο μυημένος άνθρωπος με τους μαθητές του έχει συνεννοηθεί και δίνει σήματα για το τι συμβαίνει από την άλλη μεριά και περιγράφονται πάλι τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Ο άνθρωπος, βέβαια, είναι μυημένος με την έννοια οτι η συνείδηση του είναι πλήρης ακόμα κι όταν έχει περάσει από την άλλη μεριά. Και όσα αφορούν το Σύμπαν περιγράφονται και από τις επιστήμες κατά τον ίδιο τρόπο.
Στις μυήσεις, στα μυστήρια του θανάτου, οδηγούμε τον ασκούμενο να βιώσει αυτά τα δύο φαινόμενα. Τον οδηγούνε να βιώσει όλη του τη ζωή από την αρχή ώς το τέλος και στη συνέχεια τον οδηγούνε να βιώσει τη δημιουργία του κόσμου από την αρχή μέχρι την καταστροφή του. Και είναι δυνατό αυτό, διότι αυτά είναι γραμμένα μέσα στα κύτταρά μας. Κι ακόμη, αφού όπως μας λένε οι επιστήμες, χρόνος δεν υπάρχει κι όλα είναι συγχρονικά, δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε μέση ή τέλος του Σύμπαντος. Κι αφού όλα όσα αφορούν στο Σύμπαν είναι γραμμένα στα κύτταρά μας, ότι βιώνουμε πριν και μετά το θάνατό μας είναι ΑΝΑΒΙΩΣΗ από τις μνήμες που είναι καταγραμμένες μέσα μας.
Αλλά κι όσο ζούμε μπορούμε να αναβιώσουμε το φαινόμενο αυτό του θανάτου, αφού πάντα υπάρχει μέσα μας. Με τη μύηση, δηλαδή, ή με την άσκηση σε εργαστηριακές συνθήκες μπορούμε να ελευθερώσουμε τις μνήμες που έχουν καταγραφεί στα κύτταρά μας. Κι αυτές γίνονται εικόνες κι έτσι τις αντιλαμβανόμαστε και τις γνωρίζουμε συνειδητά. Αυτή τη λειτουργία οι παραδόσεις την ονομάζουν αφύπνιση. Κι είναι αυτός ο τρόπος που μας διδάσκει οτι είμαστε – περισσότερο από αυτό που φαίνεται. Κι είναι αυτός ο τρόπος που μας επιτρέπει, ενώ ακόμη ζούμε, να βιώσουμε εκείνα που έτσι κι αλλιώς θα συμβούν λίγο πριν κι αμέσως μετά το θάνατό μας.
Κι είναι πολύ χρήσιμο αυτό για δύο λόγους: Αφενός αλλάζει η εικόνα που έχουμε για τη θέση μας μέσα στο Σύμπαν κι ανάμεσα στους συνανθρώπους μας και για την ευθύνη μιας απέναντι και στα δύο. Κι η ζωή μας, τότε, γίνεται καλύτερη. Αλλά και την ώρα του θανάτου μας η αφυπνισμένη συνείδηση θυμάται τις γνώσεις που απέκτησε με τις προηγούμενες βιώσεις του "θανάτου πριν από το θάνατο". Κι έτσι, ο δρόμος της ψυχής από το σώμα προς το πνεύμα, που, όπως μας λένε οι παραδόσεις από τον καιρό των αρχαίων Αιγυπτίων κι ώς σήμερα, είναι δύσκολος και περίπλοκος, διευκολύνεται.
Κι όταν στο θάνατό μας αναβιώσουμε πρώτα την προσωπική μας ζωή κι έπειτα τη ζωή του Σύμπαντος, πάντα σύμφωνα με τις παραδόσεις, η ψυχή περνά από το σκοτάδι στο φως. Κι η συνάντησή της με το φως είναι κάτι το συγκλονιστικό.
Οι επιστήμονες έχουν ασχοληθεί με το φαινόμενο αυτό από αφορμή το Άγιο Μανδήλιο, όπου έχει αποτυπωθεί το πρόσωπο του Χριστού και μας λένε οτι πρόκειται για φως που βγαίνει από μέσα από το σώμα και που, αν συναντήσει κάποια κατάλληλη επιφάνεια "φωτογραφίζει" πάνω της το σχήμα του ανθρώπου που η ψυχή του πάει να ενωθεί με το μεγάλο φως της κοσμικής συνείδησης.
Οι γνώσεις μας γύρω από το θάνατο, τουλάχιστον αυτές που έχουν εξακριβωθεί και επιστημονικά, φθάνουν ώς εδώ. Θα ήθελα, όμως, να επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο θέμα. Και παίρνω σαν αφορμή μια φράση που χρησιμοποιούν οι Θιβετιανοί, όταν μιλούν για το ταξίδι της ψυχής από την ύλη στο πνεύμα. Το ταξίδι αυτό το ονομάζουν ενδιάμεσο δρόμο.
Η λέξη "ενδιάμεσος" με έχει απασχολήσει πολύ. Σκέφτομαι, λοιπόν, οτι το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα, θεωρούνται από τις παραδόσεις τριάδα. Κι είναι η τριάδα αυτή από τα πιο ιερά σύμβολα των παραδόσεων. Σώζεται καταγραμμένη η μνεία της σε πέτρα εδώ και 5000 χρόνια. Κι από τότε έχουν αναρωτηθεί ποιός είναι ο ρόλος της ψυχής. Και η απάντηση είναι οτι επειδή το σώμα και το πνεύμα είναι φως και σκοτάδι, είναι αταξία και τάξη, χρειάζεται κάποιος ενδιάμεσος. Και το Σύμπαν έφτιαξε κάποιον ενδιάμεσο, που είναι η ψυχή, που περιέχει στοιχεία από το σώμα και από το πνεύμα.
Εάν θυμηθούμε τον πίνακα που αρχίζει από το εκδηλωμένο και άτυπο στη λεπτή ύλη μέχρι που να φτάσει στην πυκνή ύλη, μπορούμε να πούμε οτι η ψυχή εντάσσεται μέσα στη λεπτή ύλη και αγγίζει προς τα πάνω το εκδηλωμένο και άτυπο. Περιέχει, δηλαδή, η ψυχή στοιχεία από το κάτω επίπεδο, την πυκνή ύλη και περιέχει επίσης στοιχεία από το εκδηλωμένο και άτυπο, αλλά κι από το καθαρό πνεύμα. Η ψυχή, λοιπόν, θεωρήθηκε από τις παραδόσεις πάντα σαν ένας ενδιάμεσος, σαν ένα γεφύρι που ενώνει το σώμα με το πνεύμα και είναι το μέσο που μας επιτρέπει να κάνουμε το ταξίδι.
Η ψυχή, με άλλα λόγια, είναι ο διευκολυντής. Είναι αυτό που θα μας βοηθήσει να πάμε πάνω. Όμως, επειδή είναι λεπτή ύλη, είναι ευαίσθητη κι επειδή είναι ευαίσθητη μπορεί να κακοποιηθεί πολύ εύκολα. Γι' αυτό μιλούμε πάντα για τη σωτηρία της ψυχής μας. Όταν μας λένε οτι πρέπει να σώσουμε την ψυχή μας, ή να την κάνουμε καλό αγωγό, για να μπορέσει να μας ευκολύνει να περάσουμε πάνω στο πνεύμα, τόσο οι σύγχρονες παραδόσεις όσο κι ο Χριστιανισμός έχουν στόχο σωτηριολογικό.
Και πως σώζουμε την ψυχή μας; Επειδή σε αυτήν συμμετέχουν κι η ύλη και το πνεύμα, η εργασία που κάνουμε τείνει στην αποπνευμάτωση της ύλης. Δηλαδή, βάζουμε στην ύλη τάξη. Και ξέρουμε οτι με το θάνατο δεν χάνεται η ύλη. Απλώς μπαίνει σε τάξη και γίνεται διάφανη κι όταν γίνει διάφανη φωτίζει και γίνεται, τέλος, ίδια με το φως του πνεύματος. Μοιάζει με το πνεύμα και εντάσσεται στο πνεύμα. Όταν, λοιπόν, βάζουμε τάξη στην ύλη, η τάξη αυτή μπαίνει μέσα από την ψυχή, με μέσο τις καλές πράξεις, τις αρετές. Και τότε το πέρασμα από την ύλη στο πνεύμα γίνεται ευκολότερο.
Επιτρέψετέ μου εδώ μια παρένθεση. Στη Χριστιανική Μυστική Θεολογία ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδας.
Κι όπως το εξηγούσε σε ένα βιβλίο του ο Λόσκι, καταπληκτικός Θεολόγος Της Χριστιανικής Μυστικής Θεολογίας, το μυστήριο της Αγίας Τριάδας που δεν το καταλαβαίνει ο ανθρώπινος νους, είναι το οτι το καθένα από τα τρία είναι ολόκληρα και τα τρία. Εν τούτοις το καθένα είναι μόνο του, χωριστό, διαφορετικό, από τα άλλα δύο. Τα τρία κάνουμε ένα, δεν είναι καθόλου τρία. Είναι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα που ενώνει τον πατέρα με τον Υιό.
Η διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών είναι οτι οι Ορθόδοξοι πιστεύουν πως εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος γίνεται μόνο από τον Πατέρα, ενώ οι Καθολικοί λένε οτι μπορεί να γίνει και από τον Υιό. Θεωρητικά μπορεί να γίνει μόνο από τον Πατέρα, γιατί εφόσον αυτός δημιούργησε τον Υιό έχει δημιουργήσει και το ενδιάμεσο μεταξύ των δύο.
Κι ας ξαναέρθουμε στο θέμα της σωτηρίας της ψυχής. Κι ας δούμε γιατί η προσπάθεια συγκεντρώνεται σε αυτήν. Η ερμηνεία είναι φανερή. Αφενός το σώμα είναι πυκνή ύλη και οι δυνατότητες αλλαγής του είναι πολύ λίγες. Είναι ήδη τυποποιημένο, είναι ήδη κατασκευασμένο, δεν μπορούμε να επέμβουμε δραστικά επάνω του και να το αλλάξουμε ριζικά. Στο Πνεύμα, πάλι, δεν έχουμε καμία πρόσβαση, γιατί είναι εντελώς έξω από το σύστημα αναφοράς το δικό μας. Συνεπώς μας μένει η ψυχή, η οποία είναι λεπτή ύλη κι επειδή είναι ύλη, έχουμε πρόσβαση σε αυτήν. Και γι' αυτό όλες οι παραδόσεις κι όλη η σωτηριολογική φιλολογία μιλούν για τη σωτηρία της. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο και από καθαρά επιστημονική ανθρωπολογική άποψη έχουν απόλυτα δίκιο. Γιατί είναι το μέρος του ανθρώπου και το μέρος του Σύμπαντος όπου έχομε πρόσβαση και το οποίο είναι ακόμα εύπλαστο, ώστε μπορεί ο άνθρωπος να επέμβει, να το αλλάξει, για να σωθεί.
Σε όλες τις παραδόσεις η επέμβαση αυτή είναι μια άσκηση που στοχεύει πάντα στο να βάλουμε τάξη στο σώμα. Οι τεχνικές είναι πολλές και ποικίλες. Οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι έβαζαν τάξη στο σώμα με το συμβολικό χορό, με τη μουσική και χρησιμοποιούσαν πάρα πολύ τις αναπνοές. Και φαίνεται οτι η γιόγκα της αναπνοής που εξελίχθηκε στη συνέχεια στις Ινδίες είναι αιγυπτιακή τεχνική. Η άσκηση αυτή προϋποθέτει και καλή διατροφή και καλή καθημερινή ζωή. Κι εννοώ οτι είναι στα πλαίσια του μέτρου κατά τη φύση του.
Εφόσον έβαζαν τάξη στην αρχή στο σώμα, στη συνέχεια οι δεύτερες ασκήσεις αφορούσαν στην ψυχή. Και η αιγυπτιακή τεχνική είναι από τις πιο δυνατές και τις πιο αποτελεσματικές για την άσκηση της ψυχής. Δούλευαν, λοιπόν, πρώτα το σώμα ύστερα την ψυχή και το αποτέλεσμα ήταν οτι μπορούσαν να περάσουν εύκολα στο πνεύμα.
Οι Αιγύπτιοι πρώτοι μίλησαν για τα κέντρα ενέργειας και τα εντόπισαν στο ανθρώπινο σώμα. Και τα θεωρούσαν σημεία σύνδεσης μεταξύ σώματος και ψυχής, μεταξύ πρώτου και δεύτερου σώματος. Κι όταν σας μίλησα για τη λεπτή ασημένια κλωστή που φανερώνεται την τελευταία στιγμή, πριν επέλθει ο κλινικός θάνατος, ήδη οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν πει οτι αυτή ξεκινά από το μέτωπο και συνδέει το σώμα με το ενεργειακό σώμα και σπάει την τελευταία στιγμή. Προηγουμένως βλέπουμε άλλες κλωστές, οι οποίες συνδέουν τα κέντρα από το λαιμό, την κοιλιά, τη βουβωνική χώρα, να σπάνε μία μία. Και η τελευταία που μένει είναι αυτή που βγαίνει από το μέτωπο και φθάνει ως το ενεργειακό σώμα.
Κι άλλες παραδόσεις λένε οτι τα κέντρα είναι η σύνδεση μεταξύ του σώματος και της ψυχής κι οτι είναι το μόνο μέρος που έχουμε πρόσβαση για να επέμβουμε στη ψυχή. Και γι' αυτό με διάφορες τεχνικές δουλεύουν πολύ με τα κέντρα ενέργειας.
Επιστημονικά αυτό που ξέρουμε σήμερα είναι οτι τα κέντρα αυτά υπάρχουν, όπως υπάρχει κι έχει φωτογραφηθεί και το ενεργειακό μας σώμα. Κι έχει ακόμα διαπιστωθεί οτι η συνείδησή μας, το ενεργειακό σώμα βγαίνει από το βιολογικό μας σώμα. Κι ο ύπνος είναι αυτό: αποχωρεί η συνείδησή μας από το σώμα. Και μάλιστα λένε οτι η ξεκούραση που νιώθουμε οφείλεται στο οτι η συνείδησή μας πηγαίνει και ξαναεντάσσεται στο χώρο της καταγωγής της, τροφοδοτείται και επανέρχεται. Ίσως γι' αυτό οι παραδόσεις λένε, να μην ξυπνάμε απότομα, για να έχει χρόνο η συνείδηση να επιστρέψει και να ενταχθεί μέσα μας.
Το να βγούμε από το σώμα μας είναι συνεπώς πολύ εύκολο. Το να έχουμε συνείδηση οτι βγαίνουμε από το σώμα μας είναι πάρα πολύ δύσκολο. Πάρα πολλές φορές λίγο πριν κοιμηθούμε, όταν είμαστε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, είναι σαν να βλέπουμε τον εαυτό μας πάνω στο κρεβάτι που κοιμάται και σαν να είμαστε εμείς, την ίδια στιγμή, λίγο πιο ψηλά. Είναι αδύνατο να μην το έχουμε νιώσει αυτό. Αλλά δεν ξέραμε οτι είναι φυσικό κι οτι κάτι σημαίνει. Δεν είναι πρόβλημα να βγούμε έξω από το σώμα. Το να μπορέσουμε να βγούμε, γιατί εμείς το θέλουμε, γιατί εμείς το επιθυμήσαμε, γιατί εμείς το ζητήσαμε, και για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τη συνείδηση στο ταξίδι της έξω από το σώμα είναι όλο το μυστήριο της μύησης στο θάνατο, κατά τις παραδόσεις. Όταν βγαίνει η συνείδηση έξω από το σώμα, τροφοδοτείται με ενέργεια, αναζωογονείται και ανασταίνεται. Και ουσιαστικά Ανάσταση είναι να πάει η ψυχή και να ενταχθεί στο πνεύμα.
Καθαρά επιστημονικά, κάποιοι φυσικοί έκαναν έρευνες στο χώρο αυτό και κατέληξαν σε συμπεράσματα που επαληθεύουν όσα λένε οι παραδόσεις. Θα αναφερθώ ειδικά στον Charon, Γάλλο επιστήμονα με διεθνή αναγνώριση, που όταν τόλμησε να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα των ερευνών του και να συμφωνήσει με τις παραδόσεις τιμωρήθηκε σκληρά. Γιατί έχασε τη θέση του, σαν ερευνητής και τα απαραίτητα εργαστηριακά μέσα και κονδύλια. Γέροντας πια, ακόμη κι όταν θέλει να κάνει διαλέξεις για να μιλήσει για το πείραμα που τον οδήγησε στα συμπεράσματά του, βρίσκει τις "επίσημες" πόρτες κλειστές
Το πείραμά του, λοιπόν, έγινε σε αυστηρά επιστημονικές, εργαστηριακές συνθήκες, με τεράστια κομπιούτερ στη διάθεσή του και σε συνεργασία με αστροφυσικούς. Ξεκίνησε από τα εξής γνωστά για την αστροφυσική στοιχεία. Ένα ουράνιο σώμα, σαν τον Ήλιο του δικού μας ηλιακού συστήματος, καθώς προχωρεί προς το τέλος της ζωής του, σταδιακά ψύχεται, συρρικνώνεται και βαραίνει. Υπολογίζεται οτι ο Ήλιος στην τελική του φάση δεν θα είναι μεγαλύτερος από ένα πορτοκάλι, αλλά θα έχει τεράστιο βάρος.
Κι αν, όπως λένε, κάτι σαν σεντόνι περικλείει το χώρο του Σύμπαντος, ο Ήλιος ή όποιο ουράνιο σώμα "πεθαίνει", χτυπά πάνω σε αυτό το "σεντόνι", το τρυπά, πηγαίνει από την άλλη μεριά και δεν ξέουμε τι γίνεται μετά. Έτσι, άλλωστε, δημιουργούνται οι "μαύρες τρύπες" που τόσο απασχολούν τους αστροφυσικούς.
Ο Charon, λοιπόν, με το πείραμά του, χρησιμοποιώντας τεχνικά μέσα και μαθηματικούς υπολογισμούς, παρακολούθησε ένα ουράνιο σώμα που πήγε από την άλλη μεριά του Σύμπαντος και διαπίστωσε οτι άρχισε να θερμαίνεται ξανά και να μεγαλώνει ο όγκος του. Και τότε διατύπωσε την υπόθεση οτι τελικά, αναγεννημένο, το ουράνιο σώμα ξαναμπαίνει στο Σύμπαν. Η υπόθεση αυτή του Charon φαίνεται οτι επαληθεύει τις παραδόσεις. Όμως, το μήνυμά του θεωρήθηκε επικίνδυνο, το πείραμα διακόπηκε κι εκείνος βρέθηκε έξω από το χώρο των επιστημονικών ερευνών. Κι ίσως αυτό να εξηγεί γιατί άλλοι επιστήμονες που φθάνουν σε ανάλογα συμπεράσματα ή υποθέσεις δεν τα δημοσιεύουν. Κι άλλοι τα συζητούν με ανθρώπους που μπορούν να τους εμπιστευθούν κι άλλοι τα γράφουν στα ημερολόγιά τους και γίνονται γνωστά μετά το θάνατό τους.
Για να τελειώσουμε, θα ήθελα να αναφέρω ένα ακόμη στοχείο, που το βρίσκουμε σε πολλές παραδόσεις. Κι είναι η κάθοδος των ηρώων στον Άδη, ενώ ακόμη ζουν, κι η επιστροφή τους στη Γη. Στην Αρχαία Ελληνική μυθολογία ο Ηρακλής, ο Οδυσσέας κι άλλοι ήρωες επισκέφθηκαν για λίγο τον κόσμο των νεκρών. Είναι φανερό οτι σε αυτούς τους μύθους σώζονται μνήμες από την μύηση στο θάνατο. Κι είναι και σήμερα, σε πολλές παραδόσεις, μέρος της μύησης αυτό το βίωμα, το ξυπνητό όνειρο για να το ονομάσουμε με τον όρο της ψυχολογίας.
Και λένε οι παραδόσεις οτι, για να μπορέσει ο ασκούμενος να κάνει το ταξίδι αυτό, πρέπει πρώτα και επί χρόνια, να υπηρετήσει πιστά ένα γέροντα. Έπειτα, πρέπει να απομακρυνθεί από αυτόν, για να κάνει το δικό του δρόμο. Και κάποια στιγμή θα νιώσει οτι πρέπει να γυρίσει πίσω, γιατί πλησιάζει ο καιρός να πεθάνει ο γέροντας ή να "κοιμηθεί", όπως λέμε στη δικιά μας παράδοση, κι επειδή ο ασκήμενος μαθητής ξέρει πολύ πριν κι εντελώς διαισθητικά οτι θα συμβεί ο θάνατος αυτός, γι' αυτό – σύμφωνα πάντα με τις παραδόσεις – πρέπει να προετοιμασθεί επί εννέα μήνες. Κι έπειτα πάει στο γέροντά του και μένει μαζί του-τον συνοδεύει ώς το τέλος. Και τότε, αν η χάρη το θελήσει, κι αν ο γέροντας το θελήσει, κι αν δει οτι ο μαθητής μπορεί να αντέξει το ταξίδι, τον παίρνει από το χέρι και τον οδηγεί στη χώρα του θανάτου, ως εκεί που επιτρέπεται. Τέλος ο γέροντας αποφασίζει πότε – σε ποιο σημείο -πρέπει ο μαθητής του να γυρίσει πίσω στην Γη, στη ζωή. Να αναστηθεί δηλαδή.
Πολύ απλά, πολύ περιληπτικά αυτά είναι τα κοινά στοιχεία πολλών παραδόσεων, σε ότι αφορά στην μύηση στο "θάνατο πριν από το θάνατο" και στην ανάσταση. Κι είναι μία μύηση που χρειάζεται χρόνο και επαναλήψεις ώσπου να ολοκληρωθεί. Κι απαιτεί πίστη, ελπίδα κι αγάπη, για να μπορέσει ο άνθρωπος που είναι ζωντανός κι ανήκει στο κόσμο της ύλης, να πλησιάσει κι ίσως και κάποια απειροελάχιστη στιγμή, μέσα σε έκσταση, έκθαμβος, να θεαθεί το πνεύμα. Και σε όλα αυτά οδηγό έχει την ψύχη.
Κι ασκείται και ετοιμάζεται με τις αρετές. Και τότε,
Ο θάνατος είναι
ταξίδι προς το αιώνιο φως
προς την αιώνια λεκάνη της ενέργειας,
από όπου γεννηθήκαμε,
όπου πάντα βρισκόμαστε
κι όπου ξαναγυρίζουμε,
με καθαρή συνείδηση,
με πλήρη επίγνωση,
με σαφή πρόθεση,
όταν έχουμε καταναλώσει
το πανηγύρι της ζωής.